Αν κάτι ριζώνει στη μνήμη και κατ’ επέκταση στη ψυχή ενός ανθρώπου, αυτό είναι οι παιδικές αναμνήσεις του. Δική μου παιδική ανάμνηση, ριζωμένη στα βάθη του νου, είναι οι αφηγήσεις της γιαγιάς μου, της Άννας, μητέρας του πατέρα μου, Ντίνου, για το πώς τον Σεπτέμβρη του 1922, ξεκινώντας από το Αλασεχίρ της Μικράς Ασίας, κατάφερε να φτάσει στη Σμύρνη και για το πώς, ούσα ‘‘μεταμφιεσμένη’’, κατόρθωσε να ξεφύγει από τα χέρια των Τούρκων και τελικά να γίνει μία εκ των χιλιάδων Ελληνίδων και Ελλήνων που ως πρόσφυγας έφτασε στην Ελλάδα.
Επ’ ευκαιρία, λοιπόν, της εκδήλωσης μνήμης για την μικρασιατική καταστροφή στο χώρο του Ι. Ναού του Αγίου Αποστόλου Θωμά, την Κυριακή 25/9, στην Κονταριώτισσα, στην οποία εκδήλωση παρευρέθηκα, ξύπνησαν πάλι μέσα μου, μάλλον αναπόφευκτα και αντανακλαστικά, οι θύμησες από τις αφηγήσεις της γιαγιάς και ένιωσα πάλι να πάλλεται ενδόμυχα αυτός ο πολύτιμος συναισθηματικός δεσμός με τις ίδιες μου τις ρίζες. Πέραν, ωστόσο, από την πλημμυρίδα του έντονου συναισθηματισμού που σε μένα και χιλιάδες συμπατριώτες μας προκαλεί αυτόματα και συνειρμικά η μικρασιατική καταστροφή, η χθεσινή εκδήλωση ήταν, επίσης, γνήσια ευκαιρία να σταθούμε και σε ορισμένα κεντρικά σημεία της ουσίας των γεγονότων του 1922.
Κατά πρώτον, στο πλαίσιο της ευρύτερης ιστορικής ερμηνείας, οφείλουμε να αναδείξουμε και αναλογιστούμε το γεγονός ότι της μικρασιατικής καταστροφής προηγήθηκε η από τους Τούρκους συστηματική εξόντωση των Χριστιανών που ζούσαν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όχι μόνο των Ελλήνων. Η κεντρική απόφασή τους, στα τέλη του 1913, για εξόντωση όλων των Χριστιανών της Ανατολής, προήλθε από το βαθύ και διογκούμενο πολιτισμικό χάσμα ανάμεσα στον θρησκογενή (ισλαμιστικό) φονταμενταλισμό των Νεοτούρκων και την πλούσια πολυπολιτισμικότητα που για αιώνες διέκρινε την πάλαι ποτέ Οθωμανική Αυτοκρατορία. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα, όπως άλλωστε η ιστορική γνώση πια μας διαφωτίζει, ότι ενώ το 1913 το 19% του πληθυσμού της Αυτοκρατορίας ήταν Χριστιανοί, το 1922, και πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών, είχε απομείνει μόνο ένα 2,5% Χριστιανών μέσα στην εδαφική της επικράτεια.
Κατά δεύτερον, σε παραλληλία με την άνω ιστορική παραδοχή, μάλλον πρέπει να ομολογήσουμε (και να μην αποκρύψουμε, λειτουργώντας ομφαλοσκοπικά) ότι η μικρασιατική καταστροφή οφείλεται κυρίως (και) στον εθνικό διχασμό ανάμεσα στους ‘‘Βενιζελικούς’’ και τους οπαδούς του Βασιλέως Κωνσταντίνου, έναν διχασμό που δυστυχώς επέφερε σαρωτικό και επιμήκες ρήγμα στην ελληνική κοινωνία και αποτέλεσε χαίνουσα πληγή της τότε πολιτικής ζωής του τόπου. Οι ξένες δυνάμεις, όπως ο ιστορικός ρους, η αναδίφηση της εξέλιξης των πραγμάτων και η φιλαλήθης προσέγγιση της ουσίας αναδεικνύει, εξυπηρετούσαν, ίσως ωμά και κυνικά, πάντως σίγουρα, τα δικά τους γεωπολιτικά συμφέροντα και προωθούσαν τα διπλωματικά προτάγματα της συγκυρίας. Η τύφλωση, ωστόσο, του εθνικού διχασμού είχε ολέθριες συνέπειες για τον Ελληνισμό και τις πατρογονικές του εστίες.
