Το Σάββατο του Λαζάρου, το πρωί, τα μικρά παιδάκια στην παλαιά Λεπτοκαρυά, κρατούσαν ένα μικρό ψάθινο καλαθάκι στο χέρι τους και επισκέπτονταν όλα τα σπίτια του χωριού, λέγοντας τα κάλαντα της ημέρας:
«Ήρθ’η Λάζαρους, ήρθαν τα βάγια,
ήρθι η Κυριακή που τρών’τα ψάρια.
Σήκω Λάζαρι και μην κοιμάσι
ήρθ’η μάνα σου από την πόλη
σήφιρι χαρτί κι κουμπουλόϊ». Αφού τα παιδάκια έλεγαν τα κάλαντα σε όλα τα νοικοκυριά του χωριού, τότε οι Λεπτοκαρίτισσες έδιναν στα παιδάκια διάφορα «καλούδια» τα οποία και τα έβαζαν στο μικρό καλαθάκι του που είχαν πάντα μαζί τους
Την επομένη ημέρα, δηλαδή την Κυριακή των Βαΐων, (ονομάζεται έτσι, γιατί «μετά Βαΐων και κλάδων» έγινε η υποδοχή του Χριστού στα Ιεροσόλυμα) όλοι οι Λεπτοκαρίτες πήγαιναν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, όπου μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, ο παπάς μοίραζε «τα βάγια», όπως γίνεται και σήμερα. Όμως τότε, «τα βάγια» τα έφερναν στην εκκλησία, μόνο οι γυναίκες που είχαν παντρευτεί εκείνη τη χρονιά. Δηλαδή, εκείνες οι γυναίκες που δεν είχαν ακόμα «χρονίσει» όπως έλεγαν τότε στην παλαιά Λεπτοκαρυά. Πίστευαν πως η γονιμοποιός δύναμη που κρύβουν τα φυτά αυτά, θα μεταφερόταν και στις ίδιες τις νιόπαντρες γυναίκες.
Έτσι, οι νιόπαντρες Λεπτοκαρίτισσες, από την παραμονή ακόμη, σχημάτιζαν μεγάλες ομάδες και ανέβαιναν στον Όλυμπο, με μοναδικό σκοπό να κόψουν «τα βάγια». Πήγαιναν στην τοποθεσία Καστανιά (πρόκειται για λόφο βορειοδυτικά του χωριού όπου υπήρχε μία καστανιά) όπου και έκοβαν «τα βάγια». Αργότερα «τα βάγια» τα συγκέντρωναν σε «σταβλιές» (δηλ. σε δεμάτια) τις οποίες έβαζαν και κουβαλούσαν πάνω στα κεφάλια τους. Σε τακτά χρονικά διαστήματα σταματούσαν (στο δρόμο για την επιστροφή) για να ξεκουραστούν και τότε άρχιζαν το τραγούδι και το χορό. Όλες τους χόρευαν και τραγουδούσαν γύρω από «τις σταβλιές με τα βάγια». Μετά τις ξαναφόρτωναν πάνω στο κεφάλι τους και τις έφερναν στο σπιτικό τους.
Αργότερα το απόγευμα, μόλις χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στην παλαιά Λεπτοκαρυά, οι πεθερές των νιόπαντρων γυναικών, έπαιρναν «τα βάγια» από τα σπίτια τους και τα πήγαιναν στην εκκλησία. Όμως, εάν κάποια νιόπαντρη νύφη δεν είχε πεθερά, ή η πεθερά της ήταν άρρωστη και αδυνατούσε να πάει «τα βάγια» στην εκκλησία, τότε φώναζε μία γειτόνισσα ή την πεθερά κάποιας φίλης της, για να τα πάει.
Στην εκκλησία, την Κυριακή των Βαΐων, συγκεντρώνονταν πολλά βάγια, μέσα σε ψάθινα κάνιστρα. Έτσι, μερικά βάγια τα χρησιμοποιούσαν για να στολίσουν τον ιερό ναό. Επίσης αρκετά βάγια τα έκοβαν σε μικρά κομματάκια και τα έρανε ο παπάς στους πιστούς, τα οποία αργότερα έπεφταν σε όλο το δάπεδο της εκκλησίας, κατά τη διάρκεια του εσπερινού. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος από αυτά «τα βάγια» ο παπάς τα μοίραζε στους πιστούς της ενορίας.
Τότε οι πιστοί, έπαιρναν «τα βάγια» μαζί τους στο σπίτι τους. Αρκετά «βάγια» τα κρεμούσαν πάνω στην εξώπορτα, ενώ μερικά τα έβαζαν πάνω στο εικονοστάσι του σπιτιού τους, σε ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα. (Ο Χριστός μπαίνει στην πόλη χωρίς την βασιλική πολυτέλεια, καθισμένος «επί πώλου όνου» και αντί για ροδοπέταλα τα μικρά παιδιά κουνούν τα βάγια των φοινίκων. Η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, είναι τελικά η είσοδος του μαρτυρίου στην επίγεια ζωή του Κυρίου. Σε λίγες ημέρες θα μαρτυρήσει και θα θανατωθεί στο σταυρό, για να θανατώσει το θάνατο και να χαρίσει τη ζωή).
Πηγές: Η άντληση αρκετών πληροφοριών, έγινε από το βιβλίο του καθηγητή Γεωργίου Χατζή, «ΛΕΠΤΟΚΑΡΥΑ», καθώς και από το προσωπικό μου αρχείο.
ΤΖΙΟΛΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
Φιλόλογος – αρχαιολόγος