Σημαίνει κάτι η επανεκλογή Ερντογάν για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Γράφει ο Χρήστος Γκουγκουρέλας

Απόψεις

Η επανεκλογή Ερντογάν στον τουρκικό προεδρικό θώκο την Κυριακή, άσχετα κατά πόσο ήταν αναμενόμενη, ή το αντίστροφο, προσέλκυσε δικαιολογημένα το παγκόσμιο ενδιαφέρον και κατέστη αντικείμενο πληθώρας σχολιασμών και πάσης φύσεως αναλύσεων. Για εμάς, εδώ στην Ελλάδα, ωστόσο, το κεντρικό ερώτημα είναι τι σημαίνει η συνέχιση της εξουσίας Ερντογάν για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και αν αυτή πρόκειται να επιφέρει καινούργια δεδομένα στον καμβά των γεωπολιτικών εξελίξεων της περιοχής.

Το ερώτημα είναι και σημαντικό και στριφνό συνάμα, θαρρώ όμως ότι τη σκέψη μας πρέπει καταρχάς να διατρέξει (και στην ουσία να τη διατρέχει πάντα όταν μιλούμε για την Ελλάδα και την Τουρκία) ο βασικός διαμορφωτής της ουσιαστικής διάδρασης μεταξύ των δύο χωρών και της παραμετροποίησης των σχέσεων τους, διαμορφωτής που δεν είναι άλλος από το γεωπολιτικό δυναμικό τους. Το γεωπολιτικό δυναμικό είναι μαθηματική σταθερά στην εκδίπλωση της ελληνοτουρκικής συνύπαρξης και δεν επηρεάζεται στον πυρήνα του από τους εκάστοτε ηγέτες των δύο χωρών, ακόμη κι αν ο εις εξ’ αυτών ήταν και συνεχίζει να είναι ο Ερντογάν.

Σε παλαιότερο άρθρο μου (‘‘Θα φέρει το 2023 την ελληνοτουρκική ρήξη;’’ https://newsbase.gr/2023/01/tha-ferei-to-2023-tin-ellinotourkiki-rixi-2865117.html) είχα υποστηρίξει ότι η Τουρκία, ‘‘ιστορικός κληρονόμος’’ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ως χώρα που είναι η δεύτερη στρατιωτική δύναμη στο ΝΑΤΟ και συμμετέχει στους G20, φιλοδοξώντας να εκλαμβάνεται ως ο επί της ξηράς και θάλασσας (σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του στρατηγήματος της ‘‘Γαλάζιας Πατρίδας’’) επικυρίαρχος της ευρύτερης περιοχής και εμφανιζόμενη στο διεθνές προσκήνιο να ‘‘ομιλεί απευθείας’’, ως αυτόβουλος και αυτενεργών γεωπολιτικός παράγων, με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την ΕΕ, ενέχει το χειμαρρώδες γεωπολιτικό δυναμικό μιας σημαίνουσας (για την περιοχή) περιφερειακής δύναμης που επί Ερντογάν μάλιστα φιλοδοξεί να εκπληρώνει (και) τον ρόλο στυλοβάτη του σουνιτικού Ισλαμισμού.

Υπό αυτό το δεδομένο, εξηγείται αφενός ο πολύπλευρος (και δη πολλές φορές αμφίσημος ή και αντιφατικός) ακτιβισμός της Τουρκίας, ιδίως στο περιφερειακό τόξο που την περιβάλλει γεωγραφικά, και αφετέρου η ανοιχτή, πολυθεματική και κατά κόρον επιθετική ατζέντα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η εμφανής πολυμετωπικότητα, λοιπόν, δεν είναι απλά ένδειξη του έντονου γεωπολιτικού φορτίου της Τουρκίας αλλά κλασσικό, δομικό στοιχείο του τουρκικού στρατηγισμού.

Από την άλλη πλευρά, έχω υπογραμμίσει ότι το συγκριτικά ‘‘ηπιότερο γεωπολιτικό δυναμικό’’ της Ελλάδας, συνδεόμενο ομφαλικά και λειτουργικά με τη συμμετοχή της χώρας στους διεθνείς μηχανισμούς και τα θεσμικά μορφώματα του Δυτικού Κόσμου και, συνεπαγωγικά, κυρίως με τα στρατηγικά προτάγματα του τελευταίου, επιρρωνύεται στην τρέχουσα κρίσιμη συγκυρία από σωρευτικά ενισχυτικά υποστυλώματα. Η ανανέωση και εμβάθυνση της αμυντικής συμφωνίας (MDCA) με τις ΗΠΑ, η συμμαχική σύμπλευση με τη Γαλλία, ο αναβαθμισμένος για το ΝΑΤΟ γεωστρατηγικός ρόλος της Αλεξανδρούπολης και της Σούδας, η έκδηλη ανάμιξη της χώρας στα ενεργειακά τεκταινόμενα της Ν.Α. Ευρώπης και η ένταξη και υποστήριξή της από την ευρωπαϊκή εταιρική οικονομική διακυβέρνηση είναι κρίσιμες ‘‘αντηρίδες’’, προς όφελος της Ελλάδας, στη φορτική, εκ μέρους της Τουρκίας, γεωπολιτική πίεση που της ασκείται.

