Είναι στιγμές που ακόμα και για ανθρώπους που έχουν μάθει να γράφουν, όπως έτσι νομίζω, δικαίως ή αδίκως, εγώ για τον εαυτό μου, είναι εξαιρετικά δύσκολο ακόμα και να συγκεντρωθούν στις πηγαία αναβλύζουσες σκέψεις τους και στα έντονα συναισθήματά τους. Ίσως, όμως, είναι φυσιολογικό όταν ‘‘χάνεις’’ τον πατέρα σου, το μυαλό να θολώνει, οι αναμνήσεις να σε πλημμυρίζουν, τα λόγια να στερεύουν. Μα σε κάποιο ‘‘διάλειμμα’’ της πάλης του μυαλού με την εκ του μοιραίου φόρτιση, αντιλαμβάνεσαι βαθιά μέσα σου τη λειτουργία του αδήριτου νόμου της ζωής και το εκ προοιμίου γνωστό αποτέλεσμα του φθοροποιού ‘‘παιχνιδιού’’ του Ανθρώπου με τον Χρόνο.
Και συνειδητοποιείς ότι αν έχει νόημα να γραφτεί ένας ‘‘αποχαιρετισμός’’ για κάποιον που ‘‘φεύγει’’ από τη ζωή, τότε αυτό επικεντρώνεται στο να τονιστεί, να διακοινωθεί και να διατρανωθεί το μήνυμα που ο εκλιπών ‘‘πέρασε’’ στους δικούς του, στους συναδέλφους του και στους συνανθρώπους του, όσο ζούσε. Τούτο, άλλωστε, είναι και το πρόταγμα και το απότοκο, παράλληλα, του Ορθού Λόγου, που εξάγεται από τη συλλογιστική των αρχαίων μας προγόνων, οι οποίοι πίστευαν ότι ιδιαίτερη σημασία για τα Ανθρώπινα και το τέλος αυτών, τον Θάνατο, δεν έχει το πόσο έζησε κάποιος αλλά το τι έκανε στη ζωή του και αν διήγαγε τον βίο του ως ‘‘καλός και αγαθός’’ πολίτης.
Ως τέτοιον, έχω τη γνώμη ότι θα καταγράψει ο Πιεριεύς Ιστορικός τον πατέρα μου. Γιος του Λεπτοκαρύτη, Χρήστου Γκουγκουρέλα, και της Μικρασιάτισσας, Άννας Αράπογλου, έχασε από πολύ μικρός τον πατέρα του και στην ουσία μεγάλωσε ορφανός υπό τη σκέπη και την αμέριστη φροντίδα της μητέρας του και δίπλα στα αδέρφια του, τον Γιάννη, την Αθανασία και τον Βαγγέλη, με τα οποία τελούσε σε γνήσια αδερφική ομόνοια.
Αυτός ίσως ήταν και ο λόγος που από πολύ μικρός έμαθε στη ζωή του τον πρώτο και μεγαλύτερο κανόνα της Αρετής: την ανάγκη, την υποχρέωση αλλά και την ευεργετικότητα του να παλεύει κανείς στη ζωή του. Και είναι αλήθεια ότι η δική του ζωή ήταν μια συνεχής και αδιάλειπτη πάλη.
Όπως πάντα μου έλεγε, σπούδασε όντας ‘‘χαμάλης’’, δηλαδή βγάζοντας το απαραίτητο μεροκάματο κάνοντας τον αχθοφόρο στα φορτηγά και διαβάζοντας από τα βιβλία που του δάνειζαν οι τότε συμφοιτητές του, επειδή δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να τα αγοράσει. Όμως η ασύλληπτη εσωτερική του δύναμη και η χειμαρρώδης ορμή του για ζωή, για δράση και καταξίωση τον ‘‘όπλιζαν’’ απέναντι στις ουκ ολίγες δυσκολίες που βρήκε μπροστά του.
