Ta chips και η νανοτεχνολογία της Ταιβάν ως θρυαλλίδα στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας

Απόψεις

Τι σχέση μπορεί να έχουν, άραγε, η προηγμένη και κατά γεωμετρική πρόοδο εξελισσόμενη τεχνολογία στον τομέα των ημιαγωγών (semiconductors) με τον φημολογούμενο, μετά και από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, κίνδυνο παγκόσμιας ανάφλεξης; Το ερώτημα, όσο και αν φαινομενικά δεν ‘‘συγκινεί’’ πολλούς, κατά την προσωπική μου αντίληψη τουλάχιστον, είναι από τα πιο ‘‘καυτά’’ που έχει να αντιμετωπίσει η ατζέντα της γεωπολιτικής και γεωοικονομικής διάδρασης στον Πλανήτη και από τις ‘‘απαντήσεις’’ που θα δοθούν σε αυτό θα εξαρτηθούν πολλά από όσα θα καταγράψει η παγκόσμια Ιστορία τα επόμενα χρόνια.

Τα μικροκυκλώματα (chips) που εμπεριέχονται στα ολοκληρωμένα κυκλώματα (semiconductors) είναι το πολύτιμο κατασκευαστικό εξάρτημα για όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα υψηλής τεχνολογίας που χρησιμοποιούνται σε ένα ευρύ φάσμα προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των smartphones, των ηλεκτρικών οχημάτων και των αεροσκαφών. Οι ημιαγωγοί, λοιπόν,  είναι ενσωματωμένοι σε κάθε ηλεκτρονική συσκευή και αποτελούν ταυτόχρονα και βασικό λειτουργικό παράρτημα σχεδόν κάθε κατασκευαστικού project της πολεμικής βιομηχανίας. Είναι το υλικό ‘‘κλειδί’’ που θα μας οδηγήσει από τα 5G δίκτυα στο διαδίκτυο των πραγμάτων (internet of things) και από τις εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης (Artificial Intelligence) στα κέντρα-κόμβους δεδομένων (data centers). Πρακτικά, συνιστούν τους ‘‘εγκεφάλους’’ όλου του σύγχρονου υλικού τεχνολογικού εξοπλισμού και των χιλιάδων έξυπνων συσκευών που αναμένεται να αλλάξουν τον ιστορικό ρου της Ανθρωπότητας.

Η κατασκευή προηγμένων chips απαιτεί τη χρήση πολύπλοκου λογισμικού, εκρηκτικών χημικών ουσιών, εξαιρετικά καθαρού πυριτίου και μηχανών που κοστίζουν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια για να σχηματίσουν τρανζίστορς μεγέθους δισεκατομμυρίων νανομέτρων σε ‘‘γκοφρέτες’’ πυριτίου. Συνεπώς, δεν είναι κάτι απλό, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι ένα νανόμετρο (nm) είναι το ένα δισεκατομμυριοστό του μέτρου.

Στην παραγωγή, λοιπόν, αυτών των εξοπλιστικών υλικών που αποτελούν το ‘‘κλειδί’’ της μετάβασης της Ανθρωπότητας σε μια νέα φάση της Ιστορίας της, η Ταϊβάν, η νήσος που κείται στη Σινική Θάλασσα, νοτιοανατολικά της Κίνας, κατέχει ‘‘τρομακτικά’’ προεξέχουσα θέση. Η Ταϊβάν κατασκευάζει το 65% των ημιαγωγών παγκοσμίως και σχεδόν το 90% των προηγμένων chips. Έχοντας ως ‘‘ναυαρχίδα’’ της την πολυεθνική εταιρία κατασκευής ημιαγωγών ‘‘Taiwan Semiconductor Manufacturing Corporation’’ (TSMC), τη μεγαλύτερη του Κόσμου στον τομέα,  ελέγχει παράλληλα και το 53% της αγοράς σιδηροχυτηρίου (100-day-supply-chain-review-report.pdf (whitehouse.gov). Χαρακτηριστικά, το 2021 η Ταϊβάν είχε μερίδιο της τάξης του 26% στα παγκόσμια έσοδα από την κατασκευή ημιαγωγών και 61% στα παγκόσμια έσοδα σιδηροχυτηρίου (foundry) -ίδετε για περισσότερα στη διεύθυνση https://www.theregister.com/2022/04/26/trendforce_foundry_capacity/#:~:text=Taiwan%20dominates%20the%20world’s%20semiconductor,to%20market%20intelligence%20firm%20TrendForce-.

