Η επιστημονική τεκμηρίωση του νόμου  για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια

Απόψεις

O πρόσφατα ψηφισθείς νόμος για τα ιδιωτικά, άλλως ‘‘μη κρατικά’’, πανεπιστήμια, προκάλεσε έντονο δημόσιο διάλογο και μεγάλη επιστημονική αντιπαράθεση στη χώρα. Από τους επικριτές του νόμου, μάλιστα, υποστηρίχθηκε βασικά ότι η νομοθετική πρωτοβουλία προσέκρουε στις διατάξεις των παραγράφων 5 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματός μας, οι οποίες απαγορεύουν τη σύσταση και λειτουργία από ιδιώτες ανωτάτων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Επομένως, η ηχηρότερη ‘‘επωδός’’ της επιχειρηματολογίας τους ήταν αυτή της ισχυριζόμενης αντισυνταγματικότητας του επίμαχου νόμου.

Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, αυτό που ανέδειξε η δημόσια επιστημονική συζήτηση ήταν το θέμα της λεγόμενης νομιμοποιητικής βάσης της εν λόγω νομοθετικής πρωτοβουλίας και της ένταξής της στο ευρύτερο και καθ’ όλα γνωστό πλαίσιο προσαρμογής της δικής μας έννομης τάξης στην ευρωπαϊκή (εννοώ αυτήν της ΕΕ), προσαρμογής άλλωστε που όχι μόνο επιτρέπει αλλά και διευκολύνει το άρθρο 28 του Συντάγματος στο οποίο αναγνωρίζεται η εθνική αναγκαιότητα συμμετοχής της χώρας μας στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Ο Έλληνας νομοθέτης, λοιπόν, επέλεξε να κινηθεί στις ράγες του ενωσιακού νομικού στερεώματος και να στηρίξει νομικά και πολιτικά την άνω αναφερόμενη ως ‘‘νομιμοποιητική βάση’’ της πρωτοβουλίας του στη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ). Είναι, συνεπώς, άκρως απαραίτητο για την ουσία της περατωθείσας πια (μετά τη ψήφιση του νόμου) επιχειρηματολογικής διελκυστίνδας, να τονιστεί δεόντως τι έχει αποφανθεί το ΔΕΕ σε υπόθεση άμεσα σχετική με το θέμα, έτσι ώστε να κριθεί νομικο-πολιτικά και η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή (για τα λεγόμενα ‘‘ιδιωτικά πανεπιστήμια’’).  

 Στην υπόθεση-σταθμό (C-66/2018, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας), λοιπόν, πριν λίγα χρόνια, η Κομισιόν ζήτησε από το ΔΕΕ να αναγνωρίσει ότι η Ουγγαρία, απαιτώντας, στην περίπτωση των αλλοδαπών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), να έχει συναφθεί διεθνής σύμβαση, ως προϋπόθεση για να μπορούν αυτά να παρέχουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες, βάσει του νόμου της σχετικά με την εθνική τριτοβάθμια εκπαίδευση, παρέβη τις  υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο XVII της Γενικής Συμφωνίας για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (στο εξής: GATS), η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 B της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), που υπογράφηκε στο Μαρακές και εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Ευρωπ. Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994. 

Επίσης, η Κομισιόν αιτήθηκε να διαγνωστεί ότι η αντίδικος Ουγγαρία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 16 της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2006, L 376, σ. 36), και, εν πάση περιπτώσει, τις υποχρεώσεις της από τα άρθρα 49 και 56 της ΣΛΕΕ, καθώς και να καταφαθεί ότι εν τέλει (η Ουγγαρία) παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 13, το άρθρο 14§3 και το άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ας πιάσουμε, λοιπόν, το κουβάρι και ας το ξετυλίξουμε για να καταλάβουμε όλοι:

Το άρθρο XVII της GATS φέρει τον τίτλο «Εθνική μεταχείριση» και ορίζει ότι κάθε κράτος-μέλος στη Σύμβαση GATS παρέχει σε υπηρεσίες και φορείς παροχής υπηρεσιών οποιουδήποτε άλλου κράτους-μέλους μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από τη μεταχείριση που παρέχει στις οικείες παρεμφερείς υπηρεσίες και στους δικούς του φορείς παροχής υπηρεσιών. Συνεπώς,  κάποιο κράτος-μέλος συμμορφώνεται με την GATS, παραχωρώντας σε υπηρεσίες και φορείς παροχής υπηρεσιών οποιουδήποτε άλλου κράτους-μέλους είτε τυπικά όμοια μεταχείριση, είτε τυπικά διαφορετική μεταχείριση από αυτή που παρέχει στις οικείες παρεμφερείς υπηρεσίες και στους δικούς του φορείς παροχής υπηρεσιών.

 Η τυπικά όμοια ή τυπικά διαφορετική μεταχείριση θεωρείται ότι είναι λιγότερο ευνοϊκή εάν τροποποιεί τους όρους ανταγωνισμού υπέρ των υπηρεσιών ή φορέων παροχής υπηρεσιών του συγκεκριμένου κράτους-μέλους, σε σύγκριση με παρεμφερείς υπηρεσίες ή φορείς παροχής υπηρεσιών οποιουδήποτε άλλου κράτους-μέλους.

Έτσι, επί του πεδίου, ως συμπέρασμα προκύπτει ότι βάσει της GATS (άρθρο XVII, παράγραφος 1), κάθε κράτος-μέλος του ΠΟΕ οφείλει να επιφυλάσσει στις υπηρεσίες και στους παρόχους υπηρεσιών οποιουδήποτε άλλου κράτους-μέλους του ΠΟΕ μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από τη μεταχείριση την οποία παρέχει στις παρόμοιες ημεδαπές υπηρεσίες και στους ημεδαπούς παρόχους παρόμοιων υπηρεσιών.

Περαιτέρω, σύμφωνα με την κομβικότατη στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο Οδηγία 2006/123 για την «Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών» (άρθρο 16), τα κράτη-μέλη της ΕΕ πρέπει να σέβονται το δικαίωμα των ‘‘παρόχων υπηρεσιών’’ να παρέχουν υπηρεσίες σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό στο οποίο εδρεύουν και έτσι το κράτος-μέλος στο οποίο παρέχεται η υπηρεσία εξασφαλίζει την ελεύθερη πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών και την ελεύθερη άσκησή της στο έδαφός του.

Μάλιστα, ως νομικοί πυλώνες εν προκειμένω, όπως έχει υπογραμμίσει το ΔΕΕ, πρυτανεύουν η αρχή της μη εισαγωγής διακρίσεων, κατά την οποία τα κράτη-μέλη της ΕΕ οφείλουν να μην εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή την άσκησή της στο έδαφός τους από απαιτήσεις που εισάγουν, έμμεσα ή άμεσα, διακρίσεις για τους παρόχους των υπηρεσιών, η αρχή της αναγκαιότητας με βάση την οποία η εισαγωγή απαιτήσεων και ‘‘εμποδίων’’ για τους παρόχους υπηρεσιών πρέπει αυστηρά και απαρέγκλιτα να δικαιολογείται για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας ή προστασίας του περιβάλλοντος, και η αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία αν τελικά εισάγονται  τέτοιες απαιτήσεις και ‘‘εμπόδια’’, αυτές, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να είναι κατάλληλες για να εξασφαλίσουν την υλοποίηση του επιδιωκόμενου στόχου του κράτους-μέλους και να μην υπερβαίνουν το όριο που είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου.

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 207§4 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών σε εμπορικό πλαίσιο καλύπτεται από την αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης στο μέτρο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της κοινής εμπορικής πολιτικής. Κατά συνέπεια, διασφαλίζοντας την τήρηση των δεσμεύσεων που απορρέουν από την GATS, τα κράτη-μέλη της ΕΕ εκπληρώνουν μια υποχρέωση έναντι της Ένωσης (της ΕΕ δηλαδή), δεδομένου ότι αυτή έχει αναλάβει την ευθύνη για την ορθή εκτέλεση της συγκεκριμένης συμφωνίας (GATS).

