Με αφορμή το αποτέλεσμα των πρόσφατων γερμανικών εκλογών – Γράφει ο Ιωάννης Χατζημπεάκης

Απόψεις

Η άνοδος της ακροδεξιάς στις πρώην κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αποτελεί ένα σύνθετο πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο αποδίδεται σε μια σειρά από ιστορικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Η διάλυση του κομμουνιστικού συστήματος και η μετάβαση σε μια φιλελεύθερη οικονομία δημιούργησαν σημαντικές προκλήσεις, όπως οικονομικές ανισότητες, αποβιομηχανοποίηση και αίσθημα ανασφάλειας, που τροφοδότησαν την απογοήτευση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Παράλληλα, η απώλεια των παλαιών κοινωνικών δομών και η ταχεία υιοθέτηση δυτικών προτύπων χωρίς την απαραίτητη κοινωνική συνοχή ενίσχυσαν τον λαϊκισμό και την αναζήτηση εναλλακτικών πολιτικών εκφράσεων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Γερμανία, όπου στις πρόσφατες ομοσπονδιακές εκλογές το ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) σημείωσε σημαντικά εκλογικά κέρδη στα ανατολικογερμανικά κρατίδια, επιβεβαιώνοντας τη βαθιά πολιτική μετατόπιση που συντελείται στην περιοχή. Αντίστοιχα, σε χώρες όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, εθνικιστικά και κόμματα κερδίζουν έδαφος, αξιοποιώντας την ανησυχία των πολιτών για ζητήματα μετανάστευσης, πολιτιστικής ταυτότητας και οικονομικής σταθερότητας. Το φαινόμενο αυτό έχει προσελκύσει το έντονο ενδιαφέρον πολιτικών αναλυτών και κοινωνιολόγων, οι οποίοι επιχειρούν να ερμηνεύσουν τους μηχανισμούς που οδηγούν στην ενίσχυση της ακροδεξιάς, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για μια βαθύτερη κατανόηση των αιτίων αυτής της πολιτικής αλλαγής.

Ιστορικές και κοινωνικές ρίζες

Ένας από τους κύριους λόγους για την άνοδο της ακροδεξιάς στις πρώην κομμουνιστικές χώρες είναι η βαθιά ριζωμένη δυσπιστία απέναντι στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, η οποία έχει ιστορικές και κοινωνικές καταβολές. Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης βρέθηκαν σε μια περίοδο ραγδαίων πολιτικών και οικονομικών αλλαγών, καθώς μετακινήθηκαν από κεντρικά σχεδιασμένες οικονομίες σε αγορές ελεύθερου ανταγωνισμού και από μονοκομματικά καθεστώτα σε πολυκομματικές δημοκρατίες. Ωστόσο, η μετάβαση αυτή δεν υπήρξε ομαλή. Αντί για τη γρήγορη ευημερία που πολλοί ανέμεναν, οι πρώτες δεκαετίες της μετακομμουνιστικής περιόδου σημαδεύτηκαν από οικονομική αστάθεια, υψηλά ποσοστά ανεργίας, δραματικές κοινωνικές ανισότητες και εκτεταμένη διαφθορά.

Οι υποσχέσεις της Δύσης για ανάπτυξη, σταθερότητα και ένταξη σε έναν ευρωπαϊκό οικονομικό και πολιτικό χώρο δεν υλοποιήθηκαν πάντα με τον τρόπο που οι πολίτες περίμεναν, οδηγώντας σε έντονη απογοήτευση. Η οικονομική και κοινωνική ανασφάλεια έκανε πολλούς να αμφισβητήσουν το δυτικό φιλελεύθερο μοντέλο και να αναζητήσουν εναλλακτικές πολιτικές δυνάμεις που υπόσχονταν αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας και κοινωνικής συνοχής.

Παράλληλα, ο εθνικισμός, που είχε κατασταλεί κατά τη διάρκεια του σοσιαλιστικού καθεστώτος, αναδύθηκε ξανά ως κυρίαρχο στοιχείο της εθνικής ταυτότητας. Η κατάρρευση του κομμουνιστικού συστήματος συνοδεύτηκε από την αποδόμηση των ιδεολογικών πλαισίων που είχαν καθορίσει την πολιτική και κοινωνική ζωή για δεκαετίες, γεγονός που άφησε ένα κενό το οποίο γέμισαν νέες ή αναβιωμένες ιδεολογίες, συχνά με έντονο συντηρητικό και εθνικιστικό χαρακτήρα. Η αναζήτηση σταθερότητας, η ανάγκη προστασίας της εθνικής ταυτότητας και η επιθυμία για πολιτική και οικονομική αυτονομία οδήγησαν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στην υποστήριξη κομμάτων με έντονα εθνικιστική, λαϊκιστική και συχνά ριζοσπαστική ατζέντα.

