«Και όταν ευρέθησαν εις το μέσον του κινδύνου, κρίνοντες προτιμότερον ν’ αποθάνουν υπερασπίζοντες εαυτούς παρά να σωθούν υποχωρούντες, απέφυγαν μεν το όνειδος της δειλίας, αντιμετώπισαν όμως ψυχή τε και σώματι τον κίνδυνον, και συγχρόνως εις στιγμήν ωρισμένην υπό της ειμαρμένης μετήλλαξαν βίον, όχι τρέμοντες από φόβον, αλλά περιβαλλόμενοι από τον φωτοστέφανον της δόξης.», το απόσπασμα αυτό από τον «Επιτάφιο του Περικλή» μας μεταφέρει ο Θουκυδίδης στην ιστορία του.
Από το 430 π.Χ. και τους πρώτους νεκρούς του Πελοποννησιακού Πολέμου, μεταφερόμαστε στις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940. Η Ελλάς αμύνεται υπέρ βωμών και εστιών. Η ομιλία του Περικλή άριστα θα περιέγραφε και 2.730 χρόνια μετά κάποιους άλλους αγνώστους και τόσο γνωστούς. Πατέρες, αδερφούς και γιους, άνδρες που γίνανε λιοντάρια, λιοντάρια που γίνανε στοιχειά, μέσα σε χιόνια, λάσπες, πέτρες, χώματα, αίμα και φωτιά. Τα στοιχειά απλώθηκαν σαν έρεβος πάνω από τον τρομαγμένο εχθρό, ως αχλύς ανάμεσα στα σκέλια του και τον έπνιξαν και τον καταδίωξαν στις εσχατιές της νίκης.
Κι ύστερα όλοι αυτοί, οι γενναίοι που έπεσαν για μία Πατρίδα, για να μην εγκαταλείψουν τη σημαία, άρχισαν αμφιταλαντεύονται στον χωροχρόνο ανάμεσα στους αριθμούς και το Πάνθεον των ηρώων. Δεν είχαν ονόματα γνωστά, μήτε και κανένα τάφο να τους κλάψει κάποια μάνα, αγαπημένη ή θυγατέρα κι ήρθαν ξανά τα λόγια του Περικλή να τους χαρίσουν θαλπωρή: «τάφος των επιφανών ανδρών είναι κάθε τόπος, και δε σώζεται το όνομά τους μόνο σε επιγραφές στην πατρίδα τους, αλλά διατηρείται η ανάμνησή τους και στις ξένες χώρες, πιο πολύ στη μνήμη και στις καρδιές των ανθρώπων παρά στα γραπτά μνημεία και στους τάφους».
Και πήραν αυτά τα λόγια τα ιερά, τα τόσο αληθινά πολλοί και τα έκαναν κοινά τσιτάτα σε φασόν γραμμένες ομιλίες και “δημοσιεύματα των πρέπει” γιατί το πρόσταζε κάποια περίσταση, τα έφθειραν σε μακέτες της βιασύνης για να προλάβουν την αυριανή επέτειο και σε πορείες ανεγκέφαλων “πεφωτισμένων”, που με μπερδεμένα λάβαρα, ούρλιαζαν μηχανικά για μια Πατρίδα που ποτέ δεν γνώρισαν στη μεγαλειώδη ολότητά της.
Που οδεύουμε όταν τα μεγάλα και τα σημαντικά ξεθωριάζουν από την άσκοπη επανάληψη, τις φωνασκίες, τις άναρθρες κραυγές μέχρι και τη βία κατά των κοινωνικά πιο “αδύναμων”, επειδή έτυχε να διαφέρουν στο χρώμα, στο φύλο, στο σεξουαλικό προσανατολισμό, λες και ο πατριωτισμός είναι ποσότητα μετρήσιμη, συγκρίσιμη και πεπερασμένη κι όχι ποιοτικό χαρακτηριστικό ενός πολίτη.
Αυτό, δεν είναι ένα ακόμα λογύδριο πολιτικής ορθότητας που υπερβάλλει εαυτόν να μην βγει από τα αποδεκτά κουτάκια, πετυχαίνοντας μόνο να αυξάνει το χάσμα με την πραγματικότητα και να με συχωρά η αφεντιά σας αν δεν χωρώ στα μέτρα της γιορτής, να μας συγχωράει όλους όμως κι ο Θεός σαν περνούμε το μέτρο της ντροπής.
