Η επιστροφή του Τραμπ: Προστατευτισμός, ενεργειακή ανεξαρτησία και νέες γεωπολιτικές ισορροπίες – Γράφει ο Ιωάννης Χατζημπεάκης

Απόψεις

Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ σηματοδοτεί την επιστροφή μιας πολιτικής ατζέντας που συνδυάζει εθνικισμό, προστατευτισμό και ενεργειακή ανεξαρτησία. Από την πρώτη στιγμή, η νέα του θητεία συνοδεύτηκε από αποφάσεις που επηρεάζουν τόσο την αμερικανική οικονομία όσο και τις διεθνείς ισορροπίες. Η επιβολή αμοιβαίων δασμών, η σκλήρυνση της μεταναστευτικής πολιτικής και η εντατικοποίηση της παραγωγής πετρελαίου αποτελούν μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά μέτρα που έχει εξαγγείλει.

Αν και οι πολιτικές του παρουσιάζονται ως ριζοσπαστικές, η ιστορική αναδρομή δείχνει ότι βασίζονται σε παλαιότερες προσεγγίσεις που εφαρμόστηκαν σε διαφορετικές συγκυρίες, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε με αρνητικές συνέπειες. Η στρατηγική του προστατευτισμού θυμίζει τις εμπορικές πολιτικές του 19ου και 20ού αιώνα, η αυστηροποίηση της μετανάστευσης εντάσσεται σε μια μακρά παράδοση περιοριστικών μέτρων, ενώ η ενεργειακή του πολιτική επαναφέρει το δόγμα της ανεξαρτησίας μέσω εξορύξεων, όπως συνέβη και στην πρώτη του θητεία.

Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν αυτές οι πολιτικές μπορούν να αποδώσουν σε έναν σύγχρονο, παγκοσμιοποιημένο κόσμο, όπου οι οικονομίες είναι βαθιά αλληλεξαρτώμενες και οι γεωπολιτικές ισορροπίες εύθραυστες. Το παρόν άρθρο αναλύει τις βασικές εξαγγελίες του Τραμπ, εξετάζει την οικονομική και γεωπολιτική τους διάσταση και διερευνά κατά πόσο πρόκειται για καινοτόμες στρατηγικές ή για αναβίωση παλαιών συνταγών με αβέβαια αποτελέσματα.

Εμπορική Πολιτική και Δασμοί

Στις 13 Φεβρουαρίου 2025, ο Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα για την επιβολή “αμοιβαίων δασμών” σε όλες τις χώρες, συμμάχους και αντιπάλους, με στόχο την εξισορρόπηση των εμπορικών ανισοτήτων. Αυτό σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα επιβάλλουν δασμούς ίσους με αυτούς που επιβάλλουν άλλες χώρες στα αμερικανικά προϊόντα. Ο Τραμπ δήλωσε: “Οι σύμμαχοί μας είναι χειρότεροι από τους εχθρούς μας… μας επιβαρύνουν με φόρους ή δασμούς, οπότε θα τους επιβαρύνουμε και εμείς”. Αυτή η προσέγγιση θυμίζει τον προστατευτισμό του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, όπου οι χώρες επέβαλαν υψηλούς δασμούς για την προστασία των εγχώριων βιομηχανιών. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Νόμος ΜακΚίνλεϊ του 1890, με τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες αύξησαν δραστικά τους δασμούς σε εισαγόμενα προϊόντα, ενισχύοντας τη βιομηχανική παραγωγή, αλλά προκαλώντας και εμπορικές εντάσεις με άλλες χώρες. Παρόμοιες πολιτικές προστατευτισμού είχαν εφαρμοστεί και κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ, με την επιβολή δασμών σε κινεζικά προϊόντα. Συγκεκριμένα, το 2018 επέβαλε δασμούς ύψους 25% στις κινεζικές εισαγωγές αξίας 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων, στο πλαίσιο του εμπορικού πολέμου με την Κίνα, επιδιώκοντας να περιορίσει το εμπορικό έλλειμμα και να προστατεύσει τις αμερικανικές επιχειρήσεις από αυτό που θεωρούσε αθέμιτο ανταγωνισμό.

