Στην Κυβέρνηση εμμένουν να αυτοαποκαλούνται ‘‘μεταρρυθμιστές’’. Έτσι, τη μεγάλη ‘‘μεταρρύθμιση’’ στο πεδίο της φορολογίας υπερασπίστηκε, παντελώς πρόσφατα, σε εκτενή συνέντευξή του, ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, κ. Κωστής Χατζηδάκης. Η φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών, είπε ο Υπουργός, είναι ένα ‘‘μέτρο δίκαιο’’ απέναντι σε μισθωτούς και συνταξιούχους ‘‘καθώς ανεβάζει την κατά κεφαλήν φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών στο επίπεδο των μισθωτών’’. Ο Υπουργός υποστήριξε μάλιστα ότι δεν μπορεί να μένει ‘‘συνειδησιακά αδιάφορος’’ απέναντι σε ελεύθερους επαγγελματίες που δηλώνουν ότι ζουν με 268 ευρώ το μήνα και υπεραμύνθηκε του μέτρου τονίζοντας ότι ελάχιστοι αμφισβήτησαν μέχρι σήμερα την δια τεκμηρίων φορολόγησή τους.
Το κεντρικό ζήτημα, λοιπόν, σε όλα τα παραπάνω είναι η de jure φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών και δη η φορολόγηση δια της καθιέρωσης και χρήσης στερεοτυπικών τεκμηρίων, εκκινούμενη μάλιστα τουλάχιστον από το επίπεδο φορολόγησης των μισθωτών. Πρακτικά, με τη ‘‘μεταρρύθμιση’’, η έννοια του ελεύθερου επαγγελματία συμφύρεται με αυτήν του μισθωτού, καθώς ο τελευταίος αναδεικνύεται σε κατά νόμο κριτήριο του τρόπου φορολόγησης του πρώτου.
Καταρχάς, λοιπόν, ξεκινώντας την αναζήτηση της ουσίας στο άνω κεντρικό ζήτημα, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων αποδέχεται τη δυνατότητα του φορολογικού νομοθέτη να θεσπίζει φορολογικά τεκμήρια, όπως και να επινοεί και επιβάλλει έμμεσες τεχνικές ελέγχου των φορολογητέων εισοδημάτων προκειμένου να διαπιστωθεί το πραγματικό ύψος τους, όχι το πλασματικό, δια της εφαρμογής μεθόδων και όχι τεκμηρίων. Αυτά δε τα φορολογικά τεκμήρια που είναι διάσπαρτα και δη αφθονούν στη νομοθεσία για τη φορολογία εισοδήματος, μας υπογραμμίζει δεόντως η δικανική λογική και πεποίθηση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), θα πρέπει όμως απαραιτήτως να ανταποκρίνονται και να ‘‘συγχρονίζονται’’ με τα δεδομένα της κοινής πείρας, πρακτικά δηλαδή να σχετίζονται ουσιωδώς με την πραγματικότητα της αγοράς και τα δεδομένα της οικονομίας.
Επιπλέον, η Ελληνική Δικαιοσύνη, στο κορυφαίο επίπεδό της, έχει αποφανθεί ότι τα παραπάνω τεκμήρια πρέπει να είναι μαχητά, ότι δηλαδή οι φορολογούμενοι μπορούν να τα αμφισβητήσουν και δυνητικά να ανατρέψουν το παραγόμενο από αυτά φορολογικό αποτέλεσμα. Μάλιστα, η εισαγωγή από τον νομοθέτη ενός τέτοιου, μαχητού τεκμηρίου, επ’ ουδενί δεν πρέπει να συνιστά και συνεπάγεται αυτό που οι νομικοί αποκαλούμε ‘‘αντιστροφή του βάρους της απόδειξης’’, ήτοι σε κάθε περίπτωση, αναφορικά με τη φορολογητέα ύλη, το βάρος της απόδειξης για το ύψος της επιβαλλόμενης φορολογίας παραμένει στη φορολογική διοίκηση και δεν μετατοπίζεται στον Έλληνα πολίτη.
Έχοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, είναι άραγε ο νέος ‘‘επαναστατικός’’ τρόπος φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών πράγματι ένα ‘‘δίκαιο μέτρο’’ όπως πρεσβεύει και δηλώνει ο ανωτέρω Υπουργός ; Τα φορολογικά τεκμήρια που εισάγει ο… ‘‘μεταρρυθμιστικός’’ νόμος 5073/2023, ανταποκρίνονται όντως στα δεδομένα της κοινής πείρας, όπως παγίως τονίζει ότι έτσι πρέπει να συμβαίνει το ΣτΕ; Είναι συμβατή η λογική και νομική, προπαντός, ευθεία διασύνδεση που επιχείρησε και επέβαλε ο νόμος Χατζηδάκη (ειδικότερα στο άρθρο 15§1), δηλαδή η de lege lata ευθεία διασύνδεση του τεκμαρτού εισοδήματος του ελεύθερου επαγγελματία και του επιτηδευματία με το εισόδημα του μισθωτού, και δη μόνο εκείνου του μισθωτού που τελεί υπό συνθήκες εργασιακής ασφάλισης, με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) και στο βάθος με το ίδιο το Σύνταγμα;
Το ανώτατο διοικητικό Δικαστήριο της χώρας, λοιπόν, έχει πολλάκις εκφέρει τη δικανική αξιωματική θέση στο συναφές με τη φορολόγηση πεδίο των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης ότι η έννοια και το νομικό status του ελεύθερου επαγγελματία και επιτηδευματία δεν ταυτίζονται βεβαίως με το υποκείμενο του εκάστοτε μισθωτού και δια τούτο επιτρέπεται και επιβάλλεται η διαφορετική νομοθετική μεταχείρισή τους.
Πράγματι, η ολομέλεια του ΣτΕ έχει ήδη κρίνει, και δη με τις αποφάσεις της που κήρυξαν ως αντισυνταγματικό τον νόμο 4387/16, ήτοι τον περίφημο ‘‘νόμο Κατρούγκαλου’’, ότι η υπαγωγή των μισθωτών και των ελευθέρων επαγγελματιών σε ενιαίους κανόνες ασφαλιστικών εισφορών είναι αντίθετη προς την αρχή της ισότητας, καθ’ όσον μισθωτοί και ελεύθεροι επαγγελματίες αντιστοίχως τελούν σε ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες (ΣτΕ Ολ. 1880 και 1888/2019).
Όντως, ο τρόπος φορολόγησης των μισθωτών δεν νοείται να συνιστά δικαιοπολιτικό θεμέλιο της τεκμαρτής μάλιστα φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών. Οι μισθωτοί φορολογούνται επί τη βάσει των καθαρών αποδοχών τους, ήτοι μετά την αφαίρεση των νομίμων κρατήσεων. Αντιθέτως, ως τεκμαρτό εισόδημα των ελεύθερων επαγγελματιών λογίζεται το μικτό εισόδημά τους, συμπεριλαμβανομένων των αναλογουσών ασφαλιστικών εισφορών.
Οι μισθωτοί απολαύουν έκπτωσης φόρου που οδηγεί σε αφορολόγητες αποδοχές. Αντίθετα, οι ελεύθεροι επαγγελματίες φορολογούνται από το πρώτο ευρώ, και μάλιστα πλέον, κατόπιν της ‘‘ευφυούς μεταρρύθμισης’’ της Κυβέρνησης, φορολογούνται ανεξαρτήτως εάν πράγματι το εισέπραξαν ή όχι(!). Στο δε τεκμαρτό φορολογητέο εισόδημα των ελευθέρων επαγγελματιών έχουν προστεθεί τα δώρα και επιδόματα (14 μισθοί) που λαμβάνουν οι μισθωτοί, πράγμα μη προσήκον, δεδομένου και του γεγονότος ότι πολλές κατηγορίες ελευθέρων επαγγελματιών δεν εργάζονται, ούτε αμείβονται σε όλο το χρονικό εύρος του έτους και, συν αυτώ, δεν λαμβάνουν επίσης αμοιβή για υπερωρίες, Σάββατα, Κυριακές, αργίες και ρεπό, ως οι μισθωτοί.
