Το ενδεχόμενο ενός ‘‘polexit’’ και ο κανόνας υπέροχης του ευρωπαϊκού δικαίου

Απόψεις

Πριν μια βδομάδα, το Πολωνικό Συνταγματικό Δικαστήριο (ΠΣΔ, Sąd Najwyższy) απέσπασε την προσοχή και κέντρισε έντονα το ενδιαφέρον όλης της Ευρώπης, αφού πρώτα κατέστη φανερός αμφισβητίας της υπεροχής της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) έναντι των εγχώριων εθνικών κανόνων των κρατών-μελών της.

Προηγήθηκε βέβαια, στις αρχές Μαρτίου, η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (για όσους θέλουν να την μελετήσουν η απόφαση είναι διαθέσιμη στη διεύθυνση:https://curia.europa.eu/juris/document/document_print.jsf?docid=238382&text=&dir=&doclang=EN&part=1&occ=first&mode=req&pageIndex=0&cid=7000418) με την οποία αυτό υποστήριξε ότι οι τροποποιήσεις που έγιναν από την πολωνική κυβέρνηση στη νομοθεσία περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου (Krajowa Rada Sądownictwa) της χώρας, σύμφωνα με τις οποίες (τροποποιήσεις) οι αποφάσεις αυτού του Συμβουλίου (ίσως και μετά από πιέσεις της Κυβέρνησης) για τον διορισμό εθνικών δικαστών που θα υπηρετούσαν στην πολωνική Δικαιοσύνη δεν υπόκεινται (πια) σε ένδικα μέσα, παραβιάζουν το δίκαιο της Ένωσης (ΕΕ).

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι το ΠΣΔ οφείλει να ακολουθήσει την ερμηνεία που αυτό, ως υπέρτατη δικαστική αρχή στην Ένωση, προσδίδει στο πρωτογενές ενωσιακό Δίκαιο, τόνισε την υπεροχή, την αμεσότητα και δεσμευτικότητα του Δικαίου της Ένωσης έναντι αυτού των κρατών-μελών, καθώς και την υποχρέωση των τελευταίων να συμμορφώνονται με τις ευρωπαϊκές Συνθήκες. Κατά αυτόν τον τρόπο, το ΔΕΕ, ως θεματοφύλακας της ενωσιακής νομοθετικής νόρμας, απέστειλε πανταχόθι ‘‘μήνυμα’’ ότι δεν δέχεται αποκλίσεις από τις αρχές του κράτους δικαίου, καθώς η ανεξάρτητη λειτουργία της Δικαιοσύνης σε όλα τα κράτη-μέλη είναι θεμελιακός αξιακός πυλώνας λειτουργίας της ίδιας της Ένωσης.

Η εν λόγω απόφαση του ΔΕΕ δεν άρεσε στον Πολωνό Πρωθυπουργό Mateusz Morawiecki, ο οποίος πρακτικά με αίτημα προς το ΠΣΔ ζήτησε να αποφανθεί το ανώτατο δικαστήριο της χώρας του περί το ποια έννομη τάξη (η ενωσιακή ή η εθνική) υπερέχει όταν συγκρούονται οι κανόνες του ενωσιακού δικαίου με τις εθνικές συνταγματικές διατάξεις.

Με τη ‘‘σκανδαλώδη’’, λοιπόν, άρτι εκδοθείσα απόφασή του, το ΠΣΔ υποστήριξε ότι οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί που εξουσιοδοτούν τα εθνικά δικαστήρια να παρακάμπτουν συνταγματικές διατάξεις ή να αποφασίζουν για καταργημένους κανόνες δεν συνάδουν με το πολωνικό Σύνταγμα. Μάλιστα, το ανώτατο δικαστήριο της Πολωνίας διαπίστωσε ότι οι διατάξεις της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ) είναι αντισυνταγματικές στον βαθμό που τα όργανα της ΕΕ λειτουργούν εκτός των ορίων των εξουσιών που αναθέτει η Πολωνία, μέσω των ευρωπαϊκών Συνθηκών, στα όργανα της ΕΕ, καθότι το Σύνταγμα είναι το ανώτατης τυπικής ισχύος νομοθέτημα, γενικά υπέρτερο από οποιαδήποτε άλλο, που ισχύει στην Πολωνία.

Το ΠΣΔ έκρινε, εν τέλει, ότι οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου που εξουσιοδοτούν τα εθνικά (πολωνικά) δικαστήρια να αναθεωρήσουν τη νομιμότητα του διορισμού ενός πολωνού δικαστή από το εθνικό (πολωνικό) Συμβούλιο Δικαιοσύνης, είναι ασυμβίβαστες με το Σύνταγμα της χώρας.

Μάλιστα, σε ανακοίνωσή του, το ανώτατο πολωνικό δικαστήριο τόνισε ότι ‘‘η προσπάθεια επέμβασης(!) στην πολωνική Δικαιοσύνη από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), παραβιάζει το κράτος δικαίου, την αρχή της υπεροχής του πολωνικού Συντάγματος και την αρχή της διατήρησης της κυριαρχίας των κρατών-μελών στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης’’.

Κατά την άποψη μου, λοιπόν, αυτό που έπραξε το ΠΣΔ ήταν μια βαθειά και ευθεία αμφισβήτηση του ‘‘σκληρού πυρήνα’’ του λειτουργικού modus vivendi της Ένωσης, του αξιακού (και δικαιϊκού) της κώδικα αλλά και της ευρωπαϊκής θεσμικής ιεραρχίας. Και τούτο, διότι η υπεροχή, η άμεση και απευθείας εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και η απόλυτη δεσμευτικότητά του θεωρείται και είναι τετελεσμένη δικαιοπολιτική επιλογή της ΕΕ και των κρατών-μελών της και ιστορικά, διαχρονικά ριζωμένη, διαμορφωθείσα προϋπόθεση της ίδιας της ενωσιακής συλλογικής λειτουργίας.

Ήδη από το μακρινό 1964 στην πασίγνωστη στους γνώστες του Δικαίου της ΕΕ υπόθεση ‘‘Costa Enel’’ (6/64) το τότε Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) είχε υπογραμμίσει: ‘‘Αντίθετα προς τις συνήθεις διεθνείς συνθήκες, η Συνθήκη της ΕΟΚ δημιούργησε ιδιαίτερη έννομη τάξη, η οποία ενσωματώθηκε στα νομικά συστήματα των κρατών μελών από της θέσεως της Συνθήκης σε ισχύ και δεσμεύει τα δικαστήριά τους.

Ιδρύοντας μία Κοινότητα απεριόριστης διάρκειας, έχουσα δικά της όργανα, νομική προσωπικότητα, ικανότητα δικαίου, ικανότητα διεθνούς εκπροσωπήσεως και ιδίως πραγματικές εξουσίες απορρέουσες από τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων τους και τη μεταβίβαση εξουσιών τους στην Κοινότητα, τα κράτη μέλη περιόρισαν, αν και σε ορισμένους μόνο τομείς, τα κυριαρχικά τους δικαιώματα και δημιούργησαν έτσι ένα σύστημα δικαίου εφαρμοζόμενο τόσο στους υπηκόους τους όσο και σ’ αυτά τα ίδια.

Αυτή η ενσωμάτωση διατάξεων που προέρχονται από κοινοτική πηγή στο δίκαιο κάθε κράτους μέλους και, γενικότερα, το γράμμα και το πνεύμα της Συνθήκης, έχουν ως αναγκαία συνέπεια ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται κατά διατάξεων της εννόμου τάξεως την οποία έχουν αποδεχθεί με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας μεταγενέστερο μονομερές μέτρο, το οποίο, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να αντιτάσσεται στην έννομη αυτή τάξη.

Δεν είναι πράγματι δυνατόν η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου να ποικίλλει από κράτος σε κράτος υπέρ μεταγενεστέρων εσωτερικών νομοθετικών κειμένων χωρίς να υπονομεύεται η πραγμάτωση των σκοπών της Συνθήκης’’.