Κατέχοντας περίπου και το 55% της παγκόσμιας αγοράς συμβολαίων για την κατασκευή chips, δηλαδή παραπάνω ποσοστό (!) και από το 40% που ο ΟΠΕΚ κατέχει για την παγκόσμια προμήθεια πετρελαίου (The Chips That Make Taiwan the Center of the World | Time), παράγει παρασάγγας μακράν τη μεγαλύτερη ποσότητα από τους πιο προηγμένους επεξεργαστές στον Κόσμο. Έχει μάλιστα τεκμηριωθεί ότι κάθε χρόνο το 1/3 της νέας ισχύος των υπολογιστών (computers) όλου του Πλανήτη, ισχύος που προστίθεται κάθε φορά στην ήδη υπάρχουσα για να λειτουργήσει ο ηλεκτρονικά διασυνδεδεμένος Κόσμος μας, το παρέχει η Ταϊβάν! Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που η βιομηχανία ημιαγωγών της χώρας αυτής είναι παγκοσμίως γνωστή και ως ‘‘Taiwan’s Silicon Shield’’.

Συγκριτικά, αναφορικά με τις δυο σημερινές ‘‘υπερδυνάμεις’’, η Κίνα παράγει λίγο πάνω από το 5% της παγκόσμιας ποσότητας ημιαγωγών ενώ οι ΗΠΑ παράγουν περίπου το 10%, σύμφωνα με αναλυτές της αγοράς (https://www.voanews.com/a/race-for-semiconductors-influences-taiwan-conflict-/6696432.html). Γίνεται, επομένως, άμεσα αντιληπτό το γεγονός της τρομακτικής σημασίας που αποκτά η Ταϊβάν για τους Αμερικανούς και τους Κινέζους στο πλαίσιο ενός ολοένα και πιο αυξανόμενου και σκληρά αδυσώπητου τεχνοικονομικού (κυρίως) και γεωπολιτικού (ευρύτερα) παγκόσμιου ανταγωνισμού.

Σε πρόσφατη, λοιπόν, αμερικανική έρευνα (100-day-supply-chain-review-report.pdf (whitehouse.gov) γράφεται ξεκάθαρα ότι οι ΗΠΑ είναι σοβαρά εξαρτημένες από την TSMC για την παραγωγή chips τελευταίας λέξης της τεχνολογίας,  το δε γεγονός ότι η άνω ταϊβανέζικη εταιρία μαζί με τη νοτιοκορεατική Samsung είναι σε θέση να κατασκευάσουν τις πιο προηγμένες μορφές ημιαγωγών (5 nm σε μέγεθος) και παράλληλα η εξασφάλιση από τις ΗΠΑ σημαντικού μεριδίου στην τρέχουσα και πολύ περισσότερο μελλοντική εφοδιαστική αλυσίδα των chips συνδέεται από τους Αμερικανούς στενά και άμεσα με την εθνική ασφάλεια και με τις κρίσιμες υποδομές τους.

Η προσπάθεια των Αμερικανών, δεδομένου ότι οι αμερικανικές εταιρίες κατασκευής ημιαγωγών όπως η ‘‘Intel’’, είναι βαριά εξαρτημένες από την προμήθεια ταϊβανέζικης ‘‘πρώτης ύλης’’, επικεντρώνεται στο να πείσουν την TSMC να φιλοξενήσει παραρτήματα της και να μεταφέρει τεχνογνωσία στις ΗΠΑ, σταματώντας παράλληλα να προμηθεύει εξελιγμένα συστήματα στην Κίνα.

