Οι γαλλικές εκλογές, σε κάθε χρονική συγκυρία ή ιστορική περίοδο, βρίσκονται πάντοτε στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος δεδομένου ότι η Γαλλία είναι θεμελιακός πυλώνας του ευρωπαϊκού ολοκληρώματος και καθοριστικός παράγοντας των διεθνοπολιτικών εξελίξεων τουλάχιστον στην Ήπειρό μας. Ειδικά όμως, ο πρώτος γύρος αυτών των εκλογών, ανεξάρτητα από το ποιο θα είναι το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου και το ποιος θα εκλεγεί τελικά ως νέος Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, εμφάνισε εξαιρετικά σπουδαία ευρήματα από τα οποία προκύπτουν και άκρως σοβαρά μηνύματα όχι απλά μόνο για τη γαλλική πολιτική σκηνή αλλά και για άπασα την ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Ο νυν Πρόεδρος Emmanuel Macron με το κόμμα του ‘‘La République En Marche’’ μπορεί βέβαια να διατήρησε το εκλογικό προβάδισμα με ένα ποσοστό της τάξης του 27,8% αλλά η είδηση εντοπίζεται βεβαίως αλλού: Οι υποψήφιοι των παλαιών κυβερνητικών κομμάτων, δηλαδή της Κεντροδεξιάς και των Σοσιαλιστών, ακόμα και των Κομμουνιστών που συμμετείχαν σε (παρελθοντικά) συνεργατικά κυβερνητικά σχήματα, έλαβαν αθροιστικά μόλις το 8,9% των ψήφων και έτσι, αν και τα ‘‘παραδοσιακά’’ αυτά κόμματα έχουν έδρες στη Βουλή, στη Γερουσία και στην αυτοδιοίκηση, απέχουν de facto ένα μικρό βήμα από τον πολιτικό εκμηδενισμό τους! Στον αντίποδα, πραγματικός νικητής του πρώτου γύρου των γαλλικών εκλογών φαίνεται να είναι η ακροδεξιά! Μarine Le Pen και Eric Zemmour συγκέντρωσαν αθροιστικά το 30,2% των προτιμήσεων των ψηφοφόρων και έτσι η πρώτη θα είναι η αντίπαλος του Macron στον δεύτερο και κρισιμότερο γύρο των εκλογών.
Το μέγα θέμα, λοιπόν, είναι τι συμβαίνει στη Γαλλία και από πού προήλθε ο συγκεκριμένος πολιτικός σεισμός. Πώς, άραγε, η γνωστή και μη εξαιρετέα Γαλλίδα εκπρόσωπος της ακροδεξιάς, ασχέτως αν χάσει στο τέλος, οριακά ή μη, την Προεδρία, βρέθηκε μια ανάσα από το κατώφλι του ‘‘Le palais de l’ Élysée’’; Και με ποιον πολιτικό λόγο, με ποια επιχειρήματα και ποιες προτάσεις διεκδικεί τόσο σθεναρά την ηγεσία της χώρας; Γιατί, εν τέλει, ‘‘φούντωσε’’ το φαινόμενο των υποστηρικτών θέσεων της ακροδεξιάς στη Γαλλία; Είναι τούτο φυσιολογικό ή άκρως ανησυχητικό και επικίνδυνο όχι μόνο για τη γαλλική αλλά και για όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες;
Θαρρώ ότι για να ‘‘μπει κάποιος στο μυαλό’’ μιας μεγάλης μερίδας του γαλλικού εκλογικού σώματος, θα πρέπει πρώτα να έχει υπόψη του μερικές (έστω) αλλά χαρακτηριστικές (ωστόσο) ιδεολογικές και πολιτικές τοποθετήσεις της κ. Le Pen, έτσι ώστε να αντιληφθεί τα προτάγματα, τις προτεραιότητες και τις ‘‘οραματικές κατευθύνσεις’’ που αυτή θέτει για τη Γαλλία (https://www.lemonde.fr/politique/article/2022/02/14/le-programme-de-marine-le-pen-a-la-presidentielle-2022_6113605_823448.html). Έχει, συνεπώς, νόημα να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τη πολιτική συμπεριφορά πολλών Γάλλων, γνωρίζοντας ειδικότερα ότι:
H Le Pen πρότεινε να τροποποιηθεί η διαδικασία ασύλου στη Γαλλία και τα όποια αιτήματα να κατατίθενται και να αξιολογούνται στις γαλλικές προξενικές αρχές στο εξωτερικό. Μόνο άτομα που αποκτούν εκεί το καθεστώς του πρόσφυγα θα μπορούν να εισέρχονται νομίμως στη Γαλλία, ακόμη και αν είναι ασυνόδευτοι ανήλικοι. Το δε καθεστώς του πρόσφυγα (οι προϋποθέσεις και η ουσία του) θα εξετάζεται περιοδικά για καθέναν που του έχει χορηγηθεί τέτοια ιδιότητα.
