BERLIN-ALERT – Γράφει ο Ιωάννης Χατζημπεάκης (4o και τελευταίο μέρος)

Απόψεις

Ενοποίηση..

Με τη Μαργκαρετ  Θάτσερ να μην κρύβει την αγανάκτησή της ,όλοι οι Δυτικοευρωπαίοι ηγέτες συντάχθηκαν πίσω από το πρόεδρο Μπους και τον καγκελάριο Κολ ξεκινώντας μία διαδικασία για τον καθορισμό των όρων της πλήρους επανένωσης της Γερμανίας. Οι λεγόμενες διαπραγματεύσεις «2+4» ( τα δύο γερμανικά κράτη και οι νικήτριες μεγάλες δυνάμεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ) ξεκίνησαν το Μάιο του 1990 , με το ερώτημα αν η ενωμένη Γερμανία θα μπορούσε να είναι μέλος του ΝΑΤΟ και τον ρυθμό της διαδικασίας ενοποίησης να αποτελούν τα βασικά σημεία τριβής. Προς έκπληξη των δυτικών δυνάμεων και προς απογοήτευση των Βρετανών περισσότερο και λιγότερο των Γάλλων ,ο Γκορμπατσώφ συμφώνησε όχι μόνο με την εισδοχή της ενωμένης Γερμανίας στο ΝΑΤΟ αλλά και με την ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός του έτους. Στη στάση αυτή είχαν συμβάλλει οι υποσχέσεις της Δυτικής Γερμανίας για περαιτέρω οικονομική βοήθεια στην ΕΣΣΔ. Αλλά ακόμα πιο σημαντική ήταν η πεποίθηση του Γκορμπατσώφ ότι το ΝΑΤΟ ή η Γερμανία δεν αποτελούσαν πλέον εχθρούς των Σοβιετικών. Αντίθετα , ήταν φίλοι και συνεργάτες. Όπως πολύ σωστά το έθεσε ο Κολ , στη συνάντησή τους τον Ιούλιο του 1990 κοντά στη Σταυρούπολη ,τη γενέτειρα του Γκορμπατσώφ: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε την ιστορία. Γιατί χωρίς γνώση της ιστορίας το παρόν δε μπορεί να γίνει κατανοητό ούτε να διαμορφωθεί το μέλλον . Οι περισσότεροι από τους παρόντες σε αυτό το τραπέζι ανήκουν κυρίως στη γενιά μου – βίωσαν το πόλεμο ως παιδιά , πολύ νέοι για να αισθανθούν ένοχοι, αλλά αρκετά μεγάλοι για να καταλάβουν. Ήταν καθήκον συνεπώς αυτής της γενιάς να διευθετήσει κάποια ζητήματα στο τέλος αυτού του αιώνα πριν παραδώσει τη σκυτάλη στην επόμενη γενιά»[1]. Όσο συγκινημένος και αν ήταν για την ενοποίηση και τη νέα γερμανορωσική σχέση, ο Κολ φρόντισε να δημιουργήσει τετελεσμένα , ώστε να καταστήσει αμετάκλητη τη διαδικασία της ενοποίησης. Το καλοκαίρι του 1990 , το γερμανικό μάρκο έγινε το επίσημο νόμισμα της Ανατολικής Γερμανίας και δημιουργήθηκε μία πλήρης «νομισματική, οικονομική και κοινωνική ένωση» των δύο κρατών. Οι δυτικογερμανικοί νόμοι εισήχθησαν σταδιακά στην Ανατολική Γερμανία και τον Αύγουστο το κοινοβούλιο της τελευταίας υπέβαλλε επίσημο αίτημα προς την κυβέρνηση της Δυτικής  Γερμανίας για να ενσωματωθεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ο Κολ ήξερε ότι οι γρήγορες αυτές κινήσεις θα ξεσήκωναν κριτική ακόμα και από τους Δυτικούς συμμάχους του, πάραυτα προτίμησε να πάρει το ρίσκο αυτό. Εκατοντάδες χιλιάδες Σοβιετικοί στρατιώτες εξακολουθούσαν να σταθμεύουν στην Ανατολική Γερμανία . Αν κάτι συνέβαινε στον Γκορμπατσώφ ο Κολ θα έπρεπε να είναι έτοιμος να συνδιαλλαχθεί με οποιαδήποτε κυβέρνηση τον αντικαθιστούσε στη Μόσχα. Μέχρι και τις τελικές διαπραγματεύσεις στη Μόσχα τον Σεπτέμβριο του 1990 ,δεν ήταν σαφές αν όλη η Γερμανία θα αποτελούσε έδαφος του ΝΑΤΟ και αν θα ανακτούσε την πλήρη εθνική της κυριαρχία αμέσως μετά την επανένωση. Οι Βρετανοί επέμεναν στο δικαίωμα των συμμαχικών στρατευμάτων του ΝΑΤΟ να εισέλθουν στη ,σύντομα πρώην, Ανατολική Γερμανία ,γνωρίζοντας ότι οι Σοβιετικοί θα απέρριπταν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο βετεράνος υπουργός Εξωτερικών της Δυτικής Γερμανίας Χανς Ντητριχ Γκενσερ δεν θα δεχόταν όμως αυτές τις τακτικές . Γεννημένος στην Ανατολική Γερμανία , ο Γκενσερ δεν ήθελε να καθυστερήσει η επανένωση. Επέμενε σε μία άμεση συμφωνία και σε πλήρη γερμανική κυριαρχία. Τελικά, η γνώμη των Γερμανών των Γάλλων και των Σοβιετικών υπερίσχυσε, αφού προηγουμένως ο καγκελάριος Κολ αναγνώρισε τη γραμμή Όντερ-Νάισσε ως σύνορο με τη Πολωνία ,των βρετανικών ενστάσεων και κατέληξαν σε μία πρόχειρη διευθέτηση της τελευταίας στιγμής: Τα μη γερμανικά στρατεύματα δε θα στάθμευαν μόνιμα, η συμφωνία προέβλεπε την αποχώρηση των Σοβιετικών στρατευμάτων σε τέσσερα χρόνια, ούτε θα αναπτύσσονταν στα ανατολικά , αλλά η ερμηνεία του όρου «αναπτύσσονταν» θα αποφασιζόταν από τη γερμανική κυβέρνηση «με λογικό και υπεύθυνο τρόπο, λαμβάνοντας υπόψιν τα συμφέροντα ασφαλείας» κάθε δύναμης. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1990, υπογράφτηκε το Σύμφωνο 2+4 , ανοίγοντας το δρόμο για την ενοποίηση της Γερμανίας τρεις εβδομάδες αργότερα. Ακόμα και ο έμπειρος διπλωμάτης Γκένσερ συγκινήθηκε κατά την υπογραφή: «Αυτή είναι μία ιστορική στιγμή για όλη την Ευρώπη και μία ευτυχισμένη στιγμή για τους Γερμανούς. Μαζί καταφέραμε να φτάσουμε πολύ μακριά σε σύντομο χρονικό διάστημα. […] Στις 3 Οκτωβρίου , οι Γερμανοί θα ζουν και πάλι σε ένα δημοκρατικό κράτος, για πρώτη φορά μετά από 57 χρόνια. Τώρα δε θέλουμε τίποτα περισσότερο από το να ζήσουμε με ελευθερία, δημοκρατία και ειρήνη με όλα τα άλλα έθνη»[2].    

