Βαδίζοντας προς την τελική ευθεία των εκλογών, ο αποκλεισμός της συμμετοχής κομμάτων σε αυτές από το αρμόδιο τμήμα του Αρείου Πάγου, μονοπώλησε, έστω και φευγαλέα, την πολιτική επικαιρότητα. Καθώς, όμως, στον αντίποδα, η συμμετοχή πολιτικών σχημάτων και υποψηφίων στην εκλογική διαδικασία συνιστά δομική και εννοιολογική ‘‘συστατική προϋπόθεση’’ του δημοκρατικού ιδεώδους, το όλο θέμα ενέχει ad hoc ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Ειδικά για νεοπαγή σχηματισμό που θεωρήθηκε ότι συνδέεται με το ναζισμό, ο Άρειος Πάγος, αν διαβάσει κάποιος το σκεπτικό της πολυσέλιδης απόφασής του, αιτιολογώντας τον αποκλεισμό, έκρινε ότι το συγκεκριμένο κόμμα ‘‘παροτρύνει στην άσκηση βίας, προωθεί μια πολιτική που δεν σέβεται τη δημοκρατία και στοχεύει στην αποδυνάμωση και κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος και των θεσμών του κράτους δικαίου, ιδίως με τη χρήση βίας ή την προτροπή βίας ή και τη δικαιολόγηση αυτής, την προώθηση ολοκληρωτικών ιδεολογιών, τη διάδοση ρατσιστικών και μισαλλόδοξων ιδεών και ξενοφοβίας, την επιδοκιμασία εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, το μίσος κατά προσώπων και ομάδων, ενέργειες και διακηρύξεις που απειλούν την ειρηνική συμβίωση των κοινωνικών ομάδων στη χώρα’’.
Κάποιοι αντέδρασαν στην αρεοπαγιτική απόφαση διατεινόμενοι ότι με το παραπάνω σκεπτικό και κατά μια ολοφασματική εφαρμογή του, το ανώτατο Δικαστήριο της χώρας θα έπρεπε να προχωρήσει και σε άλλους, μη συνηθισμένους τόσα χρόνια, αποκλεισμούς. Για παράδειγμα, λένε ότι ολοκληρωτικές ιδεολογίες ασπάζονται και κόμματα νομιμοποιημένα παγίως στον πολιτικό βίο της χώρας. Και παραπέμπουν χαρακτηριστικά στο Καταστατικό του ΚΚΕ, όπου αυτολεξεί καταγράφεται: ‘‘Στρατηγικός στόχος του ΚΚΕ είναι η κατάκτηση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας, η δικτατορία του προλεταριάτου, για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση’’ (https://www.kke.gr/arxes-stoxoi/katastatiko/).
Προσωπικά όμως, ως δικηγόρος, προτιμώ να ασχοληθώ με την πιο κλασσική περίπτωση στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία επί των κρίσεων δικαστικών αρχών περί της συμμετοχής (ή μη) πολιτικών κομμάτων ή φορέων σε εθνικές εκλογές. Δεν υπάρχει, λοιπόν, πιο χαρακτηριστική υπόθεση, επί του κομβικού αυτού ζητήματος, από την όχι και τόσο μακρινή απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (Bundesverfassungsgericht – BVG) αναφορικά με τη συμμετοχή στις γερμανικές εκλογές του ‘‘Εθνικοδημοκρατικού κόμματος Γερμανίας’’ (Nationaldemokratische Partei Deutschlands – NPD), δηλαδή ενός μορφώματος με ξεκάθαρες ναζιστικές καταβολές.
Στην απόφασή του αυτή (ίδετε την 2 BvB, 1/13, 17-1-2017, στον ιστότοπο https://www.bundesverfassungsgericht.de/SharedDocs/Entscheidungen/DE/2017/01/bs20170117_2bvb000113.ht) το BVG τόνισε, καταρχάς, ότι η απαγόρευση των κομμάτων, σύμφωνα και με το γερμανικό Σύνταγμα, αντιπροσωπεύει το πιο αιχμηρό και επιπλέον δίκοπο ‘‘όπλο’’ του δημοκρατικού συνταγματικού κράτους ενάντια στους οργανωμένους εχθρούς του και έχει σκοπό να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που απορρέουν για τη δημοκρατική συνταγματική τάξη από την ύπαρξη και δράση τέτοιων κομμάτων.
Επιπλέον, η αρχή της δημοκρατίας αποτελεί συστατικό μέρος της φιλελεύθερης πολιτειακής συγκρότησης. Συνεπώς, άκρως απαραίτητη για ένα δημοκρατικό σύστημα είναι η δυνατότητα ισότιμης συμμετοχής όλων των πολιτών στη διαδικασία λήψης των πολιτικών αποφάσεων και η επιστροφή της άσκησης της κρατικής εξουσίας στο λαό.
