Το ξεκάθαρο ‘‘όχι’’ στον γάμο και την τεκνοθεσία ομόφυλων ζευγαριών

Απόψεις

Ο κύβος ερρίφθη σε τηλεοπτική συνέντευξη του Πρωθυπουργού την Τετάρτη (11/1/2024). Με νομοσχέδιο που θα εισαχθεί προς ψήφιση στη Βουλή, θα καθιερωθεί στην Ελλάδα ο γάμος ομόφυλων ζευγαριών, στα οποία θα δοθεί και το δικαίωμα της τεκνοθεσίας. Μια που όμως οι προθέσεις της κυβέρνησης είχαν ήδη καταστεί γνωστές, στην ευρεία συζήτηση που έχει ανοίξει περί του θέματος στην ελληνική πραγματικότητα, από τη μεριά μου, με το παρόν κείμενο, σκοπεύω να εκφραστώ τριεπίπεδα: Καταρχάς, θεωρώ χρήσιμο να παρουσιάσω συμπεριληπτικά τη μέχρι τώρα δικαστική τοποθέτηση της ‘‘κορωνίδας’’ πανευρωπαϊκά των δικαιοδοτικών οργάνων στον τομέα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ήτοι του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), κατά δεύτερον, θα καταγράψω και δημοσιοποιήσω τη δική μου άποψη και κατά τρίτον, εν τέλει, θα προβώ σε δύο κορυφαίες, κατ’ εμέ, παρατηρήσεις πολιτικού περιεχομένου.

Ξεκινώντας, λοιπόν, αναφέρω ότι το άρθρο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) εγγυάται το δικαίωμα στον γάμο και στη δημιουργία οικογένειας. Ορίζει ότι άνδρες και γυναίκες που βρίσκονται σε ηλικία γάμου έχουν το δικαίωμα να τελέσουν γάμο και να δημιουργήσουν (να θεμελιώσουν) οικογένεια, σύμφωνα με τους εθνικούς νόμους που ορίζουν και οριοθετούν την άσκηση αυτού του δικαιώματος. Το δικαίωμα αυτό έχει ευρείες προσωπικές, κοινωνικές και νομικές συνέπειες και συνδέεται άρρηκτα με το ζήτημα της προστασίας και χειραφέτησης των παιδιών μέσα σε ένα ασφαλές και προπαντός κατάλληλο για αυτά οικογενειακό περιβάλλον (B and L v. United Kingdom, §36, 2005).

To δικαίωμα του γάμου, υπό το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ, εξειδικεύεται από τις εθνικές νομοθεσίες. Προφανώς, ο εκάστοτε εθνικός νομοθέτης γνωρίζει καλύτερα τις ανάγκες και τις ιδιομορφίες κάθε κοινωνίας. Έτσι, το ΕΔΔΑ όταν εξετάζει το ευρύ περιθώριο της δικαιοπολιτικής διακριτικής ευχέρειας κάθε συμβαλλόμενου στην ΕΣΔΑ κράτους, κρίνει μόνο αν η επιλεχθείσα νομοθετική ρύθμιση ή το οικείο κρατικό μέτρο ήταν αυθαίρετο και δυσανάλογο (Frasik v Poland, §90, 2010). Πάντως, οποιοσδήποτε περιορισμός στο δικαίωμα του γάμου πρέπει να τίθεται επί τη βάσει ενός νομίμου σκοπού και στον βαθμό μόνο που αυτός ο νόμιμος σκοπός επιτυγχάνεται. Με άλλα λόγια, το δικαίωμα του γάμου δεν πρέπει να περιορίζεται ή να υπερρυθμίζεται σε τέτοιο βαθμό που τελικά αυτή καθεαυτή η ουσία του να παρακάμπτεται.

Μάλιστα, οι περιορισμοί στο δικαίωμα γάμου μπορεί να τίθενται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ειδικά αναφορικά με τη φέρουσα ικανότητα ενός προσώπου να τελέσει γάμο, τη συναίνεση, τους απαγορευμένους βαθμούς συγγένειας και για την αποτροπή της διγαμίας (F v Switzerland, 1987, §32).