Μεταναστευτική Πολιτική

Ο Τραμπ έχει δεσμευτεί να εφαρμόσει αυστηρότερα μέτρα για τη μετανάστευση, ανακοινώνοντας, μεταξύ άλλων, την πρόθεση να ακυρώσει τις φοιτητικές βίζες όσων συμμετέχουν σε φιλοπαλαιστινιακές κινητοποιήσεις, με την προειδοποίηση: “Το 2025 θα σας βρούμε και θα σας απελάσουμε”. Αυτή η προσέγγιση εντάσσεται σε ένα ιστορικό πλαίσιο περιοριστικής μεταναστευτικής πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Για παράδειγμα, ο Νόμος περί Κινεζικής Εξαίρεσης του 1882 περιόρισε σημαντικά τη μετανάστευση Κινέζων εργατών, αντανακλώντας τις ανησυχίες της εποχής για τον αντίκτυπο της μετανάστευσης στην αγορά εργασίας. Παρομοίως, ο Νόμος περί Μετανάστευσης του 1924 (Johnson-Reed Act) εισήγαγε αυστηρό σύστημα ποσοστώσεων, μειώνοντας σημαντικά τη μετανάστευση από τη Νότια και Ανατολική Ευρώπη και αποκλείοντας πλήρως τη μετανάστευση από την Ασία. Σε πιο πρόσφατο πλαίσιο, η πολιτική “Μηδενικής Ανοχής” του 2018 είχε ως αποτέλεσμα την αυστηροποίηση των ελέγχων στα σύνορα και τον προσωρινό διαχωρισμό οικογενειών μεταναστών, προκαλώντας έντονες συζητήσεις σχετικά με τη διαχείριση της μετανάστευσης. Η νέα προσέγγιση του Τραμπ ακολουθεί αυτή την παράδοση αυστηροποίησης της μεταναστευτικής πολιτικής, επαναφέροντας το ζήτημα στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Σχέσεις με Συμμάχους και Διεθνείς Οργανισμούς

Η πολιτική του Τραμπ φαίνεται να εστιάζει σε μια πιο εθνικιστική προσέγγιση, δίνοντας προτεραιότητα στα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι των πολυμερών συνεργασιών. Έχει επανειλημμένα εκφράσει τη δυσαρέσκειά του για το κόστος και τις δεσμεύσεις που συνεπάγεται η συμμετοχή των ΗΠΑ σε διεθνείς οργανισμούς και στρατιωτικές συμμαχίες, όπως το ΝΑΤΟ, κατηγορώντας τους συμμάχους ότι δεν συνεισφέρουν επαρκώς στην κοινή άμυνα. Κατά την πρώτη του θητεία, άσκησε πιέσεις στις χώρες-μέλη να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες, απειλώντας μάλιστα με αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμμαχία. Παρόμοια στάση τήρησε και έναντι του ΟΗΕ, μειώνοντας τη χρηματοδότηση προς οργανισμούς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), από τον οποίο αποσύρθηκε προσωρινά το 2020, επικαλούμενος την κακοδιαχείριση της πανδημίας COVID-19. Επίσης, κατά την πρώτη του προεδρία, οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα και από τη Συμφωνία για τα Πυρηνικά του Ιράν (JCPOA), θεωρώντας ότι οι όροι δεν εξυπηρετούσαν επαρκώς τα αμερικανικά συμφέροντα. Η προσέγγισή του προς τις διεθνείς σχέσεις θυμίζει την περίοδο της απομονωτικής πολιτικής των ΗΠΑ μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων, όταν η χώρα απέφυγε τη συμμετοχή στην Κοινωνία των Εθνών και γενικά την εμπλοκή σε διεθνείς υποθέσεις. Με την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο, διαφαίνεται μια ανάλογη τάση, με αυστηρότερη κριτική προς συμμάχους και ενδεχόμενες αναθεωρήσεις της αμερικανικής στάσης απέναντι σε διεθνείς συμφωνίες και συμμαχίες.

Η Ενεργειακή Πολιτική του Τραμπ: Αυξημένη Παραγωγή, Οικονομικές Επιπτώσεις και Γεωπολιτικές Προκλήσεις.

Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών συνοδεύτηκε από σημαντικές εξαγγελίες στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής, με κύριο στόχο τη μείωση των τιμών του πετρελαίου μέσω αύξησης της εγχώριας παραγωγής. Αυτή η στρατηγική, γνωστή και ως “drill, baby, drill”, επικεντρώνεται στην εντατικοποίηση των εξορύξεων πετρελαίου και φυσικού αερίου, ιδιαίτερα σε περιοχές όπως η Αλάσκα και ο Κόλπος του Μεξικού, όπου υπάρχουν ανεκμετάλλευτα κοιτάσματα. Το σκεπτικό πίσω από αυτήν την πολιτική βασίζεται στην αντίληψη ότι η αυξημένη παραγωγή θα οδηγήσει σε μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές πετρελαίου, θα ενισχύσει την αμερικανική βιομηχανία και θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας στον ενεργειακό τομέα. Παράλληλα, οι υποστηρικτές αυτής της στρατηγικής υποστηρίζουν ότι θα μειώσει την ευπάθεια της οικονομίας των ΗΠΑ σε διεθνείς ενεργειακές κρίσεις και στις διακυμάνσεις των τιμών που προκαλούνται από γεωπολιτικές εντάσεις. Ωστόσο, επικριτές επισημαίνουν ότι η πολιτική αυτή μπορεί να οδηγήσει σε περιβαλλοντικές επιπτώσεις, καθώς η εντατικοποίηση της εξόρυξης ορυκτών καυσίμων ενδέχεται να αυξήσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και να απειλήσει προστατευόμενες περιοχές.

Οικονομική Ανάλυση των Εξαγγελιών

Η πολιτική αυτή δεν αποτελεί καινοτομία, καθώς παρόμοιες προσεγγίσεις έχουν εφαρμοστεί στο παρελθόν με στόχο την αύξηση της προσφοράς και τη μείωση των τιμών, επηρεάζοντας τόσο την εσωτερική οικονομία των ΗΠΑ όσο και τη γεωπολιτική ισορροπία. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητά της εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η ζήτηση στην παγκόσμια αγορά, οι γεωπολιτικές εντάσεις και η στάση των μεγάλων παραγωγών πετρελαίου, όπως ο ΟΠΕΚ και η Ρωσία.

Ιστορικά Παραδείγματα και Σύγκριση με την Πολιτική Ρέιγκαν

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά παραδείγματα χρήσης της ενεργειακής πολιτικής ως εργαλείου οικονομικού και γεωπολιτικού ελέγχου ήταν η δεκαετία του 1980, όταν ο Πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν υιοθέτησε μια στρατηγική μείωσης της τιμής του πετρελαίου, σε συνεργασία με τη Σαουδική Αραβία, προκειμένου να αποδυναμώσει την οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης. Η πολιτική αυτή βασίστηκε σε μια άτυπη συμφωνία με το Ριάντ, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την υπερπαραγωγή πετρελαίου και τη συνακόλουθη πτώση των τιμών σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Δεδομένου ότι η σοβιετική οικονομία στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, η μείωση των εσόδων της ΕΣΣΔ από τον ενεργειακό τομέα συνέβαλε στην οικονομική της αποδυνάμωση και, τελικά, στην πτώση της.

Αντίστοιχα, η στρατηγική του Τραμπ για ενίσχυση της αμερικανικής παραγωγής μπορεί να θεωρηθεί ως ένα δυνητικό εργαλείο πίεσης προς τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν. Η ρωσική οικονομία, παρόμοια με εκείνη της Σοβιετικής Ένωσης, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές ενεργειακών πόρων, με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο να αποτελούν άνω του 40% των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού. Μια συντονισμένη πολιτική αύξησης της αμερικανικής παραγωγής και πιθανής χαλάρωσης των κυρώσεων προς τη Ρωσία, που θα της επέτρεπε να εξάγει περισσότερο πετρέλαιο αλλά σε χαμηλότερες τιμές, θα μπορούσε να οδηγήσει σε συρρίκνωση των εσόδων της Μόσχας. Αυτό θα περιόριζε τη δυνατότητα της ρωσικής κυβέρνησης να χρηματοδοτεί στρατιωτικές επιχειρήσεις, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, ή να διατηρεί την εσωτερική οικονομική σταθερότητα μέσω κρατικών δαπανών και επιδοτήσεων.

Οικονομικές Επιπτώσεις και Προκλήσεις: Ανάλυση με Αριθμητικά Δεδομένα

Η μείωση της τιμής του πετρελαίου έχει πολύπλευρες επιπτώσεις στην αμερικανική και παγκόσμια οικονομία, με θετικά και αρνητικά αποτελέσματα που εξαρτώνται από το επίπεδο των τιμών, τις συνθήκες της αγοράς και τη γεωπολιτική σταθερότητα.

Επιπτώσεις στην Αμερικανική Οικονομία

Αν και η πτώση των τιμών του πετρελαίου μειώνει το κόστος ενέργειας για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις, ενισχύοντας την αγοραστική δύναμη και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, δημιουργεί σημαντικά προβλήματα για τη βιομηχανία πετρελαίου και σχιστολιθικού αερίου των ΗΠΑ.

Το κόστος εξόρυξης σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ ποικίλλει ανά περιοχή, αλλά υπολογίζεται ότι το σημείο ισορροπίας (break-even price) για πολλές εταιρείες βρίσκεται μεταξύ 45-55 δολαρίων ανά βαρέλι. Σε περιόδους όπου η τιμή του αργού πετρελαίου WTI (West Texas Intermediate) πέφτει κάτω από αυτά τα επίπεδα, πολλές μικρότερες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες να παραμείνουν κερδοφόρες. Για παράδειγμα, κατά την περίοδο 2014-2016, η υπερπροσφορά πετρελαίου οδήγησε σε δραματική πτώση των τιμών από περίπου 100 δολάρια το βαρέλι το 2014 σε κάτω από 30 δολάρια το 2016. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα περίπου 215 αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες να κηρύξουν πτώχευση μεταξύ 2015-2017, σύμφωνα με στοιχεία της Haynes and Boone LLP. Επίσης, οι συνολικές απολύσεις στον κλάδο ξεπέρασαν τις 300.000 θέσεις εργασίας, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Πετρελαίου των ΗΠΑ (API).

Αντίστοιχα, αν η πολιτική του Τραμπ οδηγήσει σε πτώση των τιμών του πετρελαίου κάτω από τα 50 δολάρια ανά βαρέλι, πολλές αμερικανικές εταιρείες σχιστολιθικού πετρελαίου ενδέχεται να αντιμετωπίσουν σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, μειώνοντας την παραγωγή και απολύοντας εργαζομένους.

Γεωπολιτικές Επιπτώσεις και Αντίδραση της Ρωσίας

Η Ρωσία είναι ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς πετρελαίου στον κόσμο, με σημαντικό ποσοστό του κρατικού της προϋπολογισμού να εξαρτάται από τα έσοδα του ενεργειακού τομέα. Για να διατηρεί σταθερά τα δημοσιονομικά της, η ρωσική κυβέρνηση βασίζεται σε μια τιμή αναφοράς πετρελαίου (fiscal breakeven price). Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (IMF), η Ρωσία χρειάζεται τιμή πετρελαίου περίπου 65-70 δολάρια ανά βαρέλι για να διατηρήσει ισοσκελισμένο τον προϋπολογισμό της. Αν λοιπόν, η τιμή του Brent (διεθνής δείκτης τιμών πετρελαίου) διαμορφωθεί κοντά στα 60 δολάρια, η Ρωσία μπορεί να συνεχίσει να χρηματοδοτεί τις στρατιωτικές και κοινωνικές της δαπάνες, αν και με περιορισμούς. Αν όμως πέσει κάτω από τα 50 δολάρια, οι οικονομικές πιέσεις εντείνονται και το ρούβλι μπορεί να υποτιμηθεί, αυξάνοντας το κόστος των εισαγόμενων προϊόντων, δημιουργώντας κοινωνική δυσαρέσκεια. Σε περίπτωση, τιμών κάτω των 40 δολαρίων, όπως συνέβη για σύντομο διάστημα το 2020 κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η Ρωσία αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα για να διατηρήσει την οικονομική της σταθερότητα.

Η Ρωσία έχει αντιδράσει στο παρελθόν σε τέτοιες συνθήκες με την σύναψη διπλωματικών συμφωνιών με χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία για να διατηρήσει τη ζήτηση και να εξασφαλίσει σταθερές εξαγωγές, με στρατιωτικές ή γεωπολιτικές κινήσεις με σκοπό την αποσταθεροποίηση των  αγορών και την αύξηση των τιμών (π.χ., παρέμβαση στη Μέση Ανατολή ή περιορισμοί στη ροή φυσικού αερίου προς την Ευρώπη) και με συμφωνίες με διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΠΕΚ για μείωση της παραγωγής και σταθεροποίηση των τιμών, όπως έγινε το 2016, όταν η Ρωσία ενώθηκε με τον ΟΠΕΚ στον λεγόμενο “OPEC+” μηχανισμό.

Αντίδραση του ΟΠΕΚ και Σαουδικής Αραβίας

Η Σαουδική Αραβία, ως η μεγαλύτερη εξαγωγική χώρα πετρελαίου, έχει τη δυνατότητα να αυξομειώνει την παραγωγή της και να επηρεάζει τις παγκόσμιες τιμές. Το 2020, όταν οι ΗΠΑ αύξησαν την παραγωγή τους, η Σαουδική Αραβία ξεκίνησε έναν “πόλεμο τιμών” με τη Ρωσία, αυξάνοντας την παραγωγή της και ρίχνοντας την τιμή του Brent κάτω από 30 δολάρια ανά βαρέλι. Έτσι λοιπόν, αν οι ΗΠΑ εφαρμόσουν ξανά μια πολιτική υπερπαραγωγής, η Σαουδική Αραβία μπορεί να απαντήσει με παρόμοιο τρόπο, μειώνοντας τις τιμές για να διατηρήσει το μερίδιο αγοράς της. Ωστόσο, η Σαουδική Αραβία χρειάζεται τιμές πετρελαίου άνω των 80 δολαρίων για να διατηρήσει τα κοινωνικά και αναπτυξιακά της προγράμματα, επομένως δεν μπορεί να διατηρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα μια στρατηγική χαμηλών τιμών χωρίς να πλήξει την ίδια την οικονομία της.

Συμπερασματικά, η στρατηγική του Τραμπ για αύξηση της εγχώριας παραγωγής και μείωση των τιμών μπορεί να έχει βραχυπρόθεσμα θετικές επιπτώσεις στην αμερικανική οικονομία, αλλά μακροπρόθεσμα ενέχει τους εξής σοβαρούς κινδύνους , μια τιμή πετρελαίου κάτω από 50 δολάρια θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα κύματα πτωχεύσεων στον αμερικανικό ενεργειακό τομέα, η Ρωσία θα μπορούσε να αντιδράσει με στρατιωτικές ή γεωπολιτικές κινήσεις για να αυξήσει ξανά τις τιμές και ο ΟΠΕΚ,  ιδιαίτερα η Σαουδική Αραβία, ενδέχεται να αντιδράσει μειώνοντας ή αυξάνοντας την παραγωγή για να ελέγξει τις τιμές, προκαλώντας αβεβαιότητα στις αγορές. Η επιτυχία ή αποτυχία αυτής της πολιτικής θα εξαρτηθεί από το αν η αμερικανική ενεργειακή βιομηχανία μπορεί να αντέξει σε ένα περιβάλλον χαμηλών τιμών και από το αν η Ρωσία και ο ΟΠΕΚ επιλέξουν να συνεργαστούν ή να ανταγωνιστούν τις ΗΠΑ στην παγκόσμια αγορά.

Σύγκριση με την Πολιτική Δασμών και Ενεργειακής Αυτονομίας

Η επιβολή δασμών στις εισαγωγές πετρελαίου, όπως ο δασμός 10% στον Καναδά, αποτελεί μέρος της στρατηγικής του Τραμπ για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, όμως οι επιπτώσεις της μπορεί να είναι πολυδιάστατες. Για παράδειγμα, ο Καναδάς είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής πετρελαίου των ΗΠΑ, καλύπτοντας περίπου το 50% των συνολικών εισαγωγών αργού πετρελαίου. Ένας τέτοιος δασμός θα μπορούσε να αυξήσει το κόστος των καυσίμων στις ΗΠΑ, καθώς τα διυλιστήρια βασίζονται σε καναδικό πετρέλαιο, το οποίο είναι συχνά φθηνότερο από το αμερικανικό λόγω της χαμηλότερης ποιότητάς του (βαρύ πετρέλαιο). Επιπλέον, οι αυξημένες τιμές θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη μεταποίηση, τις μεταφορές και τη γεωργία, τομείς που εξαρτώνται από το πετρέλαιο για τις λειτουργίες τους, επιβαρύνοντας τους καταναλωτές με υψηλότερο κόστος προϊόντων και υπηρεσιών.

