Ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης σκοτώθηκε στις 11 Απριλίου 1897, στη Σκάλα Λεπτοκαρυάς και ήταν ο πρώτος νεκρός απόφοιτος της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23-08-1869. Πατέρας του ήταν ο Κρητικός Γεώργιος Αντωνιάδης, ενώ μητέρα του η Υδραία αρχοντοπούλα Κονδύλω Θεοδωράκη. Εισήχθη στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, στις 12-07-1885, (λειτουργούσα από το 1884), από την οποία αποφοίτησε στις 05-08-1889, ως μάχιμος σημαιοφόρος. Πέντε χρόνια αργότερα προήχθη σε ανθυποπλοίαρχο, όποτε, συμπληρώνοντας και τις ναυτικές του γνώσεις στην Ευρώπη, διέθετε πλέον όλες τις προϋποθέσεις, ώστε να εξελιχθεί σε έναν λαμπρό αξιωματικό του Ναυτικού. Υπηρέτησε σε πλοία επιφανείας, μετεκπαιδεύτηκε στις τορπίλες 1895-1896 στο εξωτερικό.
Βρισκόμαστε στις παραμονές του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, ο οποίος διήρκησε από 06 Απριλίου έως 07 Μαΐου 2017, ενώ άμεση αφορμή αποτέλεσε το “Κρητικό Ζήτημα”. Ηέκβαση αυτού του πολέμου, θεωρείται ντροπή για τη χώρα μας, όμως σχετικά με τον ανθυποπλοίαρχο Εμμ. Αντωνιάδη, η ελληνοτουρκική εκείνη σύγκρουση, λειτούργησε ως εφαλτήριο, για να καταλάβει ο ίδιος τη δική του θέση, στο πάνθεον των ηρώων. Θα αναφέρουμε συνοπτικά, τις δραστηριότητες του πολεμικού μας στόλου, στην ευρύτερη περιοχή του Θερμαϊκού κόλπου, όπου κόπηκε πρόωρα και το νήμα της ζωής του προαναφερόμενου ανθυποπλοιάρχου.
Η πρώτη από τις δύο Μοίρες, στις οποίες είχε διαιρεθεί τότε το ελληνικό πολεμικό ναυτικό, είχε χώρο δράσης το Αιγαίο, ενώ η δεύτερη είχε χώρο δράσης το Ιόνιο πέλαγος. Η “Μοίρα του Αιγαίου”, ήταν ιδιαίτερα ισχυρή, αφού αποτελούνταν από τα θωρηκτά “Ύδρα, Σπέτσαι & Ψαρά”. Ο “Στόλος του Αιγαίου” συμπεριελάμβανε ακόμη την “τορπιλική Μοίρα” με επικεφαλής το τορπιλοβόλο “Κανάρης”, στο οποίο υπαγόταν και το “τορπιλοβόλο 16” με κυβερνήτη τον Εμμ. Αντωνιάδη. Στον “Στόλο του Αιγαίου” συμμετείχε επιπλέον το “οπλιταγωγό Μυκάλη”, οι ατμομυοδρόμωνες “Αλφειός” (με κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Κουντουριώτη) & “Αχελώος”, καθώς και τα οπλιταγωγά “Θράκη & Ιωνία”.
Στις 25 Μαρτίου του 1897, τα παραπάνω ελληνικά πολεμικά σκάφη ναυλοχούσαν στους “Ωρεούς” της Εύβοιας. Έτσι, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Γάλλου περιηγητή “Henri Turot”, ο “κόλπος της Θεσσαλονίκης” παρέμενε τότε σχεδόν ανυπεράσπιστος από τους Τούρκους, (επειδή ο τουρκικός πολεμικός στόλος «είχε κλειστεί» στα Δαρδανέλια) και έτσι τα ελληνικά θωρηκτά, θα μπορούσαν (πολύ εύκολα) να αποκλείσουν την πόλη και να πυρπολήσουν τους σιδηροδρομικούς της σταθμούς. Επίσης θα μπορούσαν να ανατινάξουν ορισμένα σημαντικά σημεία των γραμμών ανεφοδιασμού των Τούρκων, καθώς και να καθυστερήσουν σημαντικά την τουρκική επιστράτευση.