Επί της ‘‘ταμπακιέρας’’, το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως αποκλείον την τέλεση γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, υποστηρίζοντας σταθερά ότι τη δεκαετία του 1950 ( όταν τότε υπογράφηκε η ΕΣΔΑ στη Ρώμη) ο γάμος νοούνταν παραδοσιακά ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια γυναίκα.

Η δε ‘‘απόφαση-σταθμός’’ στην επί του θέματος νομολογιακή διαδρομή του είναι αυτή της υπόθεσης ‘‘Schalk and Kopf v. Austria’’, κατά την οποία το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε για το δικαίωμα γάμου ομοφυλόφιλων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ δεν επιβάλλει καμία υποχρέωση στα κράτη-μέλη να καθιερώσουν δικαίωμα γάμου για ομόφυλα ζευγάρια. Ωστόσο, σημείωσε ότι επειδή η ΕΣΔΑ είναι ‘‘δικαιϊκό εργαλείο’’ εν εξελίξει (living instrument), εν απουσία μάλιστα ευρωπαϊκού consensus ως προς τον γάμο ατόμων του ίδιου φύλου,  θα μπορούσαν οι εθνικοί νομοθέτες να θεσπίσουν στις δικές τους έννομες τάξεις τέτοιου είδους γάμους χωρίς να θεωρείται η επιλογή αυτή ως αντιβαίνουσα στην ΕΣΔΑ.

Προοδευτικά, το εν λόγω ευρωπαϊκό Δικαστήριο το απασχόλησε και το δικαίωμα γάμου διεμφυλικών ατόμων (transsexuals). ‘‘Ορόσημο’’ στη νομολογία του υπήρξε η υπόθεση ‘‘Christine Goodwin v. United Kingdom’’ (2002), στην οποία το Δικαστήριο τότε υποστήριξε ότι παρόλο που το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ ομιλεί για άνδρα και γυναίκα, δεν θα μπορούσε πλέον να θεωρηθεί ότι ο καθορισμός του φύλου εναπόκειται μόνο σε βιολογικά κριτήρια καθώς έχουν επέλθει μεγάλες κοινωνικές αλλαγές στον θεσμό του γάμου και υπήρξαν εξελίξεις στην Επιστήμη και την Ιατρική. Επαναβεβαίωσε δε τη θεώρησή του σχετικά με τα ευρεία περιθώρια νομικο-πολιτικής εκτιμήσεως του κάθε κράτους.

Πάντως, το ΕΔΔΑ έχει τονίσει ότι το δικαίωμα ενός προσώπου να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια δεν προκύπτει, τουλάχιστον υπό το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ, εν τη απουσία γάμου. Δηλαδή δημιουργεί οικογένεια μόνο αυτός που τελεί γάμο. Από την άλλη, η ανικανότητα ζευγαριού να τεκνοποιήσει δεν πρέπει να το εμποδίζει να τελέσει γάμο. Παράλληλα, τo δικαίωμα να δημιουργήσει κάποιος ή κάποια μια οικογένεια δεν εξομοιώνεται με το δικαίωμα να έχει παιδιά ή εγγόνια (Siyakova v. FYROM, 2003). Παρόλο, λοιπόν, που το δικαίωμα δημιουργίας οικογένειας είναι απόλυτο, δεν μπορεί ούτε κατά μεθερμηνεία να καταφαθεί ότι αυτό συμπεριλαμβάνει ανυπερθέτως την πραγματική δυνατότητα για τεκνοποιία. Και επίσης, ήδη εδώ και χρόνια (Χ and Y v. United Kingdom, 1977), το ΕΔΔΑ επαλήθευσε ότι το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ, δηλαδή κατά τα άνω το άρθρο που κατοχυρώνει το δικαίωμα στον γάμο, δεν εγγυάται το δικαίωμα της υιοθεσίας ή της συμπερίληψης στη δια του γάμου των γονέων δημιουργούμενης οικογένειας τέκνου που δεν είναι φυσικό τέκνο των συζύγων. Παρά ταύτα, η υιοθεσία ενός παιδιού θα μπορούσε να συνεπάγεται, υπό τις προβλέψεις του εθνικού νόμου, τη σύσταση μιας οικογένειας (Χ. v. Netherlands, 1981).