Σε μια άλλη διαβόητη υπόθεση (Van Gend en Loos, 26/62) το ΔΕΚ είχε αποφανθεί ότι ‘‘το κοινοτικό δίκαιο, που είναι ανεξάρτητο από τη νομοθεσία των κρατών μελών, δημιουργεί υποχρεώσεις στους ιδιώτες, πρέπει επίσης να γεννά και δικαιώματα υπέρ αυτών. Τα δικαιώματα αυτά γεννώνται όχι μόνο όταν τούτο προβλέπεται ρητά στη Συνθήκη, αλλά επίσης λόγω σαφών υποχρεώσεων που επιβάλλει η Συνθήκη τόσο στους ιδιώτες όσο και στα κράτη μέλη και τα κοινοτικά όργανα’’.

Συνεχίζοντας αλλά και αναλύοντας ακόμα σαφέστερα και εναργέστερα το θεμελιώδες δικανικό σκεπτικό του, το ΔΕΚ στην υπόθεση ‘‘Internationale Handelsgesellschaft mbH’’ (11/1970), υπερθεμάτισε ότι: ‘‘Η προσφυγή σε κανόνες ή νομικές έννοιες εθνικού δικαίου για την εκτίμηση του κύρους πράξεων που εκδόθηκαν από τα όργανα της Κοινότητας, θα είχε ως αποτέλεσμα να θίξει την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου. Το κύρος τέτοιων πράξεων δεν θα μπορούσε να κριθεί παρά μόνο με βάση το κοινοτικό δίκαιο.

Πράγματι, δεν θα ήταν δυνατό, λόγω της φύσεώς του, ν’ αντιταχθούν δικαστικώς στο δίκαιο που γεννάται από τη Συνθήκη (εννοεί τη Συνθήκη της ΕΟΚ), αφού απορρέει από αυτόνομη πηγή, κανόνες εθνικού δικαίου, όποιοι κι αν είναι, χωρίς το δίκαιο αυτό να χάσει τον κοινοτικό του χαρακτήρα και χωρίς να τεθεί υπό αμφισβήτηση η νομική βάση της ίδιας της Κοινότητας (Σημείωση: σημερινής ΕΕ).

Επομένως, η επίκληση προσβολής είτε των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως έχουν διατυπωθεί από το Σύνταγμα ενός κράτους μέλους, είτε των αρχών μιας εθνικής συνταγματικής δομής δεν θα μπορούσε να θίξει το κύρος μιας πράξης της Κοινότητας ή την ισχύ της στο έδαφος του κράτους αυτού’’.

Εν τέλει, με μια άλλη απόφαση-σταθμό στη μακρά ιστορική διαδρομή του (Simmenthal SpA, 106/1977), το ανώτατο ευρωπαϊκό δικαστήριο υπογράμμισε εμφατικά ότι: ‘‘Το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 189 της Συνθήκης ΕΟΚ και την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι άμεσα ισχύοντες κανόνες του κοινοτικού δικαίου πρέπει, άσχετα από οποιονδήποτε κανόνα εσωτερικού δικαίου ή πρακτική των κρατών μελών, να παράγουν πλήρως και στο ακέραιο τα αποτελέσματά τους και να εφαρμόζονται ομοιόμορφα στην έννομη τάξη των εν λόγω κρατών μελών, έτσι ώστε να κατοχυρώνονται και τα δικαιώματα των ιδιωτών, σημαίνει ότι οι εν λόγω κανόνες έχουν την έννοια ότι τυχόν μεταγενέστερες διατάξεις εθνικού δικαίου που αντιβαίνουν προς τους ίδιους αυτούς κανόνες κοινοτικού δικαίου πρέπει να θεωρούνται αυτεπαγγέλτως ως ανεφάρμοστοι, χωρίς να χρειάζεται να αναμένεται η εξαφάνισή τους είτε από τον ίδιο το νομοθέτη (κατάργηση) είτε από άλλα συνταγματικά όργανα (κήρυξη αντισυνταγματικότητας)…’’.