Όμως η “Μοίρα του Αιγαίου”, μας αναφέρει ο “Turot”, δεν βγήκε ποτέ έξω από το λιμάνι των “Ωρεών”. Μας λέει επίσης (ειρωνικά), ότι τα νερά στο λιμάνι εκείνο της Εύβοιας, είναι τόσο ήρεμα για τον ελληνικό πολεμικό στόλο, αλλά και ο καιρός τόσο ωραίος. Έτσι, οι Τούρκοι, εντελώς ανενόχλητοι και με όλη τους την άνεση, μπόρεσαν να μεταφέρουν μέσω Θεσσαλονίκης, τους χιλιάδες στρατιώτες τους, που έσπευδαν καθημερινά να ενισχύσουν, ακόμη περισσότερο τις δυνάμεις τους, οι οποίες είχαν συγκεντρωθεί στα (τότε) σύνορά τους με την Ελλάδα, δηλαδή στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο.
Από τη στιγμή που είχε κηρυχθεί ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, δηλαδή στις 25 Μαρτίου και μέχρι την 8η Απριλίου του 1897, ο ελληνικός στόλος του Αιγαίου δεν είχε επιδοθεί σε καμιά πολεμική επιχείρηση. Απασχολούνταν μόνο με ασκήσεις πυροβολικού, ενώ μία μόνο μέρα πριν την παραπάνω ημερομηνία, ο “Μοίραρχος Σαχτούρης” ζήτησε οδηγίες δράσης από το Υπουργείο Ναυτικών. Η ναυτική εν συνέχεια Μοίρα Αιγαίου αγκυροβόλησε στον Παγασητικό, όπου, παραμένοντας υπ’ ατμό, διατάχθηκε, τα μεσάνυχτα της 8ης Απριλίου, από τον υπουργό των Ναυτικών “Ν. Λεβίδη”, να αναπτυχθεί κατά μήκος των τουρκικών ακτών, από Πλαταμώνα μέχρι Κατερίνη, προσβάλλοντας, όπως καθόριζε η διαταγή, «παν τουρκικόν πλοίον ή μοίραν τοιούτων, παν οχύρωμα ή οιονδήποτε στρατιωτικόν έργον, ευρισκόμενον καθ’ όλην την έκτασιν ταύτην, επικουρούσα ούτω τοις κατά τα σύνορα μαχομένοις στρατεύμασιν ημών δι’ αντιπερισπασμού της προσοχής του εχθρού».
Όμως, κατά τις επόμενες είκοσι τέσσερις ώρες, υπήρξε πλήρης έλλειψη πληροφόρησης, σχετικά με το εάν αφίχθηκαν στο νέο τους προορισμό, τα πολεμικά μας σκάφη, καθώς και εάν είχε αρχίσει η εκτέλεση της ανατεθείσας σ’ αυτά αποστολής. Μόλις κατά την 9η Απριλίου του 1897, αναφέρθηκε από το ελληνικό χωριό “Τσάγεζι” (ονομαζόμενο σήμερα Στόμιο και ευρισκόμενο στις εκβολές του Πηνειού), ότι ο στόλος μας βρισκόταν στον Πλαταμώνα (λίγο δηλαδή βορειοτέρα από την απόληξη των τότε ελληνοτουρκικών συνόρων), όπου το “θωρηκτό Ψαρά” βομβάρδισε τον εκεί ενετικό πύργο, τον οποίο και ο “Κανάρης” κανονιοβόλησε με άμεσες βολές.
Καταστράφηκαν, έτσι τότε, τα εκεί τουρκικά πυροβολεία καθώς και αποθήκες πυρομαχικών και ζωοτροφών του εχθρού. Αποτέλεσμα της δραστηριότητας αυτής του στόλου μας ήταν, να εγκαταλείψουν οι Τούρκοι το προαναφερθέν ενετικό φρούριο, και να βληθεί τουρκικό ιστιοφόρο, ευρισκόμενο στον εκεί ορμίσκο “Μπόρνο”, το οποίο ιστιοφόρο προστατευόταν και από εχθρικό τορπιλοβόλο. Κατά την ίδια μέρα, τα πολεμικά μας πλοία δραστηριοποιήθηκαν και βορειοτέρα, στη “Σκάλα Λεπτοκαρυάς”, απέχουσα γύρω στο ενάμιση μίλι από τα παράλια του Πλαταμώνα. Στη νέα περιοχή, όχι μόνο βομβαρδίστηκαν οι μεγάλες τουρκικές αποθήκες, του Τούρκου αρχιστράτηγου της Θεσσαλίας “Ετέμ πασά”, αλλά ο ελληνικός στόλος αποβίβασε και αγήματα, τα οποία και πυρπόλησαν το περιεχόμενο των εν λόγω αποθηκών.