Έχοντας, λοιπόν, κατά νου και ως αφετηριακή βάση συλλογισμού όλα τα παραπάνω που συνιστούν ένα συμπυκνωμένο ‘‘αποθησαύρισμα’’ της σε βάθος χρόνων δικανικής λογικής του κορυφαίου ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, προσωπικά υποστηρίζω, με σκοπό να μορφώσω μια τελική κρίση, τα εξής:

Το μοντέλο της ‘‘πυρηνικής οικογένειας’’, δηλαδή της οικογένειας που μέσα από την αναπαραγωγική διαδικασία και μέσω των γενετήσιων πράξεων μεταξύ  ανδρών και γυναικών (συν της εξωσωματικής γονιμοποίησης από ένα σχετικά με το  βάθος της ανθρώπινης Ιστορίας πολύ πρόσφατο χρονικό σημείο) δημιουργείται, υπήρξε και συνεχίζει να είναι το κυρίαρχο στην ανθρώπινη Ιστορία από τότε που εμφανίστηκε ο Homo Sapiens και σχηματίστηκαν, οργανώθηκαν και εξελίχθηκαν οι ανθρώπινες κοινωνίες. Δεν είναι όλες τις φορές και σε όλες τις περιπτώσεις το ιδεατό, διότι η υποκειμενική εφαρμογή του μπορεί να λαμβάνει χώρα ενίοτε σε πλαίσιο είτε προβληματικό, είτε ασφυκτικό, είτε εύθραυστο,  αλλά σε αυτό βασίστηκε η εξελικτική πορεία του ανθρώπινου είδους.

Ο γάμος, συνεπώς, είναι ο θεμελιώδης κοινωνικός θεσμός που ξεκίνησε, ξεκινούσε και ξεκινά από έναν πυρήνα ξεκάθαρα βιολογικό, δηλαδή από την αλληλοσυμπληρωματική για την αναπαραγωγική διαδικασία του ανθρώπινου είδους συνύπαρξη, ερωτική συνάφεια και συμβίωση ενός άνδρα και μιας γυναίκας που στην πλειάδα των περιπτώσεων κατέληγε και καταλήγει στην απόκτηση παιδιών. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, εξασφαλιζόταν διαχρονικά και εξασφαλίζεται αφενός και η συνέχεια της κοινωνίας, δηλαδή η μελλοντική της πορεία με τον πληθυσμιακό εμπλουτισμό και το ολοένα αναπαραγόμενο έμψυχο δυναμικό της, αλλά αφετέρου και η σταθερότητα της μορφοτυπικής δομής της, η συνοχή και στιβαρότητά της, καθώς, μέσα από τις οικογένειες που δημιουργούν οι γάμοι, η κάθε κοινωνία αποκτά λειτουργικές μικρο-οντότητες ή άλλως ‘‘κύτταρα’’ που βοηθούν την υπαρκτική της αυτοτέλεια και προοπτική και έτσι δεν μεταβάλλεται σε χύδην ‘‘πολτό ανθρωπομάζας’’ με τάσεις διάλυσης και αυτοκαταστροφής. Υπό την άνω έννοια, ο γάμος είναι η εξέχουσα ‘‘κοινωνική κατασκευή’’ που θεσμοποιεί, συμβολίζει και προστατεύει την εγγενώς ανθρώπινη αναπαραγωγική σχέση ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια γυναίκα.

Βεβαίως, από την άλλη, το τι πράττει στη σφαίρα της ιδιωτικότητάς του και στον πυρήνα των προσωπικών στάσεων, συμπεριφορών και επιλογών του ένα ομόφυλο ζευγάρι, είτε ανδρών είτε γυναικών, αυτό είναι ξεκάθαρα, και το αναγνωρίζουμε όλοι, ένα αποκλειστικά δικό του ζήτημα. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι προσωπική βιολογική ή και κατ’ επιλογή τάση και έκφραση, άρα αναφαίρετο και αναγνωριστέο δικαίωμα του καθενός, ουδείς πρέπει να ψέγεται ή να σχολιάζεται αρνητικώς για αυτόν, αποτελεί δομικό στοιχείο της ανθρώπινης αυθυπαρξίας και ίδιον της ξεχωριστής κάθε φορά ατομικότητας και δια τούτο όχι μόνο είναι, κατά τη σύγχρονη τουλάχιστον αντίληψη, και πρέπει να είναι πολιτισμικά αποδεκτός αλλά συνιστά έκφανση και μέτρο παράλληλα της δημοκρατικότητας μιας κοινωνίας.

