Το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια και η διαφορά ανάμεσα στην ισότητα και τον εξισωτισμό

Απόψεις

H συζήτηση περί του νομοσχεδίου για τον γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών ‘‘πλαταίνει’’ και κορυφώνεται, και τούτο, αν μη τι άλλο, είναι υγιές δείγμα δημοκρατίας. Στην πρόσφατη μάλιστα επίσκεψή της στην Πιερία και στο πλαίσιο κομματικής εκδήλωσης, η Υπουργός Εσωτερικών κ. Κεραμέως υποστήριξε ότι ο γάμος και η τεκνοθεσία για τα μη ετερόφυλα ζευγάρια, πέραν από προεκλογική εξαγγελία της κυβέρνησης, είναι πρωτίστως θέμα ισότητας. Είναι, όμως, έτσι; Επειδή, λοιπόν, στη δημοκρατική συζήτηση ο αντίλογος, όταν υπάρχει και είναι δυνατόν να τεκμηριωθεί, είναι εκ των ουκ άνευ, ας προσπαθήσουμε όλοι να εννοήσουμε τον εννοιολογικό και νομικό πυρήνα της ουσίας του ζητήματος. Με βάση το Σύνταγμα, λοιπόν, ‘‘Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου’’ (άρθρο 4§1) ενώ ‘‘Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους’’ (άρθρο 21§1 εδ. α’).Η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα, που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων, που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει, τόσο τον κοινό νομοθέτη, κατά την ενάσκηση της νομοθετικής λειτουργίας, όσο και τη διοίκηση, όταν θεσπίζει, κατά νομοθετική εξουσιοδότηση, κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, στο πλαίσιο του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων (άρθρα 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος), ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους (Ολομέλεια Α.Π. 3/2017). Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, ο οποίος είναι έλεγχος ορίων και όχι έλεγχος της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή στην κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, η ευχέρεια να ρυθμίζουν με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μια από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια, που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν την εκδήλως άνιση μεταχείριση προσώπων, που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες ή την αυθαίρετη εξομοίωση προσώπων, που τελούν υπό ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες. Και μπορεί, μεν, σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης να θεσπίζει αποκλίσεις από τη συνταγματική αρχή της ισότητας, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, είναι πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας (Ολομέλεια ΣτΕ 17/2015, Α.Π. 1351/2017).

Από τη συνταγματική μας, λοιπόν, παράδοση και από τη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας προκύπτει ότι η έννοια της ισότητας ταυτίζεται με τη μεταχείριση όμοιων ή παρόμοιων προσώπων και καταστάσεων με όμοιο ή παρόμοιο τρόπο αλλά και με τη μεταχείριση ανόμοιων ή σχεδόν ανόμοιων προσώπων και καταστάσεων με ανόμοιο ή σχεδόν ανόμοιο τρόπο. Στην εφαρμογή της αρχής της ισότητας γίνεται ορθολογική στάθμιση των συνθηκών και των δεδομένων που ισχύουν σε αυτές. Συνεπώς, μεσολαβεί ο κοινός νους, ο σεβασμός στην ανθρώπινη φύση και στην ανθρώπινη σοφία και εμπειρία, η εκτίμηση της κοινωνικής νόρμας και της ιστορικής συγκυρίας, ώστε η άνω στάθμιση να οδηγήσει τελικά στη δικαιοσύνη, σε ένα δίκαιο και αποδεκτό αποτέλεσμα. Κατά την αρχή της ισότητας, επομένως, είμαστε όλοι ίσοι άλλα όχι ίδιοι.  

Η αρχή της ισότητας δεν εκάμπτετο αλλά αντιθέτως επιβεβαιωνόταν μέχρι σήμερα στο προκείμενο ζήτημα. Επειδή, λοιπόν, στον γάμο και στην κανονικότητα αυτού αποκτώνται τέκνα, οι (ετερόφυλοι) γονείς, αυτοί δηλαδή που παρήγαγαν την ανθρώπινη ύπαρξη, είναι και οι αμεσότεροι άνθρωποι στον κόσμο για τα τέκνα τους και άρα αυτούς αφορά φυσιολογικά το μεγάλωμα και η ανατροφή τους. Ένα ομόφυλο ζευγάρι όμως που προβαίνει σε ομοφυλοφιλικές ερωτικές πράξεις δεν αποκτά τέκνα. Έτσι, επειδή δεν είμαστε όλοι ίδιοι, άσχετα αν είμαστε ίσοι ενώπιον του νόμου, από ένα ζεύγος ανδρών ούτε το ένα ή το άλλο (ή αν υπάρχουν και περισσότεροι των δυο) μέλος ή τα μέλη δεν μπορεί/ μπορούν να είναι μητέρα ούτε να αναλάβει/ αναλάβουν τον ρόλο της μητέρας, όπως και από ένα ζεύγος γυναικών ούτε το ένα ή το άλλο (ή αν υπάρχουν και περισσότερες των δυο) μέλος ή τα μέλη δεν μπορεί/ μπορούν να είναι πατέρας ούτε να αναλάβει/αναλάβουν τον ρόλο του πατέρα