Τα ελληνικά πολεμικά κατευθύνθηκαν, στη συνέχεια, ακόμη βορειότερα, στην περιοχή του Λιτοχώρου, το οποίο δεν βομβαρδίστηκε, όμως στη γύρω περιοχή τα πυρά των σκαφών μας προκάλεσαν εκτεταμένες καταστροφές, με αποτέλεσμα να πυρποληθούν αποθήκες τροφίμων του τουρκικού στρατού της Ελασσόνας. Και ενώ εκεί βρισκόταν στρατοπεδευμένο και ένα τουρκικό τάγμα, ο διοικητής της ελληνικής ναυτικής Μοίρας δεν προχώρησε σε καμιά εναντίον του ενέργεια, λόγω παρεμβολής φυσικών εμποδίων, μεταξύ των ελληνικών πλοίων και του εχθρού.
Επόμενος προορισμός της “Μοίρας Αιγαίου”, υπήρξε η ακτή της Κατερίνης, καθώς υπήρχαν πληροφορίες, ότι στις μεγάλες στρατιωτικές αποθήκες της πόλης, φυλασσόταν το σύνολο των ζωοτροφών του τουρκικού στρατού Θεσσαλίας. Μόλις ο ελληνικός στόλος εμφανίστηκε στην πλησίον παραλία, ο οθωμανικός στρατός τράπηκε σε φυγή προς την ενδοχώρα, εγκαταλείποντας την πόλη ανυπεράσπιστη. Αλλά και οι κάτοικοι της Κατερίνης, διαβλέποντας ότι επρόκειτο να ακολουθήσουν βομβαρδισμοί, είχαν και αυτοί εγκαταλείψει τα σπίτια τους. Το “θωρηκτό Ψαρά” επιδόθηκε για ακόμη μία, φορά σε βομβαρδισμούς, πλήττοντας για αρκετή ώρα τα εχθρικά οχυρώματα, πυροβολεία και τουρκικές αποθήκες, ενώ και πάλι, αποβιβασθέν στην ακτή ελληνικό ναυτικό άγημα, συμπλήρωσε το έργο της καταστροφής. Ποσότητες τουρκικών τροφίμων ανευρέθηκαν τότε και στην ίδια την παραλία, καταστραφείσες από το προαναφερθέν άγημα.
Όλα αυτά (τα σχετικά με την Κατερίνη) συνέβησαν στις 10 Απριλίου του 1897, οπότε κατά την 11η προ μεσημβρινή ώρα της ημέρας εκείνης, ο “Μοίραρχος Σαχτούρης” ανέφερε, από τη Σκιάθο, στους προϊσταμένους του: ότι «εύρομεν εις την ξηράν (της Κατερίνης) φονευθέντας διά των πολυβόλων ημών δύο στρατιώτας (…) συνελάβομεν παρά Αικατερίνην δυο ιστιοφόρα μετά τροφών και πολεμοφοδίων άτινα ερυμουλκήσαμεν ενταύθα (στη Σκιάθο) … Ζημία εχθρού σημαντικότατη εξ εμπρησμού τροφών (…). Κατακρατούμεν συλληφθέντα επί ενός των ιστιοφόρων χριστιανόν κυβερνητικόν μηχανικόν επαρχίας Αικατερίνης ονόματι Δημητριάδην”. Τα περιπολούντα, παρ’ όλα αυτά, σκάφη μας, ανέφεραν στον Σαχτούρη ότι, οι πυρκαγιές τις οποίες είχαν θέσει προηγουμένως τα ελληνικά αγήματα στις αποθήκες της Λεπτοκαρυάς, είχαν κατασβεστεί, και ότι η μεγαλύτερη ποσότητα των εκεί ευρισκομένων τουρκικών εφοδίων, ήταν ανέπαφη.