Τα έγγαμα ζευγάρια που δεν απέκτησαν ή δεν πρόκειται να αποκτήσουν τέκνα αυτονόητο είναι ότι δικαιούνται να υιοθετήσουν. Η υιοθεσία, ωστόσο, ως πράξη καίριας και αποφασιστικής σημασίας στη διάπλαση της προσωπικής ταυτότητας και της ατομικής ποιότητας του παιδιού που θα ζήσει και θα λειτουργήσει στο πλαίσιο μιας οικογένειας (συνήθως), αποσκοπεί παντού και πάντοτε στο συμφέρον του παιδιού. Άλλο, επομένως, ο σεξουαλικός προσανατολισμός του καθενός και ο κοινωνικός σεβασμός που σε αυτόν πρέπει να επιδεικνύεται, άλλο η κοινωνική αναγνώριση και καταξίωση ανθρώπων και ζευγαριών ιδίως με προσανατολισμό μη ετεροφυλοφιλικό και άλλο το συμφέρον του κάθε παιδιού που πρωταρχικά, πρωτογενώς και ζωτικά εκπορεύεται αλλά και συμπυκνώνεται στο παναιώνιο και πανανθρώπινο δικαίωμα κάθε ανθρώπου που γεννιέται και έρχεται σε τούτο εδώ τον κόσμο από τη γενετήσια σύμμειξη ενός ανδρός (πατέρα) και μιας γυναίκας (μητέρας), ανεξαρτήτως του φύλου του, να έχει πατέρα και μητέρα. Η υιοθεσία τέκνου, εξάλλου, περιβάλλεται στα σύγχρονα δικαιϊκά συστήματα, όπως και στο ελληνικό βεβαίως, από ένα de lege lata πλέγμα προϋποθέσεων. Δεν είναι, κατά συνέπεια, ένα ανυπερθέτως και παντάπασιν εκπληρούμενο δικαίωμα ενός ατόμου ή ενός ζευγαριού παρά (είναι) μια νομική δυνατότητα στην ουσία που σε εξαιρετικές, αυστηρά οριοθετημένες από την Πολιτεία περιστάσεις, παρέχει το δικαιϊκό σύστημα, το οποίο με τον τρόπο αυτόν αποβλέπει να εξυπηρετήσει τη βέλτιστη προοπτική ειδικών κατηγοριών παιδιών.

Έτσι, μπορεί να είναι πιθανολογικά βάσιμο μέσα σε μια κατάσταση συνύπαρξης κάποιου ομόφυλου ζευγαριού ένα παιδί (που θα υιοθετηθεί ή εν τοις πράγμασιν ήδη ζει με το ζευγάρι) να απολαμβάνει τέτοιες συνθήκες συναισθηματικής υποστήριξης ή υλικής ευζωίας που να καθιστούν το status του καλύτερo από ό,τι αν αυτό ζούσε σε μια προβληματική οικογένεια με πατέρα και μητέρα που θα του πρόσφεραν λιγότερα ή θα επηρέαζαν αρνητικά την ψυχοπνευματική ισορροπία και ανάπτυξή του, αλλά η σύγκριση, για να έχει λογική, ηθική, κοινωνική και νομική αξία, πρέπει να γίνεται επί ομοίων καταστάσεων. Και ναι, εννοείται, ένα υγιές περιβάλλον με πατέρα και μητέρα είναι καταλληλότερο, όπως η παναιώνια πείρα έχει διδάξει, από ένα ‘‘υγιές περιβάλλον’’ με τον/την/το Γονέα 1 και Γονέα 2. Άλλωστε, κατά την υιοθεσία τέκνου ο εκάστοτε κοινωνικός λειτουργός που συμβάλλει στη διαδικασία και εν τέλει ο δικαστής που κρίνει για αυτήν, αυτό το ‘‘υγιές περιβάλλον’’ διερευνά και με βάση την περί αυτού κατάφαση ή ανυπαρξία αποφασίζει τελικά. Όπως και να το κάνουμε, ούτε τη Φύση μπορούμε να αλλάξουμε ούτε την Ανθρώπινη Ιστορία.