Αυτές οι δυναμικές εξηγούν γιατί η ακροδεξιά κερδίζει έδαφος σε πολλές πρώην κομμουνιστικές χώρες, όπου οι πολίτες, απογοητευμένοι από τις αποτυχίες του φιλελεύθερου μοντέλου, στρέφονται σε πολιτικές δυνάμεις που υπόσχονται εθνική υπερηφάνεια, κοινωνική συνοχή και αποκατάσταση της πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας.

Οικονομική ανασφάλεια και ανισότητες

Η οικονομική αποσταθεροποίηση που ακολούθησε την κατάρρευση του κομμουνισμού είχε βαθιές κοινωνικές επιπτώσεις, δημιουργώντας μια νέα τάξη πολιτών που αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι από τις κυβερνήσεις τους και τις ευρωπαϊκές θεσμικές δομές. Η μετάβαση από τις κρατικά ελεγχόμενες οικονομίες στον καπιταλισμό συνοδεύτηκε από την κατάρρευση πολλών βιομηχανικών κλάδων, την εκτόξευση της ανεργίας και τη ραγδαία μείωση της αγοραστικής δύναμης, ειδικά στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Οι υποσχέσεις για ευημερία και σύγκλιση με τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες δεν εκπληρώθηκαν πάντα, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει ένα αίσθημα απογοήτευσης και δυσπιστίας απέναντι στις φιλελεύθερες πολιτικές και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η Ανατολική Γερμανία: Μια διαρκής οικονομική ανισότητα

Στη Γερμανία, η ενοποίηση το 1990 δεν συνοδεύτηκε από την αναμενόμενη οικονομική ανάπτυξη στις ανατολικές περιοχές. Παρά τις εκτεταμένες επιδοτήσεις και τις επενδύσεις, οι πρώην ανατολικογερμανικές περιοχές συνεχίζουν να εμφανίζουν χαμηλότερα επίπεδα ανάπτυξης, υψηλότερη ανεργία και μικρότερα εισοδήματα σε σύγκριση με τη δυτική Γερμανία. Οι ανισότητες αυτές έχουν καλλιεργήσει αισθήματα περιθωριοποίησης, με πολλούς πολίτες να θεωρούν ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και οι ευρωπαϊκές πολιτικές δεν έχουν βελτιώσει ουσιαστικά τη ζωή τους. Αυτή η απογοήτευση έχει γίνει πρόσφορο έδαφος για την ενίσχυση ακροδεξιών κομμάτων, όπως η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), η οποία έχει σημειώσει σημαντικά εκλογικά κέρδη στα ανατολικογερμανικά κρατίδια, προωθώντας μια εθνικιστική και αντιευρωπαϊκή ρητορική.

Ουγγαρία: Ο Όρμπαν και η εκμετάλλευση της κρίσης

Στην Ουγγαρία, το κόμμα Fidesz του Βίκτορ Όρμπαν αξιοποίησε στο έπακρο τις οικονομικές δυσκολίες της χώρας για να προωθήσει μια εθνικιστική και ευρωσκεπτικιστική ατζέντα. Μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, η οποία έπληξε σοβαρά την ουγγρική οικονομία, ο Όρμπαν εκμεταλλεύτηκε τη λαϊκή δυσαρέσκεια, κατηγορώντας τις διεθνείς αγορές, τις τράπεζες και την Ευρωπαϊκή Ένωση για την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης. Υιοθέτησε μέτρα που ενίσχυσαν τον κρατικό έλεγχο της οικονομίας και περιόρισε την επιρροή ξένων επενδυτών, παρουσιάζοντας το κόμμα του ως τη μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί να προστατεύσει τα εθνικά συμφέροντα.