Στους μισθωτούς αναγνωρίζεται νόμιμη δυνατότητα μερικής απασχόλησης (με υποβολή δήλωσης στο σύστημα ‘‘Εργάνη’’), η οποία μειώνει το φορολογητέο εισόδημά τους. Αντίθετα, πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες, ακόμα και όταν υποαπασχολούνται, υπόκεινται στο εξαγγελθέν κυβερνητικό τεκμήριο εισοδήματος πλήρους απασχόλησης (!).
Πλέον τούτων, το τεκμαρτό φορολογητέο εισόδημα του ελεύθερου επαγγελματία προσαυξάνεται αφενός με βάση τον χρόνο άσκησης του επαγγέλματός του και αφετέρου σωρευτικά με βάση το ετήσιο κόστος μισθοδοσίας αλλά κυρίως με βάση συντελεστή όταν ο ετήσιος τζίρος του είναι μεγαλύτερος από τον μέσο όρο του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ (!). Το τελευταίο έχει ως αποτέλεσμα όμως να προσαυξάνεται το τεκμαρτό εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέρων επαγγελματιών σε δυσθεώρητα ύψη πολλές φορές.
Το συμπέρασμα, επομένως, είναι απολύτως σαφές. Η κατά τον Ν. 5073/2023 τεκμαρτή φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών συνιστά de facto όχι μόνο άδικο αλλά και πρωτίστως αντισυνταγματικό μέτρο, όντας στην ουσία μια υπέρμετρη, ανάλγητη και δυσβάσταχτη επιβάρυνση του πιο παραγωγικού και κρίσιμου για την εθνική οικονομία κομματιού της ελληνικής κοινωνίας. Η ‘‘κοινή πείρα’’, ως δικαιοπλαστικό κριτήριο λογικής στάθμισης των νομικών εννοιών που θέτει το ίδιο το ΣτΕ, παραβιάζεται κατάφωρα εν προκειμένω καθόσον από κανέναν δεν μπορεί να υποστηριχθεί με σοβαρότητα η θέση ότι τεκμήριο της φορολόγησης ενός ελεύθερου επαγγελματία σε μια χώρα θα μπορούσε όντως να είναι το νομικό καθεστώς ενός υποκειμένου εκ διαμέτρου αντίθετου και πάντως διαφορετικού, ήτοι του υποκειμένου που λέγεται ‘‘μισθωτός’’.
