BERLIN-ALERT – Γράφει ο Ιωάννης Χατζημπεάκης

Απόψεις

«Σκέφτομαι τα αισθήματα που έχω αναπτύξει για την πρώην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας.[…]Για να περιγράψω αυτά τα αισθήματα , πρέπει να φτιάξω μια λέξη με Λέγκο: τρόμο-ειδύλλιο. Τα αισθήματα μου είναι βουβά, αλλά δε θέλω να απαλλαγώ από αυτά. Το ειδύλλιο προέρχεται από το όνειρο για ένα καλύτερο κόσμο που θέλησαν να οικοδομήσουν οι Γερμανοί κομμουνιστές από τις στάχτες του ναζιστικού παρελθόντος τους: από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στο καθένα με τις ανάγκες του. Ο τρόμος προέρχεται από ό,τι έκαναν εν ονόματί του. Η Ανατολική Γερμανία εξαφανίστηκε, αλλά τα απομεινάρια της είναι ακόμη εδώ.»

                                                                                            Anna Funder       

Stasiland: Ιστορίες πίσω από το τείχος του  Βερολίνου. 

Πρόλογος

Μια χώρα που δεν υπάρχει πια. Ένα σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής  βρίσκεται πλέον στις καλένδες της ιστοριογραφίας. Το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα ενός συστήματος, πειράματος για άλλους, που κατέρρευσε σχεδόν μέσα σε μία νύχτα αφού είχε προ πολλού διολισθήσει σε μία σκληρή δικτατορία με συμπαγή ολοκληρωτικό χαρακτήρα. Το κράτος-σημαία του περίφημου Σιδηρούν Παραπετάσματος, η Γερμανία της Στάζι, της περίφημης μυστικής αστυνομίας της, με τον τεράστιο εσωτερικό σκιώδη στρατό που γνώριζε τα πάντα και τα αρχεία της που ξεπερνούν σε αριθμό το σύνολο των κειμένων που γράφτηκαν στη Γερμανία από την εποχή του Μεσαίωνα. Η Γερμανία των Trabant των δημοφιλών μικροσκοπικών αυτοκινήτων με το σκιώδη χρώμα τους. Η χώρα με τη χωρισμένη στα δύο πρωτεύουσα από το περίφημο Τείχος . Αυτό που ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς βιβλίων και άλλους τόσους σεναριογράφους ταινιών…Η Ανατολική Γερμανία με το βάναυσο αποτύπωμα στην ιστορία της Ευρώπης, μία χώρα που κατεδίωξε τα παιδιά της και δοκίμασε ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης με διαφορετική πολιτική, οικονομική και κοινωνική προσέγγιση. Παρακάτω θα κοιτάξουμε την ιστορική διαδρομή αυτού του μοντέλου προσπαθώντας να αποφύγουμε την υπερανάλυση και την υπεραπλούστευση, κρατώντας στο μέτρο του δυνατού μία ισορροπία εφόσον δεν είμαστε  οι πλέον ειδήμονες του πεδίου αυτού. Ας ρίξουμε, λοιπόν ,μία συνοπτική ματιά στην ιστορική διαδρομή της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, μίας διαδρομής σύντομης αλλά με πολύ βαθύ ίχνος στην ιστορία γενικότερα.

Από τον αμοιβαίο φόβο στη διχοτόμηση και τον αποκλεισμό..

   Η Γερμανία η πλήρως ηττημένη χώρα στο ΒΠΠ προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου καχυποψία, όσον αφορά το μέλλον της, μεταξύ των δύο μεγάλων νικητών του πολέμου  ΕΣΣΔ και ΗΠΑ. Η πρώτη φοβόταν την επανεμφάνιση του γερμανικού μιλιταρισμού στο πλευρό της Δύσης. Η δεύτερη ανησυχούσε πως η καθημαγμένη αυτή χώρα αν δεν ανέκαμπτε οικονομικά θα επηρέαζε τη συνολική ανάκαμψη της Ευρώπης και θα έπεφτε στα χέρια των Σοβιετικών. Εξάλλου οι μνήμες της Δύσης ήταν ακόμα νωπές από το 1920 όταν ο επιφανής οικονομολόγος John Maynard Keynes σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της Συνθήκης των Βερσαλλιών δήλωνε πως χωρίς την οικονομική ανάκαμψη της Γερμανίας , η συνολική ευρωπαϊκή οικονομική ταυτότητα θα αποκτούσε καχεκτικό χαρακτήρα  με καταστροφικά πολιτικά αποτελέσματα. Η  πρόβλεψη αυτή αποδείχτηκε οδυνηρά σωστή. Στο σημείο αυτό μπορούμε να διακρίνουμε τον ενδόμυχο φόβο, υπαρξιακό θα λέγαμε, των δύο υπερδυνάμεων όσον αφορά τη σχέση τους με τη Γερμανία. Οι Σοβιετικοί απεύχονταν να δούνε μία ισχυρή Γερμανία στο πλευρό της Δύσης κάτι το οποίο απειλούσε άμεσα την ασφάλειά τους. Οι Δυτικοί από τη πλευρά τους έβλεπαν τις χώρες τους υπό άμεση απειλή εάν η γερμανική οικονομία δεν ανέκαμπτε με σκοπό να λειτουργήσει ως ανάχωμα στην ΕΣΣΔ. Ήταν τόσο ισχυρή η οικονομική δυνατότητα της Γερμανίας ώστε αν η χώρα αυτή εντάσσονταν σε ένα από τους δύο συνασπισμούς θα τον ισχυροποιούσε σε πολύ μεγάλο βαθμό και έτσι κανείς από τους δύο δεν ήθελε να ελέγξει ο άλλος τη κρίσιμη περιοχή αυτή. Το συμπέρασμα αυτό οδηγεί τελικά στην εύρεση μίας σολομώντειας λύσης η οποία περιλαμβάνει διχοτόμηση της Γερμανίας σε Ανατολική και Δυτική το 1948-49.

Ένα παράδοξο γεγονός το οποίο συνέβαλλε και διευκόλυνε το δρόμο της διχοτόμησης , ήταν η μη σύναψη ξεχωριστής συνθήκης ειρήνης μεταξύ της Γερμανίας και των Συμμάχων, μετά το 1945, όπως είχαν συνομολογηθεί  αντίστοιχες συνθήκες ειρήνης με τις ευρωπαϊκές χώρες του Άξονα. Αντ’ αυτού, για τη συνθήκη αυτή και γενικότερα για το μέλλον της Γερμανίας, συγκαλούνταν ενίοτε τα Συμβούλια Υπουργών Εξωτερικών (CMFs)  των τεσσάρων νικητών του πολέμου ( ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Βρετανίας και Γαλλίας ) οι εργασίες των οποίων σταδιακά προσέκρουαν στην ολοένα αναπτυσσόμενη αμοιβαία δυσπιστία και καχυποψία των Σοβιετικών και των δυτικών δυνάμεων.

Ο χωρισμός, τελικά, της Γερμανίας σε τέσσερις  ζώνες στρατιωτικής κατοχής  την οποία επέβαλλαν οι νικητές του πολέμου και ο υποτιθέμενος συντονισμός της πολιτικής τους μέσω του Συμμαχικού Συμβουλίου Ελέγχου διεύρυναν το χάσμα μεταξύ τους και επέτειναν τη διχοτόμηση. Ακόμα και το Βερολίνο, η παλαιά πρωτεύουσα της Γερμανίας η οποία βρισκόταν βαθιά στη σοβιετική ζώνη κατοχής, χωρίστηκε και αυτή σε τέσσερις ζώνες με τις δυτικές να αποτελούν ένα θύλακα μέσα σε περιοχή ελεγχόμενη από του Σοβιετικούς. Η γεωγραφική αυτή ιδιορρυθμία έμελλε να αποτελέσει την αφορμή για μία από τις χειρότερες κρίσεις του Ψυχρού Πολέμου. Εδώ θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και το εξής περίεργο ως προς αυτούς που ήθελαν να ταξιδέψουν από τον ανατολικό στο δυτικό τομέα, μέσω Βερολίνου, πως η διαδρομή  αυτή περνούσε μέσα από  τρία διαφορετικά συνοριακά σημεία ελέγχου.

Αμέσως μετά τη διάσκεψη του Πότσδαμ ,τον Αύγουστο του 1945 ,η Γαλλία μέσω του Ντε Γκωλ εξέφρασε την καχυποψία της διότι έχοντας υποστεί τρείς γερμανικές εισβολές από το 1870, δεν ήθελε την επανεμφάνιση της χώρας αυτής ως μείζονα παράγοντα στο διεθνές σύστημα. Παράλληλα, οι Σοβιετικοί έχοντας υποστεί τεράστιες θυσίες σε ανθρώπους και υλικό από τη γερμανική εισβολή, προχωρούν σε μία αφαίμαξη του υλικού πλούτου της δικής τους ζώνης κατοχής. Το 1946 οι δυτικές δυνάμεις δεν δέχτηκαν την υπαγωγή της βιομηχανικής περιοχής του Ρουρ σε κοινό , με τους Σοβιετικούς , τετραμερή έλεγχο. Οι Αμερικανοί και οι Βρεττανοί πίστευαν, όπως είχαμε πει ,πως η Δυτική Ευρώπη δεν μπορούσε να ανασυγκροτηθεί οικονομικά χωρίς την ανάκαμψη της Γερμανίας και έτσι στις αρχές του 1947 προχωρούν σε ένα είδος οικονομικής  ενοποίησης των δικών τους ζωνών επιρροής δημιουργώντας έτσι  το έμβρυο της κατοπινής Δυτικής Γερμανίας.

