Πριν έναν μήνα, στο άρθρο μου με τίτλο ‘‘5 ερωτήματα των Ερντογάν και Τσαβούσογλου μετά τη συμφωνία περί θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδας – Ιταλίας’’ (διαβάστε το ή ξαναδιαβάστε το, παρακαλώ) έγραφα: ‘‘Στη Συμφωνία της με την Ιταλία, όμως, η Ελλάδα, σε αντίθεση με τις προβλέψεις της UNCLOS, δέχεται ‘‘μειωμένη επήρεια’’ των Διαπόντιων νήσων (επήρεια 11 νήσων μόνο στο 70%) και των Στροφάδων (επήρεια 2 νήσων μόνο στο 32% και 34%). Αν, επομένως, έχουν, και η Ελλάδα δέχεται να έχουν, ‘‘μειωμένη επήρεια’’ οι Οθωνοί, που έχουν έκταση 10,8 τ.χλμ και πληθυσμό (κατά την απογραφή του 2011) 393 κατοίκους, η Ερεικούσα που έχει έκταση 4,44 τ.χλμ και 496 κατοίκους και το Μαθράκι που έχει έκταση 3 τ.χλμ και 186 κατοίκους, τότε γιατί να μην έχει ‘‘μειωμένη επήρεια’’ και το Καστελόριζο (ή καθόλου επήρεια, όπως ισχυρίζονται και θέλουν οι Τούρκοι) το οποίο έχει έκταση 9,1 τ.χλμ και 492 κατοίκους; Αν συνεπώς, πρόκειται να συνάπτονται διεθνείς συμφωνίες οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, στις οποίες μπορεί να παραβλέπεται η πλήρης επήρεια των νησιών (έτσι όπως την ορίζει και αποδίδει το διεθνές δίκαιο), και να αποδίδεται σ’ αυτά, χάριν επιτεύξεως προσέγγισης των συμβαλλομένων μερών (των κρατών δηλαδή), μειωμένη επήρεια, πως μπορεί να θεμελιωθεί δογματικώς, νομικώς και διπλωματικώς μια άρνηση της Ελλάδας στο να δοθεί μειωμένη ή και καθόλου επήρεια στο Καστελόριζο;’’
Σήμερα, έναν μήνα μετά, οι Τούρκοι, εκδίδοντας την NAVTEX 0977/2020, με την οποία δεσμεύουν την θαλάσσια περιοχή νοτιοανατολικά του Καστελόριζου και δη μια περιοχή περίπου 180 ν.μ. μακριά απ’ αυτό, προκειμένου ερευνητικό τους σκάφος (το ‘‘Oruc Reis’’ συγκεκριμένα) να διενεργήσει, μέχρι και τις 2 Αυγούστου, σεισμικές έρευνες εκεί (προς πιθανή εύρεση υποθαλάσσιων ενεργειακών πόρων), επικαλύπτουν και τμήμα της κυπριακής υφαλοκρηπίδας και του τριεθνούς σημείου συνάντησης της υφαλοκρηπίδας Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου, αμφισβητώντας έτσι καθολικά το δικαίωμα του Καστελόριζου και της Στρογγύλης στο να έχουν πλήρη επήρεια επί των θαλασσίων ζωνών τους. Με αυτήν, λοιπόν, την κίνηση τους, οι Τούρκοι:
Πρώτον, στο πλαίσιο μιας καλά ενορχηστρωμένης στρατηγικής περί της εκδήλωσης των ‘‘βουλιμικών’’ αιτημάτων τους στην Ανατ. Μεσόγειο (βλ. και τις από 2 και 6/7/2020 επιστολές Sinirlioglu στον ΟΗΕ) και της επιθετικότητας σε βάρος της χώρας μας, μας ‘‘τεστάρουν’’ de facto επί του ερωτήματος της μειωμένης επήρειας των άνω νήσων (και δη έτσι όπως αυτό το ερώτημα διατυπώθηκε στην πρώτη παράγραφο του παρόντος κειμένου). Και μάλιστα μας ‘‘τεστάρουν’’ όχι ‘‘στα λόγια’’ και στις ‘‘προθέσεις’’, αλλά βάσει ενός προμελετημένου επιχειρησιακού σχεδίου και δια ‘‘φανερών υλικών πρωτοβουλιών’’ στον ‘‘πραγματικό κόσμο’’.
