Η υπόθεση του Δημήτρη Λιγνάδη, πρώην ισχυρού άνδρα της πρώτης κρατικής σκηνής, που ήρθε στο φως της δημοσιότητας το Φεβρουάριο του 2021, διέθετε εξ’ αρχής βαρύτατο πολιτικό και κοινωνικό φορτίο, καλλιεργώντας καθ’ όλη τη διάρκεια της πολύμηνης διεξαγωγής της ακροαματικής διαδικασίας ιδιαίτερη προσμονή στους κόλπους της κοινής γνώμης αναφορικά με τη δικαστική ετυμηγορία.
Μολαταύτα, η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών να χορηγήσει αναστολή μετά την άσκηση έφεσης κατά της απόφασης με την οποία ο πρώην καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 12 ετών δίχασε τόσο τους παράγοντες της ποινικής δίκης όσο και τον κοινωνικό ιστό, το αίσθημα του οποίου για τη Δικαιοσύνη φέρεται να υφίσταται δοκιμασία για πολλοστή φορά το τελευταίο χρονικό διάστημα
Η αναστάτωση που επήλθε τις τελευταίες ημέρες από τη σχετική δικαιοδοτική κρίση κρίνεται βέβαια εύλογη δεδομένης της απαξίας των αδικημάτων (τα φερόμενα θύματα είναι ανήλικοι), της αναγνωρισιμότητας του κατηγορουμένου και της αναντιστοιχίας ανάμεσα στην επιβληθείσα ποινή και τη μη παραμονή του καταδικασθέντος εντός της φυλακής. Δυστυχώς, όμως, η αναστάτωση αυτή συνοδεύεται από μια άνευ ορίων κακοπροαίρετη αμφισβήτηση των θεσμών της Ποινικής Δικονομίας καθώς διάφορες σειρήνες κάνουν λόγο για «προσωρινή αποφυλάκιση» του ηθοποιού, εξυπηρετώντας μάλλον βέβηλες μικροπολιτικές σκοπιμότητες.
Για λόγους νομικής ακριβολογίας κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί πως η νομοθετική πρόβλεψη περί χορήγησης αναστολής εκτέλεσης της ποινής μέχρι την έκδοση της απόφασης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν αποτελεί ελληνική εφεύρεση. Τουναντίον, απαντάται ως ρύθμιση σε όλα τα νομικώς προηγμένα και ευνομούμενα κράτη. Στην προκειμένη περίπτωση, το άρθρο 497§8 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εισήχθη με το άρθρο 27 του Νόμου 3904/2010 και μηδαμώς σχετίζεται με τις νομοθετικές μεταβολές που επήλθαν με την εκπόνηση των νέων Κωδίκων 2019. Αποτελεί δε αδήριτη ανάγκη να σημειωθεί πως η επίμαχη διάταξη προωθεί ως κανόνα τη χορήγηση της αναστολής και απαιτεί ειδική αιτιολόγηση για την επιλογή μη χορήγηση της. Θα συνιστούσε, όμως, σκόπιμη παράλειψη η αποφυγή αναφοράς στην πρακτική των δικαστηρίων να μην χορηγούν την αναστολή εκτέλεσης όταν η επιβληθείσα ποινή υπερβαίνει τα 10 χρόνια κάθειρξης.
Περαιτέρω, η ανωτέρω ρύθμιση ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις επιταγές του τεκμηρίου αθωότητας και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, σταθμίζει δε απόλυτα τον κίνδυνο ανεπανόρθωτης βλάβης που ενέχει η έκτιση της ποινής του καταδικασθέντος, ιδιαίτερα στην περίπτωση που το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκφέρει εν τέλει ευνοϊκότερη για το πρόσωπο του κρίση. Η γόνιμη προβληματική έγκειται στο ότι η εύστοχη αυτή πρόβλεψη πολύ συχνά δεν αποδίδει καρπούς ένεκα της μη εκδίκασης της δευτεροβάθμιας δίκης σε εύλογο και σύντομο χρόνο.
Εν κατακλείδι, προς αποφυγή πρόσκαιρων εκρήξεων και με ειλικρινή σεβασμό προς την κρίση του φυσικού δικαστή, χρήζουν ιδιαίτερης μνείας τα όσα αναφέρει στην ανακοίνωση της η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων: «Η επίκληση και αξιοποίηση του γενικού αισθήματος Δικαιοσύνης απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, γιατί πολύ εύκολα μπορούμε να οδηγηθούμε σε εκτροπή προς τα λαϊκά δικαστήρια και την πυρά για τις «μάγισσες» της κάθε εποχής.».