Το βράδυ της περασμένης Τετάρτης (28/8/2024) παρουσιάστηκε στο αρχαίο θέατρο του Δίου από το Εθνικό Θέατρο η τριλογία «Ορέστεια», σε σκηνοθεσία του Θόδωρου Τερζόπουλου. Η τριλογία αποτελείται από τις τραγωδίες Αγαμέμνων, Χοηφόροι και Ευμενίδες και είναι η μόνη αρχαία τριλογία σωζόμενη εξ ολοκλήρου (458 π.Χ.). Οι τρεις τραγωδίες μεταξύ τους παρουσιάζουν στενή συνάφεια, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι και οι τρεις τους διηγούνται μία κοινή ιστορία σε τρία τμήματα.
Μετά την άλωση της Τροίας και τον θρίαμβο των Αχαιών ο Αγαμέμνωνας επιστρέφει στις Μυκήνες όπου τον περιμένει προδοτικός θάνατος. Η Κλυταιμνήστρα, με συνεργό τον Αίγισθο, τον εκδικείται για τη θυσία της Ιφιγένειας (Αγαμέμνων, πρώτο μέρος). Ο λαός των Μυκηνών εξεγείρεται στις «Χοηφόρους» που ακολουθούν τον Ορέστη και τον ενθαρρύνουν να εκδικηθεί τον πατρικό φόνο. Το έργο τελειώνει με τη δίκη και την τελική αθώωση του Ορέστη χάρη στην καθοριστική παρέμβαση της Αθηνάς (Ευμενίδες).
Η Ορέστεια παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από το Εθνικό Θέατρο (τότε Βασιλικό Θέατρο) το 1903. Κατά την ημέρα της πρεμιέρας προκλήθηκαν αιματηρά επεισόδια στην Αθήνα που έμειναν γνωστά ως «Ορεστιακά». Αφορμή στάθηκε η μετάφραση του έργου που έκανε ο Γεώργιος Σωτηριάδης σε δημοτική γλώσσα, η οποία προκάλεσε την μήνιν των «καθαρολόγων» της εποχής.
Ο Αισχύλος με την Ορέστεια καταθέτει τον προβληματισμό του για την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, για τα ανθρώπινα έργα και τις ευθύνες που επισύρουν, αλλά και για την αδυναμία του ατόμου να δώσει λύση στο φιλοσοφικό ερώτημα που ο Τερζόπουλος το διατυπώνει ως «περί τίνος πρόκειται;»
Η παρουσίαση της τραγωδίας στο Δίον εντυπωσίασε χάρη κυρίως στη σκηνοθεσία του Θόδωρου Τερζόπουλου, ο οποίος μέσα από μια δημιουργική πορεία 40 περίπου ετών έχει πετύχει διεθνή αναγνώριση και αποτελεί σήμερα για τη χώρα μας έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες, αν όχι τον σημαντικότερο. Κατάγεται από τον Μακρύγιαλο Πιερίας και για το λόγο αυτό το Φεστιβάλ Ολύμπου τον τίμησε, το βράδυ της παράστασης για την πολύχρονη σημαντική προσφορά του στο θέατρο. Τίμησε τον σκηνοθέτη γιατί με το έργο του, τις γνώσεις, το ταλέντο και τον χαρακτήρα του ξέφυγε από τα στενά όρια της γενέθλιας γης και αναδείχθηκε πολίτης του κόσμου. Ευγενική και αξιέπαινη η χειρονομία του Φεστιβάλ Ολύμπου να τιμήσει τον Θεόδωρο Τερζόπουλο, αλλά θα πρέπει να επισημάνουμε ότι και ο Τερζόπουλος τιμά με το έργο του και την παρουσία του την Πιερία.
Ο Αισχύλος έγραψε την Ορέστεια πριν από δυόμιση χιλιάδες χρόνια και ο Τερζόπουλος κατάφερε να της δώσει με την σκηνοθεσία του ένα σύγχρονο νόημα, διασώζοντας ταυτόχρονα το κείμενο και τις θέσεις του μεγάλου τραγικού. Ο σκηνοθέτης κατάφερε να εκφράσει το κείμενο του Αισχύλου όχι μόνο με την γλωσσική ερμηνεία, αλλά και μέσα από την κίνηση του ανθρώπινου σώματος, μέσα σε αυστηρά πλαίσια πειθαρχίας. Η αυστηρή γεωμετρία μαζί με την πειθαρχημένη κίνηση των σωμάτων πετύχαιναν παράλληλη ερμηνεία λόγου και κίνησης.
Η παράσταση της Ορέστειας ήταν μια μυσταγωγία που τελέσθηκε στο κατάμεστο αρχαίο θέατρο του Δίου με τους θεατές να παρακολουθούν – ή μάλλον να συμμετέχουν – με θρησκευτική ευλάβεια και προσήλωση. Περισσότερο από τρεισήμισι ώρες που κράτησε η παράσταση οι τριάντα ηθοποιοί πέτυχαν μια εσωτερική επικοινωνία με τους θεατές, η οποία διατηρήθηκε μέχρι το τελευταίο λεπτό της παράστασης, μια επικοινωνία που δεν μπόρεσε να τη διαταράξει ούτε η βροχή που έπεφτε κατά διαστήματα κατά τη διάρκεια της παράστασης. Αυτή η «θεόσταλτη βροχή» λες και ήρθε για να ενισχύσει την εκφραστικότητα των σωμάτων, αλλά και να δημιουργήσει φωτεινά είδωλα στα έρποντα μισόγυμνα σώματα που καθρεπτίζονταν στη βρεγμένη ορχήστρα.
