Η ψυχραιμία σώζει… Του Γ.Τεκίδη

Απόψεις

Και η αυτοσυγκράτηση, η νηφαλιότητα, η ανοχή και η σύνεση, στοιχεία απαραίτητα σε μια δύσκολη, μα και ελπιδοφόρα από ότι φαίνεται εποχή για τον Σύριζα-ΠΣ, ενόψει του συνεδρίου του και με αφορμή την πρόταση του Αλ. Τσίπρα για εκλογή ΚΕ και προέδρου του κόμματος από την βάση. Δεν πρόκειται για γκρίνια, ούτε για καχυποψία και χρέωση προθέσεων που δεν συνάδουν αυτές τις στιγμές με το παραταξιακό- κομματικό συμφέρον, σε όσα κυρίως πρώτης γραμμής κομματικά στελέχη αντέδρασαν με οξύ σχετικά τρόπο, απολυτότητα και φρασεολογία, διατυπώνοντας την διαφωνία τους, στη συγκεκριμένη πρόταση. Είναι ο τρόπος αντίδρασης, η οξύτητα που εμφιλοχωρεί στις ακραίες φρασεολογίες, η απολυτότητα που εμπεριέχεται σε αυτές και ο κίνδυνος, η πιθανότητα να απαντηθεί αυτή η άλλη άποψη, η διαφωνούσα με την συγκεκριμένη προεδρική πρόταση, με τον ίδιο τρόπο, την ίδια φόρτιση και ένταση. Αποτέλεσμα; Να ξεκινήσει πολύ πρώιμα ένας διάλογος κουφών, διανθισμένος με υπερβολές , μη πειστικές και αναιτιολόγητες αιτιάσεις, όπως και χρεώσεις προθέσεων που καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει για την αυτοναρκοθέτηση του πεδίου διαλόγου, πριν ακόμη ξεκινήσει ουσιαστικά η προσυνεδριακή διαδικασία, είναι υπαρκτός. Ευτυχώς όμως αυτός είναι και αναστρέψιμος, αρκεί να επικρατήσουν τελικά τα παραπάνω χαρακτηριστικά στη στάση και την συμπεριφορά του στελεχικού δυναμικού, όπως τα περιγράψαμε αρχικά στο παρόν σημείωμα. Χαρακτηριστικά που θα διασκεδάσουν κατ αρχήν τους φόβους , τις ανησυχίες και την αγωνία της κομματικής βάσης και ιδιαίτερα των φίλων, των συμπασχόντων πολιτικά στο πλάι μας.

Να επαναλάβουμε εδώ για μια ακόμη φορά, το αναφαίρετο και ιερό δικαίωμα στην διαφωνία, την κατάθεση της άλλης πρότασης και άποψης. Τον αγώνα και την επιχειρηματολογία για την δικαίωσης της. Δικαίωση που περνά μέσα από την πειθώ και το ισχυρό επιχείρημα, ώστε αυτή να γίνει κατανοητή, να μιλήσει στο νου  και την καρδιά, να γίνει πλειοψηφία και οδηγός αδιαπραγμάτευτος της πολιτικής μας συλλογικότητας. Η απριόρι απόρριψη της άλλης πρότασης, η ισχυρή πεποίθηση που μπορεί εν τω μεταξύ να έχει καταστεί στερεότυπο και πολιτικό βαρίδι, της μοναδικής και ασυζήτητης για την αλήθεια της, δικής μας πρόταση, μοναχά την ένταση και τα πολιτικά χαρακώματα με ότι αυτό σημαίνει, μπορούν να φέρουν. Εκείνο όμως που διαφεύγει από τους προβεβλημένους του κόμματος, τα στελέχη που συνηθίζουμε να λέμε πρώτης σειράς, είναι η αγνόηση – θέλουμε να πιστεύουμε όχι συνειδητά – της κατά καιρούς ταλαιπωρημένης και ανθεκτικής κομματικής βάσης – άραγε ως πότε; – . Αγνόηση όχι της φυσικής της παρουσίας βέβαια, αλλά ένα είδος αδιαφορίας για το τι σκέφτεται, τι λέει. Αν συμπεριφορές και πρακτικές των παραπάνω στην κομματική ιεραρχία τον στενοχωρούν, τον πικραίνουν, πολλές φορές δε και τον απογοητεύουν. Αν αυτό που αντιλαμβάνεται και ενστερνίζεται και το τελευταίο  κομματικό μέλος, ότι οι διαφορετικές απόψεις και θέσεις, συζητούνται στο πλαίσιο του απαραίτητου πολιτικού πολιτισμού και εφόσον δεν υπάρξει σύμπλευση, σύνθεση, αυτές τίθενται  στην κρίση του σώματος που αποφαίνεται με ψηφοφορία. Το δε αποτέλεσμα αυτής γίνεται θέση του κόμματος, σεβαστή από όλους. Από τα παραπάνω να εξαιρούνται οι πρωτοκλασάτοι , οι συμμετέχοντες σε ομάδες και τάσεις που η ιστορία διαχρονικά απέδειξε, παρά τις κατά δήλωση τους άδολες προθέσεις, αυτές να καταλήγουν τελικά σε τραυματικές για την συνοχή και την συνέχεια του χώρου, φράξιες. Να εξαιρούνται γιατί πιστεύουν στο αλάθητο της θέσης τους, ως κάτοχοι της μοναδικής αλήθειας, ως θεματοφύλακες της πολιτικής και ηθικής αξίας που κουβαλά ο πολιτικός χώρος.

Κι όλα αυτά όταν το Μητσοτακικό καθεστώς, βάλθηκε να μετατρέψει ομολογημένα τη χώρα σε Βαλκανική δημοκρατική μπανανία. Ανάλογη εκείνων των προ καιρού της Ν. Αμερικής. Όταν τα πολιτικά απολειφάδια του δικτάτορα Παπαδόπουλου, του Μακαρέζου και του Παττακού, δίνουν τον τόνο στον απαράμιλλο από γελοιότητα κυβερνητικό θίασο, κι όταν κηρύσσουν ανοιχτά τις προθέσεις τους για αλλαγή θεσμών και Νόμων, ώστε να μην υπάρξει ούτε η υποψία για δυνατότητα επανόδου στην διακυβέρνηση του τόπου, της Αριστεράς.

Τι άλλο πρέπει να κάνουν όλοι αυτοί για να κατανοήσει σύμπας ο δημοκρατικός- προοδευτικός χώρος, η Αριστερά, ότι ο θανάσιμος πολιτικά αντίπαλος ήταν και θα είναι η δεξιά και η ακροδεξιά;