Από την άλλη, ο καταρχάς αποκλεισμός, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν από τον Πρωθυπουργό την Τετάρτη, των μη ετερόφυλων ζευγαριών που θα τελούν υπό έγγαμη σχέση, από το να αποκτήσουν τέκνα μέσω της λεγόμενης ‘‘παρένθετης μητρότητας’’, δεν συνιστά και κυρίως δεν θα αποδειχθεί στην πράξη ‘‘εξισορροπητικό έρμα’’ στην προκείμενη περίπτωση. Είναι αντιληπτό ότι μια τέτοια, καταρχάς, δικαιοπολιτική επιλογή εκπορεύεται από τη ratio προστασίας της γυναίκας και του ιερού δικαιώματος της μητρότητας. Για τα μη ετερόφυλα ζευγάρια, προκειμένου να αποκτήσουν μαζικώς παιδιά, η ‘‘διέξοδος’’ της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και η ‘‘χρησιμοποίηση’’ παρένθετης μητέρας που θα κυοφορεί το έμβρυο θα τους ‘‘έλυνε’’ μεν το ‘‘πρόβλημα’’, θα καθιστούσε όμως τη μητρότητα ‘‘παροχή υπηρεσίας’’ επί πληρωμή και θα οδηγούσε σε ‘‘εμπορευματοποίηση’’ του γυναικείου σώματος, γεγονός που θα ‘‘έσπρωχνε’’ σε ένα φανερό τέλμα απαξίωσης το καθολικό κοινωνικο-πολιτικό status του γυναικείου φύλου.

Ωστόσο, αφ’ ης στιγμής επιτραπεί με νόμο ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών και συνεπαγωγικά αναγνωριστεί σε αυτά τα ζευγάρια και η δυνατότητα απόκτησης τέκνων, δεδομένου ότι στην Ελλάδα επιτρέπεται (Ν. 3089/2002 και Ν. 3305/2005)  η ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και η παρένθετη μητρότητα για τα ανδρόγυνα, ακόμη και ένας μη νομικός αντιλαμβάνεται ότι ad hoc δεν μπορεί να περιοριστεί η απόκτηση τέκνων στα ομόφυλα ζευγάρια μόνο μέσω της υιοθεσίας. Μια δικαιϊκή τάξη που επιτρέπει στα έγγαμα ετερόφυλα ζευγάρια την απόκτηση τέκνου και μέσω υιοθεσίας αλλά και μέσω παρένθετης μητρότητας, όμως την ίδια ώρα στα έγγαμα μη ετερόφυλα ζευγάρια (θα) επιτρέπει την τεκνοθεσία μέσω, αποκλειστικά και μόνο, της υιοθεσίας και θα απαγορεύει γι’ αυτά τον ‘‘δρόμο’’ της παρένθετης μητρότητας, είναι μάλλον μια άδικη και χωρίς νομικές ισορροπίες δικαιϊκή τάξη. Με αντικειμενικές νομικές βάσεις, λοιπόν, κλασικές αρχές του Δικαίου, ήτοι την αρχή της ισότητας και την αρχή τη μη διάκρισης, το ‘‘πανηγύρι’’ προσφυγών εν προκειμένω από τους μη ετερόφυλους στα ελληνικά (αρχικά) και στα ευρωπαϊκά δικαστήρια δεν θα έχει τέλος….   

Προκύπτει, λοιπόν, ότι το όλο ζήτημα δεν είναι η σε βάρος μιας πολυποίκιλης, βάσει των σεξουαλικών προτιμήσεων και συμπεριφορών (ΛΟΑΤΚΙ+), μειοψηφίας επιβολή της ετεροφυλοφιλικής πλειοψηφίας που εκπηγάζει, υποτίθεται, από ή έστω υπονοεί, στο πλαίσιο ίσως ενός άκριτου ‘‘ετεροσεξισμού’’ (heterosexism), την αξιακή υπεροχή ή κοινωνική επικράτηση της τελευταίας έναντι της πρώτης. Το ζήτημα είναι η οικογένεια και τα δικαιώματα του παιδιού.

