Διλήμματα και προοπτικές για τον νέο Αμερικανό Πρόεδρο. Γράφει ο Χρ.Γκουγκουρέλας.

Πολιτική

Εν αναμονή του τελικού αποτελέσματος της λαϊκής ετυμηγορίας, που, όπως φαίνεται, θα αναδείξει μάλλον τον Joe Biden ως νέο Πρόεδρο της χώρας, οι ΗΠΑ είναι πια αδήριτη ανάγκη να απλώσουν τη ματιά τους στον Κόσμο και να εισέλθουν στην κρίσιμη φάση της στοχαστικής αναπροσαρμογής. Μετά το ‘‘America first’’ του Donald Trump, φαίνεται να διαβαίνουν το μεταίχμιο της επαναχάραξης της εξωτερικής τους πολιτικής, καθώς προβάλλουν καθαρά πλέον τεκτονικής φύσεως διλήμματα μπροστά τους: μέχρι ποιο βαθμό θα επαναμιχθούν στις παγκόσμιες υποθέσεις, πόσο ενεργά θα παρέμβουν σε ζητήματα της Διεθνούς Κοινότητας, ποια κατεύθυνση και ποιες προτεραιότητες θα δώσουν στη διεθνή παρουσία τους και σε ποιο βαθμό, με ποια μέσα και δια ποιων πρωτοβουλιών και στοχεύσεων θα επαναδιεκδικήσουν αν όχι την πρωτοκαθεδρία στον Πλανήτη, τουλάχιστον έναν καινούργιο, αναμορφωμένο και αναβαθμισμένο ρόλο; Περιμένουμε όλοι τις απαντήσεις…

Ξεκινώντας από την Άπω Ανατολή, είναι πια δεδομένο ότι η Κίνα, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και του λεγόμενου ανατολικού μπλοκ, μετερχόμενη ένα sui generis οικονομικό δόγμα κρατικού καπιταλισμού και επιδεικνύοντας μια ιστορικών διαστάσεων εξωστρέφεια στον οικονομικο-πολιτικό παραγοντισμό της, είναι αυτή που αμφισβητεί όλο και πιο ευθέως, όλο και πιο δυναμικά την αμερικανική διαδιεθνική ηγεμονία.

Το μέγα δίλημμα, λοιπόν, για τον νέο Αμερικάνο Πρόεδρο θα είναι η διαμόρφωση της αμερικάνικης στάσης απέναντι στην Κίνα: Θα είναι τούτη μια στάση που θα οδηγήσει σε ενισχυμένη επιθετικότητα και κλιμάκωση της αντιπαλότητας, διότι για τους Αμερικάνους η διατήρηση των σκήπτρων τους είναι αυτή που έχει απόλυτη σημασία, ή θα επιδιωχθεί από τη μεριά τους μια ευρύτερη συνεργασία στο όνομα ενός προοδευτικού οικουμενισμού, διότι οι Αμερικανοί δεν θα στοχεύουν πια στα ‘‘πρωτεία’’ αλλά στην ήπια ουδετεροποίηση του ρόλου τους;

Η πρώτη επιλογή, πάντως, συνεπάγεται κινήσεις στρατηγικού περικυκλωτισμού της Κίνας, οι οποίες σχετίζονται με την παντοειδή σύσφιξη και αναθέρμανση των σχέσεων με παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ στην Άπω Ανατολή. Η Ιαπωνία σε τούτη την περίπτωση είναι ο προφανής στενότερος σύμμαχος ενώ η επανείσοδος των ΗΠΑ στη Συνολική και Προοδευτική Εμπορική Συμφωνία των Χωρών του Ειρηνικού (Comprehensive and progressive Trans-Pacific Partnership), την οποία έχουν υπογράψει 11 χώρες, μάλλον θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεδομένη. Και τούτο, διότι θα είναι ένα σαφές μήνυμα ότι οι ΗΠΑ επανεργοποιούνται στην περιοχή, ειδικά μάλιστα αν καταφέρουν να αναμίξουν στη Συμφωνία την Ν. Κορέα, την Ταϊλάνδη και την Ινδονησία. Επ’ αυτού του στρατηγικού σχεδιασμού οι ΗΠΑ θα βαθύνουν τις διαχωριστικές γραμμές με την Κίνα στην αντίληψη περί παγκοσμίου εμπορίου και θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν ένα πολυπολικό σύστημα ελέγχου και ένα συγκεκριμένο πρότυπο παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης. Παράλληλα, η επαναθεώρηση της NAFTA (North America Free Trade Agreement) για τη δημιουργία μιας νέας, ανοικτής αλλά οδηγούμενης από τους κανόνες του πλουραλισμού τάξης πραγμάτων και οι διερευνητικές συνομιλίες για μια διμερή εμπορική συμφωνία με την Ταϊβάν, που κείται στο μαλακό υπογάστριο της Κίνας, ίσως αποτελέσουν κάποιες από τις πολύ ενδιαφέρουσες πινελιές αυτού του σχεδιασμού. 

Η άλλη εναλλακτική είναι η δημιουργική, συνεργατική συμπόρευση με την Κίνα υπό τη λογική ότι ζούμε σε Κόσμο δικτύωσης, όπου τα περιφερειακά δίκτυα χρειάζονται αυτονομία  και αυτοκαθορισμό και όχι ετεροπροσδιορισμό. Η Αμερική θα μπορούσε να υλοποιήσει έναν τέτοιας αντίληψης στρατηγικό σχεδιασμό με τη συμμετοχή της στην Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων και Υποδομών (Asia Infrastructure Investment Bank), που ‘‘ξεκίνησε’’ η Κίνα. Στο εγχείρημα αυτό συμμετέχουν 103 χώρες και η συγκεκριμένη Τράπεζα έχει ως στόχο να καλύψει μέχρι το 2030 το κενό επενδύσεων σε υποδομές στην Ασία ύψους 26 τρισ. δολαρίων. Καθώς ο κινέζικος ‘‘Δρόμος του Μεταξιού’’ (Belt and Road Initiative ή BRI) χρηματοδοτείται από κεφάλαια της κινεζικής κυβέρνησης και του τραπεζικού τομέα κατά τρόπο μάλλον αδιαφανή, η πιθανή χρηματοδότησή του μέσω της άνω τράπεζας (στην οποία θα συμμετέχουν και οι ΗΠΑ) θα άγει την κινέζικη πρωτοβουλία στην ουσία υπό παγκόσμια λογοδοσία. Η Αμερική εμπνεύστηκε βέβαια, ως αντίβαρο της κινεζικής διείσδυσης στον κόσμο, το δικό της ‘‘οικονομικό όχημα’’ (U.S. International Development Finance Corporation) μέσω του οποίου στοχεύει να προωθήσει 800 projects παγκοσμίως αλλά η σύμμειξη αυτής της πρωτοβουλίας με τα πλάνα της άνω ασιατικής τράπεζας ίσως δώσει άλλη πνοή στα ζητήματα της οικονομικής ανάπτυξης και πολιτικής σταθερότητας σε όλον τον Πλανήτη.

Μπορεί, λοιπόν, η συμμετοχή των ΗΠΑ στην άνω Τράπεζα να ευνοήσει τη δυνατότητα για κοινή δράση ΗΠΑ-Κίνας σε οικονομικές-επιχειρηματικές πρωτοβουλίες με παγκόσμιες διαστάσεις αλλά στην Άπω Ανατολή σημαντική παραμένει και η ‘‘περίπτωση της Β. Κορέας’’. Θα αποδυθεί, αλήθεια, ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος σε μια προσπάθεια εξάλειψης των κινδύνων από το σύστημα πυρηνικών όπλων και πυραυλικών συστημάτων του εκεί καθεστώτος; Θα χρειαστεί τότε να προβεί η Διεθνής Κοινότητα σε μερική άρση των κυρώσεων κατά της Β. Κορέας;

