Επικήδειος λόγος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος κ. Γεωργίου

Κοινωνία

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΙΟ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ

ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ πρώην ΚΙΤΡΟΥΣ κυροῦ ΑΓΑΘΟΝΙΚΟΥ

Ἱερός Καθεδρικός Ναός Θείας Ἀναλήψεως Κατερίνης

Τετάρτη Ἀποδόσεως τοῦ Πάσχα 12 Ἰουνίου 2024

«Εὐάρεστος τῷ Θεῷ γενόμενος ἠγαπήθη

καὶ ζῶν μεταξὺ ἁμαρτωλῶν μετετέθη»

(Σοφία Σολομῶντος 4,10)

Εἶναι δύσκολο νὰ προσεγγίσει κάποιος τὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ ἑνὸς ἄλλου ἀνθρώπου, νὰ διεισδύσει στὰ μυστικὰ βάθη τῆς ψυχῆς του, νὰ παρακολουθήσει τὴν πνευματική του πορεία. Ἀκόμη πιὸ δύσκολο νὰ εἰσέλθει στὴ βαθειὰ καρδιὰ ἑνὸς Ποιμενάρχου, καὶ μάλιστα τοῦ Γέροντα Ἀγαθονίκου, ἡ βιοτὴ τοῦ ὁποίου ταυτίστηκε μὲ τὴ γνήσια ἐν Χριστῷ ζωή.

Ὁ Γέροντας Ἀγαθόνικος ἦταν ἄνθρωπος φωτεινός, αὐθεντικός. Πρόσωπο πράο, προσηνὲς καὶ ἱλαρό. Λευκασμένος διάκονος τοῦ Θεοῦ, μορφὴ βιβλική, βυζαντινή, σὰν νὰ ξεπήδησε ἀπὸ κάποια τοιχογραφία. Ξεκίνησε καὶ ἔζησε ὡς μοναχός. Ἀγάπησε τὸν μοναστικὸ βίο, τὸν ποτισμένο μὲ τὴν ἀκατάπαυστη μνήμη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὶς μακρὲς ἱερὲς ἀκολουθίες, τὴν ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχὴ στὸ κελλὶ καὶ στὰ διακονήματα, τὴ συνεχῆ ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν, τὴ συχνὴ θεία κοινωνία, τὶς νηστεῖες, τὶς ἀγρυπνίες, τὴ μελέτη τῆς Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων. Διήνυσε πολλοὺς χρόνους μὲ σκληροὺς ἀγῶνες, μὲ αἱματηρὴ θυσία τοῦ “ἐγὼ„, κυνηγώντας τὸ οὐσιῶδες: τὴν πνευματική του ὡρίμανση, ὑπηρετώντας τὸν διακαῆ του πόθο νὰ ἀκολουθήσει τὰ ἴχνη τοῦ Χριστοῦ, νὰ Τὸν συναντήσει καὶ νὰ φθάσει στὴν τέλεια ἕνωση μαζί Του.

Ὁ Γέροντας Ἀγαθόνικος εἶχε ἀκόρεστη πνευματικὴ δίψα καὶ ἔνθερμο πόθο νὰ πράττει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καθὼς εἶχε γνωρίσει σὲ βάθος ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ» (Α΄ Ἰω. 4,8) καὶ ὅτι ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία βρίσκεται ἐν Χριστῷ. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἐλευθερία, ἔλεγε: ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Ὄχι μία ἔννοια, ἀλλὰ ἕνα Πρόσωπο: ὁ Χριστός. Εἶχε συνειδητοποιήσει ὅτι ὅσο πιὸ πολὺ ἀγαπᾶς, τόσο πιὸ ἐλεύθερος εἶσαι, γίνεσαι γαλήνιος, εἰρηνικὸς καὶ ἡ ζωή σου γίνεται ἁγία. Ἡ πατρική του ἀγάπη καὶ ἡ παράκληση τῶν ἀνθρώπων ὑπῆρξαν τὰ στοιχεῖα τῆς θεοφιλοῦς διακονίας του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὡς Ποιμενάρχης ἐκεῖ ἔρριχνε τὸ βάρος τῆς ποιμαντικῆς του.

Ἐπέμενε ἀκόμη καὶ διεκήρυσσε τὴν ἀξία τῆς μετάνοιας, τὴν ἀνάγκη νὰ ἔχει ὁ καθένας ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, καθὼς γνώριζε καὶ δίδασκε ὅτι ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀποστασία ἀπὸ τὴν αἰώνια θεία ζωὴ καὶ ὄχι ἁπλῶς μία παράβαση ὁρισμένων ἠθικῶν ἀρχῶν.

Πρόβαλλε τὴν ἀξία τῆς καθαρῆς καρδιᾶς, γιὰ νὰ κατοικήσει ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ γεννηθεῖ ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ μητέρα ὅλων τῶν ἀρετῶν. Εἶχε τὴν πνευματικὴ ἐπίγνωση ὅτι ρίζα κάθε ἁμαρτίας, σπόρος τοῦ θανάτου, εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ πανώλεθρη αὐτὴ δύναμη, ποὺ ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους μακρυὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Ἡ ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος καὶ ἡ πορεία τοῦ Χριστιανοῦ στὴν ταπεινὴ ὁδὸ τῆς ὑπακοῆς στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι προϋποθέσεις γιὰ τὴν πνευματικὴ μεταστροφὴ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν πτώση στὴν ἁγιότητα καὶ τὴ μετάβαση ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Ὁ ἴδιος βδελυσσόταν τὴν ὑπερηφάνεια, ἀγωνιζόμενος μὲ ἔμπονη ὑπομονὴ νὰ γίνει κατ΄ εἰκόνα τοῦ τελείου Ἀνθρώπου, τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν λειτουργοῦσε θυμοῦμαι, τότε ποὺ τὸν πρωτογνώρισα προσωπικὰ ὡς λαϊκός φοιτητής, ἦταν ἱεροπρεπής. Συγκεντρωμένος στὰ τελούμενα. Ἡ φλογερὴ πίστη τοῦ προσέθετε φόβο Θεοῦ. Πρόσεχε μήπως μὲ κάποια ἄστοχη κίνηση προσβάλει τὸν Θεό, ἕναν Θεὸ πανοικτίρμονα, πρᾶο καὶ ταπεινό. Ὁ ἴδιος μαθήτευε στὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ καὶ φρόντιζε συνεχῶς γιὰ τὴν πνευματικὴ του ἀνάβαση. Προέτρεπε τὸ ποίμνιό του σὲ συχνὴ καὶ συνειδητὴ συμμετοχὴ στὴν Τράπεζα τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Μιλοῦσε μὲ πάθος γιὰ τὸν Αἰώνιο Παρόντα, ποὺ κρύβεται ἀλλὰ ἐμφανίζεται, ὅταν νεκρωθεῖ ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ποὺ μὲ τὴ ζωοποιὸ Χάρη Του γίνεται «καινὴ κτίση» (Β’ Κορ. 5, 17).

Δίδασκε ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένοι μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Χριστό, διότι ἔβλεπε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν» (Μάρκ. 12,30) ὡς μιὰ ὀντολογικὴ ἀναγκαιότητα. Ὁ ἴδιος φαίνεται ὅτι τὸ εἶχε κατορθώσει. Γι’ αὐτὸ ἦταν ἄνθρωπος ἄκακος μὲ τρυφερὴ καρδιὰ καὶ πολὺ εὐσπλαχνικός. Ἀγαποῦσε τὸ ποίμνιό του συνολικὰ καὶ τὸν καθένα χωριστά. Γνώριζε τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔβλεπε διαισθητικὰ πίσω ἀπὸ τὴ μάσκα τῆς εὐπρέπειας τὸν πόνο τοῦ ἄλλου. Φύση γενναιόδωρη, φρόντιζε ἀνιδιοτελῶς τοὺς ἐμπερίστατους, δρώντας ἀθόρυβα, γαλήνια καὶ ἀποτελεσματικά. Ἦταν ἁπλὸς καὶ προσηνὴς καὶ δημιουργοῦσε ἄνεση στὸ συνομιλητή του. Συζητοῦσε χωρὶς κενοδοξία καὶ ἀνθρωπαρέσκεια, μὲ εὐγένεια καὶ σεβασμὸ πρὸς τὸν καθένα, μὲ λόγο ἁπλό, ἤρεμο, συνετό.

Προέτρεπε τοὺς πιστοὺς νὰ μὴ ζοῦν ἐγωιστικά, αὐτοδικαιωμένοι,  ἀλλὰ νὰ ζητοῦν ἔνθερμα στὴν προσευχή, νὰ γίνεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή τους, γιατὶ μόνο ἔτσι θὰ ἔχουν ἐλπίδα μετοχῆς στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Ὁ Γέροντας Ἀγαθόνικος ὑπῆρξε γνήσιο τέκνο τῆς Ἐκκλησίας, μὲ πίστη ἀκράδαντη στὴν ἀλήθεια τοῦ δόγματος καὶ τῆς ἱερῆς παράδοσης τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄξιος Ποιμενάρχης. Παρέδωσε στὸ ποίμνιό του, μὲ λόγο καὶ πράξη, τὰ πιὸ βαθιὰ νοήματα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας: Τὴν ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος του ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, τὴν ἀγάπη στὸν συνάνθρωπο καὶ ἰδίως στὸν ἐχθρό, καὶ τὴν κατὰ Χριστὸν ταπείνωση. Κυρίως, ὅμως, μᾶς δίδαξε ὅλους μὲ τὴν προσωπικὴ αὐθεντικὴ ἐσωτερικότητά του.

 Ἂν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὡς βιαία πνοὴ ἦρθε νὰ καθαρίσει τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὁ Γέροντας Ἀγαθόνικος ταπεινώθηκε στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἔζησε τὴν κάθαρση τῆς ὑπάρξεώς του. Ὅσοι τὸν γνώριζαν, στὸ φωτεινό του πρόσωπο ἔβλεπαν τὸ καθαρὸ ἦθος του.

Ἂν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐνεργεῖ μυστικά, ὁ ἀγαθὸς δοῦλος τοῦ Χριστοῦ Ἀγαθόνικος διῆλθε τὴ ζωή του ἀθόρυβα, χωρὶς κομπασμοὺς ἢ ἐπιδείξεις.

Ἂν ἅγιος εἶναι ὅποιος ἀνεβαίνει ἀγόγγυστα στὸν Γολγοθᾶ καὶ στὸν σταυρὸ τῆς δοκιμασίας, ὁ Κύριος θέλησε, ἡ καθαρὴ ψυχὴ τοῦ Γέροντα Ἀγαθονίκου νὰ ριφθεῖ στὸ καμίνι τῆς πολυετοῦς ἀσθένειας, γιὰ νὰ καταστεῖ λαμπρότερη.

Σὲ πολλοὺς θὰ μείνει ζωντανὴ ἡ σκληρὴ εἰκόνα ἑνὸς ἄρρωστου Γέροντα, καθηλωμένου, ἐπὶ πολλὰ χρόνια, στὸ κρεβάτι τῆς ἀσθένειας καὶ τοῦ πόνου. Καὶ ταυτόχρονα ἕνα «γιατὶ» νὰ ἔρχεται συνειρμικὰ στὸ μυαλό.

Κι ἐγὼ πολλὲς φορὲς προσπάθησα νὰ δώσω λογικὴ ἐξὴγηση σ’ αὐτὸ ποὺ συνέβη στὸν Προκάτοχό μου. Τελικά, ἡ εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ κατάκοιτου ἡλικιωμένου Γέροντα μὲ ὁδὴγησε σὲ ἕναν συμβολισμό: ἡ ἠχηρὴ προσευχὴ μιᾶς καθαρῆς καρδιᾶς μέσα στὴ σιωπὴ ἑνὸς ἀδύναμου σώματος.

Προσωπικὰ ἔχω πεισθεῖ ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔζησε ὁ Γέροντας Ἀγαθόνικος, τὰ τελευταῖα αὐτὰ χρόνια τῆς ζωῆς του, δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἀναμονὴ συναντὴσεως τῆς ἁγίας ψυχῆς του μὲ τὸν Νυμφίο Χριστό. Ἡ γαλήνια μορφή του παρέπεμπε στὴν ἀβασίλευτη εἰρήνη τοῦ οὐρανοῦ, στὴν Ἀναστάσιμη ἐμπειρία τοῦ Παραδείσου.

Ἔτσι, λοιπόν, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Δημιουργὸ ὁ ὄντως πνευματικὸς αὐτὸς ἄνθρωπος. Δὲν εἶναι, ἀσφαλῶς, τυχαῖο τὸ γεγονός οὔτε εἶναι χρονολογικὴ σύμπτωση ἡ τέλεση τῆς Ἀναστάσιμης αὐτῆς ἐξόδιας ἀκολουθίας σήμερα, ποὺ ἑορτάζουμε τὴν Ἀπόδοση τοῦ Πάσχα.

Καὶ τώρα τὸ νεκρὸ σῶμα του περιμένει τὴν κοινὴ ἀνάσταση.

Ἡ ἀθάνατη ψυχή του δέχεται τὸν στέφανο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς δικαιοσύνης.

Ἡ μνήμη του αἰώνια !

Ἡ πατρικὴ εὐχή του μαζὶ μας !