H εφαρμογή της ευρωπαϊκής συμβάσης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Μπέλερη και οι ελληνοαλβανικές σχέσεις

Απόψεις

Ο εκλεγμένος Δήμαρχος Χειμάρρας, Φρέντι Μπελέρης, κρατείται από τον Μάϊο στις αλβανικές φυλακές με την κατηγορία ότι κατά την ημέρα των εκλογών δωροδόκησε 14 ψηφοφόρους προκειμένου να τον ψηφίσουν. Η υπόθεση από τότε απασχόλησε τα διεθνή μέσα και έχει ενταχθεί, αυτονοήτως, στην ατζέντα των ελληνοαλβανικών σχέσεων ως εστία τριβής ανάμεσα στις δύο χώρες.

Η διεθνής κριτική έως και κατακραυγή για τη συμπεριφορά των αλβανικών αρχών στο, πρώτα από όλα, συγκεκριμένο μέλος της ελληνικής μειονότητας στη γειτονική χώρα, εστιάζει στην εκ της αλβανικής πλευράς περιφρόνηση του κράτους δικαίου και στην παραβίαση διατάξεων που σχετίζονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Πώς έχουν τα πράγματα, λοιπόν; Είναι βάσιμη η κριτική και, αν είναι, είναι ορθή η αντίδραση της Ελλάδας;

Καταρχάς, το άρθρο 3 του 1ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει την ελεύθερη διενέργεια των εκλογών στα συμβαλλόμενα μέρη, ένα εκ των οποίων είναι και η Αλβανία φυσικά, κατά τις οποίες εκλογές πρέπει να είναι εγγυημένη η σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία δημοκρατική έκφραση του λαού.

To Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει μάλιστα τονίσει (case of Mugemangango v. Belgium, 2020, https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-203885%22]}) ότι ένα απλό ή μεμονωμένο λάθος, μια αντικανονικότητα ή μια παράβαση στην εκλογική διαδικασία δεν συνεπάγονται per se (εξ’ ορισμού) αδικία, παρανομία ή συνολική αντικανονικότητα των εκλογών, εφόσον, όμως, οι εκλογές διεξήχθησαν υπό την πρυτάνευση των γενικών αρχών της ισότητας, της διαφάνειας, της αμεροληψίας και της ανεξαρτησίας και εφόσον οι αρχές αυτές δεν παραμερίστηκαν ή αγνοήθηκαν. Η έννοια των ελεύθερων εκλογών θα ετίθετο σε κίνδυνο μόνο στην περίπτωση που υπήρχε αποδεικτικό υλικό για την τέλεση διαδικαστικών παραβάσεων και δη τέτοιας φύσης και έκτασης που θα επέφεραν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση ή και αλλοίωση της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης του λαού και επίσης στην περίπτωση που τέτοιοι ισχυρισμοί (για νόθευση της λαϊκής θέλησης) δεν εξετάστηκαν από τα αρμόδια όργανα σε εγχώριο επίπεδο.

Το εύρος της διακριτικής ευχέρειας των εθνικών αρχών είναι αυτονοήτως μεγάλο σε τέτοιες περιστάσεις, δεδομένης της ποικιλίας στις εκλογικές κουλτούρες σε όλη την Ευρώπη και των διαφορετικών εκλογικών συστημάτων των κρατών της. Ωστόσο, κατά την ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του κάθε  κράτους, θα πρέπει να καθίσταται απολύτως σεβαστή η θεμελιώδης αρχή του άρθρου 3 του πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περί της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης του λαού στην επιλογή των προσώπων που θα τον εκπροσωπήσουν και δη μέσω της πληρότητας και ακεραιότητας της εκλογικής διαδικασίας, το αποτέλεσμα της οποίας οφείλεται να είναι παράγωγο του καθολικού δικαιώματος ψήφου ( Mathieu-Mohin and Clerfayt, cited above, § 54; Podkolzina, cited above, § 33; Tănase v. Moldova [GC], no. 7/08, § 157, ECHR 2010; and Cernea v. Romania, no. 43609/10, § 40, 27 February 2018).