Η ‘‘δεμένη’’ οικογένεια, με πατέρα και μητέρα, που έχει αρχές και κανόνες, που προσφέρει σιγουριά, σταθερότητα, θαλπωρή, στοργή, προστασία αλλά και ελευθερία, και που δείχνει πραγματικό ενδιαφέρον για το παιδί, μαθαίνοντάς του παράλληλα πως η ζωή είναι μια ισορροπία ανάμεσα σε δικαιώματα και υποχρεώσεις, σε δικαιοδοσία και ευθύνη, ήταν ανέκαθεν και είναι ο θεμελιωτής της κοινωνικής συλλογικότητας, καθώς στο διάβα της ανθρώπινης Ιστορίας υπήρξε και συνεχίζει να είναι κεντρικός και διαχρονικός  για κάθε παιδί ο ρόλος των γονέων, ήτοι και της μητέρας αλλά και του πατέρα του, από τους οποίους το παιδί πρέπει να έχει προσλαμβάνουσες παραστάσεις και να αντιλαμβάνεται και να κατανοεί τους ρόλους και τις ισορροπίες των δύο φύλων. Εφόσον, λοιπόν, η Φύση δεν επιτρέπει στο ομόφυλο ζεύγος τη γονεϊκότητα, είναι αφύσικο να υποδύεται κάθε μέλος του ζεύγους αυτού τον ρόλο του γονέα.

Αλλά και περαιτέρω, ούτε εν προκειμένω τίθενται συγκρουσιακά και αδυσώπητα αντιμέτωποι ο ‘‘συντηρητισμός’’ και η ‘‘προοδευτικότητα’’. Διότι, αν είναι έτσι, τότε, αν κρίνεται σκόπιμο και επιδιώξιμο να αλλοιωθεί το επί αιώνες παραδοσιακό μοντέλο της οικογένειας (που έχει πατέρα και μητέρα) στο όνομα ‘‘προοδευτικών’’ αντιλήψεων, γιατί να τεθούν…. ‘‘αναχρονιστικά όρια και στεγανά’’ στον ορισμό (εννοώ τον πραγματιστικό, κοινωνιολογικό, πολιτισμικό, ιστορικό αλλά και νομικό βεβαίως ορισμό) της οικογένειας;

Γιατί να περιορίσουμε, άραγε, την τυπολογία της εναλλακτικότητας στα μοντέλα του όρου ‘‘οικογένεια’’; Γιατί να μην επιτρέψουμε τον γάμο και άρα τη δημιουργία οικογένειας ανάμεσα σε συλλογικότητες με περισσότερα από δύο άτομα; Γιατί να μην αναγνωρίσουμε ότι είναι οικογένεια, ακόμη και σε ένα νομικό περίγραμμα πολυγαμίας(;), μια συλλογικότητα ομόφυλων, διεμφυλικών, άφυλων ή και ετερόφυλων ακόμα, η οποία μέσα από τον θεσμό του γάμου έχει δικαίωμα στη τεκνοθεσία, δηλαδή στη συμπερίληψη εντός της συλλογικότητας παιδιού ή παιδιών που θα είναι ‘‘αντικείμενο/αντικείμενα κοινοκτημοσύνης’’ ανάμεσα στους ομόφυλους, διεμφυλικούς, άφυλους ή και ετερόφυλους; Γιατί να ‘‘κολλάμε’’ στην έννοια του κατά φύση γονέα (natural parent) και να μην επικεντρωθούμε αποκλειστικά σε αυτήν του ‘‘νόμιμου γονέα’’ (legal parent); Γιατί να μην αποσυνδέσουμε, εννοιολογικά, νομικά και ιστορικά, τον θεσμό του γάμου από την κατά φύση αναπαραγωγική διαδικασία, η οποία θα μπορούσε να συμπληρώνεται ή και να αντικατασταθεί ακόμα από τις μεθόδους της τεχνητής αναπαραγωγής (collaborative non-coital reproduction); Γιατί να μην τελούν γάμο δύο ή και περισσότεροι διεμφυλικοί ή άφυλοι και να αποκτούν τέκνα μέσω κλωνοποίησης (cloning and asexual replication); Δεν θα ήταν όλα αυτά πιο ‘‘προοδευτικά’’;