Η Πρόεδρος του Rassemblement National (RN) υποστήριξε, περαιτέρω, την κατάργηση του λεγόμενου jus soli (της απόκτησης της γαλλικής ιθαγένειας μέσω γάμων και διαμονής εντός της γαλλικής επικράτειας), άρα και τον δραστικό περιορισμό των πολιτογραφήσεων (naturalisations) και πρότεινε επιπρόσθετα την ένταξη στο γαλλικό Σύνταγμα περιστάσεων που μπορεί να οδηγήσουν σε ανάκληση της δοθείσης γαλλικής ιθαγένειας σε πολίτη τρίτης χώρας ή σε έκπτωση από αυτήν.
Η υποψήφια Πρόεδρος ευθέως και ευθαρσώς υποστήριξε επίσης την εισαγωγή στο γαλλικό Σύνταγμα διάταξης που να προβλέπει και κατοχυρώνει ρητώς την υπεροχή και εφαρμοστική προτεραιότητα (la priorité nationale) του γαλλικού εθνικού δικαίου έναντι του ενωσιακού-ευρωπαϊκού δικαίου, υιοθετώντας έτσι μια ‘‘τραμπικής’’ εμπνεύσεως εκδοχή του δόγματος ‘‘La France d’ abord’’ (H Γαλλία πρώτα). Αυτή η υπεροχή θα επέτρεπε τελολογικά την απαγόρευση της νομιμοποίησης παράτυπων αλλοδαπών στη Γαλλία και θα μπορούσε να οδηγήσει σε συστηματική απέλαση αλλοδαπών από τα γαλλικά εδάφη, χωρίς την ισχύ των θεσμικών εγγυήσεων και νομικών δικλείδων της ενωσιακής έννομης τάξης. Για την Le Pen, όσοι αλλοδαποί μένουν στη Γαλλία πάνω από ένα έτος χωρίς εργασία, πρέπει να επιστρέφουν στις χώρες προέλευσης τους. Συνεπώς, το πλάνο της γενικά εστιάζει στην απομάκρυνση των παράνομων αλλοδαπών από τη Γαλλία.
Μάλιστα, η Le Pen στις προγραμματικές της θέσεις υποσχόταν δημοψήφισμα (référendum) για να ισχύσει, σε περίπτωση θετικής εκβάσεώς του, η νέα μεταναστευτική νομοθεσία ακόμα και για τους ασυνόδευτους αλλοδαπούς ανηλίκους (Les mineurs isolés étrangers). Το πρωτοποριακό σχέδιο εν προκειμένω είναι, σύμφωνα με την Le Pen, η αναγκαστική υποβολή των ανηλίκων σε εξέταση οστών (tests osseux) για να διαπιστωθεί η πραγματική ηλικία τους και σε περίπτωση μη συγκατάθεσής τους στην εξέταση να δρομολογείται η ‘‘νόμιμη’’ απέλασή τους.