Αντίθετα, στον εξισωτισμό είμαστε όλοι ίσοι και ίδιοι ταυτόχρονα, χωρίς διάκριση. Σε πολλές περιπτώσεις, τούτος συνεπάγεται την ισοπέδωση και εξομοίωση όλων σε όλα και συνηγορεί στη συλλήβδην τοποθέτηση όλων, ανθρώπων και καταστάσεων, στον ίδιο ‘‘χυλό’’, σε μια ενιαία πραγματικότητα στην οποία δεν μετρούν οι ιδιότητες, η εφαρμογή κριτηρίων, ο ορθολογισμός ή η ιστορική πείρα. Εν προκειμένω, κατά τον εξισωτισμό, αφού τελούν γάμο ετερόφυλα ζευγάρια και κανονικά αποκτούν και τέκνα, δεν νοείται να ‘‘αδικούνται’’ μη ετερόφυλα ζευγάρια που ούτε γάμο τους επιτρέπεται να τελέσουν, ούτε παιδιά να αποκτήσουν. Έτσι, παρόλο που ab initio και de natura (εξαρχής και εκ φύσεως) δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση ούτε έχουν τις ίδιες ιδιότητες,  το ετερόφυλο και το μη ετερόφυλο ζευγάρι (ήτοι το ομόφυλο, το διεμφυλικό, το άφυλο ή και, γιατί όχι, η μίξη αυτών), στον εξισωτισμό ενδιαφέρει να είναι εξισωμένα. Αφού τελούν γάμο και αποκτούν τέκνα τα μεν, πρέπει οπωσδήποτε να τελούν γάμο και να αποκτούν τέκνα και τα δε. Κατά συνέπεια, στον εξισωτισμό είναι όχι μόνο αδιάφορο αλλά και απορριπτέο το σκεπτικό της αρχής της ισότητας περί όμοιας ρύθμισης σε όμοιες καταστάσεις ή, αντιστρόφως, ανόμοιων επιλογών για ανόμοιες οντότητες.

Επομένως, με βάση όλα τα παραπάνω, που και δεδομένα είναι και δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από τη λογική, ο γάμος και η τεκνοθεσία μη ετερόφυλων ζευγαριών δεν είναι πρακτική εφαρμογή και γνήσια, στο πεδίο της κοινωνίας και της πολιτικής, έκφραση της αρχής της ισότητας. Είναι νομοθετική πρωτοβουλία που εκπορεύεται από τη λογική και τις κεντρικές επιδιώξεις του εξισωτισμού.

Τι γίνεται όμως με την υιοθεσία; Σε αυτήν ‘‘καταφεύγουν’’ ζευγάρια που δεν έχουν ή δεν μπορούν να αποκτήσουν τέκνα. Δεν είναι, ωστόσο, αυτή μια ‘‘όμοια’’ κατάσταση τόσο για τα ετερόφυλα όσο και τα μη ετερόφυλα ζευγάρια; Εν προκειμένω, ούτε τα μεν ούτε τα δε, είναι σε θέση, μέσω των γενετήσιων πράξεων της αναπαραγωγικής διαδικασίας, να αποκτήσουν τέκνα, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί.

Η υιοθεσία όμως αφορά το βέλτιστο  συμφέρον του τέκνου, το οποίο είναι αδιαμφισβήτητα αποκρυσταλλωμένο στο διάβα των αιώνων, δηλαδή το δικαίωμά του να μεγαλώνει σε μια οικογένεια με πατέρα και μητέρα. Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη, το συμφέρον του παιδιού να μεγαλώνει σε υγιές περιβάλλον, ο νομοθέτης, δίνοντας το δικαίωμα της υιοθεσίας σε μη έχοντα τέκνα ετερόφυλα ζευγάρια, έρχεται να αναπληρώσει την ατέλεια της Φύσης του όποιου ετερόφυλου ζευγαριού, τη βιολογική αβελτηρία του να αποκτήσει αυτό που κατά κανόνα και κατά φύση θα αποκτούσε, δηλαδή το τέκνο. Εδώ, το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου εκπληρώνεται, διότι δίνεται η δυνατότητα στο ετερόφυλο ζευγάρι να διαδραματίσει, προς όφελος του τέκνου, τον παναιώνιο, κλασσικό του ρόλο, ο μεν άνδρας του ζευγαριού τον ρόλο του πατέρα, η δε γυναίκα τον ρόλο της μητέρας.