Πολωνία: Το μοντέλο του PiS

Στην Πολωνία, το κόμμα Νόμου και Δικαιοσύνης (PiS) ακολούθησε μια παρόμοια στρατηγική, αξιοποιώντας τη δυσαρέσκεια των πολιτών που αισθάνονταν ότι η οικονομική ανάπτυξη της χώρας δεν είχε ωφελήσει όλους εξίσου. Παρότι η Πολωνία παρουσίασε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μετά την ένταξή της στην ΕΕ, η ανισότητα μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών παρέμεινε έντονη. Το PiS υποσχέθηκε κοινωνικές παροχές, όπως αυξημένα οικογενειακά επιδόματα και ενίσχυση της εθνικής παραγωγής, ενώ ταυτόχρονα προώθησε μια σκληρή στάση απέναντι στους μετανάστες, την ΕΕ και τις φιλελεύθερες αξίες. Παρουσίασε τον εαυτό του ως τον υπερασπιστή της πολωνικής ταυτότητας και του καθολικού πολιτισμού, κερδίζοντας την υποστήριξη συντηρητικών και λαϊκών στρωμάτων.

Κοινά μοτίβα και πολιτικές στρατηγικές

Παρά τις εθνικές ιδιαιτερότητες, οι πολιτικές δυνάμεις που κινούνται στον χώρο του εθνικισμού και της λαϊκιστικής δεξιάς στις πρώην κομμουνιστικές χώρες ακολουθούν ορισμένα κοινά μοτίβα και στρατηγικές:

  • Ανταπόκριση στην οικονομική δυσαρέσκεια: Πολλά από αυτά τα κόμματα εκφράζουν τη δυσαρέσκεια των πολιτών που αισθάνονται οικονομικά περιθωριοποιημένοι. Προτείνουν εναλλακτικές οικονομικές πολιτικές που συχνά δίνουν έμφαση σε ένα πιο κρατικοκεντρικό μοντέλο και αμφισβητούν τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, υποστηρίζοντας μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση στην οικονομία και κοινωνικές παροχές.
  • Εθνική ταυτότητα και πολιτισμική προστασία: Ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο είναι η προάσπιση της εθνικής ταυτότητας, η οποία συχνά παρουσιάζεται ως απειλούμενη από τις πολιτισμικές αλλαγές, τη μετανάστευση ή τις επιρροές της παγκοσμιοποίησης. Η ρητορική αυτή απευθύνεται σε τμήματα του πληθυσμού που επιθυμούν διατήρηση των παραδοσιακών αξιών και της ιστορικής κληρονομιάς τους.
  • Σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση: Σε πολλές περιπτώσεις, εκφράζεται κριτική στάση απέναντι στην ΕΕ, με το επιχείρημα ότι οι πολιτικές της ενδέχεται να περιορίζουν την εθνική κυριαρχία και να μην ανταποκρίνονται πάντα στις ανάγκες των επιμέρους κρατών. Αυτή η στάση μπορεί να κυμαίνεται από μετριοπαθή ευρωσκεπτικισμό έως πιο έντονες τάσεις αμφισβήτησης των θεσμών της Ένωσης.

Η ενίσχυση αυτών των πολιτικών δυνάμεων αντανακλά υπαρκτές κοινωνικές και οικονομικές ανησυχίες, καθώς και μία γενικότερη τάση αναζήτησης εναλλακτικών πολιτικών λύσεων. Η εξέλιξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς ένα συγκυριακό φαινόμενο, αλλά ως μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής μετατόπισης που προκύπτει από τις αλλαγές στη δημόσια αντίληψη για την οικονομία, την πολιτική και την εθνική ταυτότητα.

Πρόσφατες εξελίξεις στις Γερμανικές εκλογές

Στις πρόσφατες ομοσπονδιακές εκλογές της Γερμανίας, η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU), υπό την ηγεσία του Φρίντριχ Μερτς, κατέλαβε την πρώτη θέση με 28,5% των ψήφων, επιβεβαιώνοντας τη θέση της ως η ισχυρότερη πολιτική δύναμη στη χώρα. Ωστόσο, η πλέον αξιοσημείωτη εξέλιξη των εκλογών ήταν η εντυπωσιακή άνοδος του ακροδεξιού κόμματος “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD), το οποίο συγκέντρωσε 20,7% των ψήφων, σχεδόν διπλασιάζοντας το ποσοστό του σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές.

Η άνοδος της AfD υπήρξε ιδιαίτερα έντονη στην Ανατολική Γερμανία, όπου το κόμμα αναδείχθηκε πρώτη δύναμη σε πέντε κρατίδια, ξεπερνώντας τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας. Στη Θουριγγία, η AfD κατέγραψε 38,6%, ενώ στη Σαξονία έφτασε το 37,3%, γεγονός που επιβεβαιώνει τη βαθιά ριζωμένη λαϊκή υποστήριξη προς το κόμμα στις περιοχές που άλλοτε ανήκαν στην Ανατολική Γερμανία (DDR). Παρόμοια υψηλά ποσοστά καταγράφηκαν στο Βρανδεμβούργο (32,5%), στη Σαξονία-Άνχαλτ (30,8%) και στο Μεκλεμβούργο-Πομερανία (29,4%), ενισχύοντας την εικόνα μιας πολιτικής μετατόπισης προς τα δεξιά σε αυτές τις περιοχές.

