H απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τη ΛΑΡΚΟ -Γράφει ο Χρήστος Γκουγκουρέλας

Απόψεις

Είναι βαθιά προσωπική μου πίστη και ταυτόχρονα ‘‘πυξίδα’’ πολιτικής αντίληψης  ότι η υγεία ενός πολιτικού συστήματος και η ποιότητα της δημοκρατίας σε μια χώρα περνά μέσα από την καταπολέμηση αφενός του λαϊκισμού και αφετέρου των στρεβλωτικών επιδράσεων του κρατισμού στην οικονομία και στην κοινωνία. Πριν ελάχιστες μέρες, λοιπόν, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) εξέδωσε στη διαβόητη υπόθεση της ΛΑΡΚΟ (C-51/2020, 20-1-2022) μια απόφαση (ίδετε στη διεύθυνση: https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=EFD12C7DDB57E0551C7AB8160F125089?text=&docid=252445&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=1607868) που μας ενδιαφέρει όλους, και τούτο προφανώς διότι, πέρα από την όποια ειδική βαρύτητα της δικανικής της σκελέτωσης, εκπέμπει ένα σαφές μήνυμα για το πώς τελικά ο λαϊκισμός και ο κρατισμός ‘‘πληρώνονται’’ και δη για το πώς ‘‘πληρώνονται’’, και μάλιστα αδρά, από τον ίδιο τον Έλληνα πολίτη, σε τελική ανάλυση.

Είναι γνωστό ότι η ‘‘