Δεν είναι τυχαίο, συνεπώς, που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) αντέδρασε έντονα στο προκλητικό dictum του ΠΣΔ. Μάλιστα, σε επίσημη δήλωσή της (https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/en/statement_21_5142) εξέφρασε την πρόθεσή της να διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή των Συνθηκών και να προβεί σε ό,τι αυτές προτάσσουν. Η κυρωτική διαδικασία, λοιπόν, του άρθρου 7 της ΣΕΕ, κατά την οποία (δυνητικά) μπορούν να ανασταλούν απορρέοντα από τις Συνθήκες δικαιώματα κράτους-μέλους και δη ακόμη και το δικαίωμα της ψήφου(!) στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, φαίνεται να είναι ‘‘προ των πυλών’’ για την Πολωνία.

Το ζήτημα, όμως, που η Πολωνία και κάποιοι ομοϊδεάτες της εγείρουν στο θεσμικό στερέωμα της ΕΕ είναι άκρως καθοριστικό. Και τούτο, διότι η καθολική και ομοιόμορφη εφαρμογή του Δικαίου της ΕΕ σε όλα τα κράτη μέλη συνιστά conditio sine qua non της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η θεμελιακή αρχή του Κράτους Δικαίου, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το ιδεώδες της φιλελεύθερης δημοκρατίας, η αειφόρος και ισόρροπη ανάπτυξη, η διακοινοτική αλληλεγγύη, η κοινωνική συνοχή και η οικονομική σύγκλιση συνιστούν, άλλωστε, αδιαπραγμάτευτες ευρωπαϊκές αξίες και προπαντός ‘‘μη υποκείμενες’’ σε εναλλακτικές εθνικές παρερμηνείες και αποκλίσεις.

Υπό αυτό το πρίσμα, δεδομένου ότι το 80% των Πολωνών είναι υπέρ της συμμετοχής της χώρας τους στην ΕΕ (https://gr.euronews.com/2021/10/07/nea-antarsia-polwnias-eurwpaiki-enwsi), θεωρώ τις ήδη αναθερμανθείσες συζητήσεις για ένα ενδεχόμενο ‘‘Polexit’’ μάλλον πρόωρες, αφού κάποια στιγμή η Πολωνία (ελπίζω) θα θυμηθεί όσα δέχθηκε και ‘‘συνυπόγραψε’’ προκειμένου να εισέλθει στην ΕΕ. Ωστόσο, αυτού του είδους οι συζητήσεις θέτουν και θα θέσουν, ακόμη πιο επιτακτικά ίσως με αφορμή την υπόθεση ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων, το γνωστό δίλημμα για το μέλλον της Ένωσης: ‘‘Περισσότερη εμβάθυνση και πολιτική ενοποίηση ή ποσοτική διεύρυνση και χωρο-οικονομική εξάπλωση;’’…

 Κατά τη γνώμη μου, πάντως, η ΕΕ δεν θα παύσει, τουλάχιστον στο προβλέψιμο μέλλον, να είναι αυτό που (συνηθίσαμε να) είναι: Μια παλλόμενη διαπεριφερειακή δύναμη που θα ψάχνει δια του διακυβερνητισμού (intergovernmentalism) να βρει τον εσωτερικό ρυθμό λειτουργίας της, τα γεωπολιτικά της πατήματα και τις απαντήσεις στα σοβαρά και απαιτητικά ζητήματα της οικουμενικής ατζέντας. Ως μοναδικό  δε στην παγκόσμια Ιστορία ‘‘θεσμικό υβριδικό μόρφωμα’’ που καταφέρνει να λειτουργεί, παρά τις όποιες δομικές της ατέλειες και τις αναταράξεις που η κάθε ιστορική και πολιτική συγκυρία κομίζει στο διεθνές προσκήνιο, συγκροτημένα και συλλογικά, υπερκαλύπτοντας, έστω και όχι πάντα με αυτονόητο ή βατό τρόπο την ετερογονία των κινήτρων και το ετερόκλητο των στρατηγικών στοχεύσεων των κρατών μελών της, οφείλει, μέσα από τη ζύμωση των καταστάσεων και την ιδιαιτερότητα των σύγχρονων προκλήσεων, να βρει τη δύναμη και αντοχή που θα την οδηγήσουν στο να γίνει περισσότερο αποφασιστική και εντονότερα προσηλωμένη στο εξ’ υπαρχής διακοινωθέν όραμα της περί ‘‘όλο και στενότερης ενοποίησης’’ (‘‘ever closer union’’).

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

Relations and the political science