 Δυνάμει δε του άρθρου 216§2 της ΣΛΕΕ, οι διεθνείς συμφωνίες που συνάπτονται από την Ένωση δεσμεύουν τα κράτη-μέλη. Επομένως, η μη τήρηση των συμφωνιών αυτών από τα κράτη-μέλη άπτεται του δικαίου της Ένωσης και συνιστά παράβαση του ενωσιακού δικαίου, η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής (από την Κομισιόν κατά του κράτους-μέλους) βάσει του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 1996, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑61/94, EU:C:1996:313, σκέψη 15).

Το δε ΔΕΕ έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι κάθε διεθνής συμφωνία η οποία συνάπτεται από την ΕΕ συνιστά, από την έναρξη της ισχύος της, αναπόσπαστο μέρος του δικαίου της Ένωσης (ίδετε μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 30ής Απριλίου 1974, Haegeman, 181/73, EU:C:1974:41, σκέψεις 5 και 6, και της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ., C‑366/10, EU:C:2011:864, σκέψη 73, καθώς και γνωμοδότηση 1/17 (ΣΟΕΣ ΕΕ-Καναδά), της 30ής Απριλίου 2019, EU:C:2019:341, σκέψη 117).

Έτσι, εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Συμφωνία για την ίδρυση του ΠΟΕ, της οποίας η GATS αποτελεί μέρος, υπογράφηκε από την ΕΕ και, στη συνέχεια, εγκρίθηκε από αυτήν στις 22-12-1994 με την απόφαση 94/800 και τέθηκε σε ισχύ την 1-1-1995, οδηγούμαστε στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η GATS αποτελεί μέρος του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επίσης, μολονότι από το άρθρο 6, στοιχείο ε’, της ΣΛΕΕ προκύπτει ότι τα κράτη-μέλη έχουν ευρεία αρμοδιότητα στον τομέα της εκπαίδευσης, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα της Ένωσης (της ΕΕ) σε θέματα εκπαίδευσης περιορίζεται στο να «αναλαμβάνει δράσεις για να υποστηρίζει, να συντονίζει ή να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών», ωστόσο, και παρά τα ανωτέρω, οι δεσμεύσεις οι οποίες αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της GATS, περιλαμβανομένων των σχετικών με την ελευθέρωση της εμπορίας των υπηρεσιών ιδιωτικής εκπαίδευσης, εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης, δεδομένου ότι κατά το άρθρο 3§1 στοιχείο ε’ της ΣΛΕΕ, η Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και έχει κριθεί από το ΔΕΕ ότι οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της GATS άπτονται της κοινής εμπορικής πολιτικής.

Μάλιστα, η ΕΕ, στο πλαίσιο της διεθνούς ευθύνης της, ενέχει αδικοπρακτική ευθύνη για τη μη εφαρμογή διατάξεων και κανονιστικών ρυθμίσεων που αναλαμβάνει να τηρήσει και εφαρμόσει από τη συμμετοχή της στον ΠΟΕ και ειδικότερα στην GATS. Ακολούθως, από το άρθρο 32 των ‘‘Άρθρων περί ευθύνης του κράτους από διεθνώς παράνομες πράξεις’’, τα οποία (Άρθρα) καταρτίστηκαν από την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ και ελήφθησαν υπόψη από τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού αυτού στο ψήφισμα 56/83 της 12ης Δεκεμβρίου 2001, και τα οποία κωδικοποιούν το εθιμικό διεθνές δίκαιο και ισχύουν στην Ένωση, προκύπτει ότι το κράτος που φέρει την ευθύνη δεν δύναται να επικαλεστεί τις διατάξεις του εσωτερικού του δικαίου προκειμένου να δικαιολογήσει παράβαση των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχει από το διεθνές δίκαιο.

 Το δε ακόμη σπουδαιότερο είναι ότι το άρθρο 49§1 της ΣΛΕΕ ορίζει ότι, στο πλαίσιο των διατάξεων που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο 2 του τίτλου IV του τρίτου μέρους της ΣΛΕΕ, απαγορεύονται οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκατάστασης των υπηκόων ενός κράτους-μέλους στο έδαφος άλλου κράτους-μέλους.

