Η “Αραβική Άνοιξη” αποτέλεσε ένα κύμα εξεγέρσεων που σάρωσε τον αραβικό κόσμο από το 2010 και μετά, οδηγώντας στην πτώση καθεστώτων, την αποσταθεροποίηση κρατών και την άνοδο ένοπλων συγκρούσεων. Οι εξεγέρσεις αυτές, που ξεκίνησαν ως δημοκρατικά κινήματα, γρήγορα εξελίχθηκαν σε αιματηρές συγκρούσεις, επηρεάζοντας χώρες όπως η Τυνησία, η Αίγυπτος, η Λιβύη, η Συρία και η Υεμένη. Ένα από τα κύρια ερωτήματα που έχουν τεθεί είναι κατά πόσο η κυβέρνηση του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, συνέβαλε άμεσα ή έμμεσα στο ξέσπασμα και στην εξέλιξη αυτών των γεγονότων. Η πολιτική Ομπάμα στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στην υποστήριξη της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ παράλληλα προώθησε αλλαγές καθεστώτων μέσω διπλωματικών πιέσεων και στρατιωτικών επεμβάσεων. Ιδιαίτερα στη Λιβύη, η στρατιωτική επέμβαση υπό την ηγεσία του ΝΑΤΟ, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση του καθεστώτος Καντάφι και τη δημιουργία ενός ασταθούς πολιτικού τοπίου που λειτούργησε ως κεντρικό σημείο διακίνησης μεταναστών προς την Ευρώπη. Επιπλέον, ο συριακός εμφύλιος πόλεμος, στον οποίο οι ΗΠΑ υιοθέτησαν μια αμφίθυμη πολιτική στήριξης αντικαθεστωτικών δυνάμεων χωρίς άμεση στρατιωτική εμπλοκή, συνέβαλε στην άνοδο του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) και στην εκτόπιση εκατομμυρίων ανθρώπων, δημιουργώντας μία από τις μεγαλύτερες μεταναστευτικές κρίσεις στη σύγχρονη ιστορία. Οι πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης Ομπάμα επηρέασαν σημαντικά την αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη και να ενταθεί η γεωπολιτική κρίση στην περιοχή.
Η στάση των ΗΠΑ και η προώθηση της Δημοκρατίας
Η εξωτερική πολιτική του Μπαράκ Ομπάμα βασίστηκε στην υποστήριξη φιλελεύθερων και δημοκρατικών αξιών, με έμφαση στη διπλωματία, τη συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς και τη μείωση της άμεσης στρατιωτικής παρέμβασης, ιδίως σε συγκρίση με την προηγούμενη κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους. Παρόλα αυτά, η στρατηγική της κυβέρνησής του κατηγορήθηκε ότι υποκίνησε λαϊκές εξεγέρσεις και αποσταθεροποίησε κυβερνήσεις μέσω της στήριξης αντικαθεστωτικών κινημάτων, είτε με πολιτικά μέσα είτε μέσω της επιρροής των κοινωνικών δικτύων και μη κυβερνητικών οργανισμών (ΜΚΟ).
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Αραβική Άνοιξη (2010-2012), κατά την οποία η Ουάσινγκτον στήριξε φιλοδημοκρατικά κινήματα στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, ενισχύοντας μέσω διπλωματικών και τεχνολογικών μέσων αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στην Τυνησία, την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Στην περίπτωση της Λιβύης, η κυβέρνηση Ομπάμα υποστήριξε στρατιωτικά την ανατροπή του Μουαμάρ Καντάφι μέσω αεροπορικών βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ, γεγονός που οδήγησε στη διάλυση της χώρας σε φατρίες και εμφύλιες συγκρούσεις.
Αντίστοιχα, στην Ουκρανία, η στήριξη των φιλοδυτικών διαδηλώσεων στην πλατεία Μαϊντάν το 2013-2014 από αμερικανικές διπλωματικές αποστολές και ΜΚΟ θεωρήθηκε από τη Ρωσία ως άμεση παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας, συμβάλλοντας στην ανατροπή της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς και την κλιμάκωση της γεωπολιτικής έντασης μεταξύ Ρωσίας και Δύσης.