Περαιτέρω, ακόμα πιο κοντά μας γεωγραφικά, στη Μέση Ανατολή υπάρχει ποικιλωνυμία θεματικών και γεωστρατηγικών συμφερόντων. Η διαμάχη Ισραήλ και Παλαιστινίων είναι κλασικά διαχρονική. Η επόμενη αμερικανική ηγεσία θα πρέπει να αποφασίσει αν θα αφήσει ανέγγιχτη και απαράλλακτη τη σχέση των ΗΠΑ με το Ισραήλ ή αν, χωρίς να απομακρυνθεί ουσιαστικά απ’ αυτήν, θα αναμιχθεί ενεργά και σοβαρά σε πρωτοβουλίες σεβασμού και προστασίας των Παλαιστινίων (πχ United Nations Relief and Works Agency for Palestine Refugees in Near East), αν θα βοηθήσει στον ουσιαστικό διάλογο μεταξύ των δύο πλευρών και αν θα κινηθεί πιο ενεργητικά στην περιστολή της δράσης της Hamas και της Fatah στη λωρίδα της Γάζας. Σημειωτέον δε ότι μετά τις συμφωνίες Ισραήλ-Μπαχρέιν και Ισραήλ Σ-Αραβίας οι ΗΠΑ πρέπει πλέον να αφουγκραστούν και τις βουλήσεις του αραβικού κόσμου επί του θέματος.

Στο Αφγανιστάν, μετά τη συμφωνία ειρήνευσης με τους Taliban που υπεγράφη στην Ντόχα του Κατάρ, οι Αμερικανοί θα πρέπει να αποφασίσουν για τον βαθμό ανάμιξής τους, με την παραμονή ή αποχώρηση των στρατιωτικών δυνάμεων τους από τη χώρα.

Ένα όμως από τα μεγαλύτερα ζητήματα της Μέσης Ανατολής είναι αυτό του πυρηνικού οπλοστασίου του Ιράν. Όταν το 2017 ανέλαβε την προεδρία ο Trump, εφαρμοζόταν το πυρηνικό moratorium με τη μεγαλύτερη σιιτική χώρα στον Κόσμο αλλά από το 2018 οι ΗΠΑ έχουν αποδεσμευτεί από τη συμφωνία (Joint Comprehensive Plan of Action) με το Ιράν και αυτό αφέθη πρακτικά ‘‘ανεξέλεγκτο’’ σχετικά με την πολιτική του στον τομέα των πυρηνικών. Mε δεδομένο ότι το Ιράν είναι σημαντικός γεωπολιτικός παίκτης στην περιοχή (συμμετείχε σε κοινό διάλογο με τη Ρωσία και την Τουρκία για τη λύση στη Συρία μετά την αμερικανική απ’ εκεί οπισθοχώρηση) το ζητούμενο είναι αν η αμερικανική ηγεσία θα επιλέξει σκληρή αντιπαλότητα σε κλίμα υπερδιεγερτικής εχθρότητας ή αν θα αποπειραθεί να βρει μέσω της διπλωματικής οδού τη φόρμουλα μιας νέας συμφωνίας για τα πυρηνικά.

Στην Υεμένη εκτυλίσσεται η μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση στον Κόσμο. H Σαουδική Αραβία του Πρίγκιπα Muhammad Bin Salman, όντας φανατικά σουνιτική, έχει εισβάλλει στη χώρα και πολεμά τους σιίτες αντάρτες Houthi, που υποστηρίζονται από το Ιράν. Η Υεμένη φλέγεται και ο λαός της κυριολεκτικά λιμοκτονεί. Οι ΗΠΑ τάχθηκαν φανερά στο πλευρό των Σαουδαράβων (τα 2/3 των αεροσκαφών της πολεμικής αεροπορίας της Σ. Αραβίας είναι αμερικανικά, ενώ οι ΗΠΑ πώλησαν στρατιωτικό εξοπλισμό στους Σαουδάραβες αξίας άνω των 140 δισ. δολαρίων!). To θέμα, λοιπόν, είναι πώς οι ΗΠΑ, μην χαλαρώνοντας τη σχέση τους με τη Σ. Αραβία, θα προσπαθήσουν να δώσουν ένα τέλος σ’ αυτόν τον άκρως γενοκτόνο πόλεμο ή πώς θα πείσουν το Ομάν, που διατηρεί καλές σχέσεις με το Ιράν, να πιέσει το τελευταίο που ελέγχει τους αντάρτες στην Υεμένη προκειμένου να προκύψει μια συμβιβαστική μέσω διαλόγου λύση. Η ειρήνευση, ωστόσο, στον Περσικό Κόλπο δεν είναι ένα εύκολο εγχείρημα.

