Από τις 9 έως τις 17 Νοεμβρίου φιλοξενείται στην αστική σχολή Κατερίνης η έκθεση του ζωγράφου της πόλης μας Αθανασίου Σταθακόπουλου, μιας μορφής που σημάδεψε και σημαδεύει τα εικαστικά δρώμενα του τόπου μας. Ο Αθανάσιος Σταθακόπουλος είναι ο ζωγράφος της πόλης μας εδώ και 65χρόνια.
Δεν είναι τυχαίο ότι η παρούσα έκθεσή του επιλέγεται να αποτελέσει μέρος των φετινών Αικατερινείων και του προγράμματος των «Ανθρώπων του τόπου μας», επιλογή του δήμου Κατερίνης που αντανακλά τη βαθιά σχέση του Αθανάσιου Σταθακόπουλου με την πόλη του. Πρόκειται για μια σχέση διάδρασης: ο ζωγράφος εμπνέεται από τον τόπο μας και ταυτόχρονα αποτελεί διαχρονικά μέρος της πολιτιστικής του κληρονομιάς. Ο ίδιος άλλωστε δηλώνει «τοπικιστής».
Η Κατερίνη αποτελεί μία από τις βασικές θεματικές της έκθεσης. Όταν ο επισκέπτης της έκθεσης μπει στο χώρο που την φιλοξενεί ξεχωρίζει σε κεντρική θέση πάνω σε καβαλέτο έναν πίνακα που απεικονίζει το αρχοντικό του Τσαλόπουλου πριν την ανακαίνισή του και στο προσκήνιο τη μορφή ενός ζωγράφου γυρισμένου πλάτη να το αποτυπώνει σε έναν πίνακα. «Αυτός είμαι εγώ», εξηγεί ο ζωγράφος, που δε διστάζει να μας βάλει στο εργαστήρι του και να επισημάνει την αυτοαναφορικότητα του έργου του. Αυτό-αναφέρεται ως ζωγράφος ενός κτηρίου-συμβόλου της πόλης μας και συνεκδοχικά ως ο ζωγράφος της πόλης μας, αφού σε αυτόν τον πίνακα έβαλε τον εαυτό του, ήδη από το 1990. «Τα σημεία της πόλης μου μιλούν όταν περνάω». Σε άλλο πίνακα βλέπουμε τους κουλουρτζήδες στην οδό Κύπρου με φόντο μπαλκόνια κλασικής αρχιτεκτονικής, οδοκαθαριστές με τις χαρακτηριστικές στολές τους που συνταιριάζουν τη νατουραλιστική απεικόνιση με την ζωγραφική Κατερίνη του Σταθακόπουλου, το άγαλμα της Νίκης να στέκει ακίνητο πίσω από βιαστικούς περαστικούς. Οι φιγούρες συνήθως γυρισμένες με πλάτη ή με αδρά χαρακτηριστικά για να τονιστεί το οικείο ντόπιο σκηνικό.
Καθώς η έκθεση χαρακτηρίζεται αναδρομική περιλαμβάνει και χαρακτηριστικούς πίνακες παλαιότερων εκθέσεων όπως τα κορίτσια με τις ομπρέλες και τα παιδιά με τα ρόδια. Ο Σταθακόπουλος προτιμά πάντα να συνδέει πίνακες με διαφορετικές μορφές, χρώματα και παρασκήνια με την προσθήκη ενός ορισμένου μοτίβου. Για παράδειγμα το ρόδι, φωτίζεται στα χρώματα και στις λεπτομέρειές του ως σύμβολο καλοτυχίας σε τελείως διαφορετικά περιβάλλοντα: τα ρόδια στην αγκαλιά παιδιών, τα ρόδια δίπλα σε παιδιά, ρόδια και θάλασσα, ρόδια και ηλιοβασίλεμα, ρόδια και αντικείμενα του παρελθόντος.
Τέτοια αντικείμενα του παρελθόντος, που συνήθως συναντούμε σε λαογραφικά μουσεία, όπως σίδερο με κάρβουνα, μια παλιά φωτογραφική μηχανή ή εκείνη την ξύλινη καρέκλα στην οποία καθόμασταν στην τραπεζαρία της γιαγιάς, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα νοσταλγίας στον επισκέπτη της έκθεσης. Δεσπόζοντα ρόλο ανάμεσα σε αυτά παίζουν οι πόρτες αρχοντικών σπιτιών, είτε μόνες είτε με έμφαση στα ρόπτρα τους. Ο ζωγράφος θα αναφωνήσει όταν τον ρωτάμε «γιατί πόρτες;»: «Ποιος ξέρει πόσοι πέρασαν από αυτή την πόρτα, δήμαρχοι, γιατροί, δάσκαλοι, πρόεδροι, σπουδαίοι και ασήμαντοι…», η πόρτα ως μάρτυρας της κοινωνικής ιστορίας των ανθρώπων. Αυτά είναι και τα πιο πρόσφατα από τα έργα του.
Κάθε φορά όμως που επισκεπτόμαστε μια έκθεση του Σταθακόπουλου καταλαβαίνουμε ότι στο επίκεντρο του καλλιτεχνικού του ενδιαφέροντος βρίσκονται τα ανθρώπινα πρόσωπα είτε ολόσωμα είτε σε πορτρέτο, και κυρίως οι προσωπογραφίες παιδιών και νεαρών κοριτσιών. Δεν χαμογελούν ποτέ, αλλά σε κοιτούν στα μάτια ή είναι αφοσιωμένα σε κάτι ονειρικό: ρίχνουν μια χάρτινη βάρκα στη θάλασσα, παίζουν κιθάρα, σκέφτονται. Οι φυσιογνωμίες του Σταθακόπουλου αν και ρεαλιστικές, κρύβουν πάντα ένα μυστήριο που προκύπτει από τον τρόπο που παίζει με τα χρώματα και τους φωτισμούς και με τον τρόπο που τις συνοδεύει με ένα αντικείμενο σε ένα τοπίο που ηθελημένα σβήνει.
Ο πίνακας, ωστόσο, που μαγνητίζει τον επισκέπτη στη συγκεκριμένη έκθεση είναι πάλι ένα κορίτσι, αλλά αυτή τη φορά μια φυσιογνωμία λιγότερο ρεαλιστική και περισσότερο μυστικιστική. Ένα κορίτσι που ξεπροβάλλει από τη μέση και πάνω, ούτε ντυμένο ούτε γυμνό, με γυρισμένο το πρόσωπο μισό προς τα εμπρός, ημιπροφίλ, με το ένα μάτι να κοιτάει αυτόν που την κοιτάει και το άλλο να χάνεται στο άπειρο του γκριζομαύρου φόντου. Ένα κορίτσι που δεν έχει χρώματα ρεαλιστικά -μαύρο, γκρι, μπορντώ είναι η κυρίαρχη παλέτα- και μοιάζει να διαμαρτύρεται βουβά, σα να έχει υποφέρει, σα να ακόμη υποφέρει, αλλά αγέρωχα υπομένει. Ένας πίνακας που θα μπορούσε να έχει θέση ακόμη και σε σύγχρονα μουσεία τέχνης.
Αγάπη Στεφανίδου
Δρ. Κλασικής Φιλολογίας
The Ohio State University