Από την άλλη, τυχόν απώλεια των ταϊβανέζικων ημιαγωγών θα συνθλίψει την κινέζικη βιομηχανία. Το μερίδιο της Κίνας επί της παγκόσμιας ζήτησης chips ανέρχεται στο 60% και μάλιστα περισσότερο από το 90% των ημιαγωγών που χρησιμοποιούνται στην κινέζικη βιομηχανική και εν γένει τεχνολογική παραγωγή είτε εισάγονται (κυρίως από την Ταιβάν) είτε κατασκευάζονται σε κινέζικο έδαφος από ξένους προμηθευτές.

Γι’ αυτόν τον λόγο, η Κίνα πιέζεται να ενισχύσει τη δική της εγχώρια παραγωγική ικανότητα επί των ημιαγωγών. Το Πεκίνο μάλιστα σκοπεύει να δαπανήσει 150 δισ. δολάρια (!) για να επεκτείνει την επί του κλάδου βιομηχανία και να είναι πιο αυτοδύναμο και ήδη κάνει σχέδια για την όσο τον δυνατόν ταχύτερη κατασκευή νέων εργοστασίων παραγωγής ημιαγωγών.

Στον αντίποδα, ο Πρόεδρος Biden υπέγραψε μέσα στο 2022 τον πολυαναμενόμενο νόμο ‘‘CHIPS and Science Act’’ (592E23A5-B56F-48AE-B4C1-493822686BCB (senate.gov), στο πλαίσιο του οποίου θα διατεθούν περίπου 53 δισ. δολάρια για την προώθηση της παραγωγής microchips στις ΗΠΑ. Ο Αμερικανός Πρόεδρος μάλιστα δήλωσε ότι η εν λόγω νομοθεσία θα βοηθήσει να κερδηθεί για τις ΗΠΑ ο οικονομικός ανταγωνισμός στον 21ο αιώνα!

Περαιτέρω, εκτός από τα πολυσυζητημένα 53 δισ. δολάρια που προορίζονται για την εγχώρια παραγωγή και έρευνα ημιαγωγών, ο νόμος για τα chips εκχωρεί 500 εκατ. δολάρια για 5 χρόνια σε ένα Διεθνές Ταμείο Ασφάλειας και Καινοτομίας Τεχνολογίας (ITSI). Στόχος του ταμείου αυτού είναι να παράσχει διεθνή ασφάλεια τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών και δραστηριότητες αλυσίδας εφοδιασμού ημιαγωγών, συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης της ανάπτυξης και υιοθέτησης ασφαλών και αξιόπιστων τεχνολογιών τηλεπικοινωνιών, ασφαλών αλυσίδων εφοδιασμού ημιαγωγών και άλλων αναδυόμενων τεχνολογιών (https://www.csis.org/analysis/state-department-needs-spend-its-chips-fund-wisely).

O ιστότοπος της TSMC, μάλιστα, αναφέρει ότι αυτή κατασκευάζει ένα εργοστάσιο κατασκευής στην πολιτεία της Αριζόνα των ΗΠΑ, όπου από το 2024 θα ξεκινήσει να παράγει πλάκες ημιαγωγών χρησιμοποιώντας προηγμένη τεχνολογία 5 νανομέτρων.

Παρά ταύτα, ένα ταμείο αυτού του μεγέθους, όπως το παραπάνω (ITSI), εκτιμάται ότι δεν πρόκειται να συμβάλει τόσο σημαντικά στον στόχο της ενίσχυσης της παραγωγής ημιαγωγών στις ΗΠΑ, τη στιγμή που το κόστος ενός και μόνο εργοστασίου κατασκευής τσιπ ημιαγωγών, γνωστού και ως ‘‘fab’’, μπορεί να φτάσει τα 10-20 δισ. δολάρια. Την ίδια ώρα, μάλιστα, που η Ταϊβάν δείχνει ξανά να ‘‘ξεφεύγει’’ και να ετοιμάζεται να παράγει chips ενός νανομέτρου(!) συνδυάζοντας δισδιάστατα (2D) υλικά με ημιμεταλλικό βισμούθιο (https://www.edn.com/tsmc-approaching-1-nm-with-2d-materials-breakthrough/).