Δεύτερον, (οι Τούρκοι) μας ‘‘τεστάρουν’’ εκ του ασφαλούς. Μπορεί η Ελλάδα να αντιδρά διότι η άνω περιοχή που δεσμεύει η τουρκική NAVTEX ( περίπου 180 ν.μ. από το Καστελόριζο) θεωρείται εντός των ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, που λογίζεται μέχρι την απόσταση των 200 ν.μ. από τις γραμμές βάσης, από τις οποίες μετράται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης (αρ. 156 Ν. 4001/2011), ωστόσο για την υφαλοκρηπίδα, επί της οποίας ασκούνται κυριαρχικά δικαιώματα (και όχι κυριαρχία), όπως και για την ΑΟΖ βεβαίως, απαιτείται, οπωσδήποτε, κατά το Διεθνές Δίκαιο, οριοθέτηση (ανακήρυξη δεν απαιτείται). Χωρίς οριοθέτηση, το κράτος, που επικαλείται το Διεθνές Δίκαιο, δεν μπορεί να ασκήσει πλήρως τα κυριαρχικά του δικαιώματα, τα οποία έτσι έχει μόνο θεωρητικώς. Η Ελλάδα, όμως, δεν έχει οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα της στην περιοχή (κατόπιν συμφωνιών με τις παρακείμενες χώρες – ήτοι την Κύπρο, την Αίγυπτο ή και την Τουρκία) και έτσι οι Τούρκοι μας ‘‘τεστάρουν’’ εκ του ασφαλούς στο εν λόγω ‘‘θαλάσσιο χωροθετικό σημείο’’.
Τρίτον, (οι Τούρκοι) μας ‘‘τεστάρουν’’ έχοντας το λεγόμενο ‘‘επιχειρησιακό πλεονέκτημα’’. Η ναυτική τους βάση Aksaz και οι αεροπορικές τους βάσεις του Ικονίου και του Ιντσιρλίκ (Konya, Incirlik) βρίσκονται εγγύτερα στη δεσμευθείσα με την επίμαχη NAVTEX θαλάσσια περιοχή από τις δικές μας αντίστοιχες ναυτικές και αεροπορικές βάσεις (ναυτικές βάσεις στη Ρόδο και στη Σούδα των Χανίων και αεροπορικές βάσεις στη Μαρίτσα Ρόδου, στο Καστέλι και στη Σούδα). Σε μια πιθανή ‘‘πολεμικού τύπου εμπλοκή’’ ο χρόνος επέμβασης και η απόσταση από τα σημεία ανεφοδιασμού είναι σίγουρα δύο κρίσιμες παράμετροι.
Και τέταρτον, (οι Τούρκοι) προσδίδοντας ‘‘μειωμένη επήρεια’’ στο συγκρότημα του Καστελόριζου αφενός ‘‘κλείνουν το μάτι’’ στους Αιγύπτιους, που στον τρέχοντα χρόνο διαπραγματεύονται με την Ελλάδα την οριοθέτηση των ΑΟΖ, να μην προχωρήσουν σε μια συμφωνία με την χώρα μας, διότι τους ‘‘συμφέρει’’ η άνω ‘‘μειωμένη επήρεια’’ των νήσων και αφετέρου προσπαθούν να αποτρέψουν την ‘‘εφαπτότητα’’ των ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου, ‘‘εφαπτότητα’’ που αποτελεί λογική και νομική προϋπόθεση για να οριοθετήσουν τα δύο κράτη (Ελλάδα και Κύπρος) τις ΑΟΖ τους με μια συμφωνία.