Στη δε Ευρώπη αναμένουμε με εξαιρετικό ενδιαφέρον το νέο δόγμα της αμερικανικής στρατηγικής σχετικά με την περιφερειακή αυτονομία της Ηπείρου μας. Θα επιλέξουν οι ΗΠΑ την ενθάρρυνση της με ίδια μέσα ευρωπαϊκής στρατιωτικής θωράκισης διατηρώντας έναν κατά βάση αποτρεπτικό ρόλο ή το θέμα της ευρωπαϊκής ασφάλειας θα συνεχίσει να αποτελεί σταθερό αμερικανικό πρόταγμα και ‘‘γεωπολιτικό καθήκον’’; Αυτό όμως που αναμένεται ευρέως είναι μια νέα Διατλαντική Συμφωνία εμπορίου ανάμεσα σε Αμερικανούς και Ευρωπαίους και δη τέτοια που να ευνοεί την ελευθερία των συναλλαγών και την ανοιχτή και ακώλυτη μεταξύ τους οικονομική συνεργασία. Μια συνεργασία που πρέπει να επεκταθεί στην προστασία των παγκοσμίων δημοσίων αγαθών και στην επίρρωση της ανθεκτικότητας των δομών του Δυτικού Κόσμου, στην ενίσχυση του κράτους δικαίου και των δημοκρατικών θεσμών.

Ο νέος Πρόεδρος, ειδικά αν είναι ο Biden, θα βρεθεί σίγουρα και προ του πιεστικού διλήμματος περί μιας νέας Συμφωνίας με τους Ευρωπαίους επί των απαραίτητων πρωτοβουλιών στο θέμα της κλιματικής αλλαγής. Βάση σε ένα τέτοιο εγχείρημα μπορεί να είναι η ευρωπαϊκή πράσινη συμφωνία (European Green Deal), η οποία πρέπει να γίνει κοινός καμβάς δράσης. H δε επάνοδος των ΗΠΑ στη Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή θα αποτελέσει διεθνές μήνυμα ότι στόχος τους επανέγινε η πράσινη και βιώσιμη ανάπτυξη, κάτι στο οποίο μάλλον ‘‘αναγκαστικά’’ θα επενδύσει από εδώ και πέρα όλος ο Πλανήτης.

Μεγάλο κεφάλαιο βέβαια συνιστούν και οι αμερικανορωσικές σχέσεις. To μέγα ζητούμενο για τις άλλοτε ονομαζόμενες και ‘‘Υπερδυνάμεις του Πλανήτη’’ είναι η ισορροπημένη μεταξύ τους σχέση, που, ει δυνατόν, θα προκύπτει μέσα από τη διττή άσκηση και πάντως μη απαλοιφή των στρατηγικών τους συμφερόντων και γεωπολιτικών οραματισμών τους. Η επέκταση της συμφωνίας των δύο χωρών (New Strategic Arms Reduction Treaty, Measures for the Further Reduction and Limitation of Strategic Offensive Arms) που υπογράφηκε το 2010 στην Πράγα για τη μείωση των εξοπλισμών θα είναι ένα σπουδαίο βήμα, αν το επιδιώξει ειδικά ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ, προς περαιτέρω εξομάλυνση των σχέσεων τους, ίσως δε αποτελέσει και τη βάση για ένα αποδοτικά συνεργατικό modus vivendi. Αλλά ο κίνδυνος μιας μεταξύ τους μεγάλης σύγκρουσης είναι ακόμα υφιστάμενος και έχει μάλιστα χαρακτήρα ενεργειακό. Οι ΗΠΑ είναι η πρώτη πετρελαιοπαραγωγός χώρα στον Κόσμο πλέον και θα ‘‘πολεμήσει’’ την ευρωπαϊκή εξάρτηση από το ρωσικό αέριο. Οι κυρώσεις που ψήφισε το Κογκρέσο για τον Nord Stream 2 είναι θέμα υψηλής παγκόσμιας (κατά τη γνώμη μου) ευαισθησίας και ενδέχεται να ‘‘αποξενώσουν’’ εκ νέου τις δύο χώρες.

Εν τέλει, οι εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που εκτυλίσσονται σε χωροθετικό πλαίσιο Γεωπολιτικής που συμπεριλαμβάνει και πρακτικά ενώνει τη Μέση Ανατολή με τη Νοτιοανατολική γωνιά της Ευρώπης, τα Βαλκάνια, θα είναι μια δύσκολη ‘‘άσκηση’’ για τον νέο Αμερικανό Πρόεδρο. Πιστεύω ότι το δίλημμα για τους Αμερικάνους δεν είναι ‘‘Σούδα ή Ιντσιρλίκ;’’,  ‘‘Eastmed ή TANAP;’’ ή ‘‘Αλεξανδρούπολη ή Kurecik;’’, διότι οι ΗΠΑ τα θέλουν και τα δύο, τα θέλουν όλα. Το ζητούμενο όμως είναι πώς ανάμεσα σε δύο μέλη του ΝΑΤΟ και φίλιες δυνάμεις των ΗΠΑ, αυτές, κρατώντας μια στάση ‘‘μη διχαστικής αμφισημίας’’, θα καταφέρουν να τιθασεύσουν τον αποσταθεροποιητικό μεγαλοϊδεατισμό και τον κινούμενο πέραν του ορίου της ιστορικής ύβρεως ακτιβισμό του Εrdogan.

Είναι, λοιπόν, μεγάλο το βάρος και κρίσιμη η ευθύνη του νέου Προέδρου. Εν αρχή είναι το βασικό δίλημμα περί της στάσης των ΗΠΑ, οι προθέσεις των οποίων πρέπει να εκπεμφθούν παγκοσμίως με όσο το δυνατόν σαφήνεια και αποφασιστικότητα γίνεται. Θα δείξουν (οι ΗΠΑ) ξανά αρχηγικές διαθέσεις και με όχημα το ΝΑΤΟ και τους διεθνείς οργανισμούς της Παγκόσμιας Κοινότητας θα μπουν εκ νέου στον δρόμο ενός οικουμενικού ηγεμονισμού, έστω τύπου ‘‘primus inter pares’’ και όχι ‘‘primus solo’’, ή θα γίνουν μια πιο εσωστρεφής δύναμη, πιο απόμακρη από τα διαπλανητικά ζητήματα με εγχώριες προτεραιότητες και αμβλυμμένη διεθνή διάδραση άρα και επιρροή; Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η Industry 4, η τεχνητή νοημοσύνη, η αυτοματοποίηση και οι νέες συνθήκες εργασίας, το Μεταναστευτικό και η Κλιματική Αλλαγή και όλα αυτά τη στιγμή που η παγκοσμιοποίηση φαίνεται είτε να ‘‘αγκομαχά’’ είτε απλά να ‘‘ξαποσταίνει’’, συνθέτουν ένα εξαιρετικά περίπλοκο, απρόβλεπτο και ευμετάβλητο παγκόσμιο περιβάλλον, όπου οι ΗΠΑ πρέπει να επαναχαράξουν τον ρόλο τους και να διασφαλίσουν τα ιδεώδη του Δυτικού Κόσμου. Οψόμεθα…

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

                                             Relations and the political science.