Ακόμη, στη Συρία, παρότι ο Ομπάμα αρχικά απέφυγε να εμπλακεί άμεσα στον εμφύλιο πόλεμο, η υποστήριξη που παρείχε σε αντικαθεστωτικές δυνάμεις μέσω προγραμμάτων της CIA, όπως η επιχείρηση “Timber Sycamore”, ενίσχυσε την αστάθεια στη χώρα, ενώ η απόφαση του να μην προχωρήσει σε στρατιωτικά αντίποινα μετά τη χρήση χημικών όπλων από το καθεστώς Άσαντ το 2013 θεωρήθηκε ένδειξη αδυναμίας από πολλούς αναλυτές.
Γενικότερα, η πολιτική του Ομπάμα συνδύασε τη ρητορική υπέρ της δημοκρατίας με επιλεκτικές παρεμβάσεις, οι οποίες άλλοτε ενίσχυαν τη σταθερότητα και άλλοτε προκαλούσαν χάος, ανάλογα με τις γεωπολιτικές συνθήκες και τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Η πολιτική της κυβέρνησης Ομπάμα στη Συρία χαρακτηρίστηκε από δισταγμό και έλλειψη συνοχής, γεγονός που επηρέασε δραματικά την εξέλιξη του εμφυλίου πολέμου και συνέβαλε στην άνοδο του Ισλαμικού Κράτους (ISIS). Αν και η Ουάσινγκτον υποστήριξε τη μετριοπαθή αντιπολίτευση εναντίον του Μπασάρ αλ-Άσαντ μέσω οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας, η απουσία άμεσης στρατιωτικής επέμβασης και η υπαναχώρηση μετά τη χρήση χημικών όπλων από το καθεστώς Άσαντ το 2013 έδωσαν την εντύπωση αδυναμίας και έλλειψης αποφασιστικότητας από τις ΗΠΑ.
Η αποτυχημένη πολιτική του Μπαράκ Ομπάμα στη Λιβύη και οι καταστροφικές της επιπτώσεις
Η στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη το 2011, υπό την ηγεσία του ΝΑΤΟ και με καθοριστική στήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες του Μπαράκ Ομπάμα, είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή του καθεστώτος του Μουαμάρ Καντάφι. Ωστόσο, η απουσία σαφούς στρατηγικής για τη σταθεροποίηση της χώρας μετά την πτώση του Καντάφι άφησε πίσω της ένα κενό εξουσίας, οδηγώντας τη Λιβύη σε κατάσταση απόλυτου χάους.
Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση Ομπάμα παρουσίασε την επέμβαση ως μια “ανθρωπιστική” επιχείρηση, οι συνέπειες απέδειξαν το αντίθετο. Ο ίδιος ο Ομπάμα αργότερα αναγνώρισε ότι η Λιβύη ήταν το “χειρότερο λάθος” της προεδρίας του, καθώς οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δεν φρόντισαν να διασφαλίσουν μια σταθερή πολιτική μετάβαση. Αντίθετα, η χώρα κατακερματίστηκε σε αντιμαχόμενες παραστρατιωτικές ομάδες, με ισλαμιστικές οργανώσεις όπως το Ισλαμικό Κράτος (ISIS) και η Αλ Κάιντα στο Ισλαμικό Μάγρεμπ (AQIM) να εκμεταλλεύονται το χάος.