Πέραν όμως από τις προδιαγραφές (βάθος, εύρος, προοπτικές εξάπλωσης) του λεγόμενου ‘‘γεωπολιτικού δυναμικού’’ των δύο χωρών, απόλυτη σημασία έχει το πού (γεωγραφικά, χωροθετικά) εφαρμόζεται εν τοις πράγμασιν αυτό το συγκεκριμένο δυναμικό, δεδομένο που (κι αυτό), στον σκληρό του πυρήνα, δεν εξαρτάται από το ποιός ηγείται στην κάθε χώρα. Η Μεσόγειος, το κατά φύση υπόστρωμα συνύπαρξης και δράσης Ελλήνων και Τούρκων, ως μεγάλη ‘‘υδάτινη δομή’’ της ζώνης του Ατλαντικού, είναι, στην κλίμακα του βαθέως ιστορικού Χρόνου, το θαλάσσιο πλαίσιο όπου κρίθηκαν και κρίνονται σημαίνοντα και άκρως καθοριστικά γεωπολιτικά παίγνια και δη όχι μόνο για τις νατιβιστικές δυνάμεις αλλά και για τους πιο ισχυρούς αυτού του Κόσμου. Και τούτο, διότι, όπως έχω γράψει (‘‘Η ‘‘Heartland’’, η ‘‘Rimland’’ και η φιλοδοξία της Κίνας και Ρωσίας για παγκόσμια επικράτηση’’, https://pieriasocial.gr/?p=44650),  μέσω του Αιγαίου και των Στενών του Βοσπόρου είναι η θάλασσα που συνδέει  πρακτικά τους μεγάλους ωκεανούς (Ατλαντικός, Ινδικός και κατ’ επέκταση Ειρηνικός) με τη ‘‘Heartland’’, επί της οποίας όποιος κυριαρχεί είναι, κατά τον Nicholas Spykman τουλάχιστον, και ο κυρίαρχος όλου του Πλανήτη.

Ειδικά, στους υδάτινους ‘‘δρόμους’’, από τη Μαύρη Θάλασσα, μέσω της Θάλασσας του Μαρμαρά και των Στενών των Δαρδανελλίων, προς τη Μεσόγειο και από εκεί είτε προς τον Ατλαντικό, δια μέσω του περάσματος του Γιβραλτάρ, είτε προς την Ερυθρά Θάλασσα, μέσω της διώρυγας του Σουέζ, το Αιγαίο Πέλαγος, η θάλασσα που χωρίζει τις δύο χώρες, απλώνεται ως το ‘‘ενδιάμεσο πέρασμα’’. Στρατηγικά, λοιπόν, η Ελλάδα, δυνάμενη να ελέγχει τη ‘‘βορινή πόρτα’’ του Αιγαίου, έχοντας ως κέντρο την Αλεξανδρούπολη, αλλά και τη ‘‘νότια πόρτα’’ του, διαθέτοντας ως βάση του τη Σούδα, πρακτικά είναι σε θέση να διαδραματίζει τον πιο αποφασιστικό ρόλο σε αυτό το θαλάσσιο ‘‘πέρασμα’’ (το Αιγαίο δηλ.) και άρα να μετατρέπεται σε ‘‘ελεγκτή’’ της θαλάσσιας, στρατιωτικής και εμπορικής, κυκλοφορίας της ζώνης του Ατλαντικού.

Αυτός είναι και ο μεγάλος, τρομακτικός κίνδυνος θα τολμούσα να πω, για τις τουρκικές επιδιώξεις. Η παγίωση και διατήρηση, λοιπόν, του ‘‘ηγετικού’’ περιφερειακού ρόλου της Τουρκίας θα ετίθετο εν αμφιβόλω αν στο γεωστρατηγικό πεδίο ιδίως των ενεργειακών πόρων και δικτύων και της ενεργειακής ασφάλειας εν γένει, χώρες του ευρύτερου γεωγραφικού τόξου την υπερφαλάγγιζαν σε γεωοικονομική σημασία και κατ’ επέκταση σε διεθνές εκτόπισμα. Γι’ αυτό και η Τουρκία του Ερντογάν, αλλά και των επιγόνων του, δεν διανοείται (και πολύ περισσότερο δεν θα αποδεχθεί) να περιθωριοποιηθεί στο στρατηγικό παίγνιο της Ανατ. Μεσογείου που συνεπάγεται και σημαίνει τόσα πολλά για την ευρωπαϊκή, ίσως και την οικουμενική, τάξη πραγμάτων.