Το ΕΔΔΑ, πάντως, υπό το άρ. 3 του πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεν υποχρεούται να ασχοληθεί με κάθε παράβαση της εγχώριας εκλογικής νομοθεσίας. Το κράτος πρέπει να έχει εξασφαλίσει συνθήκες ελεύθερων και δημοκρατικών εκλογών ώστε να εκφραστούν επαρκώς τα ατομικά εκλογικά δικαιώματα. Υπό αυτό σκεπτικό, το ΕΔΔΑ έχει τονίσει ότι σε περιπτώσεις που υφίσταται μια ισχυριζόμενη παράβαση της εκλογικής νομοθεσίας, υπό το αρ. 3 του πρώτου Πρωτοκόλλου, το Δικαστήριο κρίνει αν αυτή η παράβαση έλαβε χώρα και αν είχε επιζήμιο αποτέλεσμα στην τέλεση ελεύθερων και δίκαιων εκλογών. Το ΕΔΔΑ ερευνά αν μια τέτοια κρίση έχει παραχθεί από δικαιοδοτικό όργανο της εγχώριας έννομης τάξης. Αν όντως έχει αποφανθεί δικαστήριο της χώρας (όπου έγινε η παράβαση), τότε το ΕΔΔΑ αυτοπεριορίζεται στο να κρίνει περί του αν η απόφαση του εθνικού δικαστηρίου ήταν αυθαίρετη ή όχι (mutatis mutandis, I.Z. v. Greece, cited above, and Babenko v. Ukraine (dec.), no. 43476/98, 4 May 1999).

Περαιτέρω, το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ατομική ελευθερία και ασφάλεια. Κανείς δεν στερείται την ελευθερία του, εκτός αν η σύλληψη και η κράτησή του είναι νόμιμη. Η κράτησή του έχει το νόημα της εξασφάλισης του γεγονότος ότι αυτό το πρόσωπο θα εμφανιστεί ενώπιον της Δικαιοσύνης για να δικαστεί για ό,τι κατηγορείται και της παρεμπόδισής του, αν κρίνεται έτσι, από την τέλεση νέων αδικημάτων. Αν κρατηθεί ένα πρόσωπο για τους παραπάνω λόγους, θα πρέπει απαραιτήτως σε εύλογο χρόνο να οδηγηθεί ενώπιον της τακτικής Δικαιοσύνης.

To ΕΔΔΑ έχει θεσπίσει, λοιπόν, νομικές εγγυήσεις κατά της αυθαίρετης συμπεριφοράς των αρμόδιων κρατικών αρχών σχετικά με την κράτηση ενός πολίτη (safeguards against arbitrariness), εγγυήσεις που έχουν να κάνουν με τις προϋποθέσεις της κράτησης, τη διαδικασία, τη διάρκεια και την επέκτασή της καθώς και με το δικαιωματικό ‘‘οπλοστάσιο’’ του κρατούμενου να την ανατρέψει (J.N. v. the United Kingdom, 2016, § 77). Μάλιστα, η συμπεριφορά των αρμοδίων αρχών ακόμη κι αν είναι τυπολογικά ‘‘νόμιμη’’ απέναντι στον κρατούμενο με βάση την εθνική νομοθεσία, μπορεί να κριθεί από το ΕΔΔΑ ‘‘αυθαίρετη’’ σύμφωνα με την ΕΣΔΑ (Creangă v. Romania, 2012, § 84; A. and Others v. the United Kingdom [GC], 2009, § 164).

Ειδικότερα, αυθαίρετη και αντίθετη με την ΕΣΔΑ συμπεριφορά μπορεί να επιδείξει ένα κράτος απέναντι στον κρατούμενο όταν η στέρηση της ελευθερίας του δεν σχετίζεται ουσιωδώς με τους λόγους κράτησής του και με τους σκοπούς που εξυπηρετούνται με βάση την υφιστάμενη εθνική νομοθεσία. Έτσι, ακόμη και μια κράτηση που στην αρχή θεωρείται σύννομη, με βάση την εθνική νομοθεσία, μπορεί να μετατραπεί σε παράνομη, αν στη διάρκειά της εκλείψει το νομικό της υπόβαθρο  H.W. v. Germany, 2013, § 102; M. v. Germany, 2009, § 88, W.A. v. Switzerland, 2021, §§ 39-45). Επί τούτου, εφόσον εξυπηρετηθεί ο σκοπός του νόμου, από το σημείο που παύει αυτός να υφίσταται, η κράτηση του προσώπου είναι νομικά αδικαιολόγητη και αυθαίρετη (Vasileva v. Denmark, 2003, § 36; S., V. and A. v. Denmark [GC], 2018, §§ 80-81).

