Με το τέλος του προηγούμενου έτους, ακριβώς με την εκπνοή της γερμανικής προεδρίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και η Κίνα ολοκλήρωσαν επιτυχώς τις διαπραγματεύσεις τους για την μεταξύ τους συνολική επενδυτική συμφωνία (Comprehensive Agreement on Investment – CAI). Αν και, λοιπόν, μέχρι την τελική υπογραφή της συμφωνίας και την μετέπειτα εκατέρωθεν επικύρωσή της θα μεσολαβήσει, ίσως, αρκετός χρόνος ακόμη, ήδη πολλά και σπουδαία λέγονται και γράφονται γι’ αυτήν και τη σημασία της.
Η συγκεκριμένη συμφωνία, καταρχάς, εκλαμβάνεται ως ένα ακόμη κορυφαίο ‘‘ξεκλείδωμα’’ της Κίνας στα παγκόσμια οικονομικά δρώμενα, καθώς αυτή προσφέρει στον ευρωπαϊκό επιχειρηματικό κόσμο ουσιαστική πρόσβαση στην αγορά των 1,4 δισ. κατοίκων της. Η απαλοιφή, λοιπόν, των ποσοτικών περιορισμών στο εμπόριο μεταξύ των πλευρών, η αναίρεση εκ μέρους της Κίνας της προϋπόθεσης να δραστηριοποιούνται εντός αυτής ξένες επιχειρήσεις μόνο υπό τον όρο δημιουργίας κοινοπραξίας με κάποια, αντίστοιχη κινέζικη επιχείρηση και η άρση που αυτή (η Κίνα δηλ.) δεσμεύτηκε να υλοποιήσει ως προς τους περιορισμούς που θέτει στο ύψος των μετοχών των εταιριών που συμμετέχουν στην οικονομική της ζωή, συνιστούν επιπέδωση των όρων της οικονομικής δραστηριότητας (levelling the playing field) και άμβλυνση των ανταγωνιστικών ανισοτήτων ανάμεσα στις δύο συμβαλλόμενες πλευρές, συνάμα δε και δίκαιη και εκλογικευμένη αντιμετώπιση των επιχειρήσεων εκατέρωθεν.
Η Κίνα δεσμεύεται με τη συμφωνία ότι οι Ευρωπαίοι θα μπορούν να επενδύσουν εκεί κυρίως στους τομείς της βιομηχανικής παραγωγής και της παροχής υπηρεσιών, δηλαδή των υπηρεσιών στον χρηματοπιστωτικό τομέα, των υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους, των υπηρεσιών παροχής υγειονομικής περίθαλψης, των περιβαλλοντικών υπηρεσιών αλλά και των υπηρεσιών επί των διεθνών μεταφορών, ειδικότερα δε των αερομεταφορών.
Η επενδυτική συμφωνία συμπεριλαμβάνει βασικές δικλείδες για το ελεύθερο εμπόριο, την περιβαλλοντική προστασία και οικοσυστηματική βελτίωση, τη δράση ενάντια στην κλιματική αλλαγή αλλά και τη διαμόρφωση εργασιακών συνθηκών σύμφωνα με τις εγγυήσεις του πολιτικού φιλελευθερισμού και του δημοκρατικού ιδεώδους.
Η σημαντικότερη, όμως, πτυχή της μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι η δέσμευση της Κίνας στο να θέσει σαφείς και διεθνώς αναγνώσιμους όρους λειτουργίας στις κρατικές οικονομικές επιχειρήσεις της και να προσδώσει διαφάνεια στις επιχορηγήσεις του κινέζικου κράτους προς τις επιχειρήσεις αυτές, έτσι ώστε να διασφαλιστεί και προστατευτεί ο διεθνής ανταγωνισμός, στο πλαίσιο της παγκόσμιας ανοιχτής οικονομίας και των ελεύθερων αγορών, και από την άλλη, η απόσυρση της κινεζικής απαίτησης περί της αναγκαστικής μεταφοράς τεχνολογικής γνώσης, προς όφελος της Κίνας, για όποια εταιρία σκοπεύει να επενδύσει εκεί.