Υπάρχει, ωστόσο, και μια τρίτη παράμετρος (πέρα από το γεωπολιτικό δυναμικό των δύο χωρών και τον γεωφυσικό και γεωστρατηγικό καμβά έκφρασής του) που δεν είναι άλλη από το δικό μας εθνικό στρατηγικό σχέδιο. Για αυτό το σχέδιο έχω τονίσει (‘‘Η Ελλάδα 200 χρόνια μετά την επανάσταση, Τα Διλήμματα και η Εθνική Προοπτική’’ https://eptanews.gr/apopsi/i-ellada-200-chronia-meta-tin-epanastasi-ta-dilimmata-kai-i-ethniki-prooptiki-toy-chr-gkoygkoyrela/): ‘‘Ο δεύτερος ‘‘διλημματογόνος καμβάς’’ είναι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η Τουρκία είναι μια επιθετική περιφερειακή δύναμη που έχει ως πυλώνες της δικής της εθνικής συλλογιστικής τον νεοθωμανικό αναθεωρητισμό, το δόγμα του ‘‘Misak i Milli’’ και τη γεωστρατηγική φιλοδοξία της ‘‘Γαλάζιας Πατρίδας’’ που προσομοιάζει με τη γνωστή θεωρία του ‘‘Lebensraum’’. H σμίλευση, επομένως, της εθνικής μας γραμμής απέναντί της είναι μια εξαιρετικά δύσκολη νοητική εξίσωση.

Όπως ήδη έχω γράψει και παλαιότερα, φρονώ ότι η Ελλάδα, ως προς τη δική της στρατηγική απέναντι στην Τουρκία, έχει δύο βασικές επιλογές: Είτε, στο πλαίσιο μιας αφαιρετικά ολοκληρωτικής προσέγγισης και στερεοτυπικά συμπαγούς και ‘‘σκληρής’’ εθνικής γραμμής, θα διεκδικεί, υπό το γράμμα της κανονιστικής νόρμας του διεθνούς δικαίου, την πλήρη εφαρμογή των εθνικών μας αξιώσεων, κρατώντας ασφαλώς σε τούτη την περίπτωση ζωντανό τον ‘‘ομφάλιο πολιτικό και πολιτιστικό λώρο’’ με αυτό που καλείται ‘‘Δυτικός Κόσμος’’, είτε στο πλαίσιο μιας σχετικοποιημένης και επιλεκτικά δομημένης προσέγγισης και άρα πιο ευέλικτης εθνικής γραμμής, θα κινηθεί, κατά τη λογική του χρησιμοθηρικού ρεαλισμού, όσον αφορά τους ενεργειακούς πόρους της Ανατ. Μεσογείου, σε μια πιο συμβιβαστική πλατφόρμα σχέσεων με την Τουρκία. Σε αυτό, το δεύτερο ενδεχόμενο, οι ζώνες άσκησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων εμβαδομετρικά θα διαφοροποιηθούν και γεωγραφικά θα προσαρμοστούν προκειμένου να ολοκληρωθούν εκατέρωθεν λυσιτελή και πρακτικώς λειτουργικά αποτελέσματα’’.

Κατά την άποψη μου, η Ελλάδα, διαχρονικά ίσως, πάντως ακόμη και σήμερα δεν έχει καταλήξει, αναφορικά με την οραματική προσέγγιση και στρατηγική κατεύθυνση της εξωτερικής της πολιτικής γενικά αλλά και ειδικότερα αναφορικά με τη διάδραση του εθνικού της σχεδίου με την Τουρκία, στο τι ακριβώς σκοπεύει να ακολουθήσει. Ο πολιτικός κόσμος στη χώρα δεν αγγίζει (σε βάθος ουσίας τουλάχιστον και με πρόθεση λήψης αποφάσεων) τέτοια ‘‘καυτά’’ και ‘‘τεκτονικά’’ διλήμματα, ο πολιτικός διάλογος εξαντλείται σε άλλα πεδία και πάντως στερείται συνεργατικής κουλτούρας προς σμίλευση πανεθνικής γραμμής και η κοινωνία παρακολουθεί άνευρη και διστακτική. Η δε έσωθι και έξωθι επανάληψη της θέσης μας να συγκαθορίσουμε με τη Τουρκία τη μόνη διαφορά μας (οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ) δεν δίνει βεβαίως σαφές στίγμα για το ποια από τις δύο κεντρικές εθνικές στρατηγικές έχει επιλέξει ή θα επιλέξει η χώρα.