Η υιοθεσία για τα μη ετερόφυλα ζευγάρια, ωστόσο, δεν είναι το ίδιο και το αυτό, μια κατάσταση όμοιων δεδομένων για την οποία πρέπει να αποδοθούν σε όλους (ετερόφυλα και μη ετερόφυλα ζεύγη) τα ίδια δικαιώματα. Εδώ, ο νομοθέτης δεν βασίζεται στο συμφέρον του τέκνου, στη φυσικώ δικαίω δυνατότητά του να έχει πατέρα και μητέρα, ούτε αναπληρώνει με κοινωνικά δίκαιο τρόπο, όπως στην κανονική υιοθεσία, μια ατέλεια της Φύσης. Εκλαμβάνοντας ως ‘‘πολτό’’ την κοινωνία, ‘‘ξανοίγεται’’ στην εναλλακτικότητα και ουσιαστική μεθερμηνεία της έννοιας της οικογένειας, αδιαφορεί για τα πρότυπα και αναγνωρίζει ότι ένα παιδί μπορεί να υιοθετείται από μια συλλογικότητα ή ένωση προσώπων, την οποία κατόπιν τελέσεως γάμου τη ‘‘βαφτίζει’’ ως ‘‘οικογένεια’’, και χωρίς έτσι να έχει πατέρα και μητέρα αλλά απλά ‘‘νομιμοποιημένους παραστάτες’’ που (θα) είναι μέχρι την ενηλικίωση του υπεύθυνοι για αυτό. Συντελεί, λοιπόν, (ο νομοθέτης) κατά τον τρόπο αυτό και με τη συγκεκριμένη λογική στην πλάση μιας νομικής ‘‘κατασκευής’’ που στην ουσία είναι (και θα μπορούσε να ονομαστεί) ‘‘παρά φύσιν μετα-οικογένεια’’. Διαφωνεί κάποιος(;) ή τούτο είναι απολύτως ξεκάθαρο;

Εν πάση περιπτώσει, πληροφορούμαι (χωρίς να είμαι σε θέση να ελέγξω την εγκυρότητα της πληροφορίας) ότι άνθρωπος του Μεγάρου Μαξίμου στο ‘‘φροντιστήριο’’ προς τους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος, τους δείχνει έναν χάρτη της Ευρώπης στον οποίο είναι τραβηγμένη μια διαχωριστική γραμμή. Από τη μια πλευρά, οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης, η πλειονότητα των οποίων επιτρέπει τον γάμο των μη ετερόφυλων ζευγαριών, και από την άλλη, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στις οποίες δεν επιτρέπονται τέτοιου είδους γάμοι. Ο συγκεκριμένος αξιωματούχος, μάλιστα, λένε ότι θέτει στους βουλευτές και το ‘‘μεγαλοφυές’’ δίλημμα: ‘‘Με ποια Ευρώπη θέλουμε να είμαστε, σε ποια Ευρώπη θέλουμε να ανήκουμε;’’. Είναι όμως τούτο ένα κομβικό ερώτημα ουσίας ή ένα κίβδηλο δίλημμα;

Καταρχάς, αν ευσταθούν όλα τα παραπάνω, είναι αλήθεια φυσικά ότι η Ελλάδα, συμμετέχουσα στους δομικούς σχηματισμούς και τα θεσμικά μορφώματα του Δυτικού Κόσμου, έχει ήδη επιλέξει στρατηγικά τη συμπόρευσή της με τον γεωπολιτικό και γεωοικονομικό σχεδιασμό της Δύσης. Η ένταξη της χώρας, άλλωστε, στην τότε ΕΟΚ το 1981 έγινε κατόπιν της διαδικασίας προσχώρησης που ξεκίνησε το 1979 με την υποβολή αιτήματος της τότε κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή (ΝΔ). Μάλιστα, όλα αυτά είναι γνωστά και δεν αμφισβητούνται, αντιθέτως επιβεβαιώθηκαν ακόμη και από το επώδυνο και ρισκογόνο ‘‘πείραμα’’ του 2015.

Δεν ήξερα όμως ότι κάποιοι θεωρούν ότι το ‘‘ανήκομεν εις τη Δύση’’ αυτομάτως συνεπάγεται την απώλεια της εθνικής ιδιοπροσωπείας μας. Ότι η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή από το να ‘‘πιθηκίζει’’ απλώς σε ό,τι συμβαίνει στη Δύση, ότι οφείλει ανυπερθέτως να ενσωματώνει ‘‘τυφλά’’ και άκριτα όποια επιλογή, τάση ή συνήθεια εμφανίζεται ή δοκιμάζεται στις κοινωνίες του Δυτικού Κόσμου. Ότι είναι άβουλο και χειραγωγούμενο ενεργούμενο σε ό,τι λανσάρει η πολιτικο-κοινωνική ατζέντα της Δύσης, χωρίς να αντλεί συλλογιστική κατεύθυνση και βουλητική ισχύ από τις δικές της παραδόσεις, τη δική της κουλτούρα και τη δική της μακραίωνη Ιστορία. Όπως και δεν ξέρω, επίσης, αν έστω και ένας βουλευτής από αυτούς που πήραν μέρος στο ‘‘φροντιστήριο’’, άρθρωσε κάποια λέξη σε ό,τι του είπαν για να (σώνει και καλά και πάση θυσία) τον πείσουν υπέρ του ‘‘πρωτοποριακού’’ νομοσχεδίου…