Παρά ταύτα, κατά τρίτον, επιβεβλημένο μάλλον είναι να αναγνωρίσουμε ότι οι προθέσεις των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων της εποχής στόχευαν στην απελευθέρωση και στην προστασία των ελληνικών πληθυσμών που διαβιούσαν στη μικρασιατική ενδοχώρα. Στον καμβά της Μεγάλης Ιδέας, που ήταν ο οραματικός φάρος της εθνικής πορείας τα χρόνια εκείνα, πολιτικό βάθρο των εδώ πολιτικών ανταγωνιστών δεν ήταν ο ενδοτισμός, πηγή της προτεινόμενης στρατηγικής τους δεν ήταν ο ανθελληνισμός, ελατήριο των απόψεων τους για τη διεθνή στάση της Ελλάδας δεν ήταν η προδοσία. Ας το θυμόμαστε μονιασμένοι όλοι οι Έλληνες αυτό.
Εν συνεχεία, κατά τέταρτον, μετερχόμενοι τη ‘‘ψυχρή’’ λογική των πραγμάτων, οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψη μας και να θυμόμαστε ότι αυτό που αποτελεί για εμάς τη μεγαλύτερη και πιο επώδυνη εθνική τραγωδία της σύγχρονης τουλάχιστον Ιστορίας μας, για τους Τούρκους αποτελεί το πλέγμα εξελίξεων και το φάσμα ιστορικού χρόνου μέσα από το οποίο επήλθε η μετάβαση από το status μιας αυτοκρατορίας (της Οθωμανικής) σε ένα νεωτερικό κράτος, βεστφαλιανού μοντέλου μεν, με βαθιές ανατολίτικες καταβολές, ισλαμικές ρίζες και συγκεκριμένη πολιτισμική καταγωγή δε. Για αυτούς, η βία και οι γενοκτονικές αιματοχυσίες, κακώς και αδίκως βέβαια, δεν κρίνονται στο πεδίο των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά, αντιθέτως, ήταν η μεταπλαστική δύναμη της Ιστορίας που μόρφωσε τελικά αυτό που από το 1923 και μετά, δηλαδή από τη Συνθήκη της Λωζάνης και για έναν αιώνα πια, αποκαλούμε ‘‘Τουρκική Δημοκρατία’’.
Εν τέλει, κατά πέμπτον, με περηφάνια και εθνική αγαλλίαση πρέπει να τονίζουμε ότι μια από μεγαλύτερες επιτυχίες του σύγχρονου Ελληνισμού ήταν η ενσωμάτωση των προσφύγων στον ελλαδίτικο μητροπολιτικό χώρο. Παρά τις όποιες αντιδράσεις των γηγενών και τον κοντόθωρο ‘‘μικροψυχισμό’’ ορισμένων, οι πρόσφυγες αποτέλεσαν πηγή δύναμης και δημιουργίας για τη χώρα, παράγοντα πολιτισμικού εμπλουτισμού, υποστηρικτικό και τονωτικό μοχλό της οικονομίας και γενικά έγιναν ‘‘σαρξ εκ της σαρκός’’ ενός αναγεννητικού κύματος που συμπαρέσυρε στην πρόοδο και στη θετική μεταμόρφωση όλο το ‘‘συνθετικό είναι’’ του Ελληνισμού. Η αλήθεια, λοιπόν, ως ιστορική αντικειμενική καταγραφή, είναι ότι η ενσωμάτωση των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής υπήρξε το μεγαλύτερο επίτευγμα στην ιστορία του κράτους μας, στα 200 χρόνια της ζωής του.
Κατά τη δική μου κρίση, ωστόσο, η μικρασιατική καταστροφή, πέρα από ένα βαθύ και επώδυνο τραύμα στο παναιώνιο συλλογικό μας υποσυνείδητο, συνιστά εκείνο το μνημειώδες γεγονός της χωρικής συρρίκνωσης του Ελληνισμού, στην ουσία εκείνη τη χρονική και ιστορική καμπή κατά την οποία, με τον περιορισμό της ιστορικής και πολιτισμικής δυναμικής του στο κεντρικό γεωγραφικό ελλαδίτικο σπονδύλωμα, ο Ελληνισμός δέχθηκε καίριο πλήγμα στη ‘‘διασπορική του δικτύωση’’, σ’ αυτό δηλαδή που του έδινε την αναπνοή της ζωής του εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Σήμερα όμως, δίπλα στα μεγάλα και αναπάντητα ‘‘αν’’ της μικρασιατικής καταστροφής που στοιχειώνουν την εθνική μας υπόσταση, αν, ως Έλληνες, σταθούμε και ομονοήσουμε γύρω από το ξεπέρασμα του πολιτικού ρεβανσισμού, τη ‘‘προσφυγογενή’’ γενιά του ‘30, αυτή την καταπληκτική ελληνική ιντελιγκέντσια με τους πλούσιους πνευματικούς χυμούς της, την πάλη της προσφυγιάς και την πολύπλευρη παρακαταθήκη της, πέρα από πραγματική πρόοδο επί της εθνικής μας αυτογνωσίας θα έχουμε ‘‘γαλβανίσει’’ ουσιωδώς και την εθνική μας ανθεκτικότητα. Η Μικρά Ασία ζει και θα ζει μέσα σε και μέσα από όλους μας!
Κατερίνη, 25/9/2022
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