Πολύ περισσότερο, δεν δικαιώνεται κανένας Υπουργός με το επιχείρημα ότι μέχρι σήμερα ήταν ελάχιστοι εκείνοι που αμφισβήτησαν τη βάσει τεκμηρίων φορολόγησή τους. Αντιθέτως, είναι ξεκάθαρη ασυναρτησία να διατυπώνεται ένα τέτοιου είδους, υπερασπιστικό της δήθεν φορολογικής ‘‘μεταρρύθμισης’’, επιχείρημα όταν είναι γνωστό και άλλωστε στον ίδιο τον νόμο ήδη προβλεφθέν (άρθρο 15§3 του άνω νόμου) ότι το τεκμήριο δικαιούται και δύναται να το αμφισβητήσει ο φορολογούμενος μόνο όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις άσκησης του επαγγέλματος ή του επιτηδεύματός του, δηλαδή μόνο όταν συντρέχουν περιπτώσεις εγκυμοσύνης, ασθένειας, στρατιωτικής θητείας και φυλάκισης (!). Δεν είναι τούτο, λοιπόν, ο απόλυτος παραλογισμός και ταυτόχρονα ‘‘έκφανση καθεστωτισμού’’; Ποιος λογικός και δημοκράτης άνθρωπος δηλαδή θα μπορέσει να δεχθεί ως ‘‘δίκαιη νομοθετική επιλογή’’ το να αμφισβητείται το τεθέν στον νόμο τεκμήριο φορολόγησης του ελεύθερου επαγγελματία μόνο όταν υφίσταται πραγματική αδυναμία άσκησης του ελεύθερου επαγγέλματος και όχι (όπως θα επέτασσε η κοινή λογική τουλάχιστον) επειδή η άσκηση του επαγγέλματος δεν αποδίδει το οικονομικό αποτέλεσμα που κατά νόμο τεκμαίρεται;
A fortiori, στην προκείμενη περίπτωση ο νομοθέτης ως ‘‘εποικοδόμημα’’ στην άνω αστοχία, έρχεται να ενσωματώσει στην ελληνική νομοθεσία μια ‘‘παλαιο-οθωμανικής έμπνευσης’’ ρύθμιση, βασισμένη στο εκ τουρκοκρατίας γνωστό πνεύμα της ‘‘συμφεροντολογικής συναλλαγής’’ ανάμεσα στην Αρχή και στον αρχόμενο. Αν ο φορολογούμενος, λοιπόν, δεν αμφισβητήσει το επιβληθέν σε αυτόν τεκμήριο, άρα και το ύψος του καταβλητέου από αυτόν φόρο, το Ελληνικό Δημόσιο, ‘‘ως αντάλλαγμα’’ του προσφέρει, όταν τα δηλούμενο εισόδημα είναι χαμηλότερο του τεκμαρτού, την αποφυγή φορολογικού ελέγχου, ο οποίος έλεγχος, ωστόσο, θα είναι δεδομένος στην περίσταση που αυτός (ο πολίτης) ζητήσει, ως δημοκρατικά δικαιούται, έλεγχο και πρακτικά αναψηλάφηση στα δεδομένα της φορολογίας του.
Στην ουσία όμως, αυτός ο επαπειλούμενος έλεγχος στην περίπτωση αμφισβήτησης των τεκμηρίων είναι εκ των πραγμάτων αποτροπή της ανατροπής τους. Αυτή, ωστόσο, η αποτροπή ανατροπής των τεκμηρίων συνιστά περαιτέρω αποτροπή στην άσκηση από τον φορολογούμενο δύο θεμελιωδών δικαιωμάτων του που κατοχυρώνονται πολυεπίπεδα στο εγχώριο και διεθνές νομικό στερέωμα, ήτοι τόσο στο Σύνταγμά μας, όσο και στο Ενωσιακό Δίκαιο και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Ειδικότερα, ο φορολογούμενος αποτρέπεται στην πράξη στο να ασκήσει το δικαίωμα ακρόασης (που έχει) ενώπιον της διοίκησης και το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας, της δικαστικής ακρόασης και της δίκαιης δίκης, αποτρέπεται δηλαδή ως προς την άσκηση δικαιωμάτων του που σχηματοποιούν τον ‘‘σκληρό πυρήνα’’ του status του σε μια δημοκρατική και ευνομούμενη πολιτεία.