Διατάχθηκε έτσι να επαναπλεύσει στη Λεπτοκαρυά, ο “ατμομυοδρόμων Αλφειός”, ακολουθούμενος από τα “τορπιλοβόλα 14 & 16”, κυβερνήτης του πρώτου ήταν ο “Βρατσάνος”, ενώ κυβερνήτης του δεύτερου ήταν ο Εμμ. Αντωνιάδης. Στα τρία λοιπόν αυτά πλοία, δόθηκε αφενός εντολή να ολοκληρώσουν το έργο της καταστροφής των αποθηκών της Λεπτοκαρυάς, αφού όμως πρώτα βεβαιώνονταν, ότι δεν υπήρχε σοβαρή εχθρική παρουσία στην ακτή. Κατόπιν τούτων, στις πέντε το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης (της 11ης Απριλίου του 1897) κατέπλευσαν τα παραπάνω σκάφη στην ακτή της Λεπτοκαρυάς, όπου δεν παρατήρησαν οποιαδήποτε ύποπτη εχθρική κίνηση.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά συνέβη και το εξής περιστατικό: «Όταν κάποιος ντόπιος γέροντας χριστιανός, καπετάνιος μικρού ιστιοφόρου, προσορμισμένου από ημερών στην περιοχή, κλήθηκε στον Αλφειό, διαβεβαίωσε τον “Πλωτάρχη Κουντουριώτη” (κυβερνήτη του Αλφειού), ότι όλα τα τουρκικά στρατεύματα αποσύρθηκαν και πως δεν υπήρχε στην ξηρά κανένας Τούρκος στρατιώτης». Οι δε πληροφορίες του γέροντα εκείνου κρίθηκαν, κακώς, αξιόπιστες, αφού διατηρούσε καλές σχέσεις, με τους αξιωματικούς όσων τουρκικών τμημάτων ήταν καταυλισμένα στη Λεπτοκαρυά, πριν από την εκεί πραγματοποίηση των ελληνικών βομβαρδισμών.
Διέταξε συνεπώς ο Κουντουριώτης, να σχηματιστεί άγημα σαράντα ανδρών από το πλήρωμα του Αλφειού, έθεσε επικεφαλής του αγήματος τον ανθυποπλοίαρχο Εμμανουήλ Αντωνιάδη και τους Σημαιοφόρους “Πανουργιά” & Μαλικόπουλο”, ενώ έδωσε εντολή να αποβιβαστεί το άγημα στην ξηρά, για να αποτελειώσει την καταστροφή των εκεί τουρκικών εφοδίων. Πράγματι, η μεταφέρουσα ένα μέρος του αγήματος αυτού, “πρώτη λέμβος του Αλφειού”, με επικεφαλής τον Εμμ. Αντωνιάδη, προσέγγισε στην ακτή, και ιδιαίτερα σε ένα σημείο της, όπου υπήρχε προβλήτα φορτοεκφορτώσεων. Τότε όμως τους αποβιβαζόμενους τους υποδέχθηκαν ομαδικά πυρά τριακοσίων περίπου Τούρκων στρατιωτών, οι οποίοι καιροφυλακτούσαν πίσω από σακιά με αλεύρι.
Οπότε, ο μεν Εμμ. Αντωνιάδης έπεσε επί τόπου νεκρός, ένας από τους ναύτες του, ο Ανδρούτσος, παρόλο που ήταν βαριά τραυματισμένος, κατόρθωσε να κολυμπήσει μέχρι το “τορπιλοβόλο 14” και να σωθεί, ενώ έτερος ναύτης, ο Κουστογιαννόπουλος, κρύφτηκε πρόσκαιρα κάτω από την προαναφερθείσα προβλήτα. Στη συνέχεια όμως, όταν, υπό την επήρεια ισχυρού ψυχολογικού σοκ, βγήκε ο Κουστογιαννόπουλος από την κρύπτη του και έτρεξε προς την ξηρά αναζητώντας σωτηρία, δέχθηκε και αυτός ομαδικά εχθρικά και, θανατηφόρα για τον ίδιο, πυρά. Από δε τους υπόλοιπους άνδρες της πρώτης εκείνης “λέμβου του Αλφειού”, τραυματίστηκαν άλλοι τέσσερις. Αλλά κι απ’ αυτούς, ο ναύτης Γκολέμης υπέκυψε, μία ώρα αργότερα, στα τραύματά του και ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο του χωριού “Τσάγιεζι” (Στόμιο).