Επίλογος

Εν τέλει, η Ανατολική Γερμανία είχε μία σύντομη αλλά πολύ πυκνή διαδρομή  μέσα στην ιστορία. Το πολιτικό-οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο της επηρέασε το ιστορικό της γίγνεσθαι και την κατέστησε κυρίαρχη ανάμεσα στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού παρόλο που το πεπρωμένο της ήταν εξαρχής, θα μπορούσαμε να πούμε προδιαγεγραμμένο… Η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας είχε την ατυχία να προσπαθεί να «αναπνεύσει» δίπλα στην πλέον πετυχημένη χώρα του δυτικού συνασπισμού, την Δυτική Γερμανία, με την εγκόλπωση και την αφομοίωση της από τη τελευταία να μοιάζει αναπόφευκτη. Παλεύοντας δίπλα σε ένα οικονομικό θαύμα το οποίο ξεκάθαρα επηρέαζε τους πολίτες της άλλης πλευράς ,με το βιοτικό τους επίπεδο να αντικατοπτρίζεται στο θαύμα αυτό, η θέση της Ανατολικής Γερμανίας υπονομευόταν από τους ίδιους τους Ανατολικογερμανούς αφού η επαφή τους με το αντίπαλο δέος ήταν παραπάνω από απτή. Με άλλα λόγια, ο κάθε ένας από τους πολίτες της ΛΔΓ μπορούσε ανά πάσα ώρα και στιγμή να συγκρίνει τη ποιότητα ζωής ,την ελευθερία και τα προνόμια που απολάμβανε ο ομοεθνής του από την άλλη πλευρά του Τείχους. Το μοντέλο που τελικά εφαρμόστηκε στην Ανατολική Γερμανία, πρότυπο για τον ανατολικό συνασπισμό, αποτέλεσε εξίσου πρότυπο και παράδειγμα στη πράξη, σύμφωνα με τα ιστορικά γεγονότα ,του συμπεράσματος που πολύ εύστοχα διατύπωσαν οι κοινωνιολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες  Seymour Martin Lipset και Gyorgy Bence πως η αποτυχία του κομμουνιστικού συστήματος δεν έγκειται στα πεπραγμένα στο εσωτερικό των κομμουνιστικών κρατών αλλά στο ότι δεν κατέστη δυνατό  στο σύστημα που υπηρέτησαν αυτά να δείξει το δρόμο στις δυτικές ανεπτυγμένες χώρες. Ουσιαστικά, ενώ η κομμουνιστική κοσμοθεωρία έβλεπε το κόσμο μέσα από υλιστικά πρίσματα, αδυνατούσε να αποδείξει με πραγματικούς υλικούς όρους ότι το μέλλον ανήκε στον κομμουνισμό και όχι στο καπιταλισμό. Εφόσον λοιπόν η Ανατολική Γερμανία δε μπορούσε να πείσει τους πολίτες της για την επιτυχία του εγχειρήματός της λόγω της εμφανούς υπεροχής του αντιπάλου μέσω της συνεχούς σύγκρισης η οποία αναπόφευκτα εξελισσόταν, ήταν καταδικασμένη να «πεθάνει» και να αφομοιωθεί, όπως είπαμε ,από την «άλλη» εκ δυσμάς Γερμανία.

Βιβλιογραφία

  • Στεφανίδης Δ. Ιωάννης , «Ψυχρός Πόλεμος». Εκδόσεις ΕΑΠ 2021.Πάτρα.
  • Χατζηβασιλείου Ευάνθης , «Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου». Εκδόσεις Πατάκη , Αθήνα, Νοέμβριος 2021.
  • John W. Young, « Η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου, 1945-1991, Πολιτική Ιστορία», Μετάφραση: Γιώργος Δεμερτζίδης, Εκδόσεις Πατάκη , Αθήνα, Ιανουάριος 2015.
  • John Lamberton Harper, «Ο Ψυχρός Πόλεμος», Επιστημονική Επιμέλεια: Θανάσης Σφήκας , Μετάφραση: Κώστας Σκορδύλης, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2021.
  • Odd Arne Westad, «Ο Ψυχρός Πόλεμος, Μια Παγκόσμια Ιστορία», Μετάφραση: Δέσποινα-Γεωργία Κωνσταντινάκου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2021.
  • Anna Funder, « Stasiland: Ιστορίες πίσω από το τείχος του  Βερολίνου.». Μετάφραση: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, Εκδόσεις Οκτώ, Αθήνα, Δεκέμβριος 2008.  
  • Derek H. Aldcroft, « Η Ευρωπαϊκή Οικονομία 1914-2000», Μετάφραση: Νικηφόρος Σταματάκης, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, Μάιος 2007.

[1] Όπως παρατίθεται στο Hanns Jurgen Kusters , ‘’ The Kohl-Gorbachev Meetings in Moscow and in the Caucasus, 1990, ‘’Cold War History 2, no. 2 (2002): 195-235.

[2] ‘’Address given by Hans-Dietrich Genscher at the signing of the Two Plus Four Treaty,’’ 12 Σεπτεμβρίου 1990.