Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τον αποκλεισμό πολιτικών κομμάτων – Γράφει ο Χρήστος Γκουγκουρέλας

Απόψεις

Με νομοθετική διάταξη που εισηγείται η Κυβέρνηση και ψηφίζεται σήμερα στη Βουλή, τίθεται φραγμός στο να συμμετέχουν στις εκλογές εγκληματικές οργανώσεις, οι οποίες εμφανίζονται με το μανδύα πολιτικού κόμματος. Συγκεκριμένα, η υφιστάμενη ρύθμιση που απαγορεύει να συμμετέχουν στην ηγεσία πολιτικού κόμματος όσοι έχουν καταδικαστεί για ιδιαιτέρως απαξιωτικά αδικήματα σε βάρος της Πολιτείας επεκτείνεται και στην πραγματική ηγεσία κομμάτων, σε όσους δηλαδή ασκούν την πραγματική (και όχι μόνο την εικονική) ηγεσία ενός κόμματος. Επιπλέον, κατά την ανακήρυξη των κομμάτων θα λαμβάνεται υπόψη η τυχόν καταδίκη στελεχών τους για τα αδικήματα αυτά. 

Καθώς, όμως το δικαίωμα σχηματισμού πολιτικών φορέων και συμμετοχής σε αυτούς είναι ένα προστατευόμενο δικαίωμα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), έχει απόλυτη σημασία να εντρυφήσουμε στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) προκειμένου να εννοήσουμε τη σχετική συζήτηση, την έκταση του δικαιωματισμού στο εν λόγω πεδίο και το πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις η ευρωπαϊκή έννομη τάξη επιτρέπει και, ακόμη περισσότερο, δικαιολογεί τυχόν περιορισμούς επί του άνω κομβικότατου, για τη λειτουργία της ίδιας της δημοκρατίας, δικαιώματος. 

Στο άρθρο 11 της ΕΣΔΑ, λοιπόν, καθιερώνεται η ακώλυτη συμμετοχή του ατόμου σε συγκεντρώσεις (και διαδηλώσεις) αλλά και  ο ελεύθερος σχηματισμός ενώσεων ατόμων (freedom of association), δομών δηλαδή όπου διαμορφώνονται, καλλιεργούνται, εκφράζονται και διασπείρονται απόψεις, ιδεολογήματα, κοινωνικά φρονήματα και πολιτικές πεποιθήσεις.

Μάλιστα, η ελευθερία της ατομικής και συλλογικής έκφρασης, όπως αποκρυσταλλώνεται νοηματικά στο άρ. 10 της ΕΣΔΑ, αποτελεί το θεμέλιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας και λογίζεται ως η βάση του σκληρού εννοιολογικού πυρήνα δύο άλλων θεμελιωδών ελευθεριών, δηλαδή της  ελευθερίας του ‘‘συναθροίζεσθαι’’ και της ελευθερίας του ‘‘συνεταιρίζεσθαι’’, όπου και εντάσσεται και ο σχηματισμός κοινωνικών και πολιτικών μορφωμάτων (Freedom and Democracy Party (ÖZDEP) v. Turkey [GC], 1999, § 37).

Εξάλλου, η προστασία των προσωπικών φρονημάτων, ως βατήρας της ελευθερίας της σκέψης, της συνείδησης, της θρησκευτικής επιλογής και της ελευθερίας της έκφρασης είναι ένας από τους τελολογικούς σκοπούς της ελευθερίας του άρ. 11 της ΕΣΔΑ (Young, James and Webster v. the United Kingdom, 1981, § 57,Vörður Ólafsson v. Iceland, 2010, § 46).

Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ, στο πλαίσιο ανάπτυξης της νομολογιακής του προσέγγισης επί του άρ. 11 της ΕΣΔΑ, έχει υπογραμμίσει ότι ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων ως προς τη θεμελίωση του πλουραλισμού και της δημοκρατίας σε ένα πολιτειακό σύστημα είναι πρωταρχικός και αδιαμφισβήτητος (United Communist Party of Turkey and Others v. Turkey, 1998, § 25).

Άλλωστε, η ουσιαστική εφαρμογή της αρχής της πολυφωνίας σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι πρακτικά αδύνατη χωρίς την κατοχύρωση της δυνατότητας ενός (πολιτικού) φορέα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις και τις ιδέες του (Gorzelik and Others v. Poland [GC], 2004, § 91; Zhechev v. Bulgaria, 2007, § 36, Freedom and Democracy Party (ÖZDEP) v. Turkey [GC], 1999, § 37).

Μάλιστα, το ΕΔΔΑ έχει τονίσει ότι σε μια δημοκρατική κοινωνία που βασίζεται στο κράτος δικαίου, ακόμη και οι ιδέες ή τα πολιτικά θεωρήματα που αμφισβητούν την καθεστηκυία τάξη, υπό την προϋπόθεση ότι εκφέρονται δημοσίως μέσω του δικαιώματος του συναθροίζεσθαι με ειρηνικά μέσα, πρέπει να είναι ανεκτές (Stankov and the United Macedonian Organisation Ilinden v. Bulgaria, 2001, § 97; Sergey Kuznetsov v. Russia, 2008, § 45).

H προστατευτική ασπίδα της ΕΣΔΑ, λοιπόν, προφυλάσσει την έκφραση όχι μόνο απόψεων που θεωρούνται ουδέτερες ή δεν προκαλούν αλλά και τοποθετήσεων που προσβάλλουν, σοκάρουν ή και ενοχλούν (Redfearn v. the United Kingdom, 2012, § 56; Vona v. Hungary, 2013, § 57).

Πολύ χαρακτηριστικά, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έφτασε στο σημείο να νομολογήσει ότι ακόμα και αν μια ομάδα ή ένωση ατόμων υποστηρίζει την αυτονόμηση ή επιζητεί την απόσχιση μιας εδαφικής περιοχής από την επικράτεια μιας χώρας, απαιτώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο εν τοις πράγμασιν συνταγματικές και χωροθετικές μεταβολές, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι πρέπει να απαγορευτούν (από τη συντεταγμένη πολιτεία) οι συναθροίσεις της. Η προβολή αιτημάτων περί εδαφολογικών ανακατατάξεων στη δημόσια σφαίρα (σε συγκεντρώσεις ή με την ανάπτυξη προφορικού λόγου σε διάφορα fora) δεν συνεπάγεται αυτόματη απειλή για την εδαφική ακεραιότητα και την εθνική ασφάλεια μιας χώρας (Stankov and the United Macedonian Organisation Ilinden v. Bulgaria, 2001, § 97).

Γενικά, το ΕΔΔΑ έχει υποστηρίξει ότι η πεμπτουσία της δημοκρατίας εστιάζεται στη δυνατότητα ελεύθερης ‘‘παραγωγής’’, διάχυσης και εν τέλει ‘‘κυκλοφορίας’’ πολιτικών απόψεων και ιδεολογημάτων και δη τέτοιων που κριτικάρουν ακόμη και την καθιερωμένη πολιτειακή συγκρότηση, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτές οι εναλλακτικές απόψεις δεν βλάπτουν τη δημοκρατία (Socialist Party and Others v. Turkey, 1998, § 47; Freedom and Democracy Party (ÖZDEP) v. Turkey [GC], 1999, § 41).

Πάντως, αυτές οι αποκλίνουσες απόψεις που βρίσκουν πεδίο έκφρασης σε έναν πολιτικό φορέα δεν θα πρέπει να στηρίζονται και προωθούνται από λόγο μίσους (hate speech) ή να διεγείρουν το κοινωνικό σώμα σε πράξεις βίας. Τα συμβαλλόμενα στην ΕΣΔΑ κράτη έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν μέτρα έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι ένας πολιτικός φορέας, ένα ιδεολογικό κίνημα ή μια κοινωνική συμμαχία δεν προωθεί αξίες αντίθετες προς την πλουραλιστική δημοκρατία και δεν στοχεύει επιτελικά στην κατάλυση του πλέγματος των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη (η ΕΣΔΑ δηλ., ίδετε Zehra Foundation and Others v. Turkey, 2018, §§ 55-56).

Περιορισμοί, επομένως, στο συγκεκριμένο θεμελιακό για τη λειτουργία της δημοκρατίας δικαίωμα (άρ. 11 της ΕΣΔΑ) τίθενται από τις πολιτειακές αρχές μόνο όταν αναφέρονται και περιγράφονται σε δικαιϊκό κανόνα (restrictions prescribed by law) και είναι απολύτως απαραίτητοι σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διατήρηση της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης, για την πρόληψη τέλεσης εγκλημάτων και γενικά πρόκλησης αναταραχής και κοινωνικής ανισορροπίας, για την προστασία της υγείας, της ηθικής ή και των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων προσώπων.

Οι περιορισμοί κατά της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, κατ’ ουσία κατά της ελευθερίας της συμμετοχής σε φορείς, άρα και σε πολιτικά κόμματα, πρέπει να είναι αποκλειστικά απαριθμούμενοι στον νόμο, η ενσωμάτωσή τους στην έννομη τάξη πρέπει να είναι σαφής και συγκεκριμένη και να γίνεται οπωσδήποτε με τρόπο προβλέψιμο για αυτόν που υπόκειται στους περιορισμούς αυτούς και, εν τέλει, να ερμηνεύονται συσταλτικά, οδηγώντας, συνεπαγωγικά, τις θέτουσες τους περιορισμούς πολιτειακές αρχές σε συγκρατημένη συμπεριφορά (Sidiropoulos and Others v. Greece, 1998, § 38).

Ο δε εννοιολογικός προσδιορισμός του όρου ‘‘μέτρα αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία’’ εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της εκάστοτε νομοθετούσας πολιτείας αλλά το εύρος της ευχέρειας αυτής δεν είναι απεριόριστο (Barraco v. France, 2009, § 42). Περαιτέρω, η έννοια της αναγκαιότητας, ως προς τη λήψη των περιοριστικών μέτρων κατά της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, βασίζεται σε δύο προϋποθέσεις: α) Κάθε κατασταλτική της ελευθερίας του άρ. 11 της ΕΣΔΑ πολιτειακή παρέμβαση πρέπει να υπαγορεύεται από μια ‘‘πιεστική κοινωνική ανάγκη’’ (“pressing social need”) και β) η παρέμβαση αυτή οφείλεται να είναι αναλογική προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό, να συμβαδίζει δηλαδή με την αρχή της αναλογικότητας και να τη σέβεται απόλυτα.

Σε κάθε περίπτωση, ένα κράτος επί της κρίσης του αν όντως υφίσταται ‘‘πιεστική κοινωνική ανάγκη’’ που να οδηγεί στο να τεθεί εκποδών ο υπό ίδρυση φορέας, οφείλει να εξετάζει αν έχει στη διάθεσή του εύλογες αποδείξεις ότι η διακινδύνευση της δημοκρατίας από την πιθανή ύπαρξη αυτού του φορέα είναι επικείμενη, αν τα λόγια και οι πράξεις των ηγετών του (υπό ίδρυση) φορέα εκφράζουν τον φορέα (και όχι μόνο τους ίδιους προσωπικά) και αν οι αποδιδόμενες στον (υπό ίδρυση) φορέα ιδέες και πράξεις έρχονται σε προφανή αντίθεση με τις θεμελιώδεις αξίες της ΕΣΔΑ και της δημοκρατίας εν γένει  (Refah Partisi (the Welfare Party) and Others v. Turkey, 2003, § 104; Partidul Comunistilor (Nepeceristi) and Ungureanu v. Romania, 2005, § 46).

Γι’ αυτό και οι λόγοι που επικαλείται η πολιτειακή αρχή προκειμένου να επιβάλει συγκεκριμένο περιορισμό στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι (άρα και στην ελευθερία σύστασης και συμμετοχής σε πολιτικό κόμμα ή οργανισμό) πρέπει να είναι ‘‘σχετικοί και επαρκείς’’ (“relevant and sufficient”) και σίγουρα πειστικοί (compelling). Η δε κρίση των πολιτειακών αρχών για την επιβολή ενός τέτοιου περιορισμού θα πρέπει να τεκμηριώνεται σε μια παραδεκτή εκτίμηση των σχετικών, πραγματικών περιστατικών και δεδομένων (Partidul Comunistilor (Nepeceristi) and Ungureanu v. Romania, 2005, § 49; Magyar Keresztény Mennonita Egyház and Others v. Hungary, 2014, §§ 79-80). Και τούτο, διότι η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί τον σχηματισμό μιας εξισορροπημένης προσέγγισης μεταξύ των λόγων επιβολής των περιορισμών από τη μια και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ελευθερίας έκφρασης και δημιουργίας συλλογικών ενώσεων) από την άλλη (Kudrevičius and Others v. Lithuania [GC], 2015, § 142-144).

Πάντως, το εύρος εκτίμησης των αρχών ως προς τον αποκλεισμό της συμμετοχής κόμματος στην πολιτική ζωή μιας χώρας είναι δικαιολογημένα ευρύ όταν διαπιστώνεται εκ μέρους του κόμματος αυτού πρόκληση σε βία εναντίον ενός προσώπου, ενός πολιτικού ή αξιωματούχου ή κατά μιας πληθυσμιακής ομάδας με ορισμένα χαρακτηριστικά (Les Authentiks and Supras Auteuil 91 v. France, 2016, § 84; Ayoub and Others v. France, 2020, § 121). Όταν η ηγεσία ενός κόμματος βάλλει κατά της δημοκρατίας και έμπρακτα στοχεύει στην αποδόμηση ή και στην περιφρόνηση δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στο δημοκρατικό πολίτευμα, τότε είναι επιτρεπτή η εκ μέρους της πολιτείας εις βάρος της κατασταλτική δράση (Zehra Foundation and Others v. Turkey, 2018, § 54), η οποία, ωστόσο, στο πλαίσιο προστασίας των δημοκρατικών θεσμών και της κοινωνίας των πολιτών, θα πρέπει να ασκείται με φειδώ (Magyar Keresztény Mennonita Egyház and Others, 2014, § 79).

Το ΕΔΔΑ, μάλιστα, έθεσε δύο προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα κόμμα θα μπορούσε να προωθήσει μια συνταγματική αλλαγή ή αλλαγή στην καθεστηκυία έννομη τάξη: Να χρησιμοποιεί νόμιμα και δημοκρατικά μέσα προς επίτευξη των στόχων του και δεύτερον οι στόχοι του να είναι συμβατοί με την ουσία της δημοκρατίας (Yazar and Others v. Turkey, 2002, § 49).

Πάντως, οι πολιτειακές αρχές, ως προς το χρονικό σημείο θέσπισης των περιοριστικών μέτρων, δεν είναι απαραίτητο να περιμένουν μέχρι ένα πολιτικό κόμμα (που αντιμάχεται το δημοκρατικό ιδεώδες) να αναλάβει την εξουσία ή και να προβαίνει σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες ενάντια στις αρχές της ΕΣΔΑ. Ο κίνδυνος της εκτροπής θα πρέπει όμως να είναι ορατός και επικείμενος ώστε να απαιτείται η ανάληψη πρωτοβουλίας από το κράτος για τη διασφάλιση της δημοκρατικής τάξης και της κοινωνικής ειρήνης (Refah Partisi (the Welfare Party) and Others v. Turkey, 2003, § 102; Herri Batasuna and Batasuna v. Spain, 2009, § 81).

Έτσι, ένα βασικό κριτήριο για τον αποκλεισμό ενός κόμματος από την πολιτική ζωή είναι αν το πρόγραμμά του προτρέπει την κοινωνία ή κοινωνικές ομάδες σε δράσεις βίας ή σε περιφρόνηση των δημοκρατικών αρχών  (Partidul Comunistilor (Nepeceristi) and Ungureanu v. Romania, 2005, § 54; Freedom and Democracy Party (ÖZDEP) v. Turkey, 1999, § 40). Το πρόγραμμα ενός πολιτικού κόμματος δεν είναι, ωστόσο, το μοναδικό κριτήριο για τον προσδιορισμό των προθέσεων ή των σκοπών του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται με τη συμπεριφορά των ηγετών του (Refah Partisi (the Welfare Party) and Others v. Turkey, 2003, § 101; Herri Batasuna and Batasuna v. Spain, 2009, § 80).

Υπό αυτή τη λογική, στην υπόθεση ‘‘Ignatencu and the Romanian Communist Party v. Romania’’, το 2020, το ΕΔΔΑ έκρινε σύννομη την απόφαση των ρουμανικών αρχών να απαγορεύσουν τη σύσταση πολιτικού κόμματος που αυτοπροβαλλόταν ως διάδοχο σχήμα του πάλαι ποτέ Ρουμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο είχε κυβερνήσει τη χώρα υπό καθεστώς ολοκληρωτικού κομμουνισμού. Το ΕΔΔΑ έκρινε σχετικούς και επαρκείς τους λόγους επί τους οποίους τεκμηρίωσαν τις αντιρρήσεις τους οι ρουμανικές αρχές καθώς έτσι (αυτές έκριναν) προφυλασσόταν η εθνική ασφάλεια και οι δημοκρατικές ελευθερίες των πολιτών απέναντι σε ένα κόμμα που είχε στόχο τον ολοκληρωτισμό (και όχι τη δημοκρατία).

Πάντως, εάν το ΕΔΔΑ δεν καταφέρει να εντοπίσει αντιδημοκρατικές προθέσεις στο πρόγραμμα ή στις δράσεις ενός πολιτικού κόμματος, η Πολιτεία δεν νομιμοποιείται να παύσει τη σύσταση ή λειτουργία του, διότι έτσι θα παραβίαζε το άρ. 11 της ΕΣΔΑ.

Συμπερασματικά, λοιπόν, ενώσεις προσώπων, άρα και πολιτικά κόμματα, που εμπλέκονται σε δραστηριότητες αντιθετικές και αποδομητικές των (νομικών και κοινωνικο-πολιτικών) αρχών της ΕΣΔΑ, δεν μπορούν να αποβλέπουν στην προστατευτική-εγγυητική δύναμη του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ, καθότι ο όποιος επικαλούμενος δικαιωματισμός τους στο πεδίο των βασικών ατομικών ελευθεριών, είναι εν προκειμένω καταχρηστικός (Ayoub and Others v. France, 2020, υπόθεση που αφορούσε τη διάλυση από τις γαλλικές αρχές εξτρεμιστικής ακροδεξιάς πολιτικής οργάνωσης).

Σε γενικές γραμμές, η νομολογία του ΕΔΔΑ είναι διεθνοπολιτικά και νομοπαραγωγικά σταθερή πυξίδα για το μείζον για τη λειτουργία της δημοκρατίας ζήτημα της συμμετοχής ή του αποκλεισμού στη πολιτική ζωή ενός κράτους ορισμένων πολιτικών κομμάτων. Προσωπικά, ωστόσο, εκφράζω τη στέρεα πίστη μου ότι ο πολιτικός εξτρεμισμός και η ακραία, αντιθετική προς τη δημοκρατία, δημόσια ρητορική καταπολεμούνται με συγκεκριμένα μεν νομοθετήματα αλλά κυρίως με τα ‘‘αντισώματα’’ της ευρείας λαϊκής δημοκρατικής κουλτούρας των κοινωνιών, την ποιότητα των δημοκρατικών θεσμών μιας χώρας και την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και των πολιτικών της.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

Relations and the political science