Ο δεύτερος εμφύλιος και η κατάρρευση της Λιβύης
Το 2014, η Λιβύη βυθίστηκε σε έναν ακόμη εμφύλιο πόλεμο, καθώς δύο αντίπαλες κυβερνήσεις διεκδίκησαν την εξουσία. Από τη μία πλευρά, η Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (GNA) της Τρίπολης είχε την υποστήριξη του ΟΗΕ, της Τουρκίας και του Κατάρ, ενώ από την άλλη, ο στρατηγός Χαλίφα Χάφταρ και ο Λιβυκός Εθνικός Στρατός (LNA) υποστηρίζονταν από την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Η απουσία ισχυρής κεντρικής κυβέρνησης μετέτρεψε τη Λιβύη σε πεδίο αντιπαράθεσης διεθνών δυνάμεων και σε κέντρο εγκληματικών δικτύων που διακινούσαν όπλα, ναρκωτικά και ανθρώπους.
Η επιδείνωση της μεταναστευτικής κρίσης
Η διάλυση του λιβυκού κράτους δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για τη ραγδαία αύξηση των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη. Με τη Λιβύη να μην διαθέτει πλέον λειτουργικές κρατικές αρχές ή ακτοφυλακή, λαθρέμποροι και διακινητές ανθρώπων εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση, καθιστώντας τη χώρα τον βασικό κόμβο διέλευσης μεταναστών από την Αφρική προς την Ιταλία και την Ελλάδα.
- Το 2015, περισσότεροι από 150.000 μετανάστες διέσχισαν τη Μεσόγειο από τη Λιβύη προς την Ευρώπη.
- Η τραγωδία της 18ης Απριλίου 2015, όταν περίπου 800 άνθρωποι πνίγηκαν στη Μεσόγειο προσπαθώντας να φτάσουν στην Ιταλία, αποτέλεσε μία από τις χειρότερες καταγεγραμμένες ναυτικές τραγωδίες της μεταναστευτικής κρίσης.
- Η Ζαουίγια και η Σύρτη μετατράπηκαν σε κέντρα διακίνησης ανθρώπων, όπου πρόσφυγες και μετανάστες συχνά πέφτουν θύματα βασανιστηρίων, βιασμών και καταναγκαστικής εργασίας σε πρόχειρα κέντρα κράτησης, ελεγχόμενα από ένοπλες ομάδες.
Η αναποτελεσματική πολιτική της Δύσης
Το 2017, σε μια προσπάθεια να ελέγξει τη μεταναστευτική ροή, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) υπέγραψε συμφωνία με τη λιβυκή ακτοφυλακή για την επαναπροώθηση μεταναστών πίσω στη Λιβύη. Ωστόσο, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατήγγειλαν ότι πολλοί από αυτούς τους μετανάστες κρατούνταν σε απάνθρωπες συνθήκες, υφιστάμενοι συστηματική κακοποίηση. Η προσέγγιση αυτή απέδειξε πως η αρχική στρατηγική της κυβέρνησης Ομπάμα και του ΝΑΤΟ στη Λιβύη όχι μόνο απέτυχε, αλλά οδήγησε σε μια μακροχρόνια κρίση με ευρύτερες διεθνείς επιπτώσεις.
Συμπέρασμα
Η επέμβαση στη Λιβύη, υπό την ηγεσία της κυβέρνησης Ομπάμα, αποτελεί ένα από τα πιο αποτυχημένα παραδείγματα στρατιωτικής παρέμβασης στη σύγχρονη ιστορία. Παρότι ο αρχικός στόχος ήταν η απομάκρυνση ενός αυταρχικού ηγέτη, η πλήρης έλλειψη στρατηγικού σχεδίου για τη “μετά-Καντάφι” εποχή άφησε τη Λιβύη σε χάος. Η πολιτική Ομπάμα όχι μόνο δεν επέφερε σταθερότητα, αλλά οδήγησε σε μια παρατεταμένη εμφύλια σύγκρουση, την άνοδο του ISIS στη Βόρεια Αφρική, και την κλιμάκωση μιας άνευ προηγουμένου μεταναστευτικής κρίσης που συνεχίζει να επηρεάζει την Ευρώπη.