Επ’ αυτού, μάλιστα, επισημαίνεται ότι το ΔΕΕ έχει αποφανθεί ότι η επ’ αμοιβή διοργάνωση μαθημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι οικονομική δραστηριότητα που εμπίπτει στο κεφάλαιο της Συνθήκης το οποίο αφορά το δικαίωμα εγκατάστασης, εφόσον ασκείται από υπήκοο ενός κράτους-μέλους εντός άλλου κράτους-μέλους με τρόπο σταθερό και συνεχή, μέσω κύριας ή δευτερεύουσας εγκατάστασης εντός του τελευταίου αυτού κράτους-μέλους (απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2003, Neri, C‑153/02, EU:C:2003:614, σκέψη 39).

Και εν συνεχεία, το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι άπτεται της ελευθερίας εγκατάστασης η περίπτωση στην οποία εταιρία συσταθείσα σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους-μέλους, όπου έχει την καταστατική έδρα της, επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος-μέλος, έστω και αν η εταιρία αυτή συστάθηκε στο πρώτο κράτος-μέλος με μοναδικό σκοπό να εγκατασταθεί στο δεύτερο, όπου πρόκειται να ασκεί το κύριο μέρος ή και το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων της (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Polbud – Wykonawstwo, C‑106/16, EU:C:2017:804, σκέψη 38).

 Όπως δε προκύπτει από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης, κανένας περιορισμός της ελευθερίας εγκατάστασης δεν επιτρέπεται, εκτός αν, πρώτον, δικαιολογείται από υπέρτερο λόγο γενικού συμφέροντος και, δεύτερον, συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, όπερ προϋποθέτει ότι είναι κατάλληλος να διασφαλίσει, κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού του κράτους-μέλους και ότι δεν βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού (απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2016, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C‑179/14, EU:C:2016:108, σκέψη 166). Η δε αυτή παροχή ‘‘υπηρεσιών εκπαίδευσης’’ αποτελεί «οικονομική δραστηριότητα» κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 1, της Οδηγίας 2006/123, οπότε αυτή η Οδηγία συνεφαρμόζεται με το άρ. 49 της ΣΛΕΕ. Ισχύει δηλαδή το άρθρο 16§1, δεύτερο εδάφιο, της ευρωπαϊκής Οδηγίας 2006/123, και έτσι το κράτος-μέλος εντός του οποίου παρέχεται η ‘‘υπηρεσία εκπαίδευσης’’ ως οικονομική δραστηριότητα οφείλει, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζει αυτήν την ελεύθερη άσκηση της δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό του.

Το ΔΕΕ εξάλλου έχει τονίσει ότι, αφού η GATS αποτελεί μέρος του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ, όταν εκτελούν τις υποχρεώσεις, οι οποίες απορρέουν από την GATS, εφαρμόζουν στην ουσία το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51§1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (ΧΘΔΕΕ).

Άλλωστε, η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και η επιχειρηματική ελευθερία κατοχυρώνονται στο άρθρο 14§3 και στο άρθρο 16 του ΧΘΔΕΕ αντιστοίχως. Ειδικότερα,  βάσει του άρθρου 14§3 του Χάρτη, η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σεβασμό στις δημοκρατικές αρχές, πρέπει να τηρείται σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την άσκησή της ενώ το άρθρο 16 του Χάρτη προβλέπει ότι «η επιχειρηματική ελευθερία αναγνωρίζεται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές».

Πρέπει δε να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει από τις Επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, δημόσιων ή ιδιωτικών, κατοχυρώνεται ως μία από τις πτυχές της επιχειρηματικής ελευθερίας, οπότε οι δύο αυτές ελευθερίες μπορούν να συμπλέουν και να εξετάζονται από κοινού.

Εν τέλει, σημειωτέον είναι ότι η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας συνηγορεί υπέρ του ότι μπορούν να παρέχονται στη χώρα από αλλοδαπά νομικά πρόσωπα, είτε απευθείας, είτε μέσω συμβάσεως δικαιόχρησης ή πιστοποίησης, εκπαιδευτικές υπηρεσίες που καταλήγουν σε τίτλους που για τους κατόχους τους παρέχουν απολύτως αντίστοιχα επαγγελματικά δικαιώματα με αυτά των κατόχων των ελληνικών ΑΕΙ. 