Σε αυτό το χρονικό σημείο φαίνεται καθαρά η εκ διαμέτρου αντίθετη εξέλιξη των ζωνών επιρροής με την υιοθέτηση διαφορετικών οικονομικών και πολιτικών συστημάτων από τους Δυτικούς και τους Σοβιετικούς με τις πολιτικές εξελίξεις, οι οποίες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ,να διαμορφώνουν το πλαίσιο. Οι Σοβιετικοί εκβιάζουν την ενοποίηση του κομμουνιστικού κόμματος με το αντίστοιχο σοσιαλδημοκρατικό ,δημιουργώντας το Σοσιαλιστικό Ενωτικό Κόμμα, πράξη η οποία προκάλεσε την εχθρική αντίδραση των, ήδη δύσπιστων προς τη Μόσχα , δυτικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων (SPD). Παράλληλα στις δυτικές ζώνες κατοχής διενεργούνται εκλογές σε τοπικό επίπεδο με την ανάδειξη τοπικών κοινοβουλίων στα νέα διοικητικά διαμερίσματα, τα οποία θα γίνονταν αργότερα τα ομόσπονδα κράτη της Δυτικής Γερμανίας, τα γνωστά Lander. Οι εκλογές αυτές χαρακτηρίζονται από την αδυναμία του κομμουνιστικού κόμματος να διεκδικήσει την εξουσία, με την έλλειψη λαϊκών ερεισμάτων στις δυτικές ζώνες κατοχής. Έτσι λοιπόν η αποτυχία της Μόσχας να συστήσει ένα ισχυρό πολιτικό οργανισμό στη Γερμανία, η εμφανής δυσπιστία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας προς την ΕΣΣΔ και η αδυναμία των Γερμανών κομμουνιστών να αναδειχθούν σε πλειοψηφικό πολιτικό ρεύμα, απογοητεύουν τους Σοβιετικούς οι οποίοι αδυνατούν να δημιουργήσουν φιλικές δυνάμεις στη Γερμανία και παράλληλα προσπαθούν για την αποτροπή της ένταξης της στο δυτικό άρμα επιρροής. Γι’ αυτό το λόγο θεωρούν καλύτερο να διατηρήσουν το πλήρη έλεγχο της δικιάς τους ζώνης κατοχής με αποτέλεσμα, έως το 1947 να έχουν ξεκινήσει να  αναπτύσσονται  οι ζώνες κατοχής με διαφορετικό οικονομικό και πολιτικό προσανατολισμό, προς το καπιταλιστικό σύστημα οι ζώνες των Δυτικών ,προς τη κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία η ανατολική.

Την άνοιξη του 1948 αμοιβαίες ενέργειες και από τις δύο αντιμαχόμενες πλέον πλευρές όπως η δημιουργία της Κομινφόρμ και το κομμουνιστικό πραξικόπημα στη Τσεχοσλοβακία από  πλευράς Σοβιετικών προκαλούν το φόβο της Δύσης ,ενώ από την άλλη το σχέδιο Μάρσαλ, η αρχική θετική αντίδραση σε αυτό από τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες και η προοπτική της οικονομικής ανάκαμψης της Δυτικής Γερμανίας ανησυχούν σοβαρά την ΕΣΣΔ. Τον Ιούνιο του 1948 οι δυτικές δυνάμεις προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν μείζονα προβλήματα όσον αφορά τη διοίκηση των γερμανικών εδαφών, όπως νομισματικό χάος και εκτεταμένη μαύρη αγορά, ανακοίνωσαν την ενοποίηση των δυτικών ζωνών κατοχής και τη δημιουργία ενός νέου δυτικογερμανικού μάρκου. Η παραπάνω κίνηση αποτελεί τον πρόδρομο της σύστασης ενός δυτικογερμανικού κράτους, εξέλιξη που ο ίδιος ο Στάλιν επεδίωξε να αποτρέψει. Χωρίς να έχει αποσαφηνίσει τα κίνητρά της, η Μόσχα χρησιμοποιεί την γεωγραφική και πολιτική ιδιομορφία της γερμανικής πρωτεύουσας με σκοπό να πετύχει ένα σημαντικό και αναίμακτο πλήγμα στις δυτικές δυνάμεις με την ταυτόχρονη αποτροπή της εμφάνισης μίας ισχυρής δυτικογερμανικής οντότητας, σύμμαχης προς τη Δύση.

Όπως είχαμε αναφέρει το Βερολίνο βρισκόταν βαθιά μέσα στη Σοβιετική ζώνη κατοχής  με τους Σοβιετικούς να θέτουν είδη εμπόδια  στις σιδηροδρομικές προσβάσεις της πόλης από την άνοιξη του 1948. Στα τέλη Ιουνίου προχωρούν στη πλήρη διακοπή κάθε σιδηροδρομικής και οδικής επικοινωνίας της πόλης ελπίζοντας πως η αδυναμία ανεφοδιασμού των δυτικών ζωνών κατοχής της γερμανικής πρωτεύουσας θα ανάγκαζε ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία να την εγκαταλείψουν. Αν τελικά το εγχείρημα αυτό πετύχαινε το στόχο του ο αντίκτυπος κυρίως από ψυχολογικής άποψης θα ήταν πολύ σημαντικός. Οι Δυτικοί θα αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν ένα από τα πιο σημαντικά σύμβολα της νίκης, τη πρωτεύουσα του εχθρού, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα στρατιωτικής αντίδρασης εκ μέρους τους, τη στιγμή που η προσπάθεια ανοικοδόμησης της Δυτικής Ευρώπης βρίσκονταν σε εξέλιξη.

Ο αποκλεισμός του Βερολίνου υπήρξε από τις σοβαρότερες κρίσεις του Ψυχρού Πολέμου στα πρώτα στάδια του. Η Δύση δεν ενέδωσε στη πίεση των Σοβιετικών έχοντας υπόψιν τη λήψη μέτρων τα οποία προέβλεπαν τον ανεφοδιασμό της πόλης με στρατιωτικές φάλαγγες, σύμφωνα με τον Αμερικανό διοικητή στη Γερμανία  στρατηγό Κλέυ κάτι το οποίο σήμαινε εισβολή στη Σοβιετική ζώνη κατοχής με την άμεση πρόκληση πολέμου και μάλιστα παγκοσμίου. Τα σχέδια αυτά  έμειναν στο στάδιο της συζήτησης με την αντίδραση της Δύσης αφενός μεν  να μην εμπεριέχει ,τελικά, λήψη μέτρων ένοπλης βίας, αφετέρου δε να μην υστερεί σε αποφασιστικότητα. Έτσι οργανώνεται από τους Δυτικούς η δημιουργία μιας αερογέφυρας ανεφοδιασμού του δυτικού τομέα της γερμανικής πρωτεύουσας με τη χρησιμοποίηση κυρίως αμερικανικών αεροσκαφών. Ήταν η πρώτη φορά που μία βιομηχανική μεγαλούπολη ανεφοδιαζόταν αποκλειστικά από τον αέρα. Η επιχείρηση αυτή προκάλεσε ένταση  διεθνών διαστάσεων με τους Αμερικανούς να αποστέλλουν στη Βρετανία μοίρες βομβαρδιστικών αεροσκαφών τα οποία υποθετικά ήταν ικανά για τη πρόκληση πυρηνικού πλήγματος με σκοπό να ωθήσουν τους Σοβιετικούς στη λήξη του αποκλεισμού. Ο πυρηνικός αυτός εκβιασμός απέτυχε λόγω της διείσδυσης Σοβιετικών πρακτόρων στα ανώτατα κλιμάκια της Βρετανικής διοίκησης οι οποίοι είχαν φροντίσει να ενημερώσουν τους προϊσταμένους τους πως τα αμερικανικά αεροσκάφη που στάθμευαν στη Βρετανία δεν είχαν τη δυνατότητα να φέρουν ατομικά όπλα. Σε κάθε περίπτωση η αερογέφυρα πέτυχε το σκοπό  της εφοδιάζοντας επαρκώς επί ένα χρόνο τη πόλη και έτσι οι Δυτικές χώρες διατήρησαν τη θέση τους στο Βερολίνο. Το Μάϊο του 1949, οι Σοβιετικοί αποδεχόμενοι την αποτυχία του εγχειρήματός τους άνοιξαν τις σιδηροδρομικές και τις οδικές προσβάσεις  της πόλης δίνοντας τέλος στον αποκλεισμό της γερμανικής πρωτεύουσας.

Αποσταλινοποίηση..