“Η αποτυχημένη πολιτική του Ομπάμα στη Συρία: Δισταγμός, χάος και η άνοδος του ISIS”
Η πολιτική της κυβέρνησης Ομπάμα στη Συρία χαρακτηρίστηκε από δισταγμό και έλλειψη συνοχής, γεγονός που επηρέασε δραματικά την εξέλιξη του εμφυλίου πολέμου και συνέβαλε στην άνοδο του Ισλαμικού Κράτους (ISIS). Αν και η Ουάσινγκτον υποστήριξε τη μετριοπαθή αντιπολίτευση εναντίον του Μπασάρ αλ-Άσαντ μέσω οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας, η απουσία άμεσης στρατιωτικής επέμβασης και η υπαναχώρηση μετά τη χρήση χημικών όπλων από το καθεστώς Άσαντ το 2013 έδωσαν την εντύπωση αδυναμίας και έλλειψης αποφασιστικότητας από τις ΗΠΑ.
Η κρίσιμη απόφαση του 2013 και το κενό ισχύος
Τον Αύγουστο του 2013, μια επίθεση με χημικά όπλα στην Ανατολική Γούτα, που αποδόθηκε στις δυνάμεις του Άσαντ, προκάλεσε διεθνή κατακραυγή. Ο Ομπάμα είχε προηγουμένως δηλώσει ότι η χρήση χημικών όπλων αποτελούσε “κόκκινη γραμμή” που θα προκαλούσε αμερικανική στρατιωτική αντίδραση. Ωστόσο, αντί να προχωρήσει σε στρατιωτική δράση, η κυβέρνηση Ομπάμα αποδέχθηκε μια διπλωματική λύση που διαμεσολάβησε η Ρωσία, με αποτέλεσμα την καταστροφή του χημικού οπλοστασίου του Άσαντ. Αυτή η απόφαση θεωρήθηκε από πολλούς ως υποχώρηση, ενίσχυσε τη θέση του καθεστώτος και άφησε κενό ισχύος που εκμεταλλεύτηκαν τόσο οι τζιχαντιστικές οργανώσεις όσο και περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Τουρκία, το Ιράν και η Ρωσία.
Η άνοδος του ISIS και η προέλασή του
Η αποσταθεροποίηση της Συρίας, σε συνδυασμό με το χάος στο Ιράκ μετά την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων το 2011, δημιούργησε το έδαφος για την εξάπλωση του Ισλαμικού Κράτους. Το 2014, το ISIS κατέλαβε τη Μοσούλη στο Ιράκ και τη Ράκκα στη Συρία, αυτοανακηρύσσοντας το “Χαλιφάτο” του. Η κατάρρευση της ιρακινής και συριακής κρατικής εξουσίας στις περιοχές αυτές επέτρεψε στο ISIS να εφαρμόσει μια βίαιη μορφή διακυβέρνησης, διαπράττοντας σφαγές, γενοκτονίες (όπως κατά της μειονότητας των Γεζίντι) και καταστροφή πολιτιστικής κληρονομιάς.
Η επιβράδυνση της αμερικανικής αντίδρασης
Η κυβέρνηση Ομπάμα ξεκίνησε στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του ISIS το 2014, αφού η οργάνωση είχε ήδη εδραιώσει την παρουσία της και είχε προχωρήσει σε μαζικές θηριωδίες, όπως ο αποκεφαλισμός Αμερικανών και Ευρωπαίων ομήρων. Η επέμβαση περιλάμβανε αεροπορικές επιθέσεις και συνεργασία με τοπικές δυνάμεις, κυρίως τους Κούρδους της Συρίας (YPG), που αποτέλεσαν βασικούς συμμάχους των ΗΠΑ στο έδαφος. Ωστόσο, η καθυστερημένη αντίδραση δεν απέτρεψε την εξάπλωση του ISIS και την επιδείνωση της ανθρωπιστικής κρίσης.