Λαμβάνοντας υπόψη, επομένως και σε τελική ανάλυση, κατά πρώτον τη διαφοροποίηση στο γεωπολιτικό δυναμικό των δύο χωρών και τις επιδραστικές ιδιαιτερότητες που καθένα από αυτά έχει, κατά δεύτερον το ευρύτερο χωροθετικό πλαίσιο εφαρμογής του και την αναμφίβολη σπουδαιότητα που αυτό (το χωροθετικό πλαίσιο) έχει για τις ηγεμονικές δυνάμεις του Πλανήτη αλλά και κατά τρίτον το ότι, σε αντίθεση με τις σαφείς περιφερειακές βλέψεις της Τουρκίας, η Ελλάδα παραμένει αναποφάσιστη τόσο για τον προσανατολισμό του εθνικού της σχεδίου όσο και για ‘‘μεγάλα βήματα’’ στη σχέση της με την Τουρκία, η επανεκλογή του Ερντογάν δεν είναι καινούργια μεταβλητή και (νέος) μοχλός ανακατεύθυνσης ή και ανισορροπίας στη διπλωματία και αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο χωρών.

Μάλιστα, κατά τη δική μου θεώρηση τουλάχιστον, γίνεται ακόμη πιο φανερό το γεγονός ότι οι κινήσεις στην ελληνοτουρκική σκακιέρα θα εξακολουθήσουν να είναι, ίσως ακόμη πιο εμφατικά, παρακολούθημα των εξελίξεων στις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις και ad hoc αντανάκλαση της χρησιμότητας του παίκτη με το μεγαλύτερο γεωπολιτικό δυναμικό στην περιοχή (της Τουρκίας δηλαδή) για τους Δυτικούς, μιας χρησιμότητας που θα καθορίζεται ανά πάσα ώρα ανάλογα βέβαια με τις κάθε φορά επαμφοτερίζουσες ορέξεις του Ερντογάν. Η εκάστοτε, συγκυριακή έστω, αυξομείωση αυτής της χρησιμότητας, μια αυξομείωση μάλιστα που προσδιορίζεται είτε από την κατά καιρούς προσέγγιση είτε από την παροδική απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση και κυρίως τις ΗΠΑ και τα παγκόσμια στρατηγήματά τους, αποτελεί εδώ και καιρό τον σταθερό οδοδείκτη και παράλληλα διαμορφωτή των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ωστόσο υπό το σταθερό, πάντα, δεδομένο ότι την τουρκική στάση σε ιστορική συνέχεια νοηματοδοτούν και διαπλάθουν τα αναλλοίωτα δόγματα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, δηλαδή ο νεοθωμανισμός και ο παντουρανισμός.

Η συναλλακτική αντίληψη στην τουρκική εξωτερική πολιτική, δηλαδή η παραδοσιακή τάση η Τουρκία, μαξιμαλιστικά φερόμενη, να ζητεί όλο και περισσότερα και να παζαρεύει επ’ αυτών με τον εκάστοτε συνδιαλεγόμενό της θα συνεχίσει. Ο ‘‘Ερντογανισμός’’, ιστορικών πια διαστάσεων μίγμα εθνικισμού και ισλαμοκεντρισμού, λειτουργεί και θα λειτουργεί ως ‘‘εκκολαπτήριο’’ της τουρκικής ‘‘περιφερειακής βουλιμίας’’ που κατά καιρούς και επιτρεπουσών των διεθνών συνθηκών θα ‘‘πυρακτώνει’’ τον επεκτατικό μεγαλοϊδεατισμό της γείτονος χώρας. 

Όσο δε για τη δική μας ‘‘απάντηση’’, μέχρι να μορφοποιηθεί (κι αν μορφοποιηθεί) συγκεκριμένη οραματική εκδοχή στην εθνική στρατηγική μας, έχω ήδη γράψει ( ίδετε ‘‘Η Ελλάδα 200 χρόνια μετά την επανάσταση, Τα Διλήμματα και η Εθνική Προοπτική’’): ‘‘Κόκκινη γραμμή’’, πάντως, στην πολιτική της χώρας απέναντι στους Τούρκους θα συνεχίσει να είναι η διαφύλαξη της εθνικής και γεωγραφικής της ακεραιότητας, η εθνική αξιοπρέπεια και δια της αποφυγής της ‘‘εθνικής μιθριδατοποίησης’’ η απαλοιφή του όποιου ενδοτισμού στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ενώ εργαλείο πολιτικής και εννοιολογικής ‘‘αποδελτιοποίησης’’ των εκάστοτε μηνυμάτων του γεωπολιτικού σκηνικού θα μπορούσε να είναι ένα ‘‘Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας’’ που θα  μετουσιώνει το ‘‘γεωπολιτικό είναι και γίγνεσθαι’’ σε ‘‘εθνοκεντρικό πρέπει’’.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

Relations and the political science