Όμως, στέρηση μιας τέτοιας κομβικής για την ίδια τη δημοκρατία δυνατότητας μπορεί να νοηθεί (και προφανώς και να επιβληθεί) εάν ένα κόμμα, σύμφωνα με την πολιτική του αντίληψη, συνιστά αισθητή απειλή για την ελεύθερη δημοκρατική βασική τάξη με επαρκή ένταση (wenn eine Partei nach ihrem politischen Konzept mit hinreichender Intensität eine spürbare Gefährdung der freiheitlichen demokratischen Grundordnung bewirkt).
Το ανώτατο γερμανικό Δικαστήριο (BVG) συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι το γεγονός ότι ένα κόμμα προσπαθεί να εξαλείψει ή να βλάψει την ελεύθερη δημοκρατική βασική τάξη πρέπει να προκύπτει από τους στόχους του ή τη συμπεριφορά των υποστηρικτών του.
Ωστόσο, κατά το BVG, o στόχος ενός κόμματος που στρέφεται ενάντια στην ελεύθερη δημοκρατική βασική τάξη δεν επαρκεί για να διαταχθεί η απαγόρευση του κόμματος αυτού. Αντίθετα, το κόμμα πρέπει να εκδηλώσει έμπρακτα, στο πλαίσιο της πολιτικής πραγματικότητας της χώρας, τη βούλησή του για την υποβάθμιση ή την εξάλειψη της ελεύθερης δημοκρατικής βασικής τάξης.
Μάλιστα, μια τοιαύτη ‘‘έμπρακτη εκδήλωση’’ απαιτεί εννοιολογικά ενεργή δράση (Ein solches „Ausgehen“ setzt begrifflich ein aktives Handeln voraus), καθώς η απαγόρευση ενός κόμματος δεν είναι απαγόρευση και καταδίκη της ιδεολογίας ή της κοσμοαντίληψης του (Das Parteiverbot ist kein Gesinnungs- oder Weltanschauungsverbot). Είναι απαραίτητο, επομένως, μας λέει το BVG, το κόμμα να ‘‘περάσει το κατώφλι’’ της καταπολέμησης της ελεύθερης δημοκρατικής βασικής τάξης (Notwendig ist ein Überschreiten der Schwelle zur Bekämpfung der freiheitlichen demokratischen Grundordnung durch die Partei).
Υπό αυτό το συλλογιστικό πρίσμα, επεξηγεί το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, για να αποκλειστεί ένα κόμμα από τον πολιτικό βίο, πρέπει να υπάρχει ήδη μια προγραμματισμένη διαδικασία, η οποία, υπό την έννοια μιας ειδικής προπαρασκευαστικής πράξης, στοχεύει στην αλλοίωση ή την εξάλειψη της ελεύθερης δημοκρατικής βασικής τάξης (Es muss ein planvolles Vorgehen gegeben sein, das im Sinne einer qualifizierten Vorbereitungshandlung auf die Beeinträchtigung oder Beseitigung der freiheitlichen demokratischen Grundordnung).
Η δε συγγένεια ενός κόμματος με τον εθνικοσοσιαλισμό δεν δικαιολογεί από μόνη της τη διαταγή απαγόρευσής του. Ωστόσο, έχει μεγάλη ενδεικτική σημασία στη νομική διερεύνηση επιδίωξης από αυτό αντισυνταγματικών στόχων.
Το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, εν τέλει, έκρινε ότι το κόμμα ‘‘ΝPD” αγωνίζεται για την εξάλειψη της ελεύθερης δημοκρατικής βασικής τάξης σύμφωνα με τους στόχους του και τη συμπεριφορά των υποστηρικτών του, ότι όντως στοχεύει στην αντικατάσταση της υπάρχουσας συνταγματικής τάξης με ένα αυταρχικό «εθνικό κράτος» προσανατολισμένο προς τη γερμανική ‘‘εθνική κοινότητα’’ και ότι αυτή η πολιτική αντίληψη αγνοεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια καθενός που δεν ανήκει στην ‘‘εθνική κοινότητα’’ και είναι ασυμβίβαστη με τη συνταγματική αρχή της δημοκρατίας.
Ωστόσο, ελλείψει συγκεκριμένων βαρυνουσών αποδείξεων και εν γένει στοιχείων που θα καθιστούσαν τουλάχιστον πιθανό ότι αυτή η δράση του (στη Γερμανία) θα οδηγήσει σε επιτυχία των στόχων του και άρα στην κατάλυση της δημοκρατίας στη χώρα (Es fehlt jedoch an konkreten Anhaltspunkten von Gewicht, die es zumindest möglich erscheinen lassen, dass dieses Handeln zum Erfolg führt.), το BVG δεν αποστέρησε από το ναζιστικό μόρφωμα να συμμετέχει στις εκλογές.