Στο μεταξύ ο Κουντουριώτης, αιφνιδιασμένος από το όλο συμβάν, διέταξε τον γέροντα καπετάνιο, ο οποίος του είχε δώσει τις αναληθείς, όπως αποδείχθηκε, πληροφορίες, να βγει στην ξηρά και να διαπραγματευθεί με τους Τούρκους, την παράδοση των δύο νεκρών. Αλλά ενώ, ο κάκιστος εκείνος πληροφοριοδότης, έβγαινε με τη λέμβο του στην ξηρά, δέχθηκε και αυτός απανωτούς πυροβολισμούς και έπεσε νεκρός στη βάρκα του, που και αυτή βυθίστηκε. Έτσι λοιπόν είχε εξελιχθεί τότε το περιστατικό της Λεπτοκαρυάς, στο οποίο οφείλονται οι πρώτοι νεκροί που θρήνησε το πολεμικό μας ναυτικό, από της συστάσεως του νεοελληνικού κράτους και μετέπειτα, και οι οποίοι νεκροί υπήρξαν επίσης και οι μόνοι του ναυτικού μας, κατά τον πόλεμο του 1897.
Πρέπει να τονίσουμε, πως από την καταδρομική ενέργεια, η οποία έγινε τον Απρίλιο του 1897, στη “Σκάλα Λεπτοκαρυάς” και όπου σκοτώθηκε ο ανθυποπλοίαρχος Εμμ. Αντωνιάδης, μας έχει διασωθεί μία τουρκική σημαία, που πάρθηκε ως λάφυρο και βρίσκεται στο Ναυτικό μουσείο της Ελλάδας, – τη σημαία αυτή τη βλέπουμε παρακάτω (συλλογή μουσείου με αρ. 1965, & άδεια χρήσης αρ. ΙΔΙΩΤ./01/30/2019, Πειραιάς 15 Μαρτίου 2019 – του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος – προς τον κ. Τζιόλα Ιωάννη).
Σύμφωνα με τα αρχεία του ναυτικού μουσείου Ελλάδος, η παραπάνω σημαία δωρίθηκε στο μουσείο, το έτος 1959, από τη θυγατέρα του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, “Δέσποινα Λαμπρινούδη”. Ήταν λάφυρο του πολέμου του 1897. Τη σημαία αφαίρεσε από τις τουρκικές αποθήκες της Σκάλας Λεπτοκαρυάς, άγημα του “ατμοδρόμωνος Αλφειού”, κυβερνήτης του οποίου ήταν ο Πλωτάρχης τότε “Παύλος Κουντουριώτης”.
Η παλαιά Λεπτοκαρυά, βρίσκεται μόλις σαράντα πέντε λεπτά της ώρας μακριά από τη θάλασσα και δίπλα στον δρόμο που οδηγεί (προς τα νοτιοδυτικά) στην Καρυά, όπου βρίσκονταν τα φυλάκια των παλαιών ελληνοτουρκικών συνόρων. Γι’ αυτόν τον λόγο (το χωριό) χρησίμευε πάντα στους Τούρκους ως στρατιωτικό κέντρο, όπου από τη περίφημη “Σκάλα της Λεπτοκαρυάς” και μέσω του λιθόστρωτου (τότε) δρόμου που οδηγεί στην Καρυά, ανέβαζαν κανόνια, πολεμοφόδια, ζωοτροφές και στρατεύματα, όταν βρισκόταν σε πόλεμο με την Ελλάδα, για να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους (των παλιών ελληνοτουρκικών συνόρων του 1897), που στρέφονταν κυρίως προς την ελληνική Λάρισα και τη Θεσσαλία.
Η “Σκάλα της Λεπτοκαρυάς”, αποτελούταν από μία ξύλινη προβλήτα, που εισέρχονταν αρκετά μέτρα μέσα στη θάλασσα, όπου «έδεναν» κυρίως τα “ιστιοφόρα πλοία”, τα οποία παραλάμβαναν την εμπορική ξυλεία προερχόμενη από τα δάση του Ολύμπου, (δίπλα στην παλαιά Λεπτοκαρυά) και την μετέφεραν στη Θεσσαλονίκη και σε άλλα μέρη. Έτσι, η “Σκάλα της Λεπτοκαρυάς”, σήμερα μπορεί να τοποθετηθεί, στο σημείο της παραλίας Λεπτοκαρυάς, με το τοπωνύμιο “Μέλιος”, όπου βρίσκονται οι “κατασκηνώσεις της Ευαγγελικής εκκλησίας”. Ονομάστηκε “Μέλιος”, από τα πολλά δέντρα “μέλιου” που υπήρχαν παλαιότερα σ’ αυτή την περιοχή. Πρόκειται για δέντρα κυρίως του δάσους, με συμπαγές ελαστικό ξύλο άριστης ποιότητας και με φλούδα που έχει βυρσοδεψικές και φαρμακευτικές ιδιότητες.