Μετά τα παραπάνω, το απολύτως καθοριστικό και εθνικά κρισιμότατο ερώτημα είναι το ‘‘ποια θα πρέπει να είναι η αντίδραση της Ελλάδας;’’. Καταρχάς, η αντίδραση της χώρας σχετίζεται αφενός με τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων και τη διάδραση των γεωπολιτικών συμφερόντων που εκφράζονται από τους ‘‘διεθνείς παίκτες’’ στην περιοχή και αφετέρου με τα ‘‘σημεία αναφοράς’’ του διεθνούς δικαίου, τα οποία μπορεί να επικαλεστεί η Ελλάδα.
Μια προφανής πρώτη σκέψη στα ανωτέρω είναι ότι η Ελλάδα, ως χώρα του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, θα μπορούσε prima facie να επικαλεστεί τις νομικές ρήτρες αλληλοϋποστήριξης στο επίπεδο της εθνικής και συμμαχικής άμυνας, που οι καταστατικές Συνθήκες των δύο άνω Οργανισμών (ΝΑΤΟ και ΕΕ) εμπεριέχουν.
Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Καταστατικού του ΝΑΤΟ, όταν ένας μέλος της συμμαχίας δέχεται ‘‘ένοπλη επίθεση’’ στην Ευρώπη ή στην Β. Αμερική, η επίθεση αυτή θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα κατά όλων των μελών του Οργανισμού και συνεπώς, στο πλαίσιο είτε της εθνικής είτε της συλλογικής άμυνας, η συμμαχία οφείλει, σύμφωνα και με το αρ. 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, να παρέξει στρατιωτική βοήθεια στο αμυνόμενο κράτος-μέλος. Μάλιστα, στο άρθρο 6 του άνω Καταστατικού η Μεσόγειος Θάλασσα προσδιορίζεται σαφώς ως περιοχή, όπου μπορεί να ασκηθεί νόμιμη, πολεμική άμυνα έναντι οποιασδήποτε ‘‘ένοπλης επίθεσης’’.
Σε επίπεδο ΕΕ, με βάση το άρθρο 42§7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), άρθρο που είναι βασικός πυλώνας της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΑΑ), σε περίπτωση κατά την οποία κράτος-μέλος (κ-μ) δεχθεί ‘‘ένοπλη επίθεση’’, τα άλλα κ-μ οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, ενόψει εφαρμογής και της άνω διάταξης του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ.
Ωστόσο, οι παραπάνω πολύ σημαντικές διατάξεις συμμαχικής αλληλεγγύης και στρατιωτικής αρωγής, στο πλαίσιο των τρεχουσών εξελίξεων, παρουσιάζουν εμφανή ‘‘αιρεσιμότητα’’ ή και ‘‘περιπλοκότητα’’ ως προς την εφαρμογή τους. Κατά πρώτον, διότι όσον αφορά το άρθρο 5 του Καταστατικού του ΝΑΤΟ, είναι δεδομένα μέλος του ΝΑΤΟ και η Τουρκία, οπότε μια πιθανή πολεμική σύρραξη, στο πλαίσιο εφαρμογής του συγκεκριμένου άρθρου, των λοιπών συμμαχικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ με μέλος του ΝΑΤΟ θα ήταν ‘‘νομικά αμφιλεγόμενη’’ και ‘‘άκρως προβληματική’’. Κατά δεύτερο δε λόγο, και δη μείζονα λόγο, η οποιαδήποτε επέμβαση χωρών του ΝΑΤΟ ή της ΕΕ υπέρ της Ελλάδας, υπό το άνω εξεταζόμενο υπόβαθρο, θα προϋπέθετε ‘‘διενεργούμενη’’, ‘‘άμεση’’ και ‘‘παρούσα’’ ‘‘ένοπλη επίθεση’’ της Τουρκίας.