Όλα τα παραπάνω είναι άκρως σημαντικά και πολύ ενδιαφέροντα (για νομικούς και μη) βεβαίως. Μάλιστα, πρόσφατα σε άλλο άρθρο μου προσπάθησα να φωτίσω την ουσία του θέματος ασχολούμενος και με την εκπεφρασμένη νομική προσέγγιση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ίδετε: ‘‘Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τον αποκλεισμό πολιτικών κομμάτων, 7-2-2023, https://www.e-pieria.gr/news-2/article/15516-nomoleydikast).
Εντούτοις, πιστεύω ότι ‘‘όλο το ζουμί’’ εν προκειμένω συμπυκνώνεται σε αυτά που τότε είχα βοερά τονίσει: ‘‘Προσωπικά, ωστόσο, εκφράζω τη στέρεα πίστη μου ότι ο πολιτικός εξτρεμισμός και η ακραία, αντιθετική προς τη δημοκρατία, δημόσια ρητορική καταπολεμούνται με συγκεκριμένα μεν νομοθετήματα αλλά κυρίως με τα ‘‘αντισώματα’’ της ευρείας λαϊκής δημοκρατικής κουλτούρας των κοινωνιών, την ποιότητα των δημοκρατικών θεσμών μιας χώρας και την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και των πολιτικών της’’.
Η δημοκρατία είναι εκ της φύσεώς της πλουραλιστική και εκ του προορισμού της συμπεριληπτική. Θεματοφύλακας της είναι οι πολλοί, το λαϊκό δημοκρατικό σώμα, και πυλωνικοί οδοδείκτες της, συνάμα δε και ασφαλιστικές της δικλείδες, οι ίδιοι οι θεσμοί της. Δεν φοβάται και σπανίως αποκλείει και πάντως (αποκλείει) όταν ο κίνδυνος για τα θεμέλιά της είναι υπαρκτός, παρών και άμεσος.
Γι’ αυτό και τους όποιους εχθρούς ή ‘‘εχθρούς’’ της, τους νικά αποτελεσματικά και κατά οριστικό (και όχι συγκυριακό) τρόπο όχι (κυρίως) με ‘‘δικαστικά φιρμάνια’’ αλλά με την ίδια τη δύναμή της, δηλαδή δια της εκλογικής απόρριψης από τη (συντριπτική) δημοκρατική λαϊκή πλειοψηφία ιδεολογημάτων και προσώπων που εκφράζουν αυταρχισμό και ολοκληρωτισμό.
Έτσι, η δημοκρατία προστατεύεται καλύτερα όταν είναι μια τω όντι ζώσα δημοκρατία. Όταν λειτουργούν οι θεσμοί και δεν απαξιώνονται στη κρίση της κοινής γνώμης. Όταν υπάρχει αξιοπρεπής διαβίωση για όλους. Όταν παράγεται εισόδημα για όλους. Όταν δίνονται ευκαιρίες στους πάντες. Όταν επικρατεί κοινωνική δικαιοσύνη, εξομαλύνονται οι κοινωνικές ανισότητες και υφίστανται αντίβαρα στις καταχρηστικές συμπεριφορές των ισχυρών. Όταν πρυτανεύει το κράτος δικαίου και ο σεβασμός στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Όταν η κρατική γραφειοκρατία εξυπηρετεί και λειτουργεί προς όφελος των πολιτών. Όταν προτάσσεται στις μεγάλες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αποφάσεις το συλλογικό και ευρύτερα εθνικό συμφέρον. Όταν κριτήριο της κοινωνικής και πολιτικής (φυσικά) είναι η αξιοκρατία και όχι τα ‘‘θέλω’’ των διαπλεκόμενων ‘‘ημετέρων’’. Όταν η διαφάνεια στα πάντα είναι αδιαπραγμάτευτη και εφαρμοστέα αρχή. Όταν ο τύπος και η πολυφωνία βρίσκουν πεδία ελεύθερης έκφρασης και όχι όταν ‘‘περιορίζονται’’ φωνές ή συγκαλύπτονται οι ‘‘αμαρτίες’’ του συστήματος.
Εν τέλει, η προστασία της δημοκρατίας είναι ζήτημα όλων μας και ο αγώνας για τη διατήρηση της υπαρκτικής της ουσίας διαρκής, στην πράξη η αδιάλειπτη και κρίσιμη ιστορική αποστολή μας!
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science