Ποιο είναι όμως το συμπέρασμα έπειτα από όλα τα παραπάνω; Ο νόμος, λοιπόν, που ψηφίστηκε προχθές δεν αφορά, και πολύ περισσότερο δεν προβλέπει τη σύσταση ελληνικών ΑΕΙ από ιδιώτες, καθώς τούτο το απαγορεύει ρητώς το άρ. 16§8 του Συντάγματός μας, ούτε βέβαια επιτρέπει τη λειτουργία ελληνικών ΑΕΙ στη χώρα με μορφή διαφορετική από αυτήν του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, καθώς έτσι θα αντέβαινε στην §5 του άρ. 16 του Συντάγματός μας.

Αντιθέτως, ο νόμος αυτός, κινούμενος στο επίπεδο του ενωσιακού δικαίου, το οποίο έχει ανώτατη τυπική ισχύ στην ελληνική έννομη τάξη, και ως προς την εφαρμογή του είναι εξοπλισμένο με αμεσότητα, δεσμευτικότητα και εκτελεστότητα, προβλέπει, οριοθετεί και ρυθμίζει τον τρόπο και τις οργανωτικές προϋποθέσεις με βάση τις οποίες πάροχοι υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης, προερχόμενοι από άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ ή τρίτες χώρες που είναι συμβαλλόμενες στην GATS, στην οποία έχει ασφαλώς συμβληθεί και η ίδια η ΕΕ, μπορούν να ασκούν τη θεμελιώδη για την ύπαρξη και λειτουργία της ΕΕ ελευθερία της εγκατάστασης σε άλλο κράτος-μέλος και την ελευθερία παροχής υπηρεσιών σε άλλο κράτος-μέλος.

Καταληκτικά, επομένως, εφόσον η συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία δεν κινείται στο επίπεδο του άρθρου 16 του Συντάγματος αλλά αποτελεί πολιτική επιλογή και νομοθετική απόδειξη της προσαρμογής της χώρας, επί του συγκεκριμένου ζητήματος, στο κοινό και ενιαίο ευρωπαϊκό πλαίσιο, δεν αντικρούει ούτε στο γράμμα αλλά και ούτε στο πνεύμα του ελληνικού Συντάγματος και περαιτέρω συνιστά και στοιχειώδη υποχρέωση της χώρας έναντι της ΕΕ αλλά και απαραίτητο βήμα εκσυγχρονισμού και προόδου της. Μάλιστα, a fortiori, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο περιορισμός, σύμφωνα με τον οποίο, τα υπό ίδρυση, υπό όλες τις άνω προϋποθέσεις βεβαίως, παραρτήματα αλλοδαπών παρόχων υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα πρέπει να μην είναι ‘‘κερδοσκοπικά’’, είναι αντίθετος με τη σαφή νομοθεσία της ΕΕ, όπως ξεκάθαρα προέκυψε από τα παραπάνω, και δεν δικαιολογείται, παρά μόνο ως συμβιβασμός και υποχώρηση της Κυβέρνησης απέναντι σε μερικές αναχρονιστικές κοινωνικο-πολιτικές αντιδράσεις που προκάλεσε το ζήτημα στην ελληνική κοινωνία.

Σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος του κράτους, όπως περιγράφεται στο άρθρο 16 του Συντάγματος και ο δημόσιος χαρακτήρας της Παιδείας δεν καταργείται, δεν αλλοιώνεται, δεν ελαττώνεται και δεν αποδυναμώνεται, αντιθέτως το ανταγωνιστικό πλαίσιο και ο εκπαιδευτικός πλουραλισμός θα δώσουν αφορμές και ευδιάκριτα κίνητρα για τη βελτίωση των πάντων στο ‘‘καυτό’’ και κρίσιμο, ούτως ή άλλως, πεδίο της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα!

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

 Relations and the political science