Η σκηνοθεσία του Τερζόπουλου κατάφερε να έχει αυτό το εκπληκτικό αποτέλεσμα γιατί, πέρα από όλα τα άλλα που επιμελήθηκε ο ίδιος (κουστούμια, φωτισμό, σκηνικά), υποστηρίχθηκε από τους συγκεκριμένους ηθοποιούς που γνωρίζουν και ακολουθούν την τεχνική του σκηνοθέτη. Ορισμένοι από αυτούς είναι χρόνια συνεργάτες του, ενώ άλλοι, νέοι στην ηλικία, (κυρίως αυτοί που αποτέλεσαν τον χορό) χάρη στις σωματικές αντοχές που διέθεταν κατάφεραν να ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις της σκηνοθεσίας. Οι ερμηνείες των ηθοποιών ακολουθούσαν μια συνέπεια και ένα μέτρο. Τα δραματικά πρόσωπα κινήθηκαν σε ένα πνεύμα ισορροπίας απέναντι στο χορό που ουσιαστικά ήταν αυτός που απογείωσε την παράσταση. Ο χορός κατάφερε να αναδείξει και να εντείνει τα συναισθήματα που προέκυπταν από το λόγο, έναν λόγο ζωντανό, που η εκφορά του δεν υποστηριζόταν από ηλεκτρονικά μέσα, αλλά μεταφέρονταν με δυναμισμό στους θεατές, φέρνοντας μνήμες από παλαιότερα στιλ υποκριτικής ερμηνείας.
Η ορχήστρα ήταν άδεια και την διαπερνούσαν ως ακτίνες ευθείες γραμμές. Τα μόνα αντικείμενα που εμφανίστηκαν στα χέρια των ηθοποιών ήταν μαχαίρα, μπαλτάδες, κουβάδες και ματωμένα πανιά, δηλωτικά των φόνων και του αίματος.
Σε αρκετά σημεία ο σκηνοθέτης προκάλεσε το θυμικό των θεατών, όπως στη σκηνή – διάλογο μεταξύ Ορέστη και Κλυταιμνήστρας, αλλά και στην ερμηνεία του αραβικού τραγουδιού – θρήνου από την Κασσάνδρα, μια γυναίκα από την Ασία, που ήρθε ως σκλάβα-τρόπαιο του νικητή, μια γυναίκα που θρηνεί για το θάνατο που έζησε αλλά και αυτόν που έρχεται. Ένα τραγούδι που καταλήγει, όχι σε κλάμα, αλλά σε κλαυσίγελο, που περιγελά τις εξουσίες και θρηνεί για το διασυρμό των ηττημέων.
Στα δύο πρώτα μέρη της τριλογίας ο Τερζόπουλος ακολουθεί τα δύο βασικά στοιχεία της τραγωδίας, το μύθο και το χρόνο, ενώ στο τρίτο μέρος, τις Ευμενίδες, κάνει μια διαφορετική – τολμηρή ανάγνωση και εισηγείται άμεσα και χωρίς υπαινιγμούς μια πολιτική θέση, καυτηριάζοντας την υποταγή και μεταστροφή των Ερινυών σε Ευμενίδες. Καταγγέλλει την παρέμβαση της Αθηνάς υπέρ της αθώωσης του μητροκτόνου Ορέστη. Τη δίκη του Ορέστη δεν την αντιλαμβάνεται και δεν την παρουσιάζει ως θέσπιση της αστικής δικαιοσύνης, όπως έχουμε συνηθίσει να την βλέπουμε σε παλαιότερες σκηνοθεσίες, αλλά ως ηθική παρακμή με την υποταγή της δικαιοσύνης σε άνωθεν υποδείξεις.
Ο σκηνοθέτης στο τρίτο μέρος της τριλογίας (Ευμενίδες) ασκεί κριτική στις αστικές δημοκρατίες του δυτικού κόσμου, οι οποίες φαίνεται να υποτάσσονται στη δύναμη της βίας και του χρήματος. Ριπές πυροβόλων ακολουθούν το αίτημα της Αθηνάς, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι επηρέασαν καθοριστικά την μεταστροφή των ερινυών σε Ευμενίδες. Στον απόηχο αυτής της μεταστροφής ακούγεται μια ηχογραφημένη φωνή στην αγγλική γλώσσα που συνδέει τις τιμές των χρηματιστηρίων με το χαμό αμάχων ανθρώπων, σε μέρη που μαστίζονται από πολέμους κάθε μορφής.
Η παράσταση έκλεισε με έναν μακρόσυρτο θρήνο και το χορό να αποχωρεί γονατιστός και με σκυμμένο το κεφάλι!
Οι θεατές στο τέλος της παράστασης στάθηκαν για πολλή ώρα όρθιοι και την επιβράβευσαν με ένα παρατεταμένο χειροκρότημα!
* Ο Νίκος Ναχόπουλος είναι Δρ. Τοπικής Ιστορίας, δάσκαλος και υπηρετεί ως διευθυντής στο 2ο Δημ. Σχολείο Κατερίνης.