Με τον συγκεκριμένο, λοιπόν, τρόπο εισαγωγής των τεκμηρίων φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών, αυτό που in essence ‘‘παράγεται’’ ως αποτέλεσμα, είναι η φορολογική ‘‘ισοπέδωση’’ των πάντων. Αλλά και επέρχεται και αλλοίωση της αρχής της φορολογικής ισότητας, διότι ακόμη και έλεγχοι να γίνονται, αυτοί, εκ του νόμου περιοριζόμενοι στους φορολογούμενους που ‘‘τολμούν’’ να αμφισβητήσουν το τεκμήριο και άρα δήλωσαν φορολογητέο εισόδημα κατώτερο αυτού, (θα) αναλίσκονται σε μια κατηγορία ελευθέρων επαγγελματιών και επιτηδευματιών που με το ‘‘ζόρι τα βγάζουν πέρα’’ και όχι στους εύπορους και μεγαλοεισοδηματίες (που ούτως ή άλλως δηλώνουν εισοδήματα υπέρτερα των ‘‘τεκμηρίων’’).
Αντί, λοιπόν, να εισάγονται τέτοια τεκμήρια πολλαπλάσιας φορολογικής επιβάρυνσης του μέσου ελεύθερου επαγγελματία και ο αρμόδιος Υπουργός να απευθύνεται με τη συγκεκριμένη εκφορά λόγου και το συγκεκριμένο ύφος απέναντι στους ελεύθερους επαγγελματίες, μήπως θα ήταν δικαιοπολιτικά ορθότερο, κοινωνικά πιο αποδεκτό και δημοσιονομικά συμφερότερο, στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικής φορολογικής ισότητας, το Ελληνικό Δημόσιο να φροντίσει να λάβει τους (πρόσθετους) φόρους από ‘‘πηγές αφθονίας’’ που μέχρι σήμερα δεν έχει ‘‘αγγίξει’’; Αν τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο είναι 106 δισ. ευρώ (https://www.in.gr/2023/12/22/economy/poioi-kai-posa-xrostane-stin-eforia/) και 9.198 μεγαλο-οφειλέτες οφείλουν τα 82 δισ. ευρώ από αυτά (που αντιστοιχούν στο 77% των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών, https://www.in.gr/2023/12/22/economy/oikonomikes-eidiseis/liksiprothesma-xrei-oi-megalo-ofeiletes-adiaforoun-gia-tis-rythmiseis-xreon), γιατί δεν αποτελεί ‘‘αντικειμενικό στόχο’’ της φορολογικής διοίκησης αυτή η κατηγορία πολιτών και πρέπει οι ελεύθεροι επαγγελματίες να ‘‘πληρώσουν το σπασμένο μάρμαρο’’; Επειδή προσδοκά, ίσως, το Δημόσιο να ‘‘σωθεί’’ από τους 1.470.627 μικρο-οφειλέτες με οφειλές από 50 έως 500 ευρώ;
Κανείς, συνεπώς, δεν δικαιούται να ‘‘κουνάει το δάχτυλο’’ στον Έλληνα πολίτη και ειδικά στον ελεύθερο επαγγελματία, ισχυριζόμενος και από πάνω ότι λαμβάνει ‘‘δίκαια’’ για αυτόν ‘‘μέτρα’’ φορολόγησης. Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής είναι σίγουρα ‘‘πρωτοβουλία δικαιοκρατίας’’ σε μια πολιτεία που υπηρετεί, το δίχως άλλο, το καθολικό δημόσιο συμφέρον. Όμως πρέπει να γίνεται όχι με νομικίστικους εξισωτισμούς και αδιάκριτα φορολογικά ‘‘τσεκουρώματα’’ αλλά σύμφωνα με τους κανόνες και τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικής ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών, σύμφωνα με τη γενική αρχή της αναλογικότητας και βεβαίως με την τήρηση των βασικών δικονομικών εγγυήσεων και με τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του πολίτη (που άνω κατέγραψα). Ας έχουν υπόψη τους, λοιπόν, οι όποιοι ‘‘μεταρρυθμιστές’’ ότι η μεσαία τάξη, στον ευρύτερο κύκλο της οποίας ανήκουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες και επιτηδευματίες, υποφέροντας, ήδη τους κρίνει και θα θυμηθεί τα λόγια και τις πράξεις τους όταν και όπου πρέπει….
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science