Αν, λοιπόν, αφεθούν στην άκρη ψευδεπίγραφα διλήμματα έως και παραπλανητικές ‘‘παλάντζες’’ ανάμεσα στο οριοθετημένο κράτος δίκαιου και τον άμετρο ‘‘δικαιωματισμό’’, μεταξύ της ‘‘συντήρησης’’ και της ‘‘προόδου’’ ή ανάμεσα σε μια ‘‘καταπιεστική’’ (υποτίθεται) πλειοψηφία και μια ‘‘ασθμαίνουσα και πιεζόμενη’’ μειοψηφία, κριτήριο επί του όλου ζητήματος είναι η προστασία της δημιουργούμενης μέσω του γάμου ‘‘πυρηνικής οικογένειας’’ και κυρίως το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών που είναι αποτέλεσμα (απότοκο) της αναπαραγωγικής διαδικασίας που τελείται από έναν άνδρα και μια γυναίκα εντός του θεσμού του γάμου εδώ και πολλές χιλιετίες. Υπό αυτό το σκεπτικό, θεσμοί, ήδη εισηγμένοι και στη δική μας έννομη τάξη, αλλά και διεισδυθέντες στην κοινωνική κουλτούρα, όπως το σύμφωνο συμβίωσης ή επί παραδείγματι η επιτροπεία ανηλίκου, αποτελούν, αν όχι υπερχειλή πλήρωση της σκοποθεσίας των αιτημάτων των ατόμων του εναλλακτικού σεξουαλικού φάσματος, τουλάχιστον επαρκή δικαιοπολιτική υποστύλωση του δικαιωματισμού τους. Ειδικά, επομένως, στην Ελλάδα (αυτό μας αφορά πρωτίστως) που το δημογραφικό απειλεί, κυριολεκτικά και όχι στην αμφισβητούμενη θεωρία, το εθνικό μέλλον, επειδή ακριβώς de profundis δέον είναι να μην ‘‘πειραχθεί’’ αλλά να συνεχίσει να επικρατεί το θεσμικό μοντέλο της ‘‘πυρηνικής’’ οικογένειας, ως πολιτικο-κοινωνική νόρμα, ‘‘όχημα’’ διαιώνισης του είδους και πυλώνας κοινωνικής σταθερότητας (και όχι αυτής που νοείται ως άθροισμα συμβιούντων ατόμων), για τους άνω λόγους και κατά τη δική μου αντίληψη, το ‘‘όχι’’ στον γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών είναι απολύτως ξεκάθαρο.

Εν τέλει, όπως έγραψα και στην αρχή, καθότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο με κυβερνητική πρωτοβουλία θα έρθει στη Βουλή προς συζήτηση και ψήφιση, θέλω να διατυπώσω δύο παρατηρήσεις με περιεχόμενο αμιγώς πολιτικό.

Πρώτον, όταν ψηφίστηκε το 2015 το σύμφωνο συμβίωσης, από το νυν κυβερνών κόμμα που τότε βρισκόταν στην αντιπολίτευση δεν επιβλήθηκε κομματική πειθαρχία στους βουλευτές του ή απλούστερα, για να μιλάμε τη γλώσσα της σκληρής αλήθειας, δεν χειραγωγήθηκε η έκφραση της όποιας άποψής τους. Ο νυν Πρωθυπουργός μάλιστα που τότε ήταν βουλευτής, ψήφισε, στο πλαίσιο της δοθείσης και σε αυτόν κομματικής δυνατότητας της ελεύθερης και κατά συνείδηση έκφρασης, το σύμφωνο συμβίωσης, το οποίο, ωστόσο, είχε αποδοκιμάσει μεγάλη μερίδα βουλευτών της νυν συμπολίτευσης.