Έτσι, το RN έχει ως προγραμματική στόχευσή του και τη χορήγηση όλων των οικογενειακών και κοινωνικών επιδομάτων μόνο σε οικογένειες που τουλάχιστον ένας γονέας είναι Γάλλος ενώ προτείνει τη δημιουργία από το κράτος 100.000 εγκαταστάσεων ‘‘κοινωνικής στέγασης’’ (logements sociaux) και κατώτατη σύνταξη για όλους στα 1.000 ευρώ.
Η Le Pen και το κόμμα της λένε επίσης στους Γάλλους ότι δεν είναι εναντίον των εμβολίων κατά του Covid-19 αλλά θα καταργήσουν την υποχρεωτικότητα διενέργειάς τους (finir avec l’obligation vaccinale) και θα απαγορεύσουν τον εμβολιασμό των παιδιών. Άλλωστε, παντού τέτοιες απόψεις βρίσκουν ένα κομμάτι της κοινωνίας να είναι θερμά υποστηρικτικό.
Το ‘‘Rassemblement National’’ της υποψηφίας Προέδρου θέλει επιπλέον να απαγορεύσει δια νόμου τη χρήση ‘‘θρησκευτικού πέπλου’’ (πρακτικά της μπούρκας) στους δημόσιους χώρους και τη συνοδεία ατόμων σε σχολικές εκδρομές, εξαιτίας θρησκευτικών λόγων. Κατά αυτόν τον τρόπο, με την απαγόρευση στη δημόσια σφαίρα της εμφάνισης, χρήσης ή και επιβολής θρησκευτικών συμβόλων και θρησκο-τυπικών παραδοσιακών ενδυμασιών επιθυμεί να δείξει την περιορισμένη ανοχή του απέναντι στο Ισλάμ και στην αντιδυτική κουλτούρα του τελευταίου.
Εξάλλου, διακεκηρυγμένος στόχος της Le Pen είναι η απαγόρευση της διάδοσης της ισλαμικής ιδεολογίας (Interdire la diffusion de l’« idéologie islamiste ») και δη δια της εισαγωγής συγκεκριμένου νομοθετικού μέτρου, σύμφωνα με το οποίο μάλιστα θα αφαιρείται η γαλλική υπηκοότητα από όσους διαδίδουν τις ιδεολογικές αξιακές θέσεις του Ισλάμ. Η Le Pen θέλει να δημιουργήσει ειδικό αντιτρομοκρατικό εισαγγελέα και μηχανισμό γενικών πληροφοριών (l’appareil des renseignements généraux) που θα καλύπτει το γαλλικό εδαφικό δίκτυο (un maillage territorial) και θα ‘‘παρακολουθεί’’ τη δράση των ισλαμιστών και ειδικότερα των εξτρεμιστικών στοιχείων που είναι ενσωματωμένα στους κόλπους του.
Μάλιστα, η υποψήφια ακροδεξιά Πρόεδρος υπόσχεται την αύξηση του προϋπολογισμού για την εθνική ασφάλεια και δικαιοσύνη κατά 1,5 δισ. ευρώ και τη πρόσληψη 7.000 αστυνομικών και 3.000 διοικητικών υπαλλήλων επί του κλάδου. Η Le Pen σκοπεύει να υποχρεώσει νομικά όλους τους δήμους της Γαλλίας με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων να διαθέτουν (και) δημοτική αστυνομία ενώ παράλληλα προτείνει την αύξηση της χωρητικότητας των γαλλικών φυλακών κατά 85.000 θέσεις.
Στο δε ευρωπαϊκό ‘‘tableau’’ σκοπεύει να επαναδιαπραγματευθεί, αν εκλεγεί, όλο το σύστημα και το κεκτημένο Schengen και να επαναφέρει τους διασυνοριακούς ελέγχους σχεδιάζοντας μια ‘‘φρουρούμενη’’ Γαλλία και απλά διατηρώντας πιο ‘‘απλοποιημένες’’ διαδικασίες μετακίνησης για τους πολίτες της ΕΕ.