Είμαι ένας ακόμα νέος που θέλει να διαψεύσει τον Τάσο Λειβαδίτη για το ότι η ανθρωπότητα δεν θα καταφέρει να γράψει ούτε ένα κεφάλαιο ακόμα, να δω τη γηραιά μας ήπειρο μέσα από τις βαθιές αξίες της κι όχι ως ένα θλιβερό ναυάγιο. Θέλω να δω κάθε χέρι νοσταλγού που υψώνεται, υπενθυμίζοντας ιδέες που η σημειολογία καταδίκασε στη λήθη, κάθε χέρι που υψώνεται για να χτυπήσει ή να αφαιρέσει τη ζωή μιας γυναίκας, κάθε χέρι που σφίγγει με θάνατο το μπράτσο ενός νέου να «κόβεται» ∙ κι όχι σαν να ξυπνήσαμε ξαφνικά σε ένα κακέκτυπο κοινωνίας της εποχής μας, που η Σαρία προστάζει το δίκαιο και τα ήθη, αλλά μέσα από τους δημοκρατικούς θεσμούς μιας ευνομούμενης πολιτείας.
Χαίρομαι που σας συνάντησα κατά μήκος αυτών των γραμμών, σε ένα κείμενο φαινομενικά αταίριαστο για μια 28η του Οκτώβρη∙ με τιμά που είστε ακόμα μαζί μου σε αυτό το σύντομο ταξίδι. Αλλά πριν σας αφήσω, αφήστε με να εξηγηθώ και να το καμώσω έτσι που να δίνει νόημα και να μην φαίνεται σαν να έντυσα ασυναρτησίες μ’ επικλήσεις σε αυθεντίες που προσπαθούν να επιτύχουν την ψευδαίσθηση του βάθους. Πιάνομαι για το σκοπό αυτό από την «Ασκητική» του Καζαντζάκη και πάλι από τον «Επιτάφιο του Περικλή».
Γράφει ο πρώτος: «Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.» και ο Περικλής μας διαμηνύει ότι «σε άνδρες που αποδείχτηκαν γενναίοι με έργα, πρέπει με έργα να τους αποδίδονται τιμές». Γι’ αυτό σας γράφω σήμερα, με αφορμή ένα μήνυμα της μάνας μου που περιχαρής μου έλεγε πως και φέτος, όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα, έβγαλε την γαλανόλευκη σημαία στο μπαλκόνι, σιγοψιθυρίζοντας τον εθνικό μας ύμνο, ένιωσα το χρέος για το κάτι παραπάνω.
Να αποδώσουμε τιμές με πράξεις, με έργα στην κοινωνία, με ακόμα περισσότερη δουλειά στο μέσα μας, να δικαιώσουμε όσους έφυγαν ηρωικά για να ατενίζουμε έναν ελεύθερο ορίζοντα, να κοιτάμε στα μάτια τα παιδιά μας, τον αγαπημένο και την αγαπημένη μας. Κι αφού οι ήρωες μου χάρισαν το λόγο και τη στράτα μου ελεύθερη, βρήκα λοιπόν, ένα σκοπό για να πορεύομαι.
Πλέκω μ’ αγωνία ένα στεφάνι για τους αγέννητους, να το ‘χουν ιερό κειμήλιο. Σε κάθε κόμπο από φύλα να δέσω κι ένα όνομα, ένα λόγο πιο γαλανό από τα κύματα του Αιγαίου. Στεφάνι πλούσιο, καμωμένο από κλώνους της ελληνικής γης να το φορούν οι αυριανοί ευέλπιδες νέοι, όχι για τους πολλούς, αλλά για εκείνους τους λίγους, τους παράξενους, που πολεμούν τον εαυτό τους κάθε μέρα και διαλέγουν τον ανήφορο. Να είναι κότινο πρωταθλητών στολισμένο με φύλλα του τον Ελύτη, τον Καζαντζάκη, τον Καβάφη, τον Δραγούμη, τον Ρίτσο, τον Σεφέρη, τον Γκάτσο, τον Σολωμό κι όλους όσων το πνεύμα ύμνησε τον ελληνισμό, τον έρωτα, τον άνθρωπο. Να ‘χει κλώνους, σαν δεσμά αιώνια, με τους αρχαίους φιλοσόφους και στη μέση σύρμα αλύγιστο, μαρτύρων και ηρώων αίμα που πότισε τον τόπο. Να το φορούν οι λίγοι και να τραβάνε μ’ αφοβιά τον ανήφορο, ίσα στο Γολγοθά, τη Λευτεριά να τιμούν την κάθε μέρα, κάθε πνοή που βγάζουν, σαν καμπάνες αναστάσιμες να ηχεί στα πέρατα του κόσμου.
Γεώργιος Δουλδούρας
Πρόεδρος Ν.Ε. ΟΝΝΕΔ Πιερίας
Διεθνολόγος