Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου συμμετείχε στην Πορεία Μνήμης «Ποτέ ξανά, Θεσσαλονίκη- Άουσβιτς – 79 χρόνια από την αναχώρηση του πρώτου συρμού», η οποία ξεκίνησε από την Πλατεία Ελευθερίας και κατέληξε στον Παλαιό Σιδηροδρομικό Σταθμό. Μετά τη σύντομη τελετή, η κυρία Σακελλαροπούλου απηύθυνε τον ακόλουθο χαιρετισμό:
«Τον Μάρτιο του 1943 στους δρόμους της Θεσσαλονίκης επικρατούσε ασυνήθιστη κίνηση, όπως αφηγείται ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου, που από το εφηβικό του δωμάτιο παρακολουθούσε τις ατελείωτες φάλαγγες Ελλήνων Εβραίων να οδηγούνται με τα πόδια στον σιδηροδρομικό σταθμό. Στις 15 του μήνα, 2.800 συμπολίτες μας στοιβάζονται σε μια εμπορική αμαξοστοιχία με προορισμό, όπως τους είπαν, την Κρακοβία. Στην πραγματικότητα πηγαίνουν λίγο δυτικότερα, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς – Μπιρκενάου. Ήταν η πρώτη από πολλές αποστολές που σχεδίασαν οι Ναζί και εκτέλεσαν οι λοχαγοί των Ες Ες Ντίτερ Βισλιτσένι και Άλοϊς Μπρούνερ, εκπρόσωποι στη χώρα μας του αποτρόπαιου μηχανισμού μαζικής και απάνθρωπης εξόντωσης στα κολαστήρια της φρίκης.
“Στο μυαλό μου είναι άσβηστη η εικόνα εκείνης της μέρας”, γράφει στη μαρτυρία της η επιζήσασα του Ολοκαυτώματος Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο, ανάμεσα στις πρώτες γυναίκες που επιβιβάστηκαν στον συρμό. “Θυμάμαι προχωρούσαμε σαν ένα σώμα. Αναμαλλιασμένες γυναίκες, άλλες με μωρά στην αγκαλιά, άλλες να σέρνουν από το κάθε χέρι ένα παιδί που έκλαιγε, άντρες με βαλίτσες και μπόγους να προσπαθούν να διαπεράσουν το πλήθος. Φωνές, ουρλιαχτά, κλάματα, μπροστά στις ορθάνοιχτες πόρτες των βαγονιών, βαγόνια που είναι για ζώα όχι για ανθρώπους …”.
Έτσι ξεκίνησε, πριν από 79 χρόνια, το ξεκλήρισμα της ιστορικής και ανθηρής εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Είχε βέβαια προηγηθεί και εδώ η εφαρμογή των αντισημιτικών νόμων της Νυρεμβέργης, η διαταγή να καρφιτσωθεί το κίτρινο άστρο στα ρούχα, οι επιτάξεις των σπιτιών και των μαγαζιών, τα χαρτόνια στις βιτρίνες με τυπωμένη την επαίσχυντη φράση “οι Εβραίοι είναι ανεπιθύμητοι”, η ισοπέδωση του εβραϊκού νεκροταφείου, – ενός από τα αρχαιότερα και σημαντικότερα στον ευρωπαϊκό χώρο-, η συγκέντρωση και ο βασανιστικός εξευτελισμός των ανδρών της κοινότητας στην πλατεία Ελευθερίας στις 11 Ιουλίου 1942, η αποστολή πολλών από αυτούς σε καταναγκαστικά έργα στη νότια Ελλάδα.
Τώρα γνωρίζουμε ότι οι περισσότεροι από τους Εβραίους συμπολίτες μας, ταλαιπωρημένοι από το ταξίδι, αδυνατισμένοι, άρρωστοι, οδηγήθηκαν κατευθείαν στα κρεματόρια. Ελάχιστοι γύρισαν. Από τους περίπου 46.000 εκτοπισμένους επέστρεψαν λιγότεροι από 2.000, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά που καταγράφηκαν σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο εκτοπισμός και ο αφανισμός της εβραϊκής κοινότητας υπήρξε μια μεγάλη κοινωνική και πολιτισμική απώλεια για την πόλη μας. Γι’ αυτό και έχει πολύ μεγάλη σημασία ότι, τα τελευταία χρόνια, η Θεσσαλονίκη έχει αναλάβει τις ευθύνες που της αναλογούν για πράξεις και παραλείψεις του παρελθόντος, έχει αναγνωρίσει το ιστορικό τραύμα που προκάλεσε η αδιαφορία, ο εφησυχασμός, ο αντισημιτισμός του μεσοπολέμου και έχει καταδικάσει με τον πλέον εμφατικό τρόπο τη ναζιστική και φασιστική ιδεολογία που τρέφει τη βία και τον ρατσισμό. Γιατί η λήθη, η “αποθήκευση του ασύλληπτου στον καταψύκτη της ιστορίας”, όπως έγραψε ένας σπουδαίος Εβραίος, ο συγγραφέας Ζαν Αμερύ, ενέχει τον κίνδυνο να ξαναφέρει στην επιφάνεια “ψιθύρους από την κόλαση”. Μόνο αν μεταβιβάσουμε την ιστορική γνώση στις νέες γενιές, αν διαφυλάξουμε την ιστορική μνήμη, αν συναισθανθούμε ως δικό μας τον πόνο και την οδύνη των θυμάτων, αν κατανοήσουμε ότι το Ολοκαύτωμα είναι μια πανανθρώπινη ιστορική κληρονομιά, θα εξοπλιστούμε απέναντι σε μια νέα επέλαση του κακού, ενδεχομένως με άλλη μορφή, πάντοτε όμως απειλητική και αποτρόπαιη.
Σήμερα, τιμάμε τη μνήμη των Ελλήνων Εβραίων που εκτοπίστηκαν, βασανίστηκαν και θανατώθηκαν στα γερμανικά στρατόπεδα, και μαζί τη μνήμη όσων τους βοήθησαν να δραπετεύσουν από το γκέτο, να διαφύγουν από τον βέβαιο θάνατο. Άνθρωποι από διαφορετικούς πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής και θρησκεύματος, πορευτήκαμε όλοι μαζί στα βήματα των Εβραίων μαρτύρων, ακολουθήσαμε σιωπηλοί την τελευταία τους διαδρομή. Είμαι σίγουρη ότι η Θεσσαλονίκη, “αυτή η μάνα, η ανά, η μάικω και η μάντρε, δεν θα τους λησμονήσει ποτέ, δεν θα τους σκεπάσει με το χώμα της λησμονιάς και της ανωνυμίας”, όπως γράφει ο Γιώργος Ιωάννου, αλλά θα εξυψώσει τη μνήμη τους στους αιώνες ως πράξη ιστορικής δικαίωσης και συγγνώμης».