Βέβαια δεν προτίθεται να εγκαταλείψει την ΕΕ αλλά με την προγραμματική επιβολή της υπεροχής της γαλλικής έννομης τάξης έναντι της ενωσιακής, εμποδίζοντας την νομική, αξιακή, πρακτική και εφαρμοστική ανωτερότητα οποιουδήποτε ευρωπαϊκού νομοθετικού κειμένου έναντι του θεματικά και ουσιαστικά αντίστοιχου γαλλικού, στοχεύει να ‘‘βάλει στη θέση της’’ αυτήν την ‘‘παράνομη υπερεθνική δομή’’ (« remettre à sa place » cette « structure supranationale illégitime », ) όπως χαρακτηρίζει την ΕΕ η κ. Le Pen. To ευρώ όμως, ως κοινό νόμισμα της εσωτερικής αγοράς, δεν επιθυμεί να το εγκαταλείψει, αν και στις προεδρικές εκλογές του 2017 είχε την ακριβώς αντίθετη τοποθέτηση.
Η κ. Le Pen δεν περιορίζεται όμως μόνο στα παραπάνω. Θέλει να αποσύρει τη Γαλλία από την ολοκληρωμένη στρατιωτική διοίκηση του ΝΑΤΟ. Και τούτο διότι πιστεύει ότι η Βορειοαντλαντική Συμμαχία είναι μια φιλοπόλεμη οργάνωση (« une organisation belliciste») που στοχεύει με τις διαδοχικές διευρύνσεις της περισσότερο στην ‘‘περικύκλωση’’ της Ρωσίας (l’ encerclement dangereux de la Russie) παρά στην προστασία των ευρωπαϊκών χωρών και κυρίως των νέων μελών του.
Έτσι, η υποψήφια Πρόεδρος ζητεί άμεσα στο ζήτημα της Ουκρανίας διπλωματική λύση φοβούμενη ότι οι επιβληθείσες οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην αγοραστική δύναμη των Γάλλων και υπό το σκεπτικό αυτό, συμμεριζόμενη τις ανησυχίες του Putin, είναι κάθετα αντίθετη στην ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Έχοντας υπόψη, λοιπόν, το παραπάνω χαρακτηριστικό δείγμα αξιακών θέσεων από την πολιτική πλατφόρμα του ‘‘Rassemblement National’’, αντιλαμβάνεται κάποιος με ποιον τρόπο και στόχο απευθύνθηκε η Le Pen στο γαλλικό κοινό αλλά και το γεγονός ότι στοχεύει να παρασύρει, εκμεταλλευόμενη την καταλυτική δυναμική ενός επιθετικού λαϊκισμού, πλατειές λαϊκές μάζες του γαλλικού πληθυσμού σε έναν βαθύ συντηρητισμό που θα συμπλέει με την ανάδυση και τον μόνιμο επιπολασμό των κεντρικών ιδεολογημάτων του εθνικοσοσιαλισμού ή έστω ενός ‘‘brutal’’ εθνικισμού.
Κατά την άποψη μου, ωστόσο, κανείς δεν πρέπει να ξεγελιέται εύκολα από όλα τα παραπάνω. Δεν είναι μόνο η Le Pen που ως η ‘‘κακή μάγισσα’’ του γαλλικού, ίσως και ευρωπαϊκού, ‘‘παραμυθιού’’ αποπειράται να εγκαθιδρύσει μια νέα αρχιτεκτονική εθνικής, πολιτικής και κοινωνικής συγκρότησης και μια νέα θεώρηση των διεθνών σχέσεων. Η Le Pen μπορεί μεν (φανερά) να λαϊκίζει αλλά λαϊκίζει επί τη βάσει πραγματικών προβλημάτων με πραγματικές διαστάσεις που εγείρουν τον προβληματισμό και ‘‘ακονίζουν’’ τα μύχια ένστικτα πολλών Γάλλων. Για να καταλάβετε, θα αναφερθώ (πολύ σύντομα) στις πραγματικές διαστάσεις του πραγματικού ζητήματος της μετανάστευσης και αντιστοίχως στο υπαρκτό πρόβλημα της οικονομικής ανισότητας (inégalité) στη Γαλλία.