Παρόμοιες εμπορικές πολιτικές στο παρελθόν έχουν οδηγήσει σε ανεπιθύμητες συνέπειες. Όταν η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε δασμούς στα κινεζικά ηλιακά πάνελ το 2018, η εγχώρια παραγωγή δεν αυξήθηκε σημαντικά, καθώς οι περισσότερες πρώτες ύλες για την κατασκευή ηλιακών μονάδων εξακολουθούσαν να εισάγονται από το εξωτερικό. Αντιθέτως, οι τιμές των ηλιακών εγκαταστάσεων αυξήθηκαν περίπου κατά 16%, μειώνοντας τον ρυθμό υιοθέτησης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και καθιστώντας την πράσινη μετάβαση πιο ακριβή για επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Αντίστοιχα, το 2002, η επιβολή δασμών στις εισαγωγές χάλυβα από την κυβέρνηση Μπους είχε στόχο την προστασία της αμερικανικής χαλυβουργίας, αλλά τελικά οδήγησε σε αύξηση του κόστους για τις αμερικανικές βιομηχανίες που χρησιμοποιούσαν χάλυβα, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία και η κατασκευή μηχανημάτων, αναγκάζοντας πολλές εταιρείες να μεταφέρουν την παραγωγή τους στο εξωτερικό.

Εάν οι ΗΠΑ επιμείνουν σε μια στρατηγική επιβολής δασμών στο πετρέλαιο, ο Καναδάς μπορεί να απαντήσει με αντίμετρα, όπως περιορισμούς στις εξαγωγές ενέργειας ή την ανακατεύθυνση του πετρελαίου του προς την Ασία, ιδιαίτερα την Κίνα, η οποία αναζητά νέες πηγές προμήθειας. Παράλληλα, το Μεξικό, που είναι επίσης βασικός προμηθευτής αργού πετρελαίου στις ΗΠΑ, θα μπορούσε να αναζητήσει εναλλακτικές αγορές ή να επιβάλει αντίμετρα σε αμερικανικά προϊόντα, πλήττοντας τον αγροτικό και μεταποιητικό τομέα των ΗΠΑ. Έτσι, ενώ η πολιτική των δασμών μπορεί να έχει βραχυπρόθεσμα οφέλη για ορισμένους εγχώριους παραγωγούς, ενδέχεται να δημιουργήσει μεγαλύτερα προβλήματα σε άλλους τομείς της οικονομίας, οδηγώντας σε αυξημένο κόστος για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές και προκαλώντας διεθνείς εμπορικές εντάσεις.

Συμπεράσματα

Συμπερασματικά, η ενεργειακή πολιτική του Τραμπ, η οποία εστιάζει στην αύξηση της εγχώριας παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου, ενδέχεται να επιφέρει σημαντικές οικονομικές και γεωπολιτικές επιπτώσεις τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η στρατηγική αυτή αποσκοπεί στην επίτευξη ενεργειακής ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, μειώνοντας την εξάρτηση από ξένους προμηθευτές, ιδιαίτερα από χώρες του ΟΠΕΚ και τη Ρωσία. Ωστόσο, η επιδίωξη αυτή έχει πολλαπλές συνέπειες που σχετίζονται με την παγκόσμια αγορά πετρελαίου, την αμερικανική οικονομία και το διεθνές γεωπολιτικό σκηνικό.

Από οικονομική σκοπιά, η αύξηση της εγχώριας παραγωγής μπορεί να οδηγήσει σε πτώση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, γεγονός που ωφελεί τους Αμερικανούς καταναλωτές και τη βιομηχανία, μειώνοντας το κόστος παραγωγής και μεταφορών. Παράλληλα, όμως, η χαμηλή τιμή του πετρελαίου μπορεί να αποβεί καταστροφική για τις εταιρείες σχιστολιθικού πετρελαίου των ΗΠΑ, οι οποίες βασίζονται σε υψηλότερες τιμές για να παραμείνουν κερδοφόρες. Αν οι τιμές πέσουν κάτω από το κόστος εξόρυξης, πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις ενδέχεται να οδηγηθούν σε οικονομική δυσχέρεια ή και χρεοκοπία, με συνέπεια την απώλεια θέσεων εργασίας και την αποδυνάμωση του ενεργειακού τομέα των ΗΠΑ.

