Το χρονικό της δολοφονίας της 54χρονης γυναίκας στη Νίκαια από το σύζυγο της, πέραν του ότι αφήνει στην ελληνική κοινωνία ένα ακόμη αποτύπωμα βίας και νοσηρότητας, επαναφέρει στο προσκήνιο -κατά κύριο λόγο στα πλαίσια της παρουσίασης του θέματος από τα ΜΜΕ- τον όρο «γυναικοκτονία», το έγκλημα μίσους , δηλαδή, που βασίζεται στο φύλο, άλλως το έγκλημα που διαπράττεται από έναν άνδρα επειδή ακριβώς το θύμα είναι γυναίκα.
Δυστυχώς, όμως, η συστηματική χρήση του παραπάνω όρου τα τελευταία χρόνια και με αφορμή αντίστοιχα περιστατικά μαρτυρά μεν πλήρη άγνοια των θεμελιωδών κανόνων του δικαίου σε εθνικό, ενωσιακό και διεθνές επίπεδο, συντελεί δε στην απόκτηση σφοδρών προκαταλήψεων και πρωτόγονων αντανακλαστικών εναντίον του γυναικείου φύλου.
Ολοένα και πληθαίνουν στη χώρα μας οι φωνές που επιζητούν είτε την επιβολή με διάφορους τρόπους αυστηρότερων ποινών σε περιπτώσεις «γυναικοκτονιών» είτε την τυποποίηση του φαινομένου σε αυτοτελές ποινικό αδίκημα. Θα μπορούσε, όμως, να ευδοκιμήσει στην ελληνική έννομη τάξη η λήψη νομοθετικής πρωτοβουλίας για τη διάκριση της ανθρωποκτονίας από την «γυναικοκτονία»;
Τόσο τα εθνικά όσο και τα ενωσιακά και διεθνή νομικά κείμενα έχουν αναγάγει τον άνθρωπο σε υπέρτατη αξία, ανεξάρτητα από το φύλο και οποιαδήποτε άλλη βιολογική ή κοινωνική ιδιότητα του. Για χάρη του ανθρώπου (υπό τη σωματική, πνευματική και κοινωνική υπόστασή του) οργανώνεται η έννομη τάξη και για χάρη του ανθρώπου νομιμοποιείται η εξουσία σε κάθε της μορφή. Καθήκον των θεσμών και των πολιτειακών οργάνων είναι η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας από κάθε πιθανή απειλή και ιδίως από τη χρησιμοποίηση της ως ανδράποδο για την εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, ο μόνος νομικά αποδεκτός όρος, ο οποίος επ’ ουδενί δύναται να αντικατασταθεί ή να υποκατασταθεί από κάποιον άλλον, σε περίπτωση θανατώσεως ενός προσώπου από κάποιο άλλο, είτε από πρόθεση, είτε από αμέλεια, είναι ο όρος ανθρωποκτονία. Τυχόν υιοθέτηση του όρου «γυναικοκτονία» ή αντίστοιχα του όρου «ανδροκτονία» θα σημάνει την απαγκίστρωση του πυρήνα του δικαίου από την ανθρώπινη υπόσταση, με απόρροια ο τελευταίος να πληγεί ανεπανόρθωτα.
Εν κατακλείδι, κανένα ιδιαίτερο αδίκημα «γυναικοκτονίας» δεν μπορεί να υπάρξει και καμία ποινή βαρύτερη από αυτή της ισόβιας κάθειρξης που προβλέπεται για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως δεν μπορεί να επιβληθεί. Οποιαδήποτε αντίθετη θεώρηση ή πρόταση προερχόμενη από το νομικό κόσμο στερείται αναγκαιότητας και αντίκειται σε θεμελιώδεις κανόνες του δικαίου.