BERLIN-ALERT – Γράφει ο Ιωάννης Χατζημπεάκης (2o μέρος)

Απόψεις

Αποσταλινοποίηση..

Περνώντας στο κομβικό έτος 1953, με το θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν ,η Ανατολική Γερμανία είναι από τις πρώτες χώρες του Ανατολικού συνασπισμού η οποία έρχεται αντιμέτωπη με το φάσμα πολύ δύσκολων προβλημάτων. Μεταξύ των ετών 1953 και 1956 και πιο συγκεκριμένα λίγους μόνο μήνες μετά το θάνατο του Στάλιν η κυβέρνηση Ούλμπριχτ προκαλεί τη δυσαρέσκεια των βιομηχανικών εργατών αυξάνοντας , το Μάιο του 1953, τους στόχους παραγωγής με τον καθορισμό υψηλότερων ποσοστώσεων εργασίας. Επίσης , το πρόγραμμα του ΕΣΚΓ ( Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας ), κατόπιν εντολής του προέδρου της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΣΕ Γκεόργκι Μαλένκοφ ,αυξάνει με δραματικό ρυθμό τις επενδύσεις στη βαριά βιομηχανία, πνίγει ουσιαστικά τις μικρές ιδιωτικές επιχειρήσεις με την αυξημένη φορολογία, επιταχύνει την κολεκτιβοποίηση της γεωργίας, περιορίζει τα ταξίδια μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας και ξεκινά  μία συντονισμένη εκστρατεία εναντίον των θρησκευτικών δραστηριοτήτων. Ο Μαλένκοφ , στις 2 Ιουνίου του 1953 πληροφορεί απερίφραστα τους ηγέτες του ΕΣΚΓ πως βασική προτεραιότητα είναι  «η αποκατάσταση της γερμανικής ενότητας» και η μεταμόρφωσή της σε ειρηνική χώρα. Υπό εκείνες τις συνθήκες, μία τέτοια Γερμανία θα μπορούσε να είναι μόνο « ένα αστικό δημοκρατικό κράτος». Τουλάχιστον ένας Σοβιετικός υπουργός , ο Λαβρέντι Μπέρια ήταν θετικός στην επανένωση της Γερμανίας με τον όρο της ουδετερότητάς της. Η πλειοψηφία στο Κρεμλίνο υποστήριξε ότι ο Ουλμπριχτ προσπαθούσε να προωθήσει τη σοβιετοποίηση  της χώρας του με υπερβολικά γρήγορους ρυθμούς με τις ταυτόχρονες επικρίσεις των Σοβιετικών αξιωματούχων να δημιουργούν κρίση εμπιστοσύνης στους Ανατολικογερμανούς κομμουνιστές. Στις 16 Ιουνίου οι εργάτες στον κλάδο των κατασκευών στο Ανατολικό Βερολίνο κατέβηκαν σε απεργία κατά των υψηλότερων ,όπως είπαμε , ποσοστώσεων εργασίας. Στις 17 Ιουνίου εκατοντάδες χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους και επιτέθηκαν σε καθεστωτικά κτίρια στο Βερολίνο , στο Χάλε, στο Γκέρλιτς και στο Μαγδεμβούργο. Τουλάχιστον πενήντα πέντε άνθρωποι σκοτώθηκαν σε συγκρούσεις με τα τεθωρακισμένα του Κόκκινου Στρατού και με την παραστρατιωτική Λαϊκή Αστυνομία (Volkspolizei) με ορισμένους από τους αρχηγούς της απεργίας να εκτελούνται και άλλους να φυλακίζονται. Οι σοβιετικοί ηγέτες καθώς και οι ηγέτες του ΕΚΣΓ πίστευαν πως υπεύθυνοι ήταν δυτικοί πράκτορες. «Μέσω των πρακτόρων τους και άλλων ανθρώπων που εξαγόρασαν  […], οι επιθετικές δυνάμεις του γερμανικού και του αμερικανικού μονοπωλίου κατόρθωσαν να επηρεάσουν τμήματα του πληθυσμού στο Βερολίνο και σε άλλες περιοχές της Δημοκρατίας ώστε να απεργήσουν και να διαδηλώσουν» δήλωνε η Κομμουνιστική Κεντρική Επιτροπή.[1] Οι Γερμανοί κομμουνιστές ήθελαν τον πληθυσμό αφοσιωμένο στη δουλειά του. Ο Μπερτχολτ Μπρέχτ , ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Ανατολική Γερμανία και είχε ζήσει εκ του σύνεγγυς τα γεγονότα, κατέκρινε με δριμύ τρόπο σε ένα ποίημα που δεν τόλμησε να δημοσιεύσει εκείνη την εποχή ,το τρόπο που οι κομμουνιστές ηγέτες υποστήριξαν ότι οι άνθρωποι είχαν  απογοητεύσει τη κυβέρνηση και έπρεπε να δουλέψουν σκληρά για να ξανακερδίσουν  την εμπιστοσύνη της σχολιάζοντας «Δε θα ήταν πιο απλό η κυβέρνηση να διαλύσει το λαό και να εκλέξει άλλον;»[2].  Το δίλημμα ανάμεσα στην ικανοποίηση των απαιτήσεων των εργαζομένων και την υπεράσπιση του σοσιαλιστικού κράτους αποτελούσε μία πολύ μεγάλη πρόκληση της οποίας ο αντίκτυπος έφτανε στη Μόσχα. Οι διαπραγματεύσεις υπό πίεση για να τερματιστεί η ύπαρξη της Ανατολικής Γερμανίας ήταν απαράδεκτες. Ιδιαίτερα ο Χρουστσόφ πήρε θέση για να υποστηρίξει τον Ούλμπριχτ,  το «τέκνο του Στάλιν» , και ήταν αντίθετος σε συμβιβασμούς που πίστευε ότι ενεθάρρυναν τους δυτικογερμανούς ιμπεριαλιστές. Το επεισόδιο αυτό αποδείχτηκε σύντομο αλλά προκάλεσε σοκ στους Σοβιετικούς ηγετικούς κύκλους επειδή όπως είχε αποδειχθεί η εργατική τάξη είχε εναντιωθεί τον κομμουνισμό. Ο Μπέρια έχασε τη θέση του και μαζί του χάθηκε μία ευκαιρία για ύφεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης μετά το θάνατο του Στάλιν με τις  ΗΠΑ ,επωφελούμενοι της κατάστασης , να στέλνουν δέματα με τρόφιμα στους άτυχους κατοίκους του Ανατολικού Βερολίνου. Από την άλλη η Μόσχα , όπως είπαμε, υποχρεώθηκε να υποστηρίξει το καθεστώς του Ουλμπριχτ μετά από μία τέτοιου είδους απειλή για το κομμουνισμό. Πιο συγκεκριμένα, παρείχε οικονομική βοήθεια στον ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας και του επέτρεψε να επιβληθεί πολιτικά στους Ανατολικογερμανούς. Οι Σοβιετικοί ,επίσης , εγκατέλειψαν τη πρόθεσή τους να εισέλθουν σε συζητήσεις για την επανένωση της Γερμανίας προωθώντας αντ’ αυτού τη σταθερότητα και τη διεθνή αναγνώριση του Ανατολικογερμανικού κράτους.

Πορεία προς το Τείχος

Φτάνοντας στο τέλος της δεκαετίας του 1950  με δεδομένη την ύπαρξη ενός μεγαλύτερου ,πιο φιλελεύθερου ,πλουσιότερου δυτικογερμανικού κράτους και την συνεχιζόμενη ύπαρξη του δυτικού τομέα μέσα στο Βερολίνο, παρατηρείται μία αθρόα μετακίνηση ανθρώπων από τον Ανατολικό στο Δυτικό τομέα, κυρίως νέων και μορφωμένων. Πιο συγκεκριμένα, η δυτικογερμανική οικονομική προσπάθεια ακολουθούσε εντυπωσιακά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και η νέα δυτικοευρωπαϊκή οικονομική συσσωμάτωση, υπό τη μορφή της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας,  έφερε την Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Η οικονομία της δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τη δυτικογερμανική, το δυτικογερμανικό μάρκο απειλούσε να διεισδύσει στην Ανατολική Γερμανία ενώ η  σχετικά ελεύθερη εκατέρωθεν πρόσβαση στους δύο τομείς του Βερολίνου επέτρεπε τη διαφυγή πολλών όπως αναφέραμε νέων Ανατολικογερμανών στον δυτικό τομέα (υπολογίστηκε ότι περίπου τρία εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί κατέφυγαν στη Δύση από το 1949). Η σταδιακή αυτή αποψίλωση του ανατολικογερμανικού καθεστώτος από το δυναμικό του ,μείωνε τις δυνατότητες της ανατολικογερμανικής οικονομίας, λειτουργούσε εξαιρετικά αρνητικά από ψυχολογικής άποψης και έτσι τροφοδοτούσε το κύμα φυγής ακόμη περισσότερο ,δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο ,που απειλούσε τη χώρα με πραγματική κατάρρευση. Το αποτυχημένο και αψυχολόγητο «τελεσίγραφο» του Χρουστσόφ το 1958 , που ζητούσε τη μετατροπή του Βερολίνου σε «ελεύθερη πόλη» αποσκοπούσε ακριβώς να σταματήσει αυτή η διαρκή αιμορραγία της ανατολικογερμανικής οικονομίας και του στελεχιακού της δυναμικού. Η Δύση απέρριψε τότε το τελεσίγραφο φοβούμενη την ήττα σε εκείνο το κομβικό και συμβολικό σημείο του Ψυχρού Πολέμου-την ικανότητα της να παραμείνει στο Βερολίνο. Το πρόβλημα ουσιαστικά παρέμενε κρίσιμο και επικίνδυνο και για τους δύο συνασπισμούς ,αφενός μεν η συνέχισή του απειλούσε τη σταθερότητα της Ανατολικής Γερμανίας ,αφετέρου δε τυχόν υποχώρηση της Δύσης θα προκαλούσε σοβαρούς  τριγμούς στη δυτική συμμαχία.

Η ανέγερση, κρίση, επιδράσεις του Τείχους στην Ανατολικογερμανική κοινότητα, αντιδράσεις της Δύσης, παγιοποίηση της διχοτόμησης..

 Μετά τις διπλωματικές ωσμώσεις και αντεγκλήσεις που σημειώθηκαν στη διάσκεψη κορυφής στη Βιέννη τον Ιούνιο του 1961 μεταξύ Χρουστσόφ και Κέννεντυ  και την νέα απόρριψη των Αμερικανών στην εκ νέου πρόταση του Σοβιετικού ηγέτη για τη μετατροπή του Βερολίνου σε ελεύθερη πόλη, ο Ανατολικός συνασπισμός ήρθε αντιμέτωπος με το δίλλημα να επιτρέψει την ανέγερσή ενός τσιμεντένιου κρηπιδώματος με σκοπό τη προστασία της Ανατολικής Γερμανίας από τη φθοροποιό διαδικασία της διαφυγής του ανθού της νεολαίας της προς τη Δύση. Έτσι οι Σοβιετικοί έδωσαν το πράσινο φως για τη κατασκευή του περίφημου τείχους, ενός φυσικού φράγματος που θα εμπόδιζε την επικοινωνία και θα απέτρεπε τη φυγή. Τη νύκτα της 12ης προς 13η Αυγούστου 1961, οι Ανατολικοί απομόνωσαν την περιοχή του Δυτικού Βερολίνου από την υπόλοιπη Ανατολική Γερμανία με το Τείχος να αποτελεί πλέον μια πραγματικότητα που άλλαζε τη ζωή των Βερολινέζων. Η Ουάσινγντον ανταπάντησε ενισχύοντας τη φρουρά της στο Βερολίνο αποστέλλοντας τον στρατηγό Λουσιους Κλέι, έναν παλιό γνώριμο της πόλης από τα γεγονότα της αερογέφυρας το 1948. Τον Οκτώβριο οι εντάσεις κλιμακώθηκαν στην αλησμόνητη αναμέτρηση στο «Σημείο Ελέγχου Τσάρλι», όπου τα αμερικανικά και τα σοβιετικά τεθωρακισμένα ήρθαν αντιμέτωπα σε απόσταση εκατό μέτρων. Η αντιπαράθεση προκλήθηκε όταν η Ανατολική Γερμανία αμφισβήτησε το δικαίωμα των Αμερικανών διπλωματών να ταξιδεύουν στο Ανατολικό Βερολίνο χωρίς την επίδειξη ταυτότητας. Με προτροπή του Κλέι , η Ουασινγκτον ενέκρινε εξερευνητικές επισκέψεις διπλωματών με τη συνοδεία οπλισμένων ανδρών. Αμερικανικά άρματα μάχης αναπτύχθηκαν στο σημείο ελέγχου για την επιβολή της απόφασης. Οι Σοβιετικοί ανέπτυξαν τα δικά τους άρματα μάχης ,μην τυχόν και οι Αμερικάνοι προσπαθήσουν ( όπως είχε προτείνει ο Κλέι ) να γκρεμίσουν τμήματα του Τείχους. Ωστόσο ,καμία από τις δύο πλευρές δεν ήθελε πόλεμο ως αποτέλεσμα βεβιασμένων ενεργειών από επιτόπιους αντιπρόσωπους. Επαφές μεταξύ Χρουστσόφ και Κεννεντυ οδήγησαν τελικά, στην εκτόνωση της κρίσης. Το τείχος, εν τέλει ,σταμάτησε την αιμορραγία της ανατολικογερμανικής οικονομίας και ελάττωσε τη πίεση για επίλυση του ευρύτερου ζητήματος των δύο Γερμανιών. Οι Σοβιετικοί αξιωματούχοι παρατήρησαν ότι η Συμμαχική πλευρά δεν προσπάθησε να καταστρέψει το Τείχος ή να αμφισβητήσει τον έλεγχο του Ανατολικού Βερολίνου από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Πράγματι, οι Αμερικανοί σύντομα κατάλαβαν ότι το Τείχος ήταν αμυντικό και μολονότι ήταν απαράδεκτο προσέφερε ένα έξοχο προπαγανδιστικό πλεονέκτημα και δεν απειλούσε το Δυτικό Βερολίνο. Πιο συγκεκριμένα, κατήγγειλαν το  «Τείχος του Αίσχους» και τη βαρβαρότητα του ανατολικού κόσμου, ενώ ο ίδιος ο Κεννεντυ  εκφώνησε, μπροστά του, την περίφημη ομιλία του στην οποία δήλωνε , στη γερμανική γλώσσα, ότι ενώπιον αυτού του συμβόλου της καταπίεσης ,θεωρούσε τον εαυτό του Βερολινέζο («ich bin ein Berliner»). Όμως, η ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου δεν οφειλόταν σε κάποια ιδεολογική προτίμηση των ηγεσιών στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Γερμανία ή σε κάποια «επιθυμία» τους να καταπιέζουν τους τους λαούς τους, αλλά ήταν μία αναγκαστική αν και, σίγουρα, σκληρή πρωτοβουλία, χωρίς την οποία θα είχε πιθανότατα καταρρεύσει το ανατολικογερμανικό κράτος ,εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής επιτυχίας της Δυτικής Γερμανίας. Οι  Ανατολικοί δεν ήθελαν να χτίσουν το Τείχος , αναγκάστηκαν να το κάνουν. Η παρουσία του σταμάτησε πράγματι τη ροή των Ανατολικογερμανών προς τη Δύση . Στο μέλλον, οι πολύ λιγότερες από ότι πριν απόπειρες πολιτών να το περάσουν, θα προκαλέσουν το θάνατο πολλών από αυτούς με την αστυνομία να πυροβολεί όσους τολμούσαν να διαφύγουν και το καθεστώς πλέον να ολισθαίνει σε βάρβαρες μεθόδους.  Δεκατρείς άνθρωποι σκοτώθηκαν προσπαθώντας να περάσουν στην δυτική πλευρά της πόλης αμέσως μετά την ύψωση του Τείχους. Ένας από αυτούς ήταν  ο 25χρονος Βερνερ Προμπστ , ο οποίος προσπάθησε να κολυμπήσει κατά μήκος του ποταμού Σπρεε. Οι Ανατολικογερμανοί συνοριοφύλακες τον πυροβόλησαν ακριβώς την στιγμή που άρπαξε μία σκάλα στη δυτική πλευρά. Ο σοσιαλδημοκράτης δήμαρχος του Δυτικού Βερολίνου και μετέπειτα καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Βιλυ Μπραντ αποκάλεσε το τείχος μία «συγκλονιστική αηδία» με τον ίδιο σε ραδιοφωνικό του διάγγελμα να προειδοποιεί και τους Ανατολικογερμανούς για τις συνέπειες: « Χάραξαν στην καρδιά του Βερολίνου όχι απλώς ένα σύνορο ,αλλά ένα φράχτη ,όπως συνέβαινε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Με την υποστήριξη των κρατών του ανατολικού μπλοκ , το καθεστώς Ούλμπριχτ επιδείνωσε την κατάσταση στο Βερολίνο , παραβιάζοντας και πάλι τις νομικές συμφωνίες και τις ανθρωπιστικές υποχρεώσεις. Η Γερουσία του Βερολίνου καταγγέλλει τις παράνομες και απάνθρωπες ενέργειες εκείνων που διαιρούν τη Γερμανία , καταπιέζουν το Ανατολικό Βερολίνο και απειλούν το Δυτικό Βερολίνο. […] Δεν θα τα καταφέρουν. Στο μέλλον εμείς θα φέρουμε ακόμα περισσότερους ανθρώπους από όλο το κόσμο στο Βερολίνο, για να τους δείξουμε τη ψυχρή, γυμνή και βάναυση πραγματικότητα ενός συστήματος που υποσχέθηκε στους ανθρώπους τον Παράδεισο επί της γης» .[3] Κατόπιν εντολή του ίδιου του Βίλυ Μπραντ τοποθετήθηκαν μεγάφωνα κατά μήκος του Τείχους τα οποία επαναλάμβαναν πως « όποιος πυροβολεί άτομα που θέλουν να πάνε από τη Γερμανία στη Γερμανία διαπράττει δολοφονία. Κανείς δεν θα πρέπει να διανοηθεί να ισχυριστεί πως ενήργησε κατόπιν εντολών όταν θα κληθεί να λογοδοτήσει μία μέρα. Η δολοφονία είναι δολοφονία, έστω και αν έχει υπάρξει διαταγή.»[4]

Το Τείχος, επίσης, απέτρεψε την ασφυξία του ανατολικογερμανικού καθεστώτος σηματοδότησε όμως την  αδυναμία  και όχι τη δύναμη του ανατολικού μπλοκ. Ουσιαστικά, ήταν μία ομολογία αποτυχίας από τον ανατολικό συνασπισμό , που με αυτό το τρόπο αποδέχθηκε τη πραγματικότητα της δυτικογερμανικής ενσωμάτωσης στη Δύση ,την παρουσία των Δυτικών στο Βερολίνο και την οικονομική και πολιτική καχεξία της Ανατολικής Γερμανίας έναντι της δυτικογερμανικής πολιτικής και οικονομικής ευρωστίας. Όσον αφορά το συμβολισμό του, αυτό αποτέλεσε την κατεξοχήν συμβολική κορωνίδα  του Ψυχρού Πολέμου, σύμβολο της διαιρεμένης Ευρώπης , η πτώση του οποίου, το 1989, θα σηματοδοτήσει και το τέλος της ψυχροπολεμικής εποχής . Μετά το 1961 ο Ουλμπριχτ πίστεψε ότι θα μπορούσε να προχωρήσει προς το μέλλον με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη , με λιγότερη πίεση από τη Δύση. Ακόμη και αν υστερούσε σε σύγκριση με τα δυτικά κράτη, η Ανατολική Γερμανία ήταν ένα από τα πιο πλούσια , περισσότερο εκβιομηχανισμένα κράτη του ανατολικού συνασπισμού. Παρ ‘όλα  αυτά , στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της ήταν πτωτικός λόγω του ότι το εμπόριο της βασιζόταν στις πολύ χαμηλά αναπτυγμένες κομμουνιστικές οικονομίες. Το 1963 ξεκίνησε ένα πείραμα με ένα λιγότερο συγκεντρωτικό οικονομικό σύστημα , όπου οι διοικητές είχαν τη δυνατότητα να λαμβάνουν οι ίδιοι τις αποφάσεις για περισσότερα ζητήματα.


Συνεχίζεται