Η Πιερία είναι από κάθε άποψη ένας προνομιακός τόπος για την παραγωγή προϊόντων μοναδικής γευστικής και θρεπτικής αξίας. Διαθέτει μοναδικές γεωμορφολογικές συνθήκες καθώς η παρουσία δύο ορεινών όγκων, Όλυμπος – Πιέρια Όρη, και η γειτνίασή τους με τον Θερμαϊκό δημιουργούν ιδιαίτερα μικροκλίματα, που ευνοούν την καλλιέργεια και παραγωγή εξαιρετικής ποιότητας πρώτης ύλης. Διαθέτει επίσης ανθρώπινο δυναμικό ενημερωμένο, με υψηλό βαθμό κατάρτισης και μεγάλη προσαρμοστικότητα στις σαρωτικές αλλαγές που φέρνει στην πρωτογενή παραγωγή η εξέλιξη της τεχνολογίας.
Κατά καιρούς επιχειρήθηκε από τους αρμόδιους να λυθούν τα διαχρονικά προβλήματα και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο πρωτογενής τομέας στην Πιερία ειδικά σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης, άλλοτε με ικανοποιητικά αποτελέσματα, άλλοτε όχι. Είναι όμως κοινή διαπίστωση ότι τα χρονίζοντα προβλήματα του πρωτογενούς τομέα παραμένουν. Σε αυτά έρχονται να προστεθούν οι έκτακτες συνθήκες που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι συνέπειές του στην διεθνή οικονομία.
Παρά το γεγονός ότι η εντατικοποιημένη γεωργία απαιτεί νερό και εργάτες γης, τα προβλήματα στην περιοχή μας σε αυτούς τους δύο τομείς ιδιαίτερα κατά την θερινή περίοδο είναι ιδιαίτερα έντονα. Σε ό,τι αφορά την άρδευση οι νέες φυτεύσεις έχουν αυξημένες απαιτήσεις σε νερό, που δεν καλύπτονται από τις γεωτρήσεις. Παράλληλα, κάθε χρόνο, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με το καθεστώς που ισχύει για τους εργάτες γης που έρχονται από όμορα κράτη με την πολιτεία να αδυνατεί να δώσει μόνιμη λύση και τις αρμόδιες υπηρεσίες να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες λόγω της υποστελέχωσής τους. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, το πρόβλημα έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις.
Παράλληλα, προβλήματα με φαινομενικά απλό τρόπο επίλυσης όπως οι αποζημιώσεις του ΕΛΓΑ και η αγροτική οδοποιία εξακολουθούν να χρονίζουν. Ιδιαίτερα, για τις αποζημιώσεις του ΕΛΓΑ το γεγονός ότι η Πιερία αποτελεί την μοναδική Περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας που δεν διαθέτει τοπικό κλιμάκιο ελέγχου, οδηγεί σε αδικίες και χρονοβόρες διαδικασίες προσδιορισμού και καταβολής τους.
Η ενεργειακή κρίση, προϊόν της διεθνούς συγκυρίας που ήρθε για να μείνει, καθιστά το τοπίο ακόμα πιο εχθρικό για τους αγρότες, τους κτηνοτρόφους και τους παραγωγούς στην περιοχή μας. Επιβαρύνει δραματικά το κόστος άροσης, το κόστος άντλησης του αρδευτικού νερού, το κόστος των λιπασμάτων και ζωοτροφών καθώς και το κόστος θέρμανσης και λειτουργίας των θερμοκηπίων, κτηνοτροφικών και πτηνοτροφικών μονάδων.
Τέλος, οι αγρότες είναι από τους βασικότερους αποδέκτες των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής: Η έλλειψη νερού στην άρδευση καθιστά επιβεβλημένη την στροφή σε καλλιέργειες και ποιότητες με λιγότερες απαιτήσεις. Παράλληλα η άνοδος της θερμοκρασίας δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την εμφάνιση νέων ασθενειών άρα και νέων προβλημάτων ιδιαίτερα κοστοβόρων μιας και η αντιμετώπιση μιας νέας ασθένειας δημιουργεί νέες απαιτήσεις σε γεωργικά φάρμακα και νέους τρόπους καλλιέργειας για την αποφυγή τους έως και τη φυσική εξάλειψή τους.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αντί να εκπονήσει εθνικό σχέδιο που θα στηρίξει τον πρωτογενή τομέα, έναν από τους κρισιμότερους πυλώνες της ελληνικής οικονομίας, αρέσκεται κυρίως σε ευκαιριακές ψηφοθηρικές πολιτικές, πελατειακές διευθετήσεις και εξυπηρετήσεις ημετέρων και συμφερόντων.
Το ΠΑΣΟΚ διαχρονικά θεωρούσε και συνεχίζει να θεωρεί τον πρωτογενή τομέα ως ένα από τα διαρθρωτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Υλοποίησε πολιτικές ολοκληρωμένης ανάπτυξης της υπαίθρου και στήριξε τον αγροτικό κόσμο βγάζοντας την περιφέρεια και τον αγρότη από το περιθώριο και καθιστώντας τον πρωταγωνιστή.
Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής ανταποκρινόμενο στις απαιτήσεις των καιρών ξεκίνησε πρόσφατα προγραμματικό δημόσιο διάλογο για το Εθνικό Σχέδιο Αγροτικής Ανάπτυξης το οποίο θα συνδέεται με τα Περιφερειακά Σχέδια Ανάπτυξης, με την αναστροφή της ερήμωσης της υπαίθρου, αλλά θα έχει και δυνατότητα συσχέτισης και συνέργειας με άλλους κλάδους όπως της μεταποίησης, του τουρισμού, του πολιτισμού, της υγείας, της ενέργειας – ΑΠΕ.
Ενδεικτικές κατευθυντήριες γραμμές και άξονες του διαλόγου για την σύνθεση του Εθνικού Σχεδίου Αγροτικής Ανάπτυξης είναι:
– Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας για τα βασικά εθνικά προϊόντα όπως το ελαιόλαδο, τα φρούτα, η φέτα, το γιαούρτι, τα λαχανικά, μέσα από σχέδια ανάπτυξης, ειδικά και ξεχωριστά για κάθε περιφέρεια αφού η κάθε περιφέρεια έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά και προβλήματα στον πρωτογενή τομέα και διαφορετικές δυνατότητες.
– Ολοκληρωμένο σχέδιο διαχείρισης των υδατικών πόρων στο πλαίσιο των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, της ανάγκης ορθής διαχείρισης στον αγροτικό τομέα με τα ανάλογα έργα υποδομής και συνδυαστικά με την παραγωγή ενέργειας
– Κίνητρα για την ενασχόληση των νέων στην αγροτική παραγωγή
– Η καταγραφή και αξιοποίηση της σχολάζουσας γης από τους νέους και η διευκόλυνση της απασχόλησης των εργατών γης ώστε να αξιοποιηθεί η γη που μένει ανεκμετάλλευτη σ ολόκληρη τη χώρα
– Η στήριξη νέας σύγχρονης μορφής συνεταιρισμών και ομάδων παραγωγών με βασικό στόχο την αλλαγή της νοοτροπίας και την αντιμετώπιση του βασικού προβλήματος του μικρού κλήρου
– Η σύνδεση του αγροτοδιατροφικού τομέα με τον τουρισμό που θα πρέπει να γίνει επιτέλους με μετρήσιμους στόχους.
Πρέπει να γίνει σε όλους κατανοητό ότι καθημερινά με την ανάδειξη των προβλημάτων, το διάλογο και τις προτάσεις μας στεκόμαστε δίπλα στους ανθρώπους του πρωτογενούς τομέα. Ως το ελάχιστο χρέος μας προς την αγροτιά που δεν έλαβε ποτέ όσα ανταποδοτικά της οφείλουμε για την εισφορά της στην εθνική οικονομία διαχρονικά.
*Ο Κωνσταντίνος Κουτρούπας είναι Χειρουργός Ωτορινολαρυγγολόγος