Πρώτη και παντοτινή ‘‘Αγάπη’’ του η Δικηγορία, στην οποία αφιέρωσε το μεγαλύτερο, μεστότερο και πιο παραγωγικό κομμάτι της ζωής του. Μέσα από αυτήν πάλεψε για το δίκαιο με ήθος, εντιμότητα και αξιοπρέπεια που σπανίζουν και καταξιώθηκε επαγγελματικά. Αυτό όμως που έχει απόλυτη σημασία είναι ότι πάντα μου έλεγε ότι η Δικηγορία δεν είναι επάγγελμα αλλά λειτούργημα, είναι πρώτα απ’ όλα κοινωνική προσφορά και μετά βιοπορισμός. Υπήρξε διακεκριμένος επιστήμονας, κοινωνικός αρωγός και φυσικά δεινός αγορητής στα ακροατήρια, καθότι πάνω απ’ όλα είχε μάθει να είναι ένας σκληροτράχηλος αγωνιστής της ΖΩΗΣ (τούτη είναι μια φράση που του άρεσε ιδιαίτερα).
Αλλά δεν έμεινε, ούτε και σταμάτησε μόνο εκεί. Ανέπτυξε πλούσια κοινωνική και πολιτιστική δραστηριότητα και ανέλαβε πολυφασματικές πρωτοβουλίες, οι οποίες είναι γνωστές στην τοπική κοινωνία και όχι μόνο. Πέραν από τη Δικηγορία, υπηρέτησε συνειδητά και με οίστρο τον Πολιτισμό, τον Αθλητισμό, τον Συνδικαλισμό και την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Στη ζωή του διετέλεσε Πρόεδρος ή Επικεφαλής τόσων Συλλόγων, τόσων Ενώσεων, τόσων κοινωνικών ομάδων και συλλογικοτήτων που πραγματικά θέλει πολλές σελίδες κάποιος απλά και μόνο για να τους/τις κατονομάσει.
Αν, όμως, η Δικηγορία ήταν η έντονη ‘‘Αγάπη’’ του, τότε η Πολιτική ήταν σίγουρα το ‘‘Πάθος’’ του. Θήτευσε στους δύο βαθμούς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης αλλά την ‘‘προσωπική του σφραγίδα’’, αναντίρρητα, την έθεσε εμβληματικότερα και αποτελεσματικότερα στη Βουλή των Ελλήνων, ως Βουλευτής Πιερίας της Νέας Δημοκρατίας, κατά την περίοδο 1981-1989. Τον θυμάμαι (και αναρριγώ τούτην την ώρα) με εσώψυχη περηφάνεια να μου λέει πολλές φορές ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του είχε καταταγεί, και τούτο τεκμηριωμένα, στους 10 πρώτους Βουλευτές του Κοινοβουλίου, όσον αφορά την κοινοβουλευτική δράση. Και τούτο, από κάποια στιγμή και μετά, γνωρίζοντας και κατανοώντας ποιος πραγματικά ήταν ο πατέρας μου, το καταλάβαινα και το αιτιολογούσα. Συνέβαινε γιατί ο Ντίνος Γκουγκουρέλας ήταν ο άνθρωπος που ‘‘βγήκε’’ από τα ‘‘σπλάχνα’’ του λαού (όπως έλεγε) και που γνωρίζοντας το αυτό αγωνιζόταν για τον λαό. Πάντα και μόνο για αυτόν. Σήμερα, πιστεύω, ότι τούτο αναγνωρίζεται ως μια μεγάλη αλήθεια αλλά ταυτόχρονα συνιστά και μια ακόμα μεγαλύτερη παρακαταθήκη όχι μόνο για εμάς, τους οικείους του, αλλά για σύμπασα την τοπική, τουλάχιστον, κοινωνία. Ο Ντίνος Γκουγκουρέλας τω όντι ήταν ένας άνθρωπος που πονούσε την Πιερία, που έδωσε ατελείωτες και αυθεντικές μάχες γι’ αυτήν αλλά που παράλληλα αγαπούσε και την Πατρίδα και εμπνεόταν από το αβαθές και μοναδικό ιστορικό, πολιτικό και πολιτιστικό της φορτίο.
Το μέγα και ουσιώδες, λοιπόν, μήνυμα που ο πατέρας μου ‘‘πέρασε’’ σε μένα, στους οικείους και φίλους του και στην ευρύτερη κοινωνία είναι ότι στην ενασχόληση με τα κοινά και στη δράση στην δημόσια σφαίρα προέχει το γενικό καλό και προτάσσεται η ευημερία των πολλών, όχι το συμφέρον του ενός, μήτε η όποια ατομική ιδιοτέλεια. Ειλικρινά, δεν έχω πάρει πολυτιμότερο μάθημα ποτέ στη ζωή μου. Και δεν γνωρίζω αν τούτο συνεχίζεται να ‘‘διδάσκεται’’ σήμερα.
Για όλα αυτά, όμως, θαρρώ ότι η ίδια η ΖΩΗ τον αντάμειψε όπως του έπρεπε. Του χάρισε ένα απερίγραπτης αξίας δώρο, μια σύζυγο αφοσιωμένη, αξιοπρεπή και άκρως υποστηρικτική και μια μητέρα πρότυπο για την οικογένεια της, την Κυριακή Γκουγκουρέλα και του προσέφερε τη δυνατότητα αφενός να δει τα παιδιά του, τον Χρήστο και τον Γιάννη, να μεγαλώνουν, να ακολουθούν τα δικά του ‘‘χνάρια’’, να εντάσσονται πολυεπίπεδα στην κοινωνία, να δημιουργούν τις δικές τους οικογένειες (ο Χρήστος με την Κωνσταντίνα, ο Γιάννης με τη Σοφία) και να παλεύουν στο στίβο της ζωής και αφετέρου να γνωρίσει αυτό που θεωρείται και είναι η ‘‘συνέχεια της ζωής’’, δηλαδή τα εγγόνια του, την Αναστασία και τον Κωνσταντίνο και την Κυριακή και τον Κωνσταντίνο.
Γυρίζοντας, τούτη τη στιγμή, πίσω στη δική μου παιδική ηλικία και ενθυμούμενος τα πατρικά του λόγια και τις διαρκείς παραινέσεις του, αναρωτιέμαι, στ’ αλήθεια, πόσα παιδιά έχουν ακούσει από τον πατέρα τους, στη δική τους παιδική ηλικία, τις συμβουλές ‘‘Να αγαπάτε τους Ανθρώπους!’’ και ‘‘Για τη Δικαιοσύνη κάνω πέρα ακόμα και την ίδια μου τη μάνα’’. Δεν ξέρω αν αυτό ήταν για μένα και τον Γιάννη, τον αδερφό μου, τύχη ή βαρύ φορτίο αλλά τώρα που το σκέφτομαι, έντονα και διαπεραστικά, θαρρώ πως ήταν και τα δύο μαζί, και τύχη αλλά και βαρύ φορτίο ταυτόχρονα. Τύχη διότι ο άνθρωπος αυτός μας δίδαξε από πολύ μικρούς να είμαστε αξιοπρεπείς, φιλαλήθεις και δίκαιοι, όπως εκείνος ήταν, αλλά και βαρύ φορτίο διότι από πολύ μικροί εννοήσαμε, χάριν σε εκείνον, ότι αν θέλεις να λέγεσαι Άνθρωπος πρέπει να κουβαλάς συνεχώς μέσα σου και να υπηρετείς τη μέγιστη ευθύνη να είσαι Άνθρωπος που λειτουργεί με γνώμονα τη συνείδηση του και μόνο!
Οι σκέψεις, όμως, και τα συναισθήματα με έχουν κυριολεκτικά βουρκώσει. Όσα και να σκεφθώ, όσα και να θυμηθώ, όσα κι αν γράψω, μου φαίνονται πολύ ‘‘λίγα’’ και πολύ ‘‘φτωχά’’. Και γι’ αυτό νομίζω είναι τούτη η ώρα να πω μόνο δύο ακόμα ‘‘λόγια’’. Στην ουσία, μια ευχαριστία και μια ευχή.
Πατέρα, καταρχάς, για τις αρχές, τα ιδανικά και τις αξίες που μου δίδαξες, για την ανάδειξη πρώτα και πάνω απ’ όλα σε εμάς, τα παιδιά σου, της σημασίας που έχει το ορθό και το δίκαιο στην ανθρώπινη ζωή και στην ανθρώπινη κοινωνία, για τις στοργικές αγκαλιές, τις πάμπολλες γλυκές και τρυφερές στιγμές, για τις πατρικές συμβουλές, για το ότι ήσουν πάντα δίπλα μου και δίπλα μας έτοιμος να μας προστατεύσεις και να μας καθοδηγήσεις, για τις ανεκτίμητες υποδείξεις περί του πώς πρέπει να λειτουργεί κάποιος στον επαγγελματικό του βίο, για το πρότυπο που μου μετέφερες αναφορικά με το πώς είναι δέον και σωστό να ενεργεί ο ‘‘καλός και αγαθός’’ πολίτης στο δημόσιο χώρο και στην ενασχόληση του με τα κοινά, στην ουσία για αυτό που είμαι σήμερα, για αυτό που αντιλαμβάνομαι για τον εαυτό μου από μικρό παιδί, το ελάχιστο που δύναμαι να κάνω είναι μέσα από την ψυχή μου να σου πω ΕΝΑ ΕΛΙΚΡΙΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟ, ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ‘‘ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ’’!!!
Και εν τέλει, μια ευχή. Αντιλαμβανόμενος πλήρως ότι για αυτούς που, όπως εγώ, πιστεύουν ότι η ΖΩΗ νικά τον Θάνατο, για αυτούς που πρεσβεύουν ότι τελικά η ΖΩΗ θα νικήσει τον Θάνατο, για όσους το ‘‘Χριστός Ανέστη’’ και το ‘‘Θανάτω Θάνατον πατήσας’’ είναι όχι απλά εθιμοτυπική θρησκειολογική ρητορεία αλλά αληθινή πεποίθηση που κρατά ζωντανή και πάλλουσα τη φλόγα της Καρδιάς, δεν μπορώ παρά να ευχηθώ και να προσδοκώ στην κατευόδια ευχή που σου απευθύνω: ΚΑΛΗ ΑΝΤΑΜΩΣΗ ΠΑΤΕΡΑ!!!
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΝΤΙΝΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ
Γεννήθηκε το 1934 στην Κατερίνη. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από τη Λεπτοκαρυά Πιερίας και της μητέρας του από τη Μ. Ασία. Τα πρώτα μαθητικά του χρόνια φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Σφενδάμης και τελείωσε το Α’ Δημοτικό Σχολείο Κατερίνης και το Γυμνάσιο Κατερίνης. Υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία ως έφεδρος Αξιωματικός Πεζικού επί μία σχεδόν διετία στο Στρατηγείο της 2ας Μεραρχίας στο 4ο Επιτελικό Γραφείο. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του αρχικά δούλεψε ως εργάτης-φορτοεκφορτωτής, ενώ στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη Δημοσιογραφία ως συνεργάτης των εφημερίδων Αθλητικά Νέα, Βραδυνή, Ημέρα κ.α.
Μετά την αποφοίτηση του εργάστηκε ευσυνείδητα και μαχητικά ως Δικηγόρος επί σαράντα περίπου χρόνια στο Πρωτοδικείο Κατερίνης.
Η ευγενής φιλοδοξία του να γίνει δημόσιος άνδρας ριζωμένη μέσα του από την παιδική ηλικία του τον παρότρυνε να αναπτύξει δραστηριότητα σ’ όλους σχεδόν τους τομείς της κοινωνικής ζωής της Πιερίας: Στην Πολιτική, στον Αθλητισμό, στον Συνδικαλισμό και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Έτσι μετά από σκληρούς και τίμιους αγώνες, που άρχισαν το έτος 1953, έγινε γνωστός στο Λαό της Πιερίας αρχικά και στη συνέχεια στο λαό της Ελλάδας:
– Ως Πρόεδρος του άτυπου Συλλόγου του Γυμνασίου Κατερίνης με τους θερμούς αγώνες του στα μαθητικά συλλαλητήρια υπέρ της απελευθέρωσης της βασανισμένης Κύπρου και τις δημόσιες ομιλίες του στην Παλαιά Δημαρχία και στο μνημείο πεσόντων του Δημοτικού Πάρκου Κατερίνης.
– Ως Πρόεδρος του άτυπου Συλλόγου Φιλάθλων της ποδοσφαιρικής ομάδας του ‘‘ΟΛΥΜΠΟΥ’’.
– Ως Πρόεδρος της Φοιτητικής Ένωσης Πιερίας.
– Ως Πρόεδρος της Ε.Ρ.Ε.Ν. του Νομού Πιερίας.
– Ως Πρόεδρος της Νομαρχιακής Επιτροπής της Ν.Δ. Πιερίας.
– Ως Πρόεδρος του Εκπολιτιστικού και Μορφωτικού Συλλόγου Κατερίνης.
– Ως Πρόεδρος του ΠΙΕΡΙΚΟΥ όταν η ομάδα ήταν στην Α’ Εθνική Κατηγορία Ποδοσφαίρου, αναδεικνυόμενος πάντα πρώτος στις εκλογές του Δ.Σ. Με την ιδιότητα του αυτή έφερε στην ομάδα του ΠΙΕΡΙΚΟΥ προπονητές παγκοσμίου κλάσης όπως τον Rudolf Illovszky (Ρούντολφ Ιλόφσκι), τον Dezso Bundzsak (Ντέζο Μπούτζακ) και τον Bertalan Bickskei (Μπέρταλαν Μπίκσκει), πρώην προπονητές της Εθνικής Ουγγαρίας και δασκάλους της μεγάλης ουγγρικής ποδοσφαιρικής σχολής.
– Ως Πρόεδρος του 26ου ΚΤΕΛ Πιερίας.
– Ως Πρόεδρος (επίτιμος) του Συνδέσμου Μεταφορών Ιδιοκτητών Φορτηγών Αυτοκινήτων Πιερίας.
– Ως Εκπρόσωπος της Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Φορτηγών Αυτοκινήτων Β. Ελλάδας, αντιπροσωπεύοντας και τα επαγγελματικά σωματεία των αυτοκινητιστών Πιερίας σε διάφορα πανελλήνια συνέδρια.
– Ως Γενικός Γραμματέας του Αθλητικού Συλλόγου Κατερίνης ‘‘Ο ΑΠΟΛΛΩΝ’’.
– Ως Γενικός Γραμματέας των Εφέδρων Αξιωματικών Πιερίας.
– Ως Γενικός Γραμματέας του Μορφωτικού Συλλόγου του Συνοικισμού Αστών Κατερίνης.
– Ως Αγωνιστής των Βουλευτικών Εκλογών των ετών 1963 και 1964 στο πλευρό του τίμιου Βουλευτή Αθανασίου Βασιλειάδη, του οποίου υπήρξε διάδοχος ύστερα από ομόφωνη απόφαση των στελεχών του.
– Ως μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής της Ε.Ρ.Ε. Πιερίας το έτος 1965, ο οποίος στις εκλογές του Κέντρου Κατερίνης Μουλέν-Ρουζ εξελέγη πρώτος από τους εκλέκτορες της Πιερίας.
– Ως υποψήφιος Βουλευτής της Ε.Ρ.Ε. Νομού Πιερίας, ύστερα από ομόφωνη απόφαση της Νομαρχιακής Επιτροπής της στη θέση του αείμνηστου Βουλευτή της Ε.Ρ.Ε. Αθανασίου Βασιλειάδη με υποψήφιους στο Συνδυασμό τους Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου, Αλέκο Δεληγιαννίδη και Δημήτριο Τσιφοδήμο. Οι εκλογές όμως του έτους 1967 ματαιώθηκαν λόγω του στρατιωτικού πραξικοπήματος.
– Ως μέλος της Επιτροπής Λαϊκής Επιμόρφωσης Πιερίας.
– Ως μέλος της Πενταμελούς Επιτροπής Σωτηρίας του Πιερικού.
– Ως Νομικός Σύμβουλος (άμισθος) σχεδόν όλων των Σωματείων Ακτημόνων της Πιερίας. Είναι γνωστοί οι σκληροί και επίμονοι αγώνες του στη Βουλή των Ελλήνων για τη γεωργική αποκατάσταση των ακτημόνων της Πιερίας, κατά τους οποίους εστρέφετο με πύρινες αγορεύσεις στη Βουλή των Ελλήνων κατά των ‘‘τσιφλικάδων’’ και της τότε Κυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
– Ως Νομικός Σύμβουλος, κατά κανόνα αφιλοκερδώς: Του Συνδέσμου Διεθνών Μεταφορών Πιερίας, της Κοινοπραξίας Ιδιοκτητών Φορτηγών Αυτοκινήτων Πιερίας, της Ένωσης Ιδιοκτητών Χωματουργικών Μηχανημάτων Κατερίνης, του Σωματείου Κτηνοτρόφων Κατερίνης κ.α.
– Ως Δημοτικός Σύμβουλος του Δήμου Κατερίνης, αφού αναδείχθηκε πρώτος σε ψήφους στο Συνδυασμό του στις Δημοτικές Εκλογές του έτους 1964, αλλά έχασε το αξίωμα του Αντιδημάρχου γιατί η παράταξη με υποψήφιο Δήμαρχο τον Βασίλειο Ταβαντζή ήρθε δεύτερη, με πρώτη αυτή του Τάκη Τερζόπουλου.
– Ως Νομαρχιακός Σύμβουλος Πιερίας με Νομάρχη τον Νικόλαο Κατακαλίδη, αφού αναδείχθηκε το έτος 1976 πρώτος στις ψήφους λαμβάνοντας τα 3/4 των μελών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης Πιερίας, υποστηριζόμενος απ’ όλα τα κόμματα..
– Ως υποψήφιος Βουλευτής της Ε.Π., αφού προηγουμένως παραιτήθηκε από Πρόεδρος της Νομαρχιακής Επιτροπής της Ν.Δ. Στις εκλογές αυτές η παράταξη και αυτός, ως υποψήφιος Βουλευτής της, έλαβαν πλέον των 6.000 ψήφων το έτος 1977.
– Ως Βουλευτής της Ν.Δ. το 1981, όταν και αναδείχθηκε πρώτος και μόνος στις προτιμήσεις του Λαού της Πιερίας, ως Ανανεωτής Βουλευτής του, αποτυχόντων των τριών τότε εν ενεργεία Βουλευτών.
– Ως μέλος της 5μελούς Διοικούσας Επιτροπής Κ.Ε.Π.Ο. (Κεντρικής Περιφερειακής Οργάνωσης) της Ν.Δ.
Ο αείμνηστος αρχηγός της Ν.Δ. Ευάγγελος Αβέρωφ προ του θανάτου του και κατά το χρόνο της ασθένειας του όρισε την ως άνω Επιτροπή (αποτελούμενη από τον Γιάννη Βαρβιτσιώτη, τ. Υπουργό, ως Πρόεδρο και ως μέλη από τους Ντίνο Γκουγκουρέλα, Βουλευτή Πιερίας, Αριστείδη Τσιπλάκο, τ. Υπουργό, Παναγιώτη Μπουκοβό, τ. Υπουργό και τον Κωνσταντίνο Σημαιοφορίδη, τ. Υπουργό και εν συνεχεία Διευθυντή του κόμματος. Με την ιδιότητα του αυτή ‘‘όργωσε’’ επί μία 2ετία ολόκληρη τη Β. Ελλάδα για την κομματική οργάνωση της Ν.Δ.
– Ως μέλος του Αγροτικού Τμήματος της Ν.Δ., με Πρόεδρο τον αείμνηστο Δημήτριο Χατζηδημητρίου, Βουλευτή Ημαθίας. Με απόφαση του Αρχηγού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ορίσθηκε γενικά υπεύθυνος για τα αγροτικά θέματα της Μακεδονίας.
– Ως μέλος της Γραμματείας του Αγροτικού της Ν.Δ., με Γενικό Γραμματέα το γνωστό ρήτορα της Βουλής, Βουλευτή Έβρου Παναγιώτη Χατζηνικολάου. Με την ιδιότητα του αυτή ανέπτυξε ακατάπαυστη δραστηριότητα σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, με συνέπεια να συμπεριληφθεί από τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη σύνθεση της μελλοντικής κυβέρνησης (σκιώδης κυβέρνηση) ως Υφυπουργός Γεωργίας, όπως ανακοινώθηκε στον ημερήσιο Τύπο των Αθηνών..
– Ως μέλος της Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής πολλών Υπουργείων της Βουλής των Ελλήνων.
– Ως μέλος ειδικά της Ο.Κ.Ε. (Ομάδας Κοινοβουλευτικού Ελέγχου) της Ν.Δ. στον Τομέα της Γεωργίας, των Συγκοινωνιών, του Περιβάλλοντος, της Χωροταξίας και των Δημοσίων Έργων κ.λ.π.
– Ως μέλος της Εθνικής Αντιπροσωπείας της Βουλής των Ελλήνων σε αποστολή στην Κύπρο, τεθείς επικεφαλής της ομάδας της Ν.Δ., όπου έγιναν συζητήσεις για το Εθνικό Θέμα της Μεγαλονήσου με τον τότε Πρόεδρο της Σπύρο Κυπριανού.
– Ως μέλος πολλές φορές Αντιπροσωπείας της Ν.Δ. στο Στρασβούργο για θέματα Ε.Ο.Κ. και αγροτικά ζητήματα.
– Ως μέλος της Αντιπροσωπείας της Ν.Δ. και κατόπιν αποφάσεως του τότε Αρχηγού της Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μετέβη στο Δ. Βερολίνο, όπου στη Διπλωματική Σχολή ‘‘ADENAUER’’ εκπαιδεύτηκε πάνω σε ζητήματα Ε.Ο.Κ. και σε αγροτικά θέματα.
– Ως Βουλευτής υπήρξε μέσα στους 10 πρώτους Βουλευτές στην άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου όπως αυτό αποδεικνύεται από τα κοινοβουλευτικά χρονικά, τους πίνακες της Βουλής και από τις εφημερίδες της περιόδου 1981-1989…..
Και μετά συνεχίζει μέχρι σήμερα να βρίσκεται κοντά στο Λαό της Πιερίας τον οποίο υπηρέτησε ως πιστός υπηρέτης, ως σκληρός αγωνιστής, ως άνθρωπος επιστήμων-πολιτικός επί μισό αιώνα και πλέον, με συνέπεια ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Ιωάννης Κεφαλογιάννης και ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης να τον χαρακτηρίσουν δημοσίως ως ευπατρίδη, όπως και ο προσωπικός στρατιωτικός σύμβουλου του τέως Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, στρατηγός Νικόλαος Γρυλλάκης τον αποκάλεσε ‘‘ηθικό βράχο της Πιερίας’.-