Πριν έναν αιώνα, λοιπόν, υπήρχαν 1,5 εκατ. αλλοδαποί («étrangers») στη Γαλλία και αντιστοιχούσαν στο 3,9% του πληθυσμού. Το 2020 οι αλλοδαποί που διαβιούσαν σε γαλλικό έδαφος ήταν 5,1 εκατ., δηλαδή το 7,6% του γενικού πληθυσμού. Την παραπάνω μάλιστα χρονιά, 6,8 εκατ. ήταν ο αριθμός των μεταναστών (immigrés) στη χώρα, ο οποίος ισούται με το 10,2% του γαλλικού πληθυσμού. Επίσης, ενώ το 2000 ζήτησαν άσυλο από τις γαλλικές αρχές 40.000 άτομα, το 2019 οι αιτούντες άσυλο ανήλθαν στις 138.000. Το 2021 στη Γαλλία υπήρχαν 129.000 δικαιούχοι ασύλου που τα επιδόματά τους κόστιζαν στο γαλλικό Δημόσιο 1,3 δισ. ευρώ ανά έτος, τo δε 87% αυτών που απελαύνονται, δεν ‘‘φεύγουν’’ αλλά παραμένουν στη Γαλλία.
Μάλιστα, μόνο το 2019 εισήλθαν στη Γαλλία 350 χιλ. αλλοδαποί δηλαδή περισσότεροι από τον πληθυσμό του δήμου της Νίκαιας (Νice). Το έτος αυτό περίπου 28 χιλιάδες άδειες νόμιμης διαμονής χορηγήθηκαν σε Αλγερινούς, 35 χιλιάδες σε Μαροκινούς και 20 χιλιάδες σε Τυνήσιους. Γενικά, το 41% των αδειών διαμονής στη Γαλλία δίνονται σε Αφρικανούς, αλλά μόνο το 14% των αλλοδαπών που νομίμως γίνονται δεκτοί στη χώρα διαβιούν σε αυτήν για λόγους (εξαρτημένης συνήθως) εργασίας και συνεπώς συνεισφέρουν στο γαλλικό ΑΕΠ. Έτσι, η οικογενειακή επανένωση και οι ανθρωπιστικοί λόγοι είναι οι δικαιολογητικές βάσεις των περισσότερων αδειών διαμονής στη Γαλλία.
Το 2019, στη χώρα, το 17% και των δύο γονέων που έφεραν στον κόσμο παιδιά δεν είχε γεννηθεί στη Γαλλία. Την ίδια χρονιά, κατά μέσο όρο μετρήθηκε ότι στη Γαλλία οι καταγόμενες από τις χώρες του Maghreb (Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία) γυναίκες γεννούσαν 3,6 παιδιά, 3,1 παιδιά οι Τουρκάλες, 2,9 παιδιά οι γυναίκες από την υποσαχάρια Αφρική και μόλις 1,9 παιδιά οι Γαλλίδες που γεννήθηκαν (οι ίδιες) στη Γαλλία. Όλα δε τα παραπάνω στοιχεία είναι τα επίσημα από το γαλλικό Υπουργείο των Εσωτερικών (Ministère de l’ Intérieur, https://www.interieur.gouv.fr/).
Από την άλλη, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ‘‘Institut des Politiques Publiques’’ (https://www.ipp.eu/actualites/note-ipp-n81-effets-redistributifs-des-mesures-socio-fiscales-du-quinquennat-2017-2022-a-destination-des-menages/) τα κοινωνικο-δημοσιονομικά μέτρα του Macron, την πενταετία 2017-2022, οδήγησαν σε καθαρές μεταβιβάσεις προς τα νοικοκυριά, κυρίως λόγω της μείωσης των υποχρεωτικών εισφορών, κατά 24,4 δισ. ευρώ. Παρά ταύτα, υπάρχει ισχυρή ετερογένεια στο επίπεδο του εισοδήματος των νοικοκυριών. Τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα (5% του πληθυσμού) ‘‘είδαν’’ αύξηση μόλις 0,8% στην οικονομική τους δύναμη σε αντίθεση με την αύξηση του 3,3% για τα κορυφαία εισοδηματικά στρώματα (1% του πληθυσμού). Οι απασχολούμενοι επωφελήθηκαν με μέση αύξηση στα εισοδήματα τους 2,6% έναντι αύξησης 0,6% για τους συνταξιούχους και, αντιστρόφως απώλειας, 1,1% για τους ανέργους!