Πάνω από όλα όμως, η κράτηση ενός ατόμου πρέπει να είναι μέτρο αναλογικό, καθώς η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας είναι αδιαπραγμάτευτη για το ΕΔΔΑ (Gatt v. Malta, 2010, § 40). Η εθνική Δικαιοσύνη οφείλει να εξετάζει την εφαρμογή ηπιότερων μέτρων για τον φερόμενο δράστη μιας άδικης πράξης, όπως η καταβολή εγγύησης πριν την τέλεση της κύριας δίκης. Η κράτηση, ως περιοριστικό μέτρο κατά την ποινική προδικασία, δικαιολογείται μόνο αν υπάρχει κίνδυνος να μην εμφανιστεί ο κατηγορούμενος στην (κύρια) δίκη, αν στο διάστημα μέχρι την δίκη του κρίνεται διαρκώς και αδιάκοπα ύποπτος και ικανός να αλλοιώσει ή καταστρέψει σε βάρος του στοιχεία, αν κρίνεται επικίνδυνος για την τέλεση νέων αδικημάτων και αν είναι επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια (Buzadji v. the Republic of Moldova [GC], 2016, § 88; Tiron v. Romania, 2009, § 37; Smirnova v. Russia, 2003, § 59; Piruzyan v. Armenia, 2012, § 94).

Η κράτηση ενός προσώπου, λοιπόν, δεν συνεχίζει για κανέναν άλλον λόγο, αν αρχικά είχε διαταχθεί, εκτός αν υπάρχει γενικότερος λόγος δημοσίου συμφέροντος. Πάντως, ο προσωρινά κρατούμενος (ο προφυλακισθείς) πρέπει να οδηγηθεί το συντομότερο δυνατόν (‘‘promptly’’ τονίζει συνεχώς το ΕΔΔΑ) ενώπιον της τακτικής Δικαιοσύνης, διαφορετικά η κράτησή του αντίκειται στην ΕΣΔΑ (Ilnseher v. Germany [GC], 2018, § 251; Khlaifia and Others v. Italy [GC], 2016, § 131).

Όσον δε αφορά το προδικαστικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας, το ΕΔΔΑ κρίνει, επίσης, σχετικά και με το αν η στάση του επιλαμβανόμενου εθνικού δικαστή, δηλ. της αρμόδιας εθνικής προανακρατικής Αρχής, αλλοιώνει και χειροτερεύει πρακτικά και νομικά τη θέση του κατηγορούμενου ενόψει της κύριας δίκης, δηλ. αν προδικάζεται εξαρχής το τι θα επακολουθήσει στην κύρια διαδικασία εναντίον του κατηγορουμένου, όταν αυτή (τελικά) θα λάβει χώρα (Alexandru-Radu Luca v. Romania § 63).

Όλα τα παραπάνω συνεπικουρούνται από το άρ. 6 της ΕΣΔΑ και συνερμηνεύονται ασφαλώς με αυτό. Με βάση την πρώτη παράγραφό του, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί δίκαια η υπόθεσή του, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο (αρχή της δίκαιης δίκης) ενώ με βάση τη δεύτερη παράγραφο μέχρι της αποδείξεως του αντιθέτου, από την έναρξη της εις βάρος του διαδικασίας τεκμαίρεται ως αθώο (τεκμήριο της αθωότητας).