Αντίθετα, στη Δυτική Γερμανία, αν και η AfD σημείωσε άνοδο, τα ποσοστά της παρέμειναν σημαντικά χαμηλότερα, υποδηλώνοντας μια σαφή γεωγραφική διάκριση στην εκλογική της βάση. Η εκλογική επιτυχία του κόμματος στην Ανατολική Γερμανία αποδίδεται, μεταξύ άλλων, στη διαρκή οικονομική και κοινωνική υστέρηση των ανατολικών κρατιδίων σε σύγκριση με τα δυτικά, καθώς και στη διάχυτη δυσαρέσκεια απέναντι στις κεντρικές κυβερνητικές πολιτικές και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η ραγδαία άνοδος της AfD σε αυτές τις εκλογές καταδεικνύει τη συνεχιζόμενη πολιτική πόλωση στη Γερμανία και την αυξανόμενη υποστήριξη προς , ευρωσκεπτικιστικά και αντιμεταναστευτικά κόμματα, ιδιαίτερα στις περιοχές που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις.

Μεταναστευτικό και κρίση ταυτότητας

Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που συνέβαλαν στη διεύρυνση της πολιτικής επιρροής εθνικιστικών και λαϊκιστικών δυνάμεων στις πρώην κομμουνιστικές χώρες είναι η αντίδραση απέναντι στη μετανάστευση και οι ανησυχίες που εκφράστηκαν σχετικά με τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας. Η προσφυγική κρίση του 2015, που προκλήθηκε από τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, επέφερε έντονες πολιτικές συζητήσεις σχετικά με τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών και τις πιθανές κοινωνικές και πολιτισμικές τους επιπτώσεις.

Η στάση της Ουγγαρίας: Ο Όρμπαν και το τείχος στα σύνορα

Η Ουγγαρία υπήρξε μία από τις χώρες που υιοθέτησαν αυστηρή πολιτική στο μεταναστευτικό ζήτημα. Η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν εξέφρασε ανησυχίες για την πολιτισμική και κοινωνική συνοχή της χώρας και υποστήριξε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί πολιτικές που δεν λαμβάνουν υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες. Σε αυτό το πλαίσιο, το 2015, κατασκευάστηκε φράχτης στα σύνορα με τη Σερβία και αργότερα με την Κροατία, προκειμένου να ελεγχθεί η είσοδος προσφύγων και μεταναστών. Παράλληλα, η ουγγρική κυβέρνηση ανέπτυξε εκστρατείες ενημέρωσης και επικοινωνιακές στρατηγικές που συνδέουν τη μετανάστευση με ζητήματα ασφάλειας και κοινωνικής συνοχής.

Πολωνία: Ο λόγος του PiS για τη μετανάστευση

Στην Πολωνία, το κόμμα Νόμου και Δικαιοσύνης (PiS) εξέφρασε παρόμοιες θέσεις, αν και η χώρα δεν αποτέλεσε βασικό προορισμό μεταναστών. Η πολωνική κυβέρνηση τόνισε την ανάγκη διατήρησης της εθνικής ταυτότητας και υποστήριξε ότι οι αποφάσεις σχετικά με τη μετανάστευση θα πρέπει να λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο, αντί να επιβάλλονται από ευρωπαϊκούς θεσμούς. Το ζήτημα αυτό αξιοποιήθηκε πολιτικά για να ενισχυθεί η στήριξη του κόμματος, καθώς αναδείχθηκε ως στοιχείο διαφοροποίησης από τις πολιτικές άλλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.

Η εκμετάλλευση της μεταναστευτικής κρίσης από εθνικιστικά κόμματα

Η δημόσια συζήτηση γύρω από τη μετανάστευση έγινε κεντρικό ζήτημα πολιτικής αντιπαράθεσης σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Στην Τσεχία, το κόμμα SPD του Τομίο Οκαμούρα έθεσε το θέμα ως κίνδυνο για την κοινωνική συνοχή, παρά το γεγονός ότι η χώρα είχε δεχτεί πολύ μικρό αριθμό προσφύγων. Στη Σλοβακία, πολιτικοί σχηματισμοί υποστήριξαν ότι η ευρωπαϊκή πολιτική μετανάστευσης θα μπορούσε να αλλοιώσει τις εθνικές παραδόσεις και αξίες.