Η παραλιακή οδός της Λεπτοκαρυάς φέρει την ονομασία, οδός Εμμανουήλ Αντωνιάδη. Πρέπει ο δήμος Δίου – Ολύμπου να μεριμνήσει ώστε να ανεγερθεί (στην παραλιακή οδό) μία προτομή του, για να θυμούνται οι παλαιότεροι αλλά και να μαθαίνουν οι νεώτεροι, για τη θάνατο του αείμνηστου ανθυποπλοιάρχου, ο οποίος πέρασε στο πάνθεον των ηρώων, της σχολής Ναυτικών Δοκίμων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αντιναύαρχος ΠΝ ε.α. Αναστάσιος Κ. Δημητρακόπουλος, Τ. Α΄ ΓΕΝ Αθήνα, 2006.
Αντωνίου Λιγνού, Ιστορία της Νήσου Ύδρας, τύποις Αλευροπούλου, Αθήναι 1953.
«Βιογραφικό Λεξικό των αποφοίτων της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, οι Τάξεις εισόδου 1884 – 1950»
Γαβριήλ Συντομόρος, «η συμβολή του πολεμικού ναυτικού στον πόλεμο του 1897», άρθρο στην ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ (ηλεκτρονική έκδοση – Ιανουάριος 2017)
ΓΕΣ/ Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1821 – 1997), Αθήνα 1997.
Γεωργίου Δ. Χατζή, ΛΕΠΤΟΚΑΡΥΑ, Ήθη – έθιμα – παραδόσεις. Έκδοση: Ολύμπιο Βήμα, Κατερίνη 1988.
Γεώργιος Χατζής, Τοπωνύμια της Λεπτοκαρυάς. Έκδοση: Κοινότητα Λεπτοκαρυάς, Νοέμβριος 1996.
Γιακουμάκη Β.Ν υποπλοιάρχου, «Η δραστηριότης του Β Ναυτικού κατά τον Ελληνο-τουρκικόν πόλεμον του 1897», άρθρο στο περιοδικό Ναυτική Επιθεώρηση, τεύχος 305, Φεβρουάριος 1964.
ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΗΣ ΣΝΔ , Επιλογή – Επιμέλεια ύλης: Α. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ πλοίαρχος ΠΝ ε.α.
Εκπαιδευτικός πλούς Α΄ & Β΄ τάξεως Ναυτικών Δοκίμων (1884 – 1885).
Ευαγγελίδης Τρύφων, Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος (6 Απριλίου – 7 Μαΐου 1897), εν Αθήναις 1898.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΔ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήναι 1977.
Λεβίδης Νικ., Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος. Μέρος Α΄, Πως ενήργησεν ο Ελληνικός Στόλος, εν Αθήναις 1898.
Λέων. Παρασκευοπούλου, Αναμνήσεις 1896-1920, τύποις Πυρσού, εν Αθήναις 1933.
Μορφωτική Βιβλιοθήκη Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, Λεωφ. Χατζηκυριάκου 48, 18538 Πειραιάς
Μεγάλη Στρατιωτική & Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, Εκδόσις: Μεγάλης Στρατιωτικής & Ναυτικής Εγκυκλοπαίδειας, Αθήναι, Δ/ντής έκδοσης: ΓΕΩΡΓ. Ι. ΣΩΚΟΣ Αντισ/χης
Ναυτικόν Μουσείον της Ελλάδος, Ακτή Θεμιστοκλέους, 18537 Πειραιάς
Νεώτερο Εγκυκλοπαιδικό Λεξ. Ηλίου, τόμος Γ΄ & τόμος IB΄
Παρθενίου Βαρδάκα – επισκόπου Κίτρους , Περιγραφή Περιφέρειας Κίτρους (επί Τουρκοκρατίας 1908 – 1912)
Σ. Μασταγκά, Χρον. Λιτοχώρου, Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος 1897 & το Λιτόχωρο, τόμ. Έκτος – Λιτόχωρο 2014
Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού, (ιστορικά αρχεία από την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη της Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού), Μαρκόνι 20, Βοτανικός, Αθήνα
Φιλάρετου Γ.Ν., Ξενοκρατία και Βασιλεία εν Ελλάδι, Επικαιρότητα, Αθήνα 1977.
Henry Turot, Η Κρητική επανάσταση και ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Μετάφραση Λόισκα Αβαγιανού, Ειρμός, Αθήνα 1991.