Και βέβαια το ΕΔΔΑ έχει δεόντως υπογραμμίσει (case of Orlovskaya Iskra v. Russia) ότι υφίσταται πραγματική αλληλεξάρτηση μεταξύ του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης του προσώπου, όπως αυτό αποτυπώνεται στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, με τη διενέργεια ελεύθερων εκλογών και τον σεβασμό των αποτελεσμάτων των εκλογών, όπως οι ελεύθερες εκλογές κατοχυρώνονται στο άρ. 3 του πρώτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Από την άλλη πλευρά, στη μείζονα σκέψη ενός δίκαιου κριτή της υπόθεσης Μπελέρη πρέπει να συμπεριληφθεί απαραιτήτως και η σχετική επί του θέματος εθνική νομοθεσία, ήτοι η αλβανική, και κυρίως οι κρίσιμες διατάξεις του αλβανικού εκλογικού κώδικα (Αλ.Εκ.Κωδ) και του αλβανικού κώδικα ποινικής δικονομίας (Αλ.Κωδ.Ποιν.Δικον.).

Με βάση τον αλβανικό εκλογικό κώδικα, λοιπόν, τα τελικά αποτελέσματα της ψηφοφορίας ανακοινώνονται από την αρμόδια Επιτροπή της οικείας εκλογικής περιφέρειας το αργότερο μέχρι την 10η μ.μ. της επομένης των εκλογών και αποστέλλονται στην κεντρική εκλογική Επιτροπή η οποία τα εγκρίνει το πολύ μέσα σε ένα 48ωρο από την παραλαβή τους (αρ. 122, 123 Αλ.Εκ.Κωδ.). Αν τυχόν υπάρχουν αντιρρήσεις ή ενστάσεις σχετικά με το αποτέλεσμα των εκλογών, η κεντρική Εκλογική Επιτροπή αποφασίζει για αυτές σε χρονικό περιθώριο έως και 10 ημερών (άρ. 143 Αλ.Εκ.Κωδ.). Στην απόφαση της κεντρικής εκλογικής Επιτροπής μπορεί να ασκηθεί έφεση αλλά σε κάθε περίπτωση η άνω Επιτροπή μέσα σε τρεις μέρες από τη λήξη της εφετειακής διαδικασίας πρέπει να αποφασίσει για το πού και σε ποιούς κατανέμονται τελικά οι εκλογικές έδρες (άρ. 162 Αλ.Εκ.Κωδ.).

Eν τέλει, σύμφωνα με τον Αλ.Κωδ.Ποιν.Δικον., η προφυλάκιση ενός προσώπου, δηλαδή η κράτησή του πριν την κύρια δίκη, επιτρέπεται μόνο όταν τα ‘‘υπόλοιπα διαθέσιμα’’ μέτρα κρίνονται, για τον συγκεκριμένο κρατούμενο, ακατάλληλα και ανεπαρκή (άρ. 230 Αλ.Κωδ.Ποιν.Δικον.), τα δε ‘‘υπόλοιπα διαθέσιμα μέτρα’’ είναι η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, η εμφάνιση σε αστυνομικό τμήμα, η διαμονή σε συγκεκριμένο τόπο, η εγγύηση, ο κατ’ οίκον περιορισμός και η νοσηλεία σε αρμόδιο ίδρυμα (άρ. 232 Αλ.Κωδ.Ποιν.Δικον.). Κάθε δε προδικαστικό μέτρο κατά του προφυλακισμένου προσώπου αίρεται άμεσα μόλις εκλείψει ο σκοπός του (άρ. 260 Αλ.Κωδ.Ποιν.Δικον.).

Εν προκειμένω, λοιπόν, εκφραζόμενος ελεύθερα και ασκώντας καθολικά το δικαίωμα του εκλέγειν, ο λαός της Χειμάρρας εξέλεξε τον Μπελέρη ως Δήμαρχό του. Η έννοια των ελεύθερων εκλογών, συνεπώς, όπως την ορίζει και απαιτεί το άρ. 3 του πρώτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεν απαλείφεται, ούτε καν μπορεί να αμφισβητηθεί έστω κι αν οι αλβανικές αρχές διατείνονται ότι με… 300 ευρώ ο Μπελέρης ‘‘εξαγόρασε’’ τη θέληση και την ψήφο λίγων, συγκεκριμένων ανθρώπων.