Επιβολή, λοιπόν, mutatis mutandis στην παρούσα περίσταση, της λεγόμενης ‘‘κομματικής πειθαρχίας’’ θα συνιστούσε επί της ουσίας υπέρμετρο συνταγματικό περιορισμό του θεσμικού ρόλου του έλληνα βουλευτή, δεδομένου ότι το σύντομα(;) υπό συζήτηση νομοσχέδιο ούτε εθνικού ενδιαφέροντος μπορεί να χαρακτηριστεί και ούτε να αποτελέσει πεδίο ιδεολογικής (πάση θυσία) ‘‘μάχης’’ για το κυβερνών κόμμα, τυχόν δε τέτοια επιβολή θα κατέληγε σε φαιδροποίηση συγκεκριμένων βουλευτών του νυν κυβερνώντος κόμματος που το 2015, όντας και τότε βουλευτές, είχαν καταψηφίσει (λειτουργώντας με το θάρρος της γνώμης) το έλασσον (το σύμφωνο συμβίωσης) με το οποίο διαφωνούσαν και τώρα, ελέω κομματικής πίεσης, θα αναγκαζόντουσαν να ψηφίσουν θετικά και υπέρ του μείζονος (γάμος ομόφυλων ζευγαριών και τεκνοθεσία) με το οποίο (μείζον), πολύ δε περισσότερο, διαφωνούν!

Αλλά και το πιθανό άνωθεν ‘‘εντέλλεσθε σε αποχή’’ στους διαφωνούντες βουλευτές δεν είναι λύση. Το άρθρο 60 του Συντάγματος (που τόσο καταβαραθρώνεται στη σύγχρονη δημοκρατία) ορίζει ότι ‘‘Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση’’. Δεδομένου, λοιπόν, ότι τους βουλευτές τους στέλνουμε, ως λαός, στη Βουλή για αυτόν ακριβώς τον λόγο, για να μας εκπροσωπήσουν και να εκφράσουν την άποψή τους και υποτίθεται για αυτήν την έκφρασή τους αξιολογούνται και κατά περίπτωση είτε καταξιώνονται είτε αποδοκιμάζονται, η εντολή στους διαφωνούντες να απέχουν, προφανώς για να μην τρωθεί το γόητρο της κυβερνητικής πρωτοβουλίας και διασπαστεί in concreto η ‘‘κομματική συνοχή’’, είναι αλήθεια, κάτι άλλο ή διαφορετικό από την περιστολή της συνταγματικώς ανατεθείσης υπαρκτικής αποστολής τους; 

Κατά δεύτερον και καταληκτικά, το, με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, νομοσχέδιο σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα που απασχολεί σύμπασα την ελληνική κοινωνία και συζητείται τα μάλα από αυτήν, συνιστά ακόμη ένα δείγμα της ιδεολογικο-πολιτικής μετατόπισης του κυβερνώντος κόμματος προς το (πολιτικό) Κέντρο, μιας μετατόπισης μάλιστα που επιβλήθηκε σταδιακά αλλά συστηματικά από την ηγεσία του και πλέον σήμερα είναι ξεκάθαρα από όλους αντιληπτή και την οποία καλείται να κρίνει η ελληνική κοινωνία ή, επί το ειδικώτερον, το εκλογικό σώμα και πρωτίστως η πλατιά ψηφοφορική βάση της Δεξιάς. Τι είναι, λοιπόν, αυτή η συστηματική μετατόπιση; Προσαρμογή σε μια νέα εποχή και μοντερνοποίηση που φέρει και συνεπάγεται αποστάσεις από την παραδοσιακή αφετηρία (1974 και μετά), συνοδευόμενη από ιδεολογικό ‘‘επεκτατισμό’’ και ‘‘εξουσιο-στοχευτική πολιτική πανσπερμία’’ στο όνομα της πολυσυλλεκτικότητας και της κοινωνικής συμπεριληπτικότητας(;) ή μετάλλαξη της κομματικής ταυτότητας και του ‘‘ιδεολογικού DNA’’ μιας ολόκληρης παράταξης (της Δεξιάς), την οποία κυριαρχικά και κατά κόρον εξέφραζε στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης το κόμμα της ΝΔ; Σε λιγότερο από 5 μήνες έχουμε ευρωεκλογές και θα είναι μια πρώτης τάξης επίσημη ευκαιρία να δούμε την απάντηση του κόσμου της Δεξιάς.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

 Relations and the political science

ΥΓ. Σαν σήμερα, πριν 3 χρόνια, άφησε τα εγκόσμια ο πατέρας μου, Ντίνος Γκουγκουρέλας, Βουλευτής Πιερίας με τη ΝΔ την περίοδο 1981-89. Επειδή, λοιπόν, έχω την πεποίθηση ότι θα συνυπέγραφε το παρόν κείμενο, τούτο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του.