Περαιτέρω, η Κίνα είναι ένας από τους μεγαλύτερους χρηματοδότες στον Κόσμο επιχειρηματικών εγχειρημάτων στον τομέα της ενέργειας. Οι δυο βασικές τράπεζες με τις οποίες ασκεί πολιτική η ηγεσία της χώρας, η αναπτυξιακή (Chinese Development Bank) και η εισαγωγική-εξαγωγική (EXIM), χρηματοδότησαν μόνο τη δεκαετία 2007-2016 με 197 δισ. δολάρια ενεργειακά projects εκτός Κίνας. Αν, συνεπώς, σκεφθεί κανείς την ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από τρίτες χώρες, και κυρίως τη Ρωσία, δεδομένου ότι η Ένωση εισάγει πάνω από τα 2/3 της ενέργειας που καταναλώνει ετησίως, ο επενδυτικός οίστρος των Κινέζων στο πεδίο της ενέργειας δίδει ipso facto εξέχουσα σημασία στη συγκεκριμένη επενδυτική συμφωνία μεταξύ ΕΕ και Κίνας.
H συμφωνία αυτή, όμως, ήδη υπόκειται σε σοβαρή κριτική. Υποστηρίζεται, αφενός, ότι η Κίνα κυβερνάται από ένα αυταρχικό καθεστώς που διατηρεί συνθήκες εργασιακού μεσαίωνα και περιφρονεί το κράτους δίκαιου και τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και για αυτόν τον πολύ κρίσιμο λόγο δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στη συμφωνία. Η Κίνα, ωστόσο, ανέλαβε στο ίδιο το κείμενο της συμφωνίας, δεσμεύσεις ως προς την εξάλειψη της καταναγκαστικής εργασίας και συμφώνησε να υιοθετήσει τις θεμελιακές διεθνείς συμβάσεις του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (International Labor Organization –ILO), ενώ, από την άλλη, δεσμεύτηκε να τηρήσει και τη Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή. Αν, λοιπόν, η Κίνα δεν ενταχθεί στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, όπως πρακτικά γίνεται μέσω συμφωνιών σαν κι αυτή που συνήψε με την ΕΕ, και αν δεν αλληλεπιδράσει με τις κορυφαίες ‘‘εστίες οικουμενικής επιρροής’’, όπως μια τέτοια είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, πώς θα συμπορευθεί τελικά με το κεντρικό παγκοσμιοποιημένο όραμα της βιώσιμης ανάπτυξης υπό το καθεστώς της διαφάνειας και της μη διάκρισης;
Αφετέρου, κατά κόρον τονίζεται από αναλυτές και διανοούμενους ότι η εν λόγω συμφωνία θα απογοητεύσει την Ουάσιγκτον και θα θέσει σφοδρά εμπόδια στην παλινόρθωση της διατλαντικής συμμαχίας και στην επανασυσπείρωση του λεγόμενου ‘‘Δυτικού Κόσμου’’.
Παρά ταύτα, οι συγκεκριμένες αιτιάσεις, κατά την προσωπική μου αντίληψη τουλάχιστον, δεν είναι πειστικές. Καθότι, αφενός, για το γεγονός ότι οι ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια, λόγω του Trump, επέλεξαν ως παγκόσμια στάση τους έναν ιδιότυπο, ομφαλοσκοπικό και αυτό-συρρικνωτικό ‘‘αναχωρητισμό’’, δεν ευθύνεται ασφαλώς η ΕΕ. Αφετέρου δε, καθότι η συγκεκριμένη συμφωνία δεν είναι απότοκο ενός ξαφνικού και απρόσμενου σινο-ευρωπαϊκού ‘‘coup de foudre’’ αλλά επιγέννημα χρόνιας προσπάθειας για προσέγγιση μεταξύ ΕΕ και Κίνας. Ήδη από το 2003 έχει συμφωνηθεί μεταξύ των δύο πλευρών η συνολική στρατηγική συνεργασία τους (ίδετε EU-China Comprehensive Strategic Partnership, https://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=COM:2003:0533:FIN:EN:PDF), το 2020 κοινοποιήθηκε η κοινή στρατηγική τους ατζέντα (ίδετε EU-China 2020 Strategic Agenda for Cooperation, https://eeas.europa.eu/archives/docs/china/docs/eu-china_2020_strategic_agenda_en.pdf
αλλά και https://ec.europa.eu/commission/sites/beta-political/files/communication-eu-china-a-strategic-outlook_el.pdf), ενώ πολλά ευρωπαϊκά κράτη συνεργάζονται με την Κίνα στα θεσμικά πλαίσια του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και του ‘‘G20’’.