Η μεταναστευτική κρίση
Η προέλαση του ISIS και οι μαζικές συγκρούσεις οδήγησαν σε εκτοπισμό εκατομμυρίων ανθρώπων. Σύμφωνα με στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, έως το 2016, περισσότεροι από 5 εκατομμύρια Σύροι πρόσφυγες είχαν διαφύγει σε γειτονικές χώρες (Τουρκία, Λίβανο, Ιορδανία) και εκατοντάδες χιλιάδες επιχείρησαν να φτάσουν στην Ευρώπη μέσω της Ελλάδας και της Ιταλίας.
Χαρακτηριστικά γεγονότα της κρίσης:
- 2015: Η κορύφωση της προσφυγικής κρίσης στην Ευρώπη, με εκατοντάδες χιλιάδες Σύρους να περνούν μέσω Τουρκίας στην Ελλάδα και από εκεί στη Βόρεια Ευρώπη.
- Η τραγωδία του Αϊλάν Κούρντι, του μικρού Σύρου αγοριού που βρέθηκε πνιγμένο σε παραλία της Τουρκίας τον Σεπτέμβριο του 2015, συγκλόνισε τη διεθνή κοινότητα.
- Οι επιθέσεις του ISIS στην Ευρώπη (Παρίσι 2015, Βρυξέλλες 2016, Βερολίνο 2016) αύξησαν τους φόβους περί τρομοκρατών που εκμεταλλεύονται τις προσφυγικές ροές.
Συμπέρασμα
Η πολιτική του Μπαράκ Ομπάμα στη Μέση Ανατολή και η στάση του απέναντι στην Αραβική Άνοιξη χαρακτηρίστηκαν από ιδεαλιστικές προσδοκίες που όμως δεν συνοδεύτηκαν από σαφή στρατηγικό σχεδιασμό, οδηγώντας σε εκτεταμένη αποσταθεροποίηση. Η στήριξη των ΗΠΑ σε αντικαθεστωτικά κινήματα, είτε μέσω πολιτικής και διπλωματικής πίεσης είτε μέσω ενίσχυσης αντικαθεστωτικών δυνάμεων, συνέβαλε στην κατάρρευση κυβερνήσεων χωρίς να εξασφαλίσει μια βιώσιμη εναλλακτική. Η στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη το 2011, αν και παρουσιάστηκε ως ανθρωπιστική επιχείρηση, κατέληξε στη διάλυση του κράτους και στη μετατροπή της χώρας σε πεδίο συγκρούσεων μεταξύ ένοπλων ομάδων, με άμεσο αντίκτυπο στις μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη. Παράλληλα, η αδυναμία να υπάρξει αποφασιστική στάση στη Συρία, ιδίως μετά την υπαναχώρηση από τη “κόκκινη γραμμή” σχετικά με τη χρήση χημικών όπλων, αποδυνάμωσε την αξιοπιστία των ΗΠΑ, αφήνοντας κενό ισχύος που εκμεταλλεύτηκαν τόσο το καθεστώς Άσαντ όσο και εξτρεμιστικές οργανώσεις όπως το ISIS. Η καθυστερημένη αντίδραση των ΗΠΑ στην εξάπλωση του ISIS, σε συνδυασμό με την πλήρη απόσυρση από το Ιράκ το 2011, επέτρεψε στην τρομοκρατική οργάνωση να εδραιώσει την παρουσία της, προκαλώντας μια άνευ προηγουμένου ανθρωπιστική κρίση και ένα μαζικό προσφυγικό κύμα που άλλαξε τη δημογραφία και την πολιτική ισορροπία στη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη. Συνολικά, η πολιτική Ομπάμα, αν και αποσκοπούσε στη μείωση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας και στην προώθηση της δημοκρατίας, οδήγησε στην αποσταθεροποίηση κρίσιμων περιοχών, στην ενίσχυση αυταρχικών και εξτρεμιστικών δυνάμεων και σε γεωπολιτικές ανακατατάξεις που εξακολουθούν να επηρεάζουν τον κόσμο μέχρι σήμερα.