Η από τον Μάϊο και μέχρι σήμερα προφυλάκισή του είναι πέρα ως πέρα αντικείμενη στην ΕΣΔΑ. Ο Μπελέρης, όπως σχετικώς προβλέπουν και οι διατάξεις του Αλ.Κωδ.Ποιν.Δικον., δεν είναι ύποπτος φυγής (αντιθέτως ο Δήμαρχος της Χειμάρρας είναι) και οι εκλογές έχουν… τελειώσει εδώ και 4 μήνες, οπότε αποκλείεται να κρίνεται ‘‘επικίνδυνος’’ (από τις αλβανικές αρχές) για νέες ‘‘δωροδοκίες’’ και άρα έτσι να δικαιολογείται η συνεχιζόμενη κράτησή του. Απέχει δε και από κάθε …αρρωστημένη φαντασία η υπόνοια ότι θα μπορούσε να θεωρείται κίνδυνος για τη δημόσια τάξη στην Αλβανία ή ότι δήθεν η κράτησή του (μέχρι την κύρια δίκη του που ακόμη δεν ορίστηκε!) ‘‘εξυπηρετεί’’ κάποιον λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος.

Αντιστρόφως, όπως με απόλυτη ενάργεια προκύπτει και από τον Αλ.Εκ.Κωδ., όλες οι προθεσμίες για την ανακήρυξή του, ως Δημάρχου της Χειμάρρας, έχουν προ πολλού παρέλθει και κατά συνέπεια σήμερα έπρεπε να ασκεί τα καθήκοντά του από τα οποία θα μπορούσε να καθαιρεθεί μόνο με απόφαση της αλβανικής τακτικής Δικαιοσύνης. Έχοντας δε το τεκμήριο της αθωότητας υπέρ του, κάθε καθυστέρηση στην πραγματοποίηση της κύριας δίκης, που συνεπαγωγικά επαυξάνει αβάσιμα και προκλητικά τον χρόνο της προφυλάκισής του, είναι στην ουσία φαλκίδευση της οικουμενικής δικονομικής αρχής της ‘‘δίκαιης δίκης’’ (fair trial).  

Συμπερασματικά, η συμπεριφορά της επίσημης Αλβανίας απέναντι στον Μπελέρη, μέλος της ελληνικής, εθνικής μειονότητας της χώρας αυτής, συνιστά άμεση και ευρεία παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρ. 3 του 1ου Πρωτοκόλλου, άρ. 5, 6 και 10 της ΕΣΔΑ) και κραυγαλέα περιφρόνηση του ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικού πολιτισμού.

Κατόπιν των παραπάνω, επομένως, είναι εξόφθαλμα δικαιολογημένη η προσφυγή του Μπελέρη στο ΕΔΔΑ και, αντιστοίχως, ορθή η μέχρι τούδε έντονη αντίδραση της ελληνικής πλευράς, όσο κι αν η συγκεκριμένη υπόθεση θα μπορούσε να θεωρηθεί ‘‘interna causa’’ (εσωτερικό ζήτημα) της Αλβανίας. Στις 16 Οκτωβρίου, λοιπόν, που ο Έλληνας Πρωθυπουργός θα βρεθεί, ούτως ή άλλως, στα Τίρανα για τη συνδιάσκεψη των βαλκανικών κρατών, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας ‘‘Berlin Prozess’’, η ένταση αυτής της αντίδρασής μας θα πρέπει να γίνει ιδιαιτέρως αισθητή στον κ. Ράμα. Στην Αλβανία πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, εφόσον είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, θα πρέπει αναγκαστικά να σέβεται και να εφαρμόζει την ΕΣΔΑ, όπως επίσης ότι μόνο όταν de facto θα πληροί τα λεγόμενα ‘‘κριτήρια της Κοπεγχάγης’’, ανάμεσα στα οποία ασφαλώς είναι η λειτουργία του κράτους δικαίου και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θα μπορεί να γίνει και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. ‘‘Χλιαρότητες’’ και ‘‘τετριμμένες διπλωματικές δηλώσεις’’ εκ μέρους μας το μόνο που θα έχουν να δείξουν, έσωθι και έξωθι, θα είναι (πιθανώς) η… ‘‘άτολμη κενότητα’’ της δικής μας εξωτερικής πολιτικής. Έτσι, στις 16 Οκτωβρίου, τη στάση του Πρωθυπουργού μας την περιμένει, και θα την κρίνει ασφαλώς, όλη η Ελλάδα! Οψόμεθα, συνεπώς….

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

Relations and the political science