Στην υπόθεση-σταθμό, όμως, ΗΠΑ κατά Νικαράγουας, πριν 35 περίπου χρόνια, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ICJ) θεώρησε ότι ένοπλη επίθεση νοείται όταν οι ένοπλες δυνάμεις ενός κράτους, περνώντας τα σύνορα, επιχειρούν εχθροπραξίες κατά του αντίπαλου κράτους. Συνεπώς, μια ένοπλη επίθεση, κατά το αρ. 51 του Καταστατικού του ΟΗΕ, πρέπει, εκφράζοντας την πολεμική πρόθεση (animus belligerendi) του επιτιθέμενου και όχι απλά την επιθετική του προδιάθεση (animus aggressionis), να είναι μια μεγάλης κλίμακας και επαρκούς βαρύτητας πολεμική επιχείρηση κατά του αμυνόμενου κράτους και δη πολεμική επιχείρηση επιφέρουσα ένα ουσιώδες (βλαπτικό για την εθνική κυριαρχία του υφιστάμενου την επίθεση κράτους) αποτέλεσμα (Thus, an armed attack under Article 51 requires “a relatively large scale, […] a sufficient gravity, and […] a substantial effect.” According to the ICJ, for example, “mere frontier incidents” do not have the necessary gravity to be considered as armed attacks. (Nicaragua v. US) (Merits) 1986).
Αμέσως, γίνεται άμεσα κατανοητό ότι ακόμη και αν παραβιάσει τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας το τουρκικό, σεισμογραφικό, ερευνητικό σκάφος ‘‘Οruc Reis’’, το γεγονός αυτό δεν συνιστά ‘‘ένοπλη επίθεση’’ κατά τους ορισμούς του Διεθνούς Δικαίου. Για να υπάρξει κάτι τέτοιο, θα πρέπει τα συνοδεύοντα το ‘‘Οruc Reis’’ τουρκικά πολεμικά σκάφη να ρίξουν το… ‘‘πρώτο βόλι’’ στα ελληνικά, που θα βρίσκονται όμως εντός (μη ακόμη οριοθετηθείσας) θαλάσσιας ζώνης (υφαλοκρηπίδας), στην οποία η Ελλάδα έχει κυριαρχικά δικαιώματα και δεν ασκεί εθνική (εδαφική) κυριαρχία.
Είναι, παρά ταύτα, εύλογη η στρατηγική επιλογή της Ελλάδας να ‘‘εμπλέξει’’ κατά κάποιο τρόπο τον διεθνή παράγοντα στην υπόθεση και να μην αποπειραθεί να αναγάγει τη διαφορά απλά και μόνο στο επίπεδο των διμερών σχέσεων των δύο χωρών (Ελλάδας-Τουρκίας). Οι ευθύνες και του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, εν προκειμένω, είναι και πραγματικές και πολιτικά βαρύνουσες, αλλά και ιστορικών διαστάσεων.
Πέραν τούτων, κατά την αντίληψη μου, αυτή η ‘‘εμπλοκή’’ του διεθνούς παράγοντα ενέχει δύο διαστάσεις διπλωματικής συνεννόησης και συμμαχικής συμπόρευσης και αλληλενέργειας:
Κατά πρώτο λόγο, στο επίπεδο της ανάμιξης των Μεγάλων Δυνάμεων του Πλανήτη, όπως οι Τούρκοι ‘‘αλληλεπιδρούν’’ και με τους Αμερικάνους, αλλά και με τους Ρώσους, η Ελλάδα (θα) πρέπει να κινηθεί άμεσα και ταχύτατα (αν διπλωματικώς και παρασκηνιακώς δεν το έχει πράξει ήδη) προκειμένου να επιτύχει τη λεγόμενη ‘‘ενεργό παρουσία’’, ίσως και ‘‘δράση’’, είτε των ΗΠΑ, είτε της Ρωσίας στην περιοχή.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να επικαλεστεί ενώπιον των Αμερικανών τον Νόμο για τον αγωγό Eastmed (Βill S 1102 ‘‘Security and energy partnerships in the Eastern Mediterranean’’). O Νόμος προβλέπει ότι οι ΗΠΑ, η Ελλάδα, η Κύπρος και το Ισραήλ θα αντιπαρατεθούν άμεσα και πρακτικά σε κάθε ενέργεια στην Ανατ. Μεσόγειο που αποσταθεροποιεί την περιοχή, που σημαίνει παραβίαση του διεθνούς δικαίου και που υποβαθμίζει τις σχέσεις καλής γειτονίας, αλλά και ότι θα αμυνθούν κατά οποιωνδήποτε κακόβουλων πρωτοβουλιών στην Ανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα, θα πρέπει να ζητηθεί μετ’ επιτάσεως να επιβληθούν στην Τουρκία οι κυρώσεις που ο άνω Νόμος προβλέπει για την αγορά των πυραύλων S-400 από τη Ρωσία (Turkish government officials have expressed an intent to purchase the S–400 system from the Russian Federation, which is subject to mandatory sanctions under the Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act (Public Law 115–44).)