Δεν είναι, επομένως, απολύτως ‘‘περίεργο’’ που, όπως έδειξε το συνολικό ποσοστό της ακροδεξιάς (30,2%) στον α’ γύρο των γαλλικών εκλογών, το ‘‘αυγό του φιδιού’’ μοιάζει να ‘‘εκκολάπτεται’’ ξανά στην Ευρώπη. Είναι φανερό πια, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, ότι η ‘‘μεγάλη επί ευρωπαϊκού εδάφους μάχη’’ ανάμεσα στον φιλελευθερισμό (υπό την κλασσική του έννοια) και τον λαϊκισμό όχι μόνο μαίνεται αλλά εντείνεται σοβαρά! Θα ‘‘νικήσουν’’, άραγε, και θα επικρατήσουν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες η εθνική εσωστρέφεια και η φοβική ανασφάλεια των πολιτών, τα ‘‘συντηρητικά ένστικτα’’ των οποίων εκμεταλλεύονται και στα οποία θα ποντάρουν, από εδώ και εμπρός όλο και περισσότερο, οι λαϊκιστές ή ο περίφημος ευρωπαϊκός πολιτικο-κοινωνικός πλουραλισμός και η ανεκτικότητα που προτάσσουν το κράτος δικαίου και το φιλελεύθερο δημοκρατικό ιδεώδες θα αντέξουν στις επιθέσεις των δημαγωγών; Και ποιο πολιτικό πνεύμα, ερειδόμενο σε ποια ακριβώς κοινωνική κουλτούρα, θα πρυτανεύσει τα επόμενα χρόνια στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα; Αυτό της οικουμενικότητας όλων των δράσεων που ευνοεί τις περιφερειακές διασυνδέσεις και διαδιεθνικές συνεργασίες μέσα από σταθερά και ανθεκτικά θεσμικά μορφώματα ή εκείνο της ‘‘από-παγκοσμιοποίησης’’, της στροφής σε αταβιστικούς σωβινισμούς, στα εθνικολαϊκά ιδεολογήματα, στους ακραιφνείς νατιβισμούς και κοινωνικούς απομονωτισμούς;
Θεωρώ, λοιπόν, ότι η Ευρώπη θα αρχίσει να ζει όλο και εντονότερα υπό την πίεση τέτοιων διλημμάτων και ότι χρειάζεται και θα χρειάζεται πια όλο και πιο πολύ ηγέτες που να πραγματοποιούν τομές, να αντιμετωπίζουν παγκοσμιοποιημένης φύσης ‘‘καυτά’’ πολιτικά ζητήματα και να δίνουν λύσεις. Εγώ, πάντως, από τη μεριά μου απλά θέλω, εν τέλει, να θυμίσω αυτό που πρόσφατα τόνισε ο διαβόητος Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας, πολιτικός οικονομολόγος και συγγραφέας, Francis Fukuyama: ‘‘Εάν διαφορετικές κοινωνίες παρεκκλίνουν από τις φιλελεύθερες αρχές και προσπαθούν να βασίσουν τις εθνικές τους ταυτότητες στη φυλή, τη θρησκεία ή κάποιο άλλο ουσιαστικό όραμα για την καλή ζωή, ευνοούν μια επιστροφή σε δυνητικά αιματηρές συγκρούσεις. Ένας κόσμος γεμάτες τέτοιες χώρες θα είναι πάντα πιο αμφιλεγόμενος, πιο ταραχώδης και πιο βίαιος.’’
ΥΓ: Bonne chance Emmanuel Macron! (Καλή Επιτυχία Εμμανουέλ Μακρόν!)
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science