Παρόμοιες ανησυχίες εκφράστηκαν και στη Γερμανία, όπου η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) ενίσχυσε την πολιτική της επιρροή, προβάλλοντας μια έντονα κριτική στάση απέναντι στις μεταναστευτικές πολιτικές και ζητώντας αυστηρότερο έλεγχο των συνόρων.

Η προσφυγική κρίση του 2015 ανέδειξε ζητήματα σχετικά με τη διαχείριση της μετανάστευσης, την ασφάλεια και την εθνική ταυτότητα, τα οποία αξιοποιήθηκαν από πολιτικά κόμματα που εστίασαν στην ανάγκη για πιο αυστηρές εθνικές πολιτικές. Οι εξελίξεις αυτές αντικατοπτρίζουν βαθύτερες κοινωνικές και πολιτικές ανησυχίες, καθώς και διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με τον ρόλο των κρατών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη διαμόρφωση μεταναστευτικών πολιτικών.

Συμπέρασμα

Η άνοδος της ακροδεξιάς στις πρώην κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αποτελεί ένα πολύπλοκο και πολυπαραγοντικό φαινόμενο, το οποίο δεν μπορεί να ερμηνευθεί αποκλειστικά μέσα από συγκυριακές πολιτικές εξελίξεις. Αντίθετα, αντανακλά βαθύτερες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές διεργασίες, που διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής περιόδου.

Από τη μία πλευρά, η οικονομική μετάβαση από τον κεντρικά σχεδιασμένο σοσιαλισμό στην ελεύθερη αγορά συνοδεύτηκε από ανισότητες, ανεργία και κοινωνικές δυσκολίες, οι οποίες άφησαν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού σε κατάσταση ανασφάλειας. Οι ελπίδες για άμεση οικονομική ευημερία διαψεύστηκαν για πολλούς, δημιουργώντας δυσπιστία απέναντι στις φιλελεύθερες δημοκρατικές κυβερνήσεις και στους διεθνείς θεσμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αίσθηση ότι οι κυβερνήσεις δεν κατάφεραν να προστατεύσουν τους πολίτες από τις αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης ενίσχυσε την ελκυστικότητα κομμάτων που υπόσχονται σταθερότητα, προστασία της εθνικής ταυτότητας και αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Ταυτόχρονα, η μεταναστευτική κρίση και οι ευρύτερες δημογραφικές αλλαγές ενίσχυσαν την αίσθηση πολιτισμικής ανασφάλειας, ιδιαίτερα σε χώρες με ισχυρή εθνική ταυτότητα και ιστορικές εμπειρίες εξωτερικών επεμβάσεων. Η ρητορική της εθνικής κυριαρχίας και της προστασίας των παραδοσιακών αξιών βρήκε ισχυρή απήχηση, οδηγώντας σε σκληρότερες στάσεις απέναντι στη μετανάστευση και σε ευρωσκεπτικιστικές πολιτικές.

Η πολιτική σταθερότητα της Ευρώπης εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις θα διαχειριστούν αυτή τη μετατόπιση. Από τη μία, η προστασία των δημοκρατικών αξιών, του κράτους δικαίου και των ατομικών ελευθεριών αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Από την άλλη, αγνοώντας τις πραγματικές κοινωνικές και οικονομικές ανησυχίες που τροφοδοτούν την άνοδο της ακροδεξιάς, οι κυβερνήσεις κινδυνεύουν να εμβαθύνουν το χάσμα μεταξύ πολιτικής ελίτ και κοινωνίας.

Η απάντηση στο φαινόμενο αυτό δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Απαιτείται ένας εξισορροπημένος συνδυασμός πολιτικών που θα αντιμετωπίζουν τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, θα ενισχύουν τη συμμετοχή των πολιτών στη δημοκρατική διαδικασία και θα διατηρούν παράλληλα την προσήλωση στις αξίες της ανεκτικότητας, του πλουραλισμού και της κοινωνικής συνοχής. Το μέλλον της Ευρώπης εξαρτάται από την ικανότητά της να ενσωματώσει διαφορετικές πολιτικές και πολιτισμικές δυναμικές, αποφεύγοντας τόσο την πόλωση όσο και την περιθωριοποίηση σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού.