Η παραπομπή της Ελλάδας στο ΔΕΕ για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό και οι σχέσεις μας με την Τουρκία

Απόψεις

H συμμετοχή στο ολοκληρωμένο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι είναι γνωστό ότι συμπεριλαμβάνει την εγκόλπωση στις εθνικές έννομες τάξεις της δευτερογενούς ενωσιακής νομοθεσίας. Η κάθε ευρωπαϊκή Οδηγία, γνωστή και ως ντιρεκτίβα διεθνώς, δεσμεύει κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ, το οποίο μέσα στο οριζόμενο κάθε φορά χρονικό πλαίσιο, οφείλει με τον τρόπο και τα μέσα της επιλογής του να ενσωματώσει οπωσδήποτε το ουσιαστικό κανονιστικό περιεχόμενο της Οδηγίας στο δικό του εθνικό Δίκαιο. Με αυτήν την πρακτική, άλλωστε, εναρμονίζονται οι νομοθεσίες των κρατών της ΕΕ και αποκτά και διατηρεί σαφές και συγκεκριμένο λειτουργικό πλαίσιο η ενιαία Αγορά, δηλαδή ο τελολογικός σκοπός της Ένωσης.

Υπό αυτήν την έννοια, με βάση την Οδηγία 89/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί θεσπίσεως πλαισίου για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, η Ελλάδα όφειλε να παρουσιάσει μέχρι την 31-3-2021 τον δικό της επί του αντικειμένου σχεδιασμό. Η Ελλάδα, ωστόσο, παρέμεινε βουβή και άπραγη και έτσι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία επί παραβάσει, έτσι όπως αυτή έχει θεσμοθετηθεί στο άρθρο 258 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Μετά την προειδοποιητική επιστολή που εστάλη στη χώρα τον Δεκέμβριο του 2021 και την αιτιολογημένη γνώμη τον Απρίλιο του 2023, δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν ανταποκρίθηκε, η Κομισιόν παρέπεμψε τη χώρα μας στο Δικαστήριο της Ένωσης (ΔΕΕ).

Η παραπάνω Οδηγία καθορίζει την κοινή προσέγγιση για τα κράτη-μέλη της ΕΕ όσον αφορά τον σχεδιασμό των θαλάσσιων περιοχών τους. Κύριος σκοπός του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού είναι να προωθήσει τη βιώσιμη ανάπτυξη και να καθορίσει την αξιοποίηση του θαλάσσιου χώρου των κρατών-μελών για διαφορετικές χρήσεις καθώς και να διαχειρισθεί τις χρήσεις και συγκρούσεις των χρήσεων στις θαλάσσιες περιοχές.

Επειδή, λοιπόν, ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός αποσκοπεί στην οργάνωση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στις θαλάσσιες περιοχές, όπως η εγκατάσταση παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, η αναζήτηση και εκμετάλλευση πετρελαίου και φυσικού αερίου, η ρύθμιση των θαλασσίων μεταφορών και της αλιείας, η διατήρηση των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας, η εξόρυξη πρώτων υλών και ο τουρισμός, η βαρύτητα που αποδίδει σε αυτόν η ΕΕ είναι εξαιρετική καθώς μέσω αυτού, σύμφωνα και με τη Στρατηγική ‘‘Ευρώπη 2020’’, προωθείται ο θεμελιακός ενωσιακός στόχος της βιώσιμης ανάπτυξης των θαλάσσιων οικονομιών, της βιώσιμης ανάπτυξης των θαλάσσιων περιοχών και της βιώσιμης χρήσης των θαλάσσιων πόρων και, συνεπαγωγικά, παγιώνεται η ανάπτυξη της πανευρωπαϊκής κυριαρχικής ‘‘γαλάζιας οικονομίας’’, δηλαδή ένα από τα κομβικά στρατηγικά προτάγματα της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (European Green Deal).

Έτσι, δεδομένου ότι ως «θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός» νοείται η διαδικασία με την οποία οι αρχές του οικείου κράτους-μέλους αναλύουν και οργανώνουν τις ανθρώπινες δραστηριότητες στις θαλάσσιες περιοχές για την επίτευξη οικολογικών, οικονομικών και κοινωνικών στόχων (άρ. 3§2 της Οδηγίας),  τα κράτη-μέλη της ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τις αλληλεπιδράσεις ξηράς-θάλασσας και τον εν προκειμένω ισχύοντα πλήρως κανόνα της ενισχυμένης διασυνοριακής συνεργασίας, στηριζόμενα κατά το γράμμα της ενωσιακής νομοθεσίας στις οικείες διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), στην ουσία ‘‘χωροθετούν’’ στον θαλάσσιο καμβά επί του οποίου αξιώνουν την άσκηση και την απτή εφαρμογή των δικαιωμάτων τους τις ανθρωπογενείς, ενεργειακές, αναπτυξιακές και περιβαλλοντικές τους προτεραιότητες, τους σχεδιασμούς τους που αναγνωρίζουν και αντιμετωπίζουν και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

Ειδικά για την Ελλάδα, η θέσπιση και υλοποίηση του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, πέραν από την εκπλήρωση δεσμευτικής διεθνούς νομικής υποχρέωσής της, ενέχει τεράστια γεωπολιτική σημασία. Εξηγώ, λοιπόν, για να καταστεί αντιληπτό σε όλους: Τα κράτη-μέλη στα θαλάσσια χωροταξικά σχέδιά τους που καταρτίζουν βάσει της Οδηγίας και υποβάλλουν στην ΕΕ, είναι ad hoc αναγκασμένα να προσδιορίζουν τη χωροχρονική κατανομή των σχετικών τρεχουσών και μελλοντικών δραστηριοτήτων και χρήσεων στα θαλάσσια ύδατά τους. Τέτοιες δραστηριότητες και χρήσεις είναι ο προσδιορισμός των περιοχών υδατοκαλλιέργειας και αλιείας, η θαλάσσια χωροθέτηση των εγκαταστάσεων και υποδομών για την έρευνα, την εκμετάλλευση και την εξόρυξη πετρελαίου, φυσικού αερίου και άλλων ενεργειακών πόρων, ορυκτών και αδρανών υλικών, καθώς και για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, η χάραξη των ‘‘οδών’’ θαλάσσιας μεταφοράς και των κυκλοφοριακών ροών, ο καθορισμός των θαλάσσιων περιοχών διεξαγωγής στρατιωτικών ασκήσεων, η αναφορά και ο εντοπισμός των τόπων προστασίας της φύσης και των ειδών και των προστατευόμενων περιοχών, η οριοθέτηση των περιοχών εξόρυξης πρώτων υλών και διεκπεραίωσης της επιστημονικής έρευνας, η χαρτογράφηση των διαδρομών των υποβρύχιων καλωδίων και αγωγών και ο προσδιορισμός των ζωνών του τουρισμού και των περιοχών που αποτελούν την υποθαλάσσια πολιτιστική κληρονομιά.

Με βάση το γράμμα της Οδηγίας, ως «θαλάσσια περιοχή» νοείται η θαλάσσια περιοχή που αναφέρεται στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2008/56/ΕΚ (άρ. 3§3) και ως «θαλάσσια ύδατα» νοούνται τα ύδατα, ο θαλάσσιος βυθός και το υπέδαφος, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 1) στοιχείο α) της Οδηγίας 2008/56/ΕΚ (άρ. 3§4), ως δε «παράκτια ύδατα» νοούνται τα ύδατα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 7) της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, καθώς και ο βυθός και το υπέδαφός τους.

Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 3 της  οδηγίας 2008/56/ΕΚ  ως «θαλάσσια ύδατα» νοούνται: α) τα ύδατα, ο θαλάσσιος βυθός και το υπέδαφος στη θαλάσσια πλευρά της γραμμής βάσης από την οποία υπολογίζονται τα χωρικά ύδατα, έως τα όρια της περιοχής όπου ένα κράτος μέλος έχει ή/και ασκεί δικαιώματα βάσει δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, στα δε παράκτια ύδατα, όπως καθορίζονται από την οδηγία 2000/60/ΕΚ, συμπεριλαμβάνονται ο πυθμένας και το υπέδαφός του, στον βαθμό που ιδιαίτερες πτυχές της περιβαλλοντικής κατάστασης του θαλάσσιου περιβάλλοντος δεν έχουν ήδη ρυθμισθεί από την εν λόγω οδηγία ή από άλλο κοινοτικό νομοθέτημα. Εν τέλει, ως «θαλάσσια περιοχή» νοείται μια θαλάσσια περιοχή σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 4.

Περαιτέρω, τα κράτη-μέλη, κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εκ της Οδηγίας 2008/56/ΕΚ (άρθρο 4), λαμβάνουν δεόντως υπόψη ότι τα θαλάσσια ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία τους αποτελούν συστατικό στοιχείο των κάτωθι θαλάσσιων περιοχών: α) της Βαλτικής Θάλασσας· β) του Βορειοανατολικού Ατλαντικού Ωκεανού· γ) της Μεσογείου Θάλασσας· δ) της Μαύρης θάλασσας. Τα δε κράτη-μέλη δύνανται να εφαρμόζουν την άνω Οδηγία σε θαλάσσιες υποδιαιρέσεις που ειδικά για τη Μεσόγειο Θάλασσα είναι: i) η Δυτική Μεσόγειος, ii) Η Αδριατική, iii) Το Ιόνιο Πέλαγος και η Κεντρική Μεσόγειος και iv) Το Αιγαίο Πέλαγος και η Ανατολική Μεσόγειος (άρ. 4§2 της Οδηγίας 2008/56/ΕΚ).

Από τη συνδυαστική, συστηματική ερμηνεία (ακόμη και μόνο) της γραμματικής διατύπωσης των άνω διατάξεων, επομένως, προκύπτει το κατανοητό στον κοινό νου συμπέρασμα ότι από το 2014 και μετά η Ελλάδα, όπως και κάθε κράτος-μέλος, καλούνταν από την ΕΕ και ήταν νομικώς υποχρεωμένη, αλλά παράλληλα είχε (και) τη σημαίνουσα ευκαιρία, κατά τον σχεδιασμό του δικού της θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, να προσδιορίσει, συγκεκριμενοποιήσει, αποτυπώσει και δηλώσει διεθνώς ποια είναι τα χωρικά της ύδατα και η συνορεύουσα ζώνη της στη Μεσόγειο και ειδικότερα στο Ιόνιο Πέλαγος, το Αιγαίο Πέλαγος και την Ανατολική Μεσόγειο αλλά και ποια ακριβώς επί χάρτου είναι τα θαλάσσια ύδατα που ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα, ήτοι επί της ουσίας στις άνω θαλάσσιες περιοχές (Ιόνιο, Αιγαίο και Ανατ. Μεσόγειος) ποια είναι η υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ της.

Ως γνωστόν, η Ελλάδα με τον Ν. 4767/2021 καθόρισε το εύρος των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ. μόνο στο Ιόνιο Πέλαγος και μέχρι το ακρωτήριο Ταίναρο της Πελοποννήσου, ενώ από τον Αύγουστο του 2020 έχουν κυρωθεί από τη Βουλή οι συμφωνίες συγκαθορισμού των θαλάσσιων ζωνών της με την Ιταλία και την Αίγυπτο (Ν. 4716/2020 και 4717/2020 αντίστοιχα).

Παρά ταύτα, η μη υποβολή του καθολικού, του ολιστικά συμπεριληπτικού, θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού της στην ΕΕ δεν συνιστά απλώς και μόνο παραβίαση της κείμενης ευρωπαϊκής νομοθεσίας αλλά και υποδήλωση, σε δημόσιο διεθνές επίπεδο, της ατολμίας και βραδυπορίας της και ταυτόχρονα χαρακτηριστικό έλλειμμα γεωπολιτικού οραματισμού.

 Μπορεί βέβαια να υφίσταται ήδη από το 1995 το περιβόητο ‘‘casus belli’’ από την πλευρά των Τούρκων στο ενδεχόμενο επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στο Αιγαίο στο απώτατο δυνητικό όριο της UNCLOS, δηλαδή στα 12 ν.μ., αλλά αυτό το γεγονός δεν θα έπρεπε να εμποδίζει την διακηρύττουσα πανταχόθι Ελλάδα ότι σκοπεύει να εφαρμόσει το διεθνές δίκαιο, να προετοιμαστεί, να οργανώσει και να εμφανίσει, τουλάχιστον επί χάρτου, τις, κατά τη δική της έστω αντίληψη, θαλάσσιες ζώνες της επί των οποίων ασκεί εθνική κυριαρχία ή έχει ή διεκδικεί κυριαρχικά δικαιώματα, όπως προτάσσει και το ευρωπαϊκό Δίκαιο εξάλλου.

Αλλά σε μια χώρα όπου γίνονται δηλώσεις από νυν Βουλευτή και πρώην υφυπουργό της κυβέρνησης περί της ‘‘παρωχημένης’’ Συνθήκης της Λωζάνης (ίδετε για τον κ. Άγγελο Συρίγο, https://www.newsit.gr/politikh/syrigos-nees-diloseis-gia-ti-synthiki-tis-lozanis-paroximeno-to-97/3945604/), θα μπορούσε κάποιος να περιμένει ή να ελπίζει σε κάτι καλύτερο; Προσωπικά, μάλιστα, ο συνδυασμός στο μυαλό μου της παραπάνω στάσης της Ελλάδας σχετικά με τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό της (από τη μια) και της παντελώς ‘‘φρέσκιας’’ δήλωσης του τέως υφυπουργού (από την άλλη), έφερε στη μνήμη μου τα λόγια του αείμνηστου και σπουδαιότατου πολιτικού επιστήμονα Παναγιώτη Κονδύλη (ίδετε Θεωρία Πολέμου, Επίμετρο, Ελληνοτουρκικές σχέσεις):

 ‘‘Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα, δηλαδή δικαιώματα των οποίων η κυρίαρχη άσκηση εξαρτάται από τη βούληση και τις αντιδράσεις τρίτων ενώ παράλληλα η στάση της γίνεται όλο και περισσότερο παθητική ή αντιφατική. Η διακήρυξη «δεν παραχωρούμε τίποτε» δεν έχει έμπρακτο αντίκρυσμα όταν η χώρα εκλιπαρεί σε κρίσιμες χώρες τις μεσολαβητικές προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών ξέροντας εκ των προτέρων ότι αυτές θα πληρωθούν με παραχωρήσεις…, αποδεικνύοντας έτσι άθελά της πόσο είναι πιθανόν να μετατραπεί σε δορυφόρο της Τουρκίας ακριβώς μέσω του «ευρωπαϊκού δρόμου» και της επιρροής των «Ευρωπαίων εταίρων». Τέτοιες ενέργειες δεν είναι απλώς εσφαλμένοι ή απλώς συζητήσιμοι χειρισμοί. Συνιστούν τα εύγλωττα επιφαινόμενα μιας βαθύτερης ιστορικής κόπωσης, μιας προϊούσας ηδονικής παράλυσης. Στον βαθμό όπου η Ελλάδα θα καταστεί ανεπαίσθητα γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμη ηδονικότερη, εφ’ όσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονισμένος Βαλκάνιος, και επίσης με δάνεια και δώρα για να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός. Απ’ αυτές τις συνθήκες, ό,τι στην πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίζουν να το ονομάζουν «πολιτισμένη συμπεριφορά», «υπέρβαση του εθνικισμού» και «εξευρωπαϊσμό». Πράγματι, το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση, και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού, η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια’’.   Καλή, λοιπόν, στο επίπεδο της διμερούς διπλωματίας, η πρόσφατη Κοινή Διακήρυξη Φιλίας με την Τουρκία (άσχετα αν για αυτήν γράφτηκαν πολλά και άλλα τόσα υπονοήθηκαν) αλλά αν η Ελλάδα θέλει να λογίζεται ως ένας στιβαρός και καθοριστικός διεθνής παράγων και εταίρος στο Δυτικό δομικό στρατηγικό ολοκλήρωμα, και όχι υποψήφιος προς δορυφοροποίηση γείτονας των Τούρκων, οφείλει να αφήσει κατά μέρος την όποια φοβική ενδοτικότητα που καταλήγει σε εθνική ομφαλοσκόπηση. Όπως, λοιπόν, οι Τούρκοι διακήρυξαν μεν στις 7-12-2023 την… αρραγή και σταθερή φιλία τους μαζί μας, χωρίς όμως να κάνουν σπιθαμή πίσω αναφορικά με το γεωπολιτικό δόγμα της ‘‘Γαλάζιας Πατρίδας’’, έτσι κι εμείς, οι ‘‘διακεκηρυγμένοι’’ φίλοι τους, δεν έχουμε σε τίποτε να διστάσουμε ως προς τον δικό μας θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, στον σχεδιασμό δηλαδή που στο κάτω-κάτωθα είναι η χωροθετική προβολή και η γεωγραφική συγκεκριμενοποίηση της εθνικής αντίληψης όχι μόνο για τα θαλάσσια σύνορά μας αλλά και για τη… ‘‘θαλάσσια Ελληνόσφαιρα’’.Σε τελική ανάλυση, δεν πρέπει να ξεχνούμε κι εμείς αλλά και κανένας άλλος ότι τα δικά μας θαλάσσια σύνορα είναι πρακτικά τα θαλάσσια σύνορα της ίδιας της ΕΕ και συνεπώς ο καθορισμός τους έλκει (ή τουλάχιστον οφείλει να έλκει) το καθολικό ευρωπαϊκό ενδιαφέρον. Δεν νοείται, λοιπόν, χρονοτριβή, ούτε, πολύ περισσότερο, μελλοντική καταδίκη μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Άλλωστε, ήδη από το 2011, με τον λεγόμενο ‘‘Νόμο Μανιάτη’’ (Ν. 4001/2011), υφίσταται στη ‘‘φαρέτρα’’ μας η απαραίτητη για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό μας νομική και τεχνοκρατική ‘‘εργαλειοθήκη’’.Ας θυμηθούμε, κατά συνέπεια, ότι ήδη έχει οριστεί στην εθνική μας νομοθεσία ότι: ‘‘Ως “υποθαλάσσιες περιοχές” νοούνται ο βυθός και το υπέδαφος των εσωτερικών υδάτων, της αιγιαλίτιδας ζώνης, της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (αφ’ ης κηρυχθεί) μέχρι την απόσταση των 200 ν.μ. από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης’’. Όπως, επίσης, ότι έχει προβλεφθεί πως: ‘‘Ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης με γειτονικά κράτη των οποίων οι ακτές είναι παρακείμενες ή αντικείμενες με τις ελληνικές ακτές, το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (αφ’ ης κηρυχθεί) είναι η μέση γραμμή, κάθε σημείο της οποίας απέχει ίση απόσταση από τα εγγύτερα σημεία των γραμμών βάσης (τόσο ηπειρωτικών όσο και νησιωτικών) από τις οποίες μετράται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης.’’ Αν είναι να ζήσει η Ελλάς, λοιπόν, ας ζήσει τολμούσα και περήφανη. Ή μήπως διαφωνείτε….;

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

 Relations and the political science