Σε γεωπολιτικό επίπεδο, η πολιτική αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο πίεσης προς τη Ρωσία, καθώς η μείωση των τιμών του πετρελαίου πλήττει άμεσα την οικονομία της, δεδομένου ότι η χώρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές ενέργειας. Ο περιορισμός των ρωσικών ενεργειακών εσόδων θα μπορούσε να επηρεάσει τη χρηματοδότηση στρατιωτικών επιχειρήσεων, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, και να μειώσει τη γεωπολιτική επιρροή της Μόσχας. Παράλληλα, όμως, η Ρωσία και ο ΟΠΕΚ έχουν τη δυνατότητα να αντιδράσουν, είτε μειώνοντας την παραγωγή για να διατηρήσουν τις τιμές σε υψηλά επίπεδα είτε αξιοποιώντας διπλωματικά και γεωπολιτικά μέσα για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους.

Ένας ακόμη κρίσιμος παράγοντας είναι ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος της ενεργειακής στρατηγικής του Τραμπ. Η εντατικοποίηση των εξορύξεων και η προώθηση των ορυκτών καυσίμων μπορεί να έρθει σε αντίθεση με τις παγκόσμιες προσπάθειες για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Η αύξηση της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου μπορεί να επιβραδύνει τη μετάβαση προς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς και να εντείνει περιβαλλοντικά ζητήματα όπως η ρύπανση και η αποψίλωση περιοχών πλούσιων σε φυσικούς πόρους.

Συνολικά, η ενεργειακή πολιτική του Τραμπ αποτελεί έναν πολυδιάστατο παράγοντα που επηρεάζει την οικονομία, τη γεωπολιτική ισορροπία και το περιβάλλον. Αν και προσφέρει βραχυπρόθεσμα οφέλη σε ό,τι αφορά την ενεργειακή ανεξαρτησία των ΗΠΑ και την ενίσχυση της οικονομίας μέσω χαμηλότερων τιμών, ενέχει επίσης σοβαρούς κινδύνους για τη σταθερότητα των ενεργειακών αγορών, την επιβίωση του εγχώριου κλάδου σχιστολιθικού πετρελαίου, τις διεθνείς σχέσεις και τις περιβαλλοντικές πολιτικές. Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής θα εξαρτηθούν από την αντίδραση των διεθνών δρώντων, τις εξελίξεις στις αγορές ενέργειας και τη γενικότερη πορεία της παγκόσμιας οικονομίας.

Βιβλιογραφικές Αναφορές

  1. Προστατευτισμός και Εμπορικές Πολιτικές
    • Irwin, D. A. (1996). Against the Tide: An Intellectual History of Free Trade. Princeton University Press.
    • Baldwin, R. E. (2008). The Great Trade Collapse: What Caused It and What We Can Learn from It. VoxEU.org.
  2. Μεταναστευτική Πολιτική και Ιστορική Αναδρομή
    • Ngai, M. M. (2004). Impossible Subjects: Illegal Aliens and the Making of Modern America. Princeton University Press.
    • Lee, E. S. (1966). A Theory of Migration. Demography, 3(1), 47-57.
  3. Ενεργειακή Πολιτική και Αμερικανική Εξάρτηση
    • Yergin, D. (1991). The Prize: The Epic Quest for Oil, Money, and Power. Free Press.
    • Stulberg, A. (2013). Energy and Geopolitics: The Global Context of US Energy Policy. International Relations and International Politics, 5(3), 115-131.
  4. Γεωπολιτικές Στρατηγικές και Αντίδραση της Ρωσίας
    • Trenin, D. (2014). Russia and the West: The End of the Affair? Carnegie Moscow Center.
    • Mearsheimer, J. J. (2014). The Ukraine Crisis: What Crisis? Foreign Affairs, 93(5), 76-89.
  5. Στρατηγική Ρέιγκαν και Ενεργειακή Πολιτική
    • Schmitt, G. (1981). The Reagan Doctrine and US Foreign Policy. Foreign Affairs, 59(1), 90-108.
    • Foot, R. (2005). The Cold War and the Collapse of the Soviet Union. Cambridge University Press.
  6. Οικονομική Ανάλυση και Ρίσκα στον Τομέα Πετρελαίου
    • Kilian, L. (2009). Not All Oil Price Shocks Are Alike: Dissecting Supply and Demand Shocks in the Crude Oil Market. American Economic Review, 99(3), 1053-1069.
    • EIA (2024). Annual Energy Outlook 2024. U.S. Energy Information Administration.