Περνώντας στο κομβικό έτος 1953, με το θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν ,η Ανατολική Γερμανία είναι από τις πρώτες χώρες του Ανατολικού συνασπισμού η οποία έρχεται αντιμέτωπη με το φάσμα πολύ δύσκολων προβλημάτων. Μεταξύ των ετών 1953 και 1956 και πιο συγκεκριμένα λίγους μόνο μήνες μετά το θάνατο του Στάλιν η κυβέρνηση Ούλμπριχτ προκαλεί τη δυσαρέσκεια των βιομηχανικών εργατών αυξάνοντας , το Μάιο του 1953, τους στόχους παραγωγής με τον καθορισμό υψηλότερων ποσοστώσεων εργασίας. Επίσης , το πρόγραμμα του ΕΣΚΓ ( Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας ), κατόπιν εντολής του προέδρου της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΣΕ Γκεόργκι Μαλένκοφ ,αυξάνει με δραματικό ρυθμό τις επενδύσεις στη βαριά βιομηχανία, πνίγει ουσιαστικά τις μικρές ιδιωτικές επιχειρήσεις με την αυξημένη φορολογία, επιταχύνει την κολεκτιβοποίηση της γεωργίας, περιορίζει τα ταξίδια μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας και ξεκινά  μία συντονισμένη εκστρατεία εναντίον των θρησκευτικών δραστηριοτήτων. Ο Μαλένκοφ , στις 2 Ιουνίου του 1953 πληροφορεί απερίφραστα τους ηγέτες του ΕΣΚΓ πως βασική προτεραιότητα είναι  «η αποκατάσταση της γερμανικής ενότητας» και η μεταμόρφωσή της σε ειρηνική χώρα. Υπό εκείνες τις συνθήκες, μία τέτοια Γερμανία θα μπορούσε να είναι μόνο « ένα αστικό δημοκρατικό κράτος». Τουλάχιστον ένας Σοβιετικός υπουργός , ο Λαβρέντι Μπέρια ήταν θετικός στην επανένωση της Γερμανίας με τον όρο της ουδετερότητάς της. Η πλειοψηφία στο Κρεμλίνο υποστήριξε ότι ο Ουλμπριχτ προσπαθούσε να προωθήσει τη σοβιετοποίηση  της χώρας του με υπερβολικά γρήγορους ρυθμούς με τις ταυτόχρονες επικρίσεις των Σοβιετικών αξιωματούχων να δημιουργούν κρίση εμπιστοσύνης στους Ανατολικογερμανούς κομμουνιστές. Στις 16 Ιουνίου οι εργάτες στον κλάδο των κατασκευών στο Ανατολικό Βερολίνο κατέβηκαν σε απεργία κατά των υψηλότερων ,όπως είπαμε , ποσοστώσεων εργασίας. Στις 17 Ιουνίου εκατοντάδες χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους και επιτέθηκαν σε καθεστωτικά κτίρια στο Βερολίνο , στο Χάλε, στο Γκέρλιτς και στο Μαγδεμβούργο. Τουλάχιστον πενήντα πέντε άνθρωποι σκοτώθηκαν σε συγκρούσεις με τα τεθωρακισμένα του Κόκκινου Στρατού και με την παραστρατιωτική Λαϊκή Αστυνομία (Volkspolizei) με ορισμένους από τους αρχηγούς της απεργίας να εκτελούνται και άλλους να φυλακίζονται. Οι σοβιετικοί ηγέτες καθώς και οι ηγέτες του ΕΚΣΓ πίστευαν πως υπεύθυνοι ήταν δυτικοί πράκτορες. «Μέσω των πρακτόρων τους και άλλων ανθρώπων που εξαγόρασαν  […], οι επιθετικές δυνάμεις του γερμανικού και του αμερικανικού μονοπωλίου κατόρθωσαν να επηρεάσουν τμήματα του πληθυσμού στο Βερολίνο και σε άλλες περιοχές της Δημοκρατίας ώστε να απεργήσουν και να διαδηλώσουν» δήλωνε η Κομμουνιστική Κεντρική Επιτροπή.[1] Οι Γερμανοί κομμουνιστές ήθελαν τον πληθυσμό αφοσιωμένο στη δουλειά του. Ο Μπερτχολτ Μπρέχτ , ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Ανατολική Γερμανία και είχε ζήσει εκ του σύνεγγυς τα γεγονότα, κατέκρινε με δριμύ τρόπο σε ένα ποίημα που δεν τόλμησε να δημοσιεύσει εκείνη την εποχή ,το τρόπο που οι κομμουνιστές ηγέτες υποστήριξαν ότι οι άνθρωποι είχαν  απογοητεύσει τη κυβέρνηση και έπρεπε να δουλέψουν σκληρά για να ξανακερδίσουν  την εμπιστοσύνη της σχολιάζοντας «Δε θα ήταν πιο απλό η κυβέρνηση να διαλύσει το λαό και να εκλέξει άλλον;»[2].  Το δίλημμα ανάμεσα στην ικανοποίηση των απαιτήσεων των εργαζομένων και την υπεράσπιση του σοσιαλιστικού κράτους αποτελούσε μία πολύ μεγάλη πρόκληση της οποίας ο αντίκτυπος έφτανε στη Μόσχα. Οι διαπραγματεύσεις υπό πίεση για να τερματιστεί η ύπαρξη της Ανατολικής Γερμανίας ήταν απαράδεκτες. Ιδιαίτερα ο Χρουστσόφ πήρε θέση για να υποστηρίξει τον Ούλμπριχτ,  το «τέκνο του Στάλιν» , και ήταν αντίθετος σε συμβιβασμούς που πίστευε ότι ενεθάρρυναν τους δυτικογερμανούς ιμπεριαλιστές. Το επεισόδιο αυτό αποδείχτηκε σύντομο αλλά προκάλεσε σοκ στους Σοβιετικούς ηγετικούς κύκλους επειδή όπως είχε αποδειχθεί η εργατική τάξη είχε εναντιωθεί τον κομμουνισμό. Ο Μπέρια έχασε τη θέση του και μαζί του χάθηκε μία ευκαιρία για ύφεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης μετά το θάνατο του Στάλιν με τις  ΗΠΑ ,επωφελούμενοι της κατάστασης , να στέλνουν δέματα με τρόφιμα στους άτυχους κατοίκους του Ανατολικού Βερολίνου. Από την άλλη η Μόσχα , όπως είπαμε, υποχρεώθηκε να υποστηρίξει το καθεστώς του Ουλμπριχτ μετά από μία τέτοιου είδους απειλή για το κομμουνισμό. Πιο συγκεκριμένα, παρείχε οικονομική βοήθεια στον ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας και του επέτρεψε να επιβληθεί πολιτικά στους Ανατολικογερμανούς. Οι Σοβιετικοί ,επίσης , εγκατέλειψαν τη πρόθεσή τους να εισέλθουν σε συζητήσεις για την επανένωση της Γερμανίας προωθώντας αντ’ αυτού τη σταθερότητα και τη διεθνή αναγνώριση του Ανατολικογερμανικού κράτους.

Πορεία προς το Τείχος

Φτάνοντας στο τέλος της δεκαετίας του 1950  με δεδομένη την ύπαρξη ενός μεγαλύτερου ,πιο φιλελεύθερου ,πλουσιότερου δυτικογερμανικού κράτους και την συνεχιζόμενη ύπαρξη του δυτικού τομέα μέσα στο Βερολίνο, παρατηρείται μία αθρόα μετακίνηση ανθρώπων από τον Ανατολικό στο Δυτικό τομέα, κυρίως νέων και μορφωμένων. Πιο συγκεκριμένα, η δυτικογερμανική οικονομική προσπάθεια ακολουθούσε εντυπωσιακά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και η νέα δυτικοευρωπαϊκή οικονομική συσσωμάτωση, υπό τη μορφή της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας,  έφερε την Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Η οικονομία της δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τη δυτικογερμανική, το δυτικογερμανικό μάρκο απειλούσε να διεισδύσει στην Ανατολική Γερμανία ενώ η  σχετικά ελεύθερη εκατέρωθεν πρόσβαση στους δύο τομείς του Βερολίνου επέτρεπε τη διαφυγή πολλών όπως αναφέραμε νέων Ανατολικογερμανών στον δυτικό τομέα (υπολογίστηκε ότι περίπου τρία εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί κατέφυγαν στη Δύση από το 1949). Η σταδιακή αυτή αποψίλωση του ανατολικογερμανικού καθεστώτος από το δυναμικό του ,μείωνε τις δυνατότητες της ανατολικογερμανικής οικονομίας, λειτουργούσε εξαιρετικά αρνητικά από ψυχολογικής άποψης και έτσι τροφοδοτούσε το κύμα φυγής ακόμη περισσότερο ,δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο ,που απειλούσε τη χώρα με πραγματική κατάρρευση. Το αποτυχημένο και αψυχολόγητο «τελεσίγραφο» του Χρουστσόφ το 1958 , που ζητούσε τη μετατροπή του Βερολίνου σε «ελεύθερη πόλη» αποσκοπούσε ακριβώς να σταματήσει αυτή η διαρκή αιμορραγία της ανατολικογερμανικής οικονομίας και του στελεχιακού της δυναμικού. Η Δύση απέρριψε τότε το τελεσίγραφο φοβούμενη την ήττα σε εκείνο το κομβικό και συμβολικό σημείο του Ψυχρού Πολέμου-την ικανότητα της να παραμείνει στο Βερολίνο. Το πρόβλημα ουσιαστικά παρέμενε κρίσιμο και επικίνδυνο και για τους δύο συνασπισμούς ,αφενός μεν η συνέχισή του απειλούσε τη σταθερότητα της Ανατολικής Γερμανίας ,αφετέρου δε τυχόν υποχώρηση της Δύσης θα προκαλούσε σοβαρούς  τριγμούς στη δυτική συμμαχία.

Η ανέγερση, κρίση, επιδράσεις του Τείχους στην Ανατολικογερμανική κοινότητα, αντιδράσεις της Δύσης, παγιοποίηση της διχοτόμησης..

