Ήδη από χθες ένα υπερπλεόνασμα δημοκρατικής ευαισθησίας πλημμύρισε τη χώρα και η αίσθηση ότι με την καταδίκη της Χρυσής Αυγής από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθήνας, μετά από 5,5 χρόνια διεξαγωγής της ακροαματικής διαδικασίας, νίκησε η ίδια η Δημοκρατία, όχι μόνο εκφράστηκε από τα χείλη του πολιτικού κόσμου, μέσω δηλώσεων, και των απλών ανθρώπων αλλά είναι σήμερα διάχυτη και υπερχειλής παντού, ακόμα και εκτός συνόρων.
Είναι όμως δικαιοπολιτικά ορθή αυτή η αίσθηση; Κατήγαγε πράγματι έναν περιφανή θρίαμβο η Δημοκρατία εναντίον του Ναζισμού, ο οποίος επισφραγίστηκε με το περιεχόμενο της χθεσινής δικαστικής απόφασης; Ως συνήθως, ακόμα και σε περιπτώσεις που τα ερωτήματα μοιάζουν απλοϊκά και οι απαντήσεις επ’ αυτών προφανείς, η υπεραπλούστευση δεν λέει πάντα όλη την αλήθεια.
Η αλήθεια, λοιπόν, είναι ότι χθες δεν καταδικάστηκε η ‘‘Χρυσή Αυγή’’ αλλά η εγκληματική οργάνωση που δρούσε στο πλαίσιο λειτουργίας της. Αυτή είναι μια λεπτή, μα πολύ κρίσιμη διαφορά. Δεν καταδικάστηκε η Χρυσή Αυγή χθες, διότι στη Δημοκρατία δεν επιτρέπονται ούτε νοούνται ‘‘πολιτικές’’ δίκες, δεν κρίνουν και αποφαίνονται δικαστές για τον ‘‘ιδεόκοσμο’’ και τις εννοιολογικές, καταγωγικές αναφορές ενός κόμματος, καθώς καμία ιδεολογία, όποια κι αν είναι αυτή, ακόμη και μια κατά κόρο ‘‘αντιδημοκρατική’’ ιδεολογία, δεν ποινικοποιείται. Όπως μαθαίνουν άλλωστε οι σπουδαστές του ποινικού δικαίου, κατά τις πρώτες μάλιστα ώρες διδασκαλίας αυτού και της ευρύτερης, ‘‘συστηματικής’’ λογικής που υποστηρίζει την αντικειμενική ποινική δικαιοσύνη, ‘‘το φρόνημα δεν τιμωρείται’’.
Χθες, λοιπόν, καταδικάστηκε για ειδεχθή εγκλήματα η εγκληματική οργάνωση που δρούσε υπό τον μανδύα ενός πολιτικού φορέα, ο οποίος βέβαια πρέσβευε ακραίες και αντιθετικές με τις δημοκρατικές αξίες, απόψεις. Και αυτό είναι το ορθό, διότι δεν πρέπει να λησμονείται ότι ένα ποινικό δικαστήριο δικάζει αξιόποινες πράξεις και καταδικάζει ανθρώπους όταν μέσω των αποδείξεων, που η δικονομία προβλέπει, οδηγηθεί στην καταφατική διαπίστωση περί της τελέσεως της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης αυτών των πράξεων (εγκλημάτων) από τους κατηγορούμενους.
Επί πολλά χρόνια, επομένως, δεν ήταν υπόδικος ο ναζισμός, αυτός καθ’ εαυτός, όποια απέχθεια και ιδεολογική αποστροφή κι αν έχουμε γι’ αυτόν. Το πολιτικό κόμμα με την ονομασία ‘‘Χρυσή Αυγή’’, εξάλλου, είχε κριθεί ως ‘‘νόμιμο’’ από τον Άρειο Πάγο και δια τούτο όχι μόνο υπήρχε στα πολιτικά μας δρώμενα επί τόσα χρόνια αλλά και ψηφιζόταν από κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες (!), δυστυχώς, συμπολίτες μας. Και τούτο είναι απόλυτα θεμιτό σε μια Δημοκρατία, διότι αυτή εκ της φύσεως της, εκ του ‘‘γεννητικού καλουπιού’’ της είναι και ανεκτική και πλουραλιστική. Κατά συνέπεια, δεν αποφάνθηκε χθες το Δικαστήριο για το απολύτως προφανές, για το (θεωρητικά) αυτονόητο σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, ότι δηλαδή η συντεταγμένη πολιτεία πρέπει να λειτουργεί βάσει της αξιακής πλατφόρμας της δημοκρατίας, καταδικάζοντας έτσι κάθε μορφή ιδεολογικού και πολιτικού ολοκληρωτισμού. Αντιθέτως, πρακτικά, δημοσιοποίησε την κρίση του σε ένα βαρύ και εκτεταμένο ποινικό κατηγορητήριο.
Αυτός που νίκησε πραγματικά, λοιπόν, ήταν η Ελληνική Δικαιοσύνη. H Ελληνική Δικαιοσύνη που έδειξε προσήλωση στις θεσμικές εγγυήσεις του αντικειμενικού ποινικού δικαίου, που εφάρμοσε επί της διαδικασίας το δικονομικό, κανονιστικό πλαίσιο και που δικαίωσε αυτό που η ίδια η Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποκαλεί στο 6ο άρθρο της ‘‘δίκαιη δίκη’’ (fair trial). Η Ελληνική Δικαιοσύνη που νικά βεβαίως και κάθε φορά που μένει πιστή και ευσυνείδητα στερεωμένη στις παραπάνω αρχές και που χάνει όταν σ’ αυτήν διαπιστώνονται νοσηρότητες ή αβασιμότητες.
Έτσι αν θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για νίκη της Δημοκρατίας, θα είχε, κατά ένα ορθολογικό σχήμα συλλογιστικής, καταφατική δυνατότητα να το πράξει τούτο χρησιμοποιώντας τον δρόμο της έμμεσης σκέψης. Μια που και κατά το Σύνταγμα (άρθρο 26) η δικαστική εξουσία είναι ο ένας από τους τρεις πυλώνες του δημοκρατικού πολιτεύματος, δίπλα στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, κάθε φορά που ένας πυλώνας ή (καλύτερα) και όλοι μαζί αυτοί οι πυλώνες δικαιώνουν τον υπαρκτικό τους ρόλο, εκπληρώνουν τη θεσμική εντελέχειά τους και ενδυναμώνουν έτσι την ουσιαστική ποιότητα της Δημοκρατίας, νικά εμμέσως και η ίδια η Δημοκρατία.
Στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας, λοιπόν, όπως δήλωσε χθες ηγέτης πολιτικού κόμματος, δεν έστειλε πρακτικά το Δικαστήριο τη ‘‘Χρυσή Αυγή’’, διότι αντικειμενικά δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Σ’ αυτόν καταλήγει μόνο ό,τι η ίδια η κοινωνία κρίνει και αποφασίζει ότι είναι ‘‘πολιτικό μίασμα’’ ή ‘‘ιδεολογικό απόβλητο’’. Γιατί στη Δημοκρατία τελικά, ας μην το ξεχνούμε, τη μοίρα των κρατών και το επίπεδο της πολιτικής ζωής το αποφασίζουμε όλοι εμείς, οι πολίτες. Ας κρατούμε τη δημοκρατική εγρήγορση και το αξιακό υπόβαθρο της Δημοκρατίας πάντα ως λάβαρο και έναυσμα για δημοκρατικούς αγώνες, καταδικάζοντας σθεναρά τον οποιασδήποτε απόχρωσης φασισμό και τον πολιτικό ολοκληρωτισμό, απ’ όπου κι αν αυτός προέρχεται.