Δεν είναι, λοιπόν, διόλου τυχαίο ή επιφανειακό το γεγονός ότι τo συγκεντρωτικό ποσό των ευρωπαϊκών επενδύσεων στην Κίνα τα τελευταία 20 χρόνια προσδιορίζεται στα 140 δισ. ευρώ (!), ενώ, αντιστοίχως, οι κινέζικες επενδύσεις στην Ευρώπη ανήλθαν στα 120 δισ. ευρώ (!).
Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ διαθέτει νομικώς τυποποιημένα ‘‘θεσμικά αντίβαρα’’ για να ‘‘διηθήσει’’ τυχόν επικίνδυνη ή προβληματική για τα συμφέροντα και τους στόχους της μελλοντική κινεζική συμπεριφορά. Ο Κανονισμός της ΕΕ για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ένωση (https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32019R0452&from=EN), στον οποίο τίθενται περιορισμοί, ασφαλιστικές δικλείδες και νομικές εγγυήσεις στην κινέζικη οικονομική επιθετικότητα, η ενωσιακή ‘‘Λευκή Βίβλος’’ σχετικά με την εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού όσον αφορά τις ξένες επιδοτήσεις (ίδετε στη διεύθυνση https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:52020DC0253&from=EN) που θέτει κωλύματα στην εντός της ΕΕ παραβίαση του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων αλλά και ο Κανονισμός σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά σοβαρών παραβιάσεων και καταπατήσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ίδετε στη διεύθυνση https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32020R1998&qid=1610536677553&from=en) που υιοθετεί μια παγκόσμια ατζέντα αυστηρών κυρώσεων κατά χωρών που παραβιάζουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, ‘‘οπλίζουν’’ πρακτικά και θεσμικά την ΕΕ και της δίδουν στέρεα ερείσματα δυναμικής αντίδρασης στο ενδεχόμενο εκδήλωσης συμπεριφορών από την Κίνα που ούτε με την παγκόσμια φιλελεύθερη νόρμα συνάδουν, ούτε το πνεύμα της επενδυτικής συμφωνίας εκπληρώνουν.
Ερχόμενος, όμως, στην ουσία, δεν μπορώ να μην παραδεχθώ ότι η Κίνα είναι ο μεγάλος ‘‘κερδισμένος’’ της συμφωνίας. H Kίνα, στην παρούσα φάση της, συνιστά μοναδικό στην Παγκόσμια Ιστορία υβριδικό αμάλγαμα ενός δομικά δεσποτικού κρατικού συγκεντρωτισμού που λειτουργεί πια στο πλαίσιο ενός κρατικοελεγχόμενου και κρατικοκατευθυνόμενου οικουμενικής προοπτικής και εμβέλειας καπιταλισμού, έχοντας παράλληλα τη φιλοδοξία επίτευξης τεχνολογικών, προοδευτικών αλμάτων. Μετά την σύναψη της RCEP (Regional Comprehensive Economic Partnership), η Κίνα με την παρούσα προσέγγισή της με την ΕΕ επιβεβαιώνει, ανοιχτά πλέον, αν όχι τις ηγεμονικές της τάσεις, τουλάχιστον την ειλημμένη πολιτική της απόφαση να αποτελέσει σημαίνον μέλος της πολυμερούς συμμετοχικότητας στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων (multilaterism).
Κατά την κρίση μου, λοιπόν, η επενδυτική συμφωνία είναι συμπροϊόν αφενός του όλο και πιο διεισδυτικού και φιλόδοξου κινέζικου γεωοικονομικού ακτιβισμού και αφετέρου της πολιτικής ευφυΐας της Γερμανίδας Καγκελαρίου. Η κ. Μέρκελ δια της συμφωνίας μοιάζει να πετυχαίνει τρεις στόχους, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά τη χώρα της, ο δεύτερος την Ευρώπη και ο τρίτος τα παγκόσμια πράγματα και τη θέση της χώρας της σ’ αυτά. Ειδικότερα:
Πρώτον, με τη συμφωνία συνεχίζει σε πιο στέρεες βάσεις η ευρύτερη προσέγγιση της Γερμανίας με την Κίνα και εξασφαλίζεται, στο παραγωγικό στάδιο, ο ζωτικής σημασίας δίαυλος συνεργασίας των γερμανικών επιχειρήσεων με την Κίνα αλλά και κατοχυρώνεται ένα πιο ανοικτό και ασφαλές πεδίο οικονομικών συναλλαγών ανάμεσα στις δύο χώρες, στο επίπεδο του επιχειρείν.
Από το 2016 και μετά η Κίνα είναι τεκμηριωμένα ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας (δείτε τα στοιχεία της γερμανικής στατιστικής υπηρεσίας στον ιστότοπο https://www.destatis.de/EN/Themes/Economy/Foreign-Trade/Tables/order-rank-germany-trading-partners.pdf?__blob=publicationFile), ενώ αντιστοίχως το μερίδιο της Γερμανίας στις συνολικές ευρωπαϊκές εξαγωγές προς την Κίνα ξεπερνά το 50%. Έτσι, μόνο το 2019 η αξία των γερμανικών εξαγωγών προς τον ασιατικό γίγαντα υπερέβη τα 100 δισ. ευρώ! (How Germany opened the door to China — and threw away the key – POLITICO)
Δεύτερον, έχοντας τις παραπάνω δικλείδες του ευρωπαϊκού δικαίου, που θεωρητικά θα μπορούσαν αν όχι να ‘‘παγώσουν’’, τουλάχιστον να δυσκολέψουν στην πράξη την επενδυτική συμφωνία ΕΕ-Κίνας και να διακωλύσουν την επιρροή του κινέζικου γεωοικονομικού οραματισμού στην Ευρώπη, η κ. Μέρκελ, πολιτευόμενη πιο ‘‘ευρωπαϊκά’’ υπό μια ευρύτερη έννοια, αφήνει ανοιχτό το περιθώριο αναμονής της αμερικάνικης αντίδρασης, υπό τη νεοκλεγείσα ηγεσία, απέναντι στην επενδυτική συμφωνία της ΕΕ με την Κίνα.
H επενδυτική συμφωνία είναι μεν ένα πρώτο βήμα οικονομικής και γεωπολιτικής συμπόρευσης της Ένωσης με την Κίνα. Η ΕΕ, ωστόσο, διακατέχει εκείνες τις θεσμικές εγγυήσεις που επιτρέπουν ευφυώς από τη μερική συμπεριφορική μετατόπισή της απέναντι στην Κίνα, στο περίγραμμα μιας εναλλακτικής στρατηγικής εκδοχής, μέχρι μια ουσιώδη αλλαγή της στάσης της. Υπ’ αυτό το πνεύμα, η σινο-ευρωπαϊκή προσέγγιση συνιστά ένα ξεκάθαρο σινιάλο και μια ανοιχτή πρόκληση προς τις ΗΠΑ. Κατά την άποψη μου, δεν απομακρύνει, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, τις ΗΠΑ από την ΕΕ αλλά, αντιθέτως, επιταχύνει την πολιτική αντίδραση των Αμερικανών και την παγκόσμια φανέρωση του δικού τους, υπό τον Βiden, γεωπολιτικού σχεδιασμού. Πρακτικά, αυτό που επιταχύνεται είναι η λήψη της απόφασης, βασικά όχι για το αν οι ΗΠΑ θα επιστρέψουν στα παγκόσμια πολιτικο-οικονομικά δρώμενα (κάτι που υπό την ηγεσία του Biden θεωρείται δεδομένο) αλλά για τον βαθμό και το ουσιαστικό εύρος της επανάμειξής τους (re-engagement) στις διεθνείς υποθέσεις. Αν, πάντως, οι Αμερικανοί στην επάνοδό τους αυτήν προσβλέπουν ακόμα στην ΕΕ, το θεσμικό πλαίσιο συνεργασίας ανάμεσα στις δύο πλευρές (EU – US new transatlantic agenda for global change, https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/joint-communication-eu-us-agenda_en.pdf) είναι και ενεργό αλλά και δεκτικό ουσιαστικότερης αξιοποίησης.
Τρίτον, η κ. Μέρκελ με την κρινόμενη επενδυτική συμφωνία, όσον αφορά τον παγκόσμιο σχεδιασμό, προωθεί, με τη μορφή μιας διαδιεθνικής, συνεργατικής οικονομικής πλατφόρμας, ένα ‘‘όχημα’’ ακόμα πιο στιβαρής και πολλά υποσχόμενης προσέλκυσης της Κίνας, της μεγαλύτερης χώρας του Πλανήτη, στο μοντέλο της παγκοσμιοποίησης, επί της εφαρμογής του οποίου (μοντέλου) η Γερμανία, ως εξαγωγική οικονομία ή ως ‘‘εξαγωγικό έθνος’’ (Export Nation), όπως λέει ο Hans Werner Sinn, στηρίζει και έχει επενδύσει πολλά από τα ζωτικά της συμφέροντα. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η Γερμανία δεν παραμένει απαθής, τουναντίον αναμιγνυόμενη στην περιοχή που πολλοί πιστεύουν ότι θα αποφασιστούν και διενεργηθούν πολλά για το μέλλον του Πλανήτη τα επόμενα χρόνια, ήτοι στην Ν.Α. Ασία, έχει ήδη δημοσιοποιήσει τον κρίσιμων γεωπολιτικών διαστάσεων στρατηγισμό της επί της ευρείας περιοχής του Ινδικού και Ειρηνικού Ωκεανού (Leitlinien zum Indo-Pazifik, για διάβασμα στα αγγλικά δείτε: https://rangun.diplo.de/blob/2380824/a27b62057f2d2675ce2bbfc5be01099a/policy-guidelines-summary-data.pdf).
Για τους παραπάνω λόγους, η Γερμανίδα Καγκελάριος ήδη έχει αποδειχθεί ως το ‘‘πρόσωπο – κλειδί’’ όχι μόνο για την εν λόγω επενδυτική συμφωνία ή, άλλως, μόνο για τη δική της χώρα αλλά και για την Ευρώπη των επερχόμενων δεκαετιών. Καθότι, αν επαληθευτεί ότι μέχρι το 2050 καμία ευρωπαϊκή οικονομία δεν θα είναι μέσα στις ισχυρότερες του Πλανήτη (https://globalfuturecapital.com/top-10-largest-economies-by-2050/) ενώ, αντιστρόφως, μόλις το 2028 η Κίνα θα καταστεί η μεγαλύτερη οικονομία στον Κόσμο (ttps://www.reuters.com/article/us-health-coronavirus-china-economy/china-to-leapfrog-u-s-as-worlds-biggest-economy-by-2028-think-tank-idUSKBN29000C) ξεπερνώντας τις ΗΠΑ, η προοπτική της ουσιαστικότερης βασικά οικονομικής αλλά και ευρύτερα γεωπολιτικής συμβάδισης ΕΕ και Κίνας κάθε άλλο παρά αποκλεισμένη πρέπει να θεωρείται. Η κ. Μέρκελ, λοιπόν, ‘‘είδε πολύ μπροστά’’, το θέμα όμως, για το μέλλον των επί Γης εξελίξεων, είναι πόσο ‘‘μελετηρός’’ επί των καταστάσεων, τολμηρός και επεμβατικός θα αποδειχθεί ο Joe Biden…
ΥΓ. Το παρόν κείμενο είναι η πρώτη δημόσια έκφραση γνώμης από εμένα, απλούστερα το πρώτο άρθρο μου, μετά την απώλεια του πατέρα μου, Ντίνου Γκουγκουρέλα. Το άρθρο αυτό, συνεπώς, είναι εκ βαθέων αφιερωμένο στη μνήμη του.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science.