Αν, ωστόσο, οι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ και ‘‘στρατηγικοί εταίροι’’ Αμερικάνοι αδρανούν ή ‘‘αλληθωρίζουν’’ προς την ‘‘άλλη πλευρά’’, η άμεση ελληνο-ρωσική συνεργασία στο ζήτημα όχι μόνο δεν πρέπει να αποκλειστεί, αλλά, αντιθέτως, να επισπευτεί, ειδικά τώρα που στο ‘‘λιβυκό μέτωπο’’ Ρωσία και Τουρκία είναι ‘‘αντιμαχόμενα στρατόπεδα’’. Και προς τούτο, υφίσταται νομική και πραγματική βάση. Με τη συμφωνία φιλίας και συνεργασίας που υπογράψαμε με τους Ρώσους το 1993, ρωσικά πλοία έχουν δικαίωμα να ελλιμενίζονται στη χώρα (απ’ όπου μπορούν να ξεκινήσουν πλου προς σημεία της ελληνικής υφαλοκρηπίδας), ενώ είναι σε ισχύ, κανονικά, η από το 2013 συμφωνία αμυντικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών.
Κατά δεύτερο λόγο, στο επίπεδο της κινητοποίησης των φίλιων δυνάμεων στην Ευρώπη, η Γαλλία, ως η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της ΕΕ, δείχνει να είναι ‘‘ανοικτά’’ υπέρ των ελληνικών ‘‘δικαίων’’ και ‘‘συμφερόντων’’, κάτι το οποίο πρέπει ανυπερθέτως να αξιοποιήσουμε. Η πλεύση, συνεπώς, γαλλικών πολεμικών πλοίων στην Ανατ. Μεσόγειο είναι ένα ενδεχόμενο, που γεωπολιτικά και επιχειρησιακά μπορεί να λειτουργήσει ως ‘‘αποτρεπτική ασπίδα’’ έναντι μιας πιθανολογούμενης ελληνο-τουρκικής στρατιωτικής εμπλοκής.
Αύριο (24/7) το ‘‘Oruc Reis’’ λέγεται ότι θα ξεκινήσει από την Αττάλεια για την δεσμευθείσα από την άνω NAVTEX θαλάσσια περιοχή, νοτιανατολικά του Καστελόριζου. Αύριο, λοιπόν, θα αγγίξουν το αποκορύφωμα τους και τα δύο μεγαλύτερα διακυβεύματα της τρέχουσας εθνικής πορείας: Η εθνική ομόνοια, ομοψυχία και ο συσπειρωτικός, γνήσιος πατριωτισμός παράλληλα με το δικό μας ‘‘τσεκάρισμα’’ (μετά απ’ αυτό των Τούρκων σ’ εμάς) των δικών μας, στα χαρτιά και στην πράξη, συμμάχων. Τα δύο αυτά διακυβεύματα είναι πλέον τα άκρως καθοριστικά….
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