 Μετά τις διπλωματικές ωσμώσεις και αντεγκλήσεις που σημειώθηκαν στη διάσκεψη κορυφής στη Βιέννη τον Ιούνιο του 1961 μεταξύ Χρουστσόφ και Κέννεντυ  και την νέα απόρριψη των Αμερικανών στην εκ νέου πρόταση του Σοβιετικού ηγέτη για τη μετατροπή του Βερολίνου σε ελεύθερη πόλη, ο Ανατολικός συνασπισμός ήρθε αντιμέτωπος με το δίλλημα να επιτρέψει την ανέγερσή ενός τσιμεντένιου κρηπιδώματος με σκοπό τη προστασία της Ανατολικής Γερμανίας από τη φθοροποιό διαδικασία της διαφυγής του ανθού της νεολαίας της προς τη Δύση. Έτσι οι Σοβιετικοί έδωσαν το πράσινο φως για τη κατασκευή του περίφημου τείχους, ενός φυσικού φράγματος που θα εμπόδιζε την επικοινωνία και θα απέτρεπε τη φυγή. Τη νύκτα της 12ης προς 13η Αυγούστου 1961, οι Ανατολικοί απομόνωσαν την περιοχή του Δυτικού Βερολίνου από την υπόλοιπη Ανατολική Γερμανία με το Τείχος να αποτελεί πλέον μια πραγματικότητα που άλλαζε τη ζωή των Βερολινέζων. Η Ουάσινγντον ανταπάντησε ενισχύοντας τη φρουρά της στο Βερολίνο αποστέλλοντας τον στρατηγό Λουσιους Κλέι, έναν παλιό γνώριμο της πόλης από τα γεγονότα της αερογέφυρας το 1948. Τον Οκτώβριο οι εντάσεις κλιμακώθηκαν στην αλησμόνητη αναμέτρηση στο «Σημείο Ελέγχου Τσάρλι», όπου τα αμερικανικά και τα σοβιετικά τεθωρακισμένα ήρθαν αντιμέτωπα σε απόσταση εκατό μέτρων. Η αντιπαράθεση προκλήθηκε όταν η Ανατολική Γερμανία αμφισβήτησε το δικαίωμα των Αμερικανών διπλωματών να ταξιδεύουν στο Ανατολικό Βερολίνο χωρίς την επίδειξη ταυτότητας. Με προτροπή του Κλέι , η Ουασινγκτον ενέκρινε εξερευνητικές επισκέψεις διπλωματών με τη συνοδεία οπλισμένων ανδρών. Αμερικανικά άρματα μάχης αναπτύχθηκαν στο σημείο ελέγχου για την επιβολή της απόφασης. Οι Σοβιετικοί ανέπτυξαν τα δικά τους άρματα μάχης ,μην τυχόν και οι Αμερικάνοι προσπαθήσουν ( όπως είχε προτείνει ο Κλέι ) να γκρεμίσουν τμήματα του Τείχους. Ωστόσο ,καμία από τις δύο πλευρές δεν ήθελε πόλεμο ως αποτέλεσμα βεβιασμένων ενεργειών από επιτόπιους αντιπρόσωπους. Επαφές μεταξύ Χρουστσόφ και Κεννεντυ οδήγησαν τελικά, στην εκτόνωση της κρίσης. Το τείχος, εν τέλει ,σταμάτησε την αιμορραγία της ανατολικογερμανικής οικονομίας και ελάττωσε τη πίεση για επίλυση του ευρύτερου ζητήματος των δύο Γερμανιών. Οι Σοβιετικοί αξιωματούχοι παρατήρησαν ότι η Συμμαχική πλευρά δεν προσπάθησε να καταστρέψει το Τείχος ή να αμφισβητήσει τον έλεγχο του Ανατολικού Βερολίνου από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Πράγματι, οι Αμερικανοί σύντομα κατάλαβαν ότι το Τείχος ήταν αμυντικό και μολονότι ήταν απαράδεκτο προσέφερε ένα έξοχο προπαγανδιστικό πλεονέκτημα και δεν απειλούσε το Δυτικό Βερολίνο. Πιο συγκεκριμένα, κατήγγειλαν το  «Τείχος του Αίσχους» και τη βαρβαρότητα του ανατολικού κόσμου, ενώ ο ίδιος ο Κεννεντυ  εκφώνησε, μπροστά του, την περίφημη ομιλία του στην οποία δήλωνε , στη γερμανική γλώσσα, ότι ενώπιον αυτού του συμβόλου της καταπίεσης ,θεωρούσε τον εαυτό του Βερολινέζο («ich bin ein Berliner»). Όμως, η ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου δεν οφειλόταν σε κάποια ιδεολογική προτίμηση των ηγεσιών στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Γερμανία ή σε κάποια «επιθυμία» τους να καταπιέζουν τους τους λαούς τους, αλλά ήταν μία αναγκαστική αν και, σίγουρα, σκληρή πρωτοβουλία, χωρίς την οποία θα είχε πιθανότατα καταρρεύσει το ανατολικογερμανικό κράτος ,εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής επιτυχίας της Δυτικής Γερμανίας. Οι  Ανατολικοί δεν ήθελαν να χτίσουν το Τείχος , αναγκάστηκαν να το κάνουν. Η παρουσία του σταμάτησε πράγματι τη ροή των Ανατολικογερμανών προς τη Δύση . Στο μέλλον, οι πολύ λιγότερες από ότι πριν απόπειρες πολιτών να το περάσουν, θα προκαλέσουν το θάνατο πολλών από αυτούς με την αστυνομία να πυροβολεί όσους τολμούσαν να διαφύγουν και το καθεστώς πλέον να ολισθαίνει σε βάρβαρες μεθόδους.  Δεκατρείς άνθρωποι σκοτώθηκαν προσπαθώντας να περάσουν στην δυτική πλευρά της πόλης αμέσως μετά την ύψωση του Τείχους. Ένας από αυτούς ήταν  ο 25χρονος Βερνερ Προμπστ , ο οποίος προσπάθησε να κολυμπήσει κατά μήκος του ποταμού Σπρεε. Οι Ανατολικογερμανοί συνοριοφύλακες τον πυροβόλησαν ακριβώς την στιγμή που άρπαξε μία σκάλα στη δυτική πλευρά. Ο σοσιαλδημοκράτης δήμαρχος του Δυτικού Βερολίνου και μετέπειτα καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Βιλυ Μπραντ αποκάλεσε το τείχος μία «συγκλονιστική αηδία» με τον ίδιο σε ραδιοφωνικό του διάγγελμα να προειδοποιεί και τους Ανατολικογερμανούς για τις συνέπειες: « Χάραξαν στην καρδιά του Βερολίνου όχι απλώς ένα σύνορο ,αλλά ένα φράχτη ,όπως συνέβαινε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Με την υποστήριξη των κρατών του ανατολικού μπλοκ , το καθεστώς Ούλμπριχτ επιδείνωσε την κατάσταση στο Βερολίνο , παραβιάζοντας και πάλι τις νομικές συμφωνίες και τις ανθρωπιστικές υποχρεώσεις. Η Γερουσία του Βερολίνου καταγγέλλει τις παράνομες και απάνθρωπες ενέργειες εκείνων που διαιρούν τη Γερμανία , καταπιέζουν το Ανατολικό Βερολίνο και απειλούν το Δυτικό Βερολίνο. […] Δεν θα τα καταφέρουν. Στο μέλλον εμείς θα φέρουμε ακόμα περισσότερους ανθρώπους από όλο το κόσμο στο Βερολίνο, για να τους δείξουμε τη ψυχρή, γυμνή και βάναυση πραγματικότητα ενός συστήματος που υποσχέθηκε στους ανθρώπους τον Παράδεισο επί της γης» .[3] Κατόπιν εντολή του ίδιου του Βίλυ Μπραντ τοποθετήθηκαν μεγάφωνα κατά μήκος του Τείχους τα οποία επαναλάμβαναν πως « όποιος πυροβολεί άτομα που θέλουν να πάνε από τη Γερμανία στη Γερμανία διαπράττει δολοφονία. Κανείς δεν θα πρέπει να διανοηθεί να ισχυριστεί πως ενήργησε κατόπιν εντολών όταν θα κληθεί να λογοδοτήσει μία μέρα. Η δολοφονία είναι δολοφονία, έστω και αν έχει υπάρξει διαταγή.»[4]

Το Τείχος, επίσης, απέτρεψε την ασφυξία του ανατολικογερμανικού καθεστώτος σηματοδότησε όμως την  αδυναμία  και όχι τη δύναμη του ανατολικού μπλοκ. Ουσιαστικά, ήταν μία ομολογία αποτυχίας από τον ανατολικό συνασπισμό , που με αυτό το τρόπο αποδέχθηκε τη πραγματικότητα της δυτικογερμανικής ενσωμάτωσης στη Δύση ,την παρουσία των Δυτικών στο Βερολίνο και την οικονομική και πολιτική καχεξία της Ανατολικής Γερμανίας έναντι της δυτικογερμανικής πολιτικής και οικονομικής ευρωστίας. Όσον αφορά το συμβολισμό του, αυτό αποτέλεσε την κατεξοχήν συμβολική κορωνίδα  του Ψυχρού Πολέμου, σύμβολο της διαιρεμένης Ευρώπης , η πτώση του οποίου, το 1989, θα σηματοδοτήσει και το τέλος της ψυχροπολεμικής εποχής . Μετά το 1961 ο Ουλμπριχτ πίστεψε ότι θα μπορούσε να προχωρήσει προς το μέλλον με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη , με λιγότερη πίεση από τη Δύση. Ακόμη και αν υστερούσε σε σύγκριση με τα δυτικά κράτη, η Ανατολική Γερμανία ήταν ένα από τα πιο πλούσια , περισσότερο εκβιομηχανισμένα κράτη του ανατολικού συνασπισμού. Παρ ‘όλα  αυτά , στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της ήταν πτωτικός λόγω του ότι το εμπόριο της βασιζόταν στις πολύ χαμηλά αναπτυγμένες κομμουνιστικές οικονομίες. Το 1963 ξεκίνησε ένα πείραμα με ένα λιγότερο συγκεντρωτικό οικονομικό σύστημα , όπου οι διοικητές είχαν τη δυνατότητα να λαμβάνουν οι ίδιοι τις αποφάσεις για περισσότερα ζητήματα.

Ύφεση , πετρελαϊκή κρίση, πολιτικές ,οικονομικές και κοινωνικές παράμετροι..

Τη περίοδο της ύφεσης, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 , η Ostpolitik του νέου καγκελαρίου της Δυτικής Γερμανίας και πρώην δημάρχου του Δυτικού Βερολίνου , Βίλυ Μπράντ[5] βοήθησε ιδιαίτερα την Ανατολική Γερμανία να εξασφαλίσει ένα πιο σίγουρο μέλλον , καθώς  αυτή ήταν σε θέση να επιτύχει μια περισσότερο γόνιμη σχέση με τη Δυτική Γερμανία κατά τη περίοδο αυτή. Η απροθυμία του Ουλμπριχτ να ακολουθήσει αυτή τη πολιτική της ύφεσης έφερε την αντικατάστασή του από τον Έριχ Χόνεκερ, ο οποίος ανέπτυξε το εμπόριο με τη Δύση και κατάφερε το 1974 να οδηγήσει την Ανατολική Γερμανία στα Ηνωμένα Έθνη. Η κυβέρνησή της ήταν ακόμα άμεσα εξαρτημένη για την ασφάλειά της από την ΕΣΣΔ και δεν μπορούσε να συναγωνιστεί τον πλούτο της Δυτικής Γερμανίας ,όμως ενίσχυε την υπερηφάνεια των Ανατολικογερμανών ενθαρρύνοντας ( με τη βοήθεια φαρμάκων ) τις μεγάλες επιδόσεις στον αθλητικό τομέα και εξασφαλίζοντας τους το υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης στο ανατολικό μπλοκ. Ο Χόνεκερ ισχυροποίησε τον κεντρικό σχεδιασμό το 1971 , μετά από οκτώ χρόνια πειραματισμών με στοιχεία αποκέντρωσης στην οικονομία , και το 1972 κρατικοποίησε όλα τα εναπομείναντα κατάλοιπα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας , που είχαν επιβιώσει ( κατά μοναδικό τρόπο ) στην Ανατολική Γερμανία από τη δεκαετία του 1940. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 η διακυβέρνησή του χαρακτηρίστηκε από χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και από υπερχρέωση προς τη Δύση.

Με μία πιο αναλυτική ματιά στις εξελίξεις που αναφέραμε παραπάνω, συμπεραίνουμε πως , σε αυτή τη περίοδο,  οι αρχές της Ανατολικής Γερμανίας μπορούσαν να υπερηφανεύονται και για την οικονομική πρόοδο και για τις εξελιγμένες μεθόδους ελέγχου κάθε πιθανής αντιπολίτευσης. Όμως από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ήταν σαφές πως ο πρώτος τουλάχιστον στόχος  αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα. Συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες του Ανατολικού μπλοκ η ΛΔΓ παρουσίαζε σαφώς καλύτερη λειτουργία. Ο λαός της απολάμβανε το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο και η οικονομία της εμφάνιζε την υψηλότερη παραγωγικότητα. Όμως η Στάζι (συντομογραφία για την Υπηρεσία Κρατικής Ασφάλειας), η παντοδύναμη μυστική αστυνομία, ανέφερε στα αρχεία της τα οποία αντιστοιχούσαν σε παραπάνω  από το ένα τρίτο του πληθυσμού, αυτό σήμαινε πως ένας στους τρεις σχεδόν Ανατολικογερμανούς ήταν εν δυνάμει πράκτοράς της, ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονταν καλά. Οι περίεργες ελλείψεις τροφίμων – παρά τις διακηρύξεις του Χόνεκερ , στις αρχές της δεκαετίας του 1970, πως η ΛΔΓ  πρέπει να είναι αυτάρκης σε είδη υψηλής κατανάλωσης –  με τις οποίες βρέθηκαν αντιμέτωποι οι κάτοικοι ( ο καφές εξαφανίστηκε για λίγο διάστημα από τα ράφια το 1976, οι μπανάνες και τα πορτοκάλια το 1979 )δυσαρέστησαν τους Ανατολικογερμανούς , ιδίως επειδή πολλοί από αυτούς  μπορούσαν να παρακολουθήσουν την αφθονία αγαθών στην Δυτική Γερμανία. Η Στάζι συνέχιζε να χαλιναγωγεί και να εξαφανίζει κάθε μορφής αντιπολίτευσης και οι πολίτες της ΛΔΓ ήταν υπάκουοι στη κυβέρνησή τους. Όμως η ηγεσία της χώρας κατανοούσε πως έπρεπε να βελτιώσει την οικονομία της διότι δεν ανταγωνιζόταν τις υπόλοιπες χώρες του Ανατολικού μπλοκ αλλά την ίδια τη Δυτική Γερμανία, τη πιο ανεπτυγμένη βιομηχανική οικονομία του δυτικού κόσμου.

Η Ανατολική Γερμανία, όπως και οι περισσότερες χώρες του ανατολικού συνασπισμού, προσπάθησε να τονώσει την οικονομία της λαμβάνοντας δάνεια από τη Δύση, και ιδιαίτερα από τη Δυτική Γερμανία. Η τελευταία προσβλέποντας σε πιθανή επανένωση, παρείχε γενναιόδωρα δάνεια και πιστώσεις και δεν επέβαλλε τους συνήθεις δασμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στις εισαγωγές από την Ανατολική Γερμανία. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο Γερμανιών βελτιώθηκαν αισθητά. Ο όγκος του μεταξύ τους εμπορίου υπερδιπλασιάστηκε αυτή τη περίοδο, φθάνοντας τα 16,5 δισεκατομμύρια μάρκα ετησίως. Αν και το ενδογερμανικό εμπόριο αποτελούσε ένα πολύ μικρό ποσοστό των συνολικών εξαγωγών της Δυτικής Γερμανίας ,για την Ανατολική ο γείτονας της είχε αναδειχθεί στον σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της μετά την ΕΣΣΔ. Τη βάση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των δύο Γερμανιών αποτελούσαν οι εισαγωγές ημικατεργασμένων αγαθών και υλικών παραγωγής από τη Δυτική Γερμανία προς την Ανατολική Ευρώπη, η οποία εξήγε καταναλωτικά αγαθά όπως ρούχα ,πορσελάνες και ηλεκτροκινητήρες.  Το πρόβλημα όμως της ΛΔΓ φτάνοντας στη δεκαετία του 1980 δεν ήταν μόνο το επίπεδο του χρέους , αλλά η μείωση των εξαγωγών σε σκληρό νόμισμα που θα καθιστούσε εφικτή την εξυπηρέτηση αυτού του χρέους. Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, πολλά προϊόντα της Ανατολικής Γερμανίας από οπτικά έως αυτοκίνητα, μπορούσαν να πωληθούν εκτός ανατολικού μπλοκ. Οι εξαγωγές αυτές επιβραδύνθηκαν τη δεκαετία του 1970 και μέχρι τη δεκαετία του 1980, η Ανατολική Γερμανία είχε εκτοπιστεί από χώρες της Νότιας Ευρώπης και της Ασίας που μπορούσαν να παράγουν καλύτερα προϊόντα σε χαμηλότερες τιμές. Η προσπάθεια των Ανατολικογερμανών να χρησιμοποιήσουν την τεχνογνωσία τους στο τομέα της τεχνολογίας για την κατασκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών απέτυχε παταγωδώς. Κανείς δεν προτιμούσε μεγάλα και δυσκίνητα ανατολικογερμανικά μηχανήματα που ήταν ασύμβατα με οτιδήποτε παραγόταν εκτός του ανατολικού συνασπισμού. Επίσης, η Ανατολική Γερμανία έπασχε από έλλειψη εργασίας. Τον Δεκέμβριο του 1979 , ο Χόνεκερ αναφέρθηκε ακροθιγώς στη «νέα κατάσταση» που δημιουργήθηκε από τη συνταξιοδότηση μεγάλου μέρους του εργατικού δυναμικού. Δεν υπήρχαν αρκετοί ξένοι εργάτες που ήθελαν και ήταν ικανοί να καλύψουν τα κενά. Η έλλειψη εργασίας επιδεινώθηκε από την τάση των κεντρικά σχεδιασμένων οικονομιών να υποαπασχολούν εργαζόμενους , όταν πλησίαζαν οι προθεσμίες του στόχου, ή να τους απασχολούν μη παραγωγικά με τις απαρχαιωμένες μηχανές και τον ξεπερασμένο εξοπλισμό. Δέκα χρόνια μετά, ένα συγκλονιστικό 17 τοις εκατό των εργαζομένων στη μεταποίηση και την παροχή ενέργειας ( 280.000 εργαζόμενοι) διέθεταν το χρόνο τους για την επισκευή μηχανών. Η έλλειψη εργασίας δημιούργησε ένα παράδοξο όσον αφορά τη παραγωγικότητα. Στατιστικά, η τελευταία λόγω της απουσίας εφεδρειών εργασίας φαινόταν υψηλότερη στην Ανατολική Γερμανία συγκριτικά με την αντίστοιχη στην Δυτική Γερμανία με   τα επίσημα οικονομικά στοιχεία για την παραγωγή να συγκαλύπτουν  την πτώση  σε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης . Η υπερηφάνεια και η προπαγάνδα οδήγησαν το καθεστώς Χόνεκερ να επιμένει ότι όλα πάνε καλά.

Πρώτο μισό δεκαετίας του 80, εμφάνιση εγγενών προβλημάτων..

Για την Ανατολικογερμανική ηγεσία , η πολιτική της ύφεσης μετατράπηκε σταδιακά σε μία ξεκάθαρη μορφή εκβιασμού προς τη Δυτική Γερμανία . Οι κάτοικοι της Δυτικής Γερμανίας είχαν τη δυνατότητα να επισκεφθούν τη ΛΔΓ, αλλά μόνο αν αντάλλασσαν ένα ορισμένο ποσό σκληρού νομίσματος σε μάρκα Ανατολικής Γερμανίας , που ήταν άχρηστα εκτός της ΛΔΓ. Το Ανατολικό Βερολίνο απείλησε να διακόψει τις επαφές αν η Δυτική Γερμανία δε χορηγούσε περαιτέρω δάνεια ή αν μπλόκαρε τη σύναψη οικονομικών συμφωνιών με το ανατολικογερμανικό μάρκο συνδεδεμένο σε ισοτιμία με το δυτικογερμανικό μάρκο. Η νέα συντηρητική κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας υπό το Χέλμουτ Κολ , ο οποίος αντικατέστησε τον Χέλμουτ Σμιτ το 1982 , συνέχισε αυτές τις παραχωρήσεις στο Ανατολικό Βερολίνο. Όπως ο Σμιτ, έτσι και ο Κολ πίστευε ότι κάποια μορφή επαφής ήταν καλύτερη από καμία απολύτως επαφή. Το πιο συγκλονιστικό από όλα όμως ήταν πως η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας έπρεπε να πληρώνει σε σκληρό νόμισμα για κάθε Ανατολικογερμανό που του επιτρεπόταν να φύγει από τη Δύση. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μερικοί Γερμανοί στα ανατολικά είχαν αρχίσει να αισθάνονται ότι, ως λαός , κρατούνταν κυριολεκτικά όμηροι από μία αποτυχημένη κυβέρνηση. Αλλά σχεδόν όλοι εξέφραζαν τα παράπονά τους μόνο στην οικογένειά και τους στενούς φίλους τους. 

Το θεμελιώδες πρόβλημα της Ανατολικής Γερμανίας ήταν ότι απλώς βρισκόταν πολύ κοντά στο μεγαλύτερο success story της Ευρώπης, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Και μέσω της ΟΔΓ βρισκόταν πολύ κοντά στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που μέχρι τα μέσα της της δεκαετίας του 1970 είχαν εξελιχθεί εξαιρετικά γρήγορα. Σε σύγκριση με τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας ή εκτός Ευρώπης , η ΛΔΓ ίσως να φαινόταν εντάξει. Αλλά σε σύγκριση με τη βιομηχανική και οικονομική δύναμη της Δύσης ,φάνταζε σχεδόν  σαν ένα αποτυχημένο κράτος. Και η Δυτική Γερμανία στηριζόταν τώρα στην επιτυχία της για να προωθήσει την περαιτέρω ολοκλήρωση μεταξύ όλων των καπιταλιστικών κρατών στην Ευρώπη, ακριβώς το είδος του συστήματος και των διαδικασιών στα οποία η Ανατολική Γερμανία δε μπορούσε να συμμετάσχει.  

Αφορίζοντας τη Περεστρόικα , Γκλάσνοστ.. ασθμαίνοντας προς το τέλος…

Περνώντας στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, στη πενταετία που συγκλόνισε το κόσμο και στην εποχή της Περεστρόικα και της Γκλάσνοστ , η Ανατολική Γερμανία ήταν αποφασισμένη να μην παρεκκλίνει από το δικό της δρόμο. Για το καθεστώς Χόνεκερ ακόμη και η απλή αναφορά στις «δυνάμεις της αγοράς» ήταν ιεροσυλία με την  άποψη στους κόλπους της περί επικίνδυνων πολιτικών συνεπαγωγών οι οποίες πήγαζαν από τη περεστρόικα και ιδιαίτερα από την ομογάλακτη της γκλάσνοστ ,να κυριαρχεί. Χαρακτηριστικά ,όταν ένας υπουργός της κυβέρνησης τόλμησε να εκφραστεί υπέρ της τελευταίας , τον έστειλαν στο ψυχιατρείο!  Η βιομηχανική δομή έπρεπε να καθορίζεται εκ των προτέρων. Τίποτα δεν έπρεπε να αφήνεται στην τύχη. Η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας ήθελε επίσης να δει πως θα εξελισσόταν τα πράγματα με τη περεστρόικα. Η άποψη αυτή ήταν ενδεικτική της επίσημης θέσης πως δεν υπήρχε τίποτα το θεμελιακά εσφαλμένο στην οικονομία. Η καθεστωτική κομμουνιστική κυβέρνηση του Χόνεκερ είχε ήδη προχωρήσει αρκετά στην εφαρμογή ενός προγράμματος λιτότητας και σε μία εκστρατεία βελτίωσης της παραγωγικότητας της εργασίας. Σχηματίστηκαν νέες κοινοπραξίες που ενσωμάτωναν την έρευνα και την ανάπτυξη με την παραγωγή , υπό κοινή σκέπη , σε μια προσπάθεια να μειωθεί ο χρόνος που μεσολαβούσε μεταξύ δημιουργίας μιας νέας τεχνολογίας και της εφαρμογής της στις μεταποιητικές διαδικασίες . Δημιουργήθηκαν περίπου 130 κοινοπραξίες σε εθνικό επίπεδο , που καθεμία απασχολούσε ,κατά μέσο όρο, 25.000 εργαζομένους. Παρήγαν συστατικά μέρη ενός ορισμένου προϊόντος και λειτουργούσαν ως μονοπώλια. Άρχισε, επίσης , να λειτουργεί περιορισμένος αριθμός ιδιωτικών και συλλογικών επιχειρήσεων στον τομέα των υπηρεσιών, σε μία προσπάθεια να ικανοποιηθεί η καταναλωτική ζήτηση.  Σε γενικές γραμμές, ο Χόνεκερ διατήρησε το καταπιεστικό του καθεστώς σε όλη τη δεκαετία του 1980, ενώ παράλληλα προσπάθησε να εκσυγχρονίσει, όπως είδαμε, την παραγωγή , να περιορίσει την αναποτελεσματικότητα και να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις σε τρόφιμα. Διαθέτοντας την, υποτιθέμενη ισχυρότερη οικονομία στο ανατολικό μπλοκ, ένιωσε ότι είχε τη δυνατότητα να απορρίψει τις μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσώφ ως μη εφαρμόσιμες όσον αφορά τα δεδομένα της Ανατολικής Γερμανίας. Αλλά το Ανατολικογερμανικό κράτος ήταν πάντα εγγενώς ασθενέστερο από τα υπόλοιπα κομμουνιστικά κράτη στον ανατολικό συνασπισμό εξαιτίας πάντα της ύπαρξης και ενός άλλου γερμανικού κράτους στη Δύση. Υπήρχαν ήδη αρκετές μικρές οργανώσεις -θρησκευτικές, πολιτικές η ειρηνιστικές- που αντιτάσσονταν στο καθεστώς.

Το τέλος.. η πτώση του Τείχους και οι επιδράσεις του..

Μπαίνοντας  στο έτος-σταθμό 1989 το κύκνειο άσμα της Ανατολικής Γερμανίας είχε ήδη αρχίσει να εκτυλίσσεται . Τα γεγονότα στην Ουγγαρία το 1989 είχαν άμεσο αντίκτυπο στην Ανατολική Γερμανία και βοήθησαν να αποκαλυφθεί ότι ο λαός της είχε κουραστεί από τον κομμουνισμό. Πιο συγκεκριμένα, το καλοκαίρι του έτους αυτού σημειώθηκαν μαζικές αποδράσεις πολιτών στη Δυτική Γερμανία , μέσω της Ουγγαρίας η οποία στο μεταξύ από το Μάϊο  είχε ξανανοίξει τα σύνορά της. Ειδικότερα, η οικονομική επιτυχία σύμφωνα με τα μέτρα του Συμφώνου της Βαρσοβίας δεν εντυπωσίαζε και πολύ τους Ανατολικογερμανούς, που γνώριζαν ότι το βιοτικό επίπεδο στη Δυτική Γερμανία ήταν δύο φορές υψηλότερο ,και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ενώ ο Χόνεκερ ήταν άρρωστος , άρχισαν να διαφεύγουν, όπως είπαμε, σε μεγάλους αριθμούς προς τη Δύση. Τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο περίπου 30.000 Ανατολικογερμανοί πέρασαν στη Δύση κατ’ αυτό το τρόπο , ενώ άλλοι κατέφυγαν στις δυτικογερμανικές πρεσβείες στη Βαρσοβία και στην Πράγα. Το φαινόμενο αυτό ομοίαζε με τα γεγονότα πριν την οικοδόμηση του Τείχους του Βερολίνου, ενώ μεταξύ των διαφυγόντων περιλαμβάνονταν και πολλοί ειδικευμένοι εργάτες νεαρής ηλικίας. Ο Γκορμπατσωφ , αντί να μιμηθεί τον Χρουστσωφ στο χτίσιμο ενός νέου Τείχους, επισκέφθηκε την Ανατολική Γερμανία και επέκρινε την αδυναμία του Χόνεκερ να αντιληφθεί τη θέληση της κοινής γνώμης. Βέβαια , ο ίδιος ο Γκορμπατσώφ ίσως να μη θεωρούσε πλέον αναγκαίο τον έλεγχο σε αυτά τα κράτη . Εν τοιαύτη περίπτωση, οι Ανατολικογερμανοί ηγέτες ,αντιμέτωποι με την ξαφνική αυτή πληθυσμιακή αιμορραγία ,τις μαζικές διαδηλώσεις στις μεγάλες πόλεις, το σχηματισμό το Σεπτέμβριο του 1989 μιας νέας αντιπολιτευόμενης οργάνωσης , του «Νέου Φόρουμ», και, πλέον χωρίς τη σοβιετική υποστήριξη, εγκατέλειψαν την ιδέα της δυναμικής καταστολής και στράφηκαν προς τις μεταρρυθμίσεις. Ο Χόνεκερ παραιτήθηκε από την ηγεσία του κόμματος στις 18 Οκτωβρίου και τον διαδέχθηκε ο Έγκον Κρένζ . Ο τελευταίος είχε τη φήμη του σκληροπυρηνικού και επιβίωσε στη νέα του θέση μόλις μέχρι τις 6 Δεκεμβρίου , αλλά διόρισε ως πρωθυπουργό τον μεταρρυθμιστή Χάνς Μόντρωφ , υποσχέθηκε εκλογές και, τελικά, στις 9 Νοεμβρίου ανακοίνωσε ότι επιτρέπονται τα ταξίδια προς το εξωτερικό. Αυτό το τελευταίο αποδείχθηκε καταλυτικής σημασίας βήμα. Πολίτες έκαναν ρήγματα στο Τείχος στις 9 και 10 Νοεμβρίου , όταν δύο εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί πέρασαν στη Δύση. Καθώς το κυριότερο σύμβολο της τυραννίας είχε πλέον καταρρεύσει , οι περισσότεροι σύντομα γύρισαν πίσω. Η κομμουνιστική εξουσία είχε καταρρεύσει με εκπληκτική ταχύτητα σε έναν από τους πιο ορθόδοξους προμαχώνες της. Μέσα σε λίγες ημέρες καθαιρέθηκε ο Χόνεκερ και απολύθηκαν διεφθαρμένοι αξιωματούχοι ,σχηματίστηκαν μη κομμουνιστικές οργανώσεις και, παρά τις αντιρρήσεις του Κρένζ , η επανενοποίηση της Γερμανίας «μπήκε στην ατζέντα».

Η πτώση του Τοίχους του Βερολίνου σηματοδοτεί το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την έναρξή ,όπως είπαμε , της διαδικασίας για την επανένωση της Γερμανίας ,η οποία πραγματοποιήθηκε το επόμενο έτος ,στις 3 Οκτωβρίου του 1990 . Προηγουμένως , μέχρι τον Φεβρουάριο του 1990 ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κάποιας μορφής γερμανικής ενοποίησης ήταν αναπόφευκτη και ότι η ΕΣΣΔ θα μπορούσε να αποκομίσει περισσότερα οφέλη παίζοντας θετικό ρόλο στη διαδικασία. Αυτό που επιτάχυνε τη διαδικασία ξεπερνώντας και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις των παρατηρητών, και δη των αντίστοιχων Γερμανών, ήταν το συνδυαστικό αποτέλεσμα της οικονομικής κατάρρευσης της ΛΔΓ και των εκλογών που διεξήχθησαν εκεί τον Μάρτιο του 1990. Έχοντας πλέον πρόσβαση στα δυτικογερμανικά προϊόντα, που θεωρούνταν ανώτερα, οι Ανατολικογερμανοί δεν ήθελαν πια να αγοράζουν ανατολικά αγαθά. Η παραγωγή σταμάτησε. Ωστόσο, τα πιο ακριβά δυτικά καταναλωτικά αγαθά εξακολουθούσαν να παραμένουν απρόσιτα για τους Ανατολικογερμανούς, επειδή τα χρήματά τους ήταν σχεδόν άνευ αξίας όταν τα αντάλλασσαν με το γερμανικό μάρκο. Στις εκλογές , περισσότερο από το 40% των Ανατολικογερμανών ψήφισε το CDU του Κολ -ένα κόμμα χωρίς σχεδόν καμία βάση στα ανατολικά-απλώς και μόνο επειδή σκεφτόταν ότι κάτι τέτοιο θα επιτάχυνε την ενοποίηση. Το αποτέλεσμα εξέπληξε την Ευρώπη. Με το ίδιο κόμμα τώρα να κυβερνά και την Ανατολική και τη Δυτική Γερμανία, ήταν ότι η ενοποίηση δεν ήταν ένα ζήτημα που θα μπορούσε να αφεθεί για το μέλλον. Ήταν ένα ζήτημα που απαιτούσε επίλυση εδώ και τώρα.

Ενοποίηση..

Με τη Μαργκαρετ  Θάτσερ να μην κρύβει την αγανάκτησή της ,όλοι οι Δυτικοευρωπαίοι ηγέτες συντάχθηκαν πίσω από το πρόεδρο Μπους και τον καγκελάριο Κολ ξεκινώντας μία διαδικασία για τον καθορισμό των όρων της πλήρους επανένωσης της Γερμανίας. Οι λεγόμενες διαπραγματεύσεις «2+4» ( τα δύο γερμανικά κράτη και οι νικήτριες μεγάλες δυνάμεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ) ξεκίνησαν το Μάιο του 1990 , με το ερώτημα αν η ενωμένη Γερμανία θα μπορούσε να είναι μέλος του ΝΑΤΟ και τον ρυθμό της διαδικασίας ενοποίησης να αποτελούν τα βασικά σημεία τριβής. Προς έκπληξη των δυτικών δυνάμεων και προς απογοήτευση των Βρετανών περισσότερο και λιγότερο των Γάλλων ,ο Γκορμπατσώφ συμφώνησε όχι μόνο με την εισδοχή της ενωμένης Γερμανίας στο ΝΑΤΟ αλλά και με την ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός του έτους. Στη στάση αυτή είχαν συμβάλλει οι υποσχέσεις της Δυτικής Γερμανίας για περαιτέρω οικονομική βοήθεια στην ΕΣΣΔ. Αλλά ακόμα πιο σημαντική ήταν η πεποίθηση του Γκορμπατσώφ ότι το ΝΑΤΟ ή η Γερμανία δεν αποτελούσαν πλέον εχθρούς των Σοβιετικών. Αντίθετα , ήταν φίλοι και συνεργάτες. Όπως πολύ σωστά το έθεσε ο Κολ , στη συνάντησή τους τον Ιούλιο του 1990 κοντά στη Σταυρούπολη ,τη γενέτειρα του Γκορμπατσώφ: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε την ιστορία. Γιατί χωρίς γνώση της ιστορίας το παρόν δε μπορεί να γίνει κατανοητό ούτε να διαμορφωθεί το μέλλον . Οι περισσότεροι από τους παρόντες σε αυτό το τραπέζι ανήκουν κυρίως στη γενιά μου – βίωσαν το πόλεμο ως παιδιά , πολύ νέοι για να αισθανθούν ένοχοι, αλλά αρκετά μεγάλοι για να καταλάβουν. Ήταν καθήκον συνεπώς αυτής της γενιάς να διευθετήσει κάποια ζητήματα στο τέλος αυτού του αιώνα πριν παραδώσει τη σκυτάλη στην επόμενη γενιά»[6]. Όσο συγκινημένος και αν ήταν για την ενοποίηση και τη νέα γερμανορωσική σχέση, ο Κολ φρόντισε να δημιουργήσει τετελεσμένα , ώστε να καταστήσει αμετάκλητη τη διαδικασία της ενοποίησης. Το καλοκαίρι του 1990 , το γερμανικό μάρκο έγινε το επίσημο νόμισμα της Ανατολικής Γερμανίας και δημιουργήθηκε μία πλήρης «νομισματική, οικονομική και κοινωνική ένωση» των δύο κρατών. Οι δυτικογερμανικοί νόμοι εισήχθησαν σταδιακά στην Ανατολική Γερμανία και τον Αύγουστο το κοινοβούλιο της τελευταίας υπέβαλλε επίσημο αίτημα προς την κυβέρνηση της Δυτικής  Γερμανίας για να ενσωματωθεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ο Κολ ήξερε ότι οι γρήγορες αυτές κινήσεις θα ξεσήκωναν κριτική ακόμα και από τους Δυτικούς συμμάχους του, πάραυτα προτίμησε να πάρει το ρίσκο αυτό. Εκατοντάδες χιλιάδες Σοβιετικοί στρατιώτες εξακολουθούσαν να σταθμεύουν στην Ανατολική Γερμανία . Αν κάτι συνέβαινε στον Γκορμπατσώφ ο Κολ θα έπρεπε να είναι έτοιμος να συνδιαλλαχθεί με οποιαδήποτε κυβέρνηση τον αντικαθιστούσε στη Μόσχα. Μέχρι και τις τελικές διαπραγματεύσεις στη Μόσχα τον Σεπτέμβριο του 1990 ,δεν ήταν σαφές αν όλη η Γερμανία θα αποτελούσε έδαφος του ΝΑΤΟ και αν θα ανακτούσε την πλήρη εθνική της κυριαρχία αμέσως μετά την επανένωση. Οι Βρετανοί επέμεναν στο δικαίωμα των συμμαχικών στρατευμάτων του ΝΑΤΟ να εισέλθουν στη ,σύντομα πρώην, Ανατολική Γερμανία ,γνωρίζοντας ότι οι Σοβιετικοί θα απέρριπταν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο βετεράνος υπουργός Εξωτερικών της Δυτικής Γερμανίας Χανς Ντητριχ Γκενσερ δεν θα δεχόταν όμως αυτές τις τακτικές . Γεννημένος στην Ανατολική Γερμανία , ο Γκενσερ δεν ήθελε να καθυστερήσει η επανένωση. Επέμενε σε μία άμεση συμφωνία και σε πλήρη γερμανική κυριαρχία. Τελικά, η γνώμη των Γερμανών των Γάλλων και των Σοβιετικών υπερίσχυσε, αφού προηγουμένως ο καγκελάριος Κολ αναγνώρισε τη γραμμή Όντερ-Νάισσε ως σύνορο με τη Πολωνία ,των βρετανικών ενστάσεων και κατέληξαν σε μία πρόχειρη διευθέτηση της τελευταίας στιγμής: Τα μη γερμανικά στρατεύματα δε θα στάθμευαν μόνιμα, η συμφωνία προέβλεπε την αποχώρηση των Σοβιετικών στρατευμάτων σε τέσσερα χρόνια, ούτε θα αναπτύσσονταν στα ανατολικά , αλλά η ερμηνεία του όρου «αναπτύσσονταν» θα αποφασιζόταν από τη γερμανική κυβέρνηση «με λογικό και υπεύθυνο τρόπο, λαμβάνοντας υπόψιν τα συμφέροντα ασφαλείας» κάθε δύναμης. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1990, υπογράφτηκε το Σύμφωνο 2+4 , ανοίγοντας το δρόμο για την ενοποίηση της Γερμανίας τρεις εβδομάδες αργότερα. Ακόμα και ο έμπειρος διπλωμάτης Γκένσερ συγκινήθηκε κατά την υπογραφή: «Αυτή είναι μία ιστορική στιγμή για όλη την Ευρώπη και μία ευτυχισμένη στιγμή για τους Γερμανούς. Μαζί καταφέραμε να φτάσουμε πολύ μακριά σε σύντομο χρονικό διάστημα. […] Στις 3 Οκτωβρίου , οι Γερμανοί θα ζουν και πάλι σε ένα δημοκρατικό κράτος, για πρώτη φορά μετά από 57 χρόνια. Τώρα δε θέλουμε τίποτα περισσότερο από το να ζήσουμε με ελευθερία, δημοκρατία και ειρήνη με όλα τα άλλα έθνη»[7].    

Επίλογος

Εν τέλει, η Ανατολική Γερμανία είχε μία σύντομη αλλά πολύ πυκνή διαδρομή  μέσα στην ιστορία. Το πολιτικό-οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο της επηρέασε το ιστορικό της γίγνεσθαι και την κατέστησε κυρίαρχη ανάμεσα στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού παρόλο που το πεπρωμένο της ήταν εξαρχής, θα μπορούσαμε να πούμε προδιαγεγραμμένο… Η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας είχε την ατυχία να προσπαθεί να «αναπνεύσει» δίπλα στην πλέον πετυχημένη χώρα του δυτικού συνασπισμού, την Δυτική Γερμανία, με την εγκόλπωση και την αφομοίωση της από τη τελευταία να μοιάζει αναπόφευκτη. Παλεύοντας δίπλα σε ένα οικονομικό θαύμα το οποίο ξεκάθαρα επηρέαζε τους πολίτες της άλλης πλευράς ,με το βιοτικό τους επίπεδο να αντικατοπτρίζεται στο θαύμα αυτό, η θέση της Ανατολικής Γερμανίας υπονομευόταν από τους ίδιους τους Ανατολικογερμανούς αφού η επαφή τους με το αντίπαλο δέος ήταν παραπάνω από απτή. Με άλλα λόγια, ο κάθε ένας από τους πολίτες της ΛΔΓ μπορούσε ανά πάσα ώρα και στιγμή να συγκρίνει τη ποιότητα ζωής ,την ελευθερία και τα προνόμια που απολάμβανε ο ομοεθνής του από την άλλη πλευρά του Τείχους. Το μοντέλο που τελικά εφαρμόστηκε στην Ανατολική Γερμανία, πρότυπο για τον ανατολικό συνασπισμό, αποτέλεσε εξίσου πρότυπο και παράδειγμα στη πράξη, σύμφωνα με τα ιστορικά γεγονότα ,του συμπεράσματος που πολύ εύστοχα διατύπωσαν οι κοινωνιολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες  Seymour Martin Lipset και Gyorgy Bence πως η αποτυχία του κομμουνιστικού συστήματος δεν έγκειται στα πεπραγμένα στο εσωτερικό των κομμουνιστικών κρατών αλλά στο ότι δεν κατέστη δυνατό  στο σύστημα που υπηρέτησαν αυτά να δείξει το δρόμο στις δυτικές ανεπτυγμένες χώρες. Ουσιαστικά, ενώ η κομμουνιστική κοσμοθεωρία έβλεπε το κόσμο μέσα από υλιστικά πρίσματα, αδυνατούσε να αποδείξει με πραγματικούς υλικούς όρους ότι το μέλλον ανήκε στον κομμουνισμό και όχι στο καπιταλισμό. Εφόσον λοιπόν η Ανατολική Γερμανία δε μπορούσε να πείσει τους πολίτες της για την επιτυχία του εγχειρήματός της λόγω της εμφανούς υπεροχής του αντιπάλου μέσω της συνεχούς σύγκρισης η οποία αναπόφευκτα εξελισσόταν, ήταν καταδικασμένη να «πεθάνει» και να αφομοιωθεί, όπως είπαμε ,από την «άλλη» εκ δυσμάς Γερμανία.

Βιβλιογραφία

  • Στεφανίδης Δ. Ιωάννης , «Ψυχρός Πόλεμος». Εκδόσεις ΕΑΠ 2021.Πάτρα.
  • Χατζηβασιλείου Ευάνθης , «Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου». Εκδόσεις Πατάκη , Αθήνα, Νοέμβριος 2021.
  • John W. Young, « Η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου, 1945-1991, Πολιτική Ιστορία», Μετάφραση: Γιώργος Δεμερτζίδης, Εκδόσεις Πατάκη , Αθήνα, Ιανουάριος 2015.
  • John Lamberton Harper, «Ο Ψυχρός Πόλεμος», Επιστημονική Επιμέλεια: Θανάσης Σφήκας , Μετάφραση: Κώστας Σκορδύλης, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2021.
  • Odd Arne Westad, «Ο Ψυχρός Πόλεμος, Μια Παγκόσμια Ιστορία», Μετάφραση: Δέσποινα-Γεωργία Κωνσταντινάκου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2021.
  • Anna Funder, « Stasiland: Ιστορίες πίσω από το τείχος του  Βερολίνου.». Μετάφραση: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, Εκδόσεις Οκτώ, Αθήνα, Δεκέμβριος 2008.  
  • Derek H. Aldcroft, « Η Ευρωπαϊκή Οικονομία 1914-2000», Μετάφραση: Νικηφόρος Σταματάκης, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, Μάιος 2007.

[1] Stefan Doernberg and Deutsches Institut fur Zeitgeschichte, Kurze Geschichte der DDR (Berlin:Dietz, 1968), 239,241.

[2] ‘’Die Losung,’’ Bertolt Brecht, στο Gedichte , vol. 7 (Frankfurt am Main: Suhrkamp, 1964), 9.

[3] Ομιλία Μπραντ, 13 Αυγούστου 1961, Chronik der Mauer, https://www.chronik-der-mauer.de.

[4] 16 Οκτωβρίου 1961, Chronik der Mauer, https://www.chronik-der-mauer.de.

[5] Ο ηγέτης, πλέον του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) Βίλυ Μπραντ και ο σύμβουλος του Εγκον Μπαρ είχαν θέσει σε κίνηση μία νέα, πιο ανθεκτική πολιτική υφεσης, την Ostpolitik (πολιτική για την Ανατολή) η οποία βασιζόταν στην ιδέα της «αλλαγής μέσω της επαναπροσέγγισης». Οι στενότεροι δεσμοί με την Ανατολή θα βελτίωναν τη ζωή εκεί και θα μείωναν την αμοιβαία εχθρότητα.

[6] Όπως παρατίθεται στο Hanns Jurgen Kusters , ‘’ The Kohl-Gorbachev Meetings in Moscow and in the Caucasus, 1990, ‘’Cold War History 2, no. 2 (2002): 195-235.

[7] ‘’Address given by Hans-Dietrich Genscher at the signing of the Two Plus Four Treaty,’’ 12 Σεπτεμβρίου 1990.