Έπειτα από όλα τα παραπάνω, λοιπόν, το μέγα ζητούμενο για τα παγκόσμια τεκταινόμενα είναι το πώς τοποθετούνται η Κίνα και οι ΗΠΑ αναφορικά με την Ταϊβάν, έχοντας ασφαλώς υπόψη τους την τεράστια σημασία της για τη μετάβαση σε ένα πιο ‘‘φαντασμαγορικό’’ (;), πιο αλλιώτικο (;) ή και πιο επικίνδυνο (;) ανθρώπινο μέλλον.

Καταρχάς, στο παντελώς πρόσφατο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, o Xi Jiping ήταν συγκλονιστικά, κατά τη γνώμη μου, σαφής. Εκφράζοντας λάβρος το δόγμα της ‘‘μίας και ενιαίας Κίνας’’ τόνιζε πανταχόθι: ‘‘Αντιτιθέμεθα αποφασιστικά στις αυτονομιστικές πράξεις της «ανεξαρτησίας της Ταϊβάν», αντιτιθέμεθα αποφασιστικά στις παρεμβάσεις εξωτερικών δυνάμεων’’. Μάλιστα, για τον Κινέζο ηγέτη ‘‘η πραγματοποίηση της πλήρους επανένωσης της πατρίδας είναι το ακλόνητο ιστορικό καθήκον του κόμματος, η κοινή φιλοδοξία όλων των Κινέζων και αναπόφευκτη απαίτηση για την πραγματοποίηση της μεγάλης αναζωογόνησης του κινέζικου έθνους’’. Γι’ αυτό, είπε ότι όλοι οι Κινέζοι πρέπει να προωθήσουν αταλάντευτα τη μεγάλη υπόθεση της εθνικής επανένωσης (δηλαδή της επανένωσης της Κίνας με την Ταϊβάν).

Τα λόγια, λοιπόν, του Xi Jiping δεν αφήνουν κανένα σημείο θολό, δεν ‘‘γεννούν’’ καμία αμφισημία: ‘‘Επιμένουμε στην προοπτική της ειρηνικής επανένωσης (με την Ταϊβάν) με τη μεγαλύτερη δυνατή ειλικρίνεια και με τις καλύτερες προθέσεις αλλά ποτέ δεν θα υποσχεθούμε ότι θα εγκαταλείψουμε τη χρήση βίας και επιφυλασσόμαστε να λάβουμε όλα τα απαραίτητα μέτρα. Οι ιστορικοί τροχοί της εθνικής επανένωσης και της εθνικής αναζωογόνησης κυλούν μπροστά μας και η πλήρης επανένωση της πατρίδας μπορεί και πρέπει να πραγματοποιηθεί’’.

Από την άλλη, οι ΗΠΑ μπορεί, πολύ παλαιότερα, με τη ‘‘Διακοίνωση της Σαγκάης’’ του 1971 και το ‘‘νόμο για την Ταϊβάν’’ του 1979 να αναγνώριζαν το δόγμα της ενιαίας Κίνας, σήμερα όμως είναι όχι  μόνο ‘‘αδιανόητο’’ για αυτούς να πέσει, μετά από μια πιθανή επανένωση, η Ταϊβάν στα χέρια της Κίνας αλλά συνιστά ο αποκλεισμός μιας τέτοιας επανένωσης ‘‘βαθιά κόκκινη γραμμή’’ της παγκόσμιας στρατηγικής τους κοσμοθεωρίας.

Διαβάζοντας κανείς την προσφάτως δημοσιευθείσα εθνική στρατηγική ασφαλείας των ΗΠΑ (National Security Strategy, Biden-Harris-Administrations-National-Security-Strategy-10.2022.pdf) δεν αμφιβάλλει καθόλου για τις προθέσεις των Αμερικανών. Ο ‘‘Ινδο-Ειρηνικός’’ (Indo-Pacific), όπου βρίσκεται το νησί της Ταϊβάν, είναι πια δεδηλωμένα το επίκεντρο του αμερικανικού γεωπολιτικού ενδιαφέροντος, όσον αφορά τις παγκόσμιες εξελίξεις. Κανένα μέρος του Πλανήτη δεν πρόκειται να έχει μεγαλύτερη σπουδαιότητα για αυτούς από ό,τι ο Ινδο-Ειρηνικός*.

Η στρατηγική, μάλιστα, προσέγγιση των Αμερικανών εστιάζει για αυτήν την συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη στη σύσφιξη των σχέσεων τους με τους εκεί συμμάχους τους, όπως η Αυστραλία, η Ιαπωνία, η Νότιος Κορέα, οι Φιλιππίνες και η Ταϊλάνδη αλλά και στη συνεργατική ώσμωση των φίλιων δυνάμεων μέσα από δομές γεωπολιτικής συμπόρευσης, όπως η ‘‘AUKUS’’ και η ‘‘QUAD’’.

Ακόμη πιο σαφείς, ωστόσο, γίνονται οι Αμερικανοί στο νόμο για την πολιτική τους για την Ταϊβάν (αξίζει να δείτε την ‘‘The Taiwan Policy Act of 2022’’, https://www.foreign.senate.gov/imo/media/doc/SBS%20Taiwan%20Policy%20Act%20FINAL%20(1).pdf). Δεν είναι απλά και μόνο η τακτική οικονομική βοήθεια ύψους 4,5 δισ. δολαρίων που θα παρέχουν προς τους Ταϊβανέζους για στρατιωτικούς εξοπλισμούς και η επί μια 4ετία πρόσθετη οικονομική συνδρομή 2 δισ. δολαρίων για στρατιωτικούς σκοπούς, είναι η σαφής δήλωσή τους για ακόμη και για πολεμική ανάμιξή τους στην περιοχή προκειμένου να αντιμετωπίσουν την ‘‘κινεζική επιθετικότητα’’ (Chinese aggression) αυτή που δημιουργεί ένα απολύτως πυρίκαυστο γεωπολιτικό σκηνικό για τη συγκεκριμένη ‘‘γωνιά’’ του Πλανήτη!

Μετά, λοιπόν, από μια πιθανή στρατιωτική σύγκρουση στην Ταϊβάν, το συνολικό κόστος της έλλειψης ημιαγωγών παγκοσμίως θα μπορούσε να μετρηθεί (μόνο) σε τρισεκατομμύρια δολάρια. Η απώλεια, άλλωστε, του 1/3 της ετήσιας παραγωγής (από την Ταϊβάν) της υπολογιστικής ισχύος (computing power) για όλον τον Πλανήτη θα μπορούσε να είναι μακράν πιο δαπανηρή από την πανδημία του Covid και τις οδυνηρές συνέπειες των ‘‘lockdown’’. Προσωπικά, λοιπόν, δεν θα μπορούσα παρά να συμφωνήσω με όσα είχε δηλώσει ο Lyle Goldstein, πρώην Καθηγητής στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ναυτικού Πολέμου, μετά την επίσκεψη της  Προέδρου της Αμερικανικής Βουλής στην Ταϊβάν, Nancy Pelosi, τον Αύγουστο: ‘‘Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι το μέλλον της Ανθρωπότητας ίσως εξαρτηθεί από την ουσιαστική σχέση ΗΠΑ-Κίνας’’.*

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

 Relations and the political science

*Στη σελίδα 38 της ‘‘USA National Security Strategy’’ (2022) γράφεται επακριβώς: ‘‘We have entered a consequential new period of American foreign policy that will demand more of the United States in the Indo-Pacific than has been asked of us since the Second World War. No region will be of more significance to the world and to everyday Americans than the Indo-Pacific’’.

Η μετάφραση: ‘‘Έχουμε εισέλθει σε μια νέα σημαντική περίοδο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής που θα απαιτεί περισσότερα από τις ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό από όσα απαιτούνταν από εμάς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Καμία περιοχή δεν θα έχει μεγαλύτερη σημασία για τον Κόσμο και για τον κάθε Αμερικανό από όση θα έχει ο Ινδο-Ειρηνικός’’.

*Τα ακριβή λόγια του κ. Lyle Goldstein είναι τα εξής “It is no exaggeration to say that the future of humanity may depend on a pragmatic U.S.-China relationship.” (Pelosi’s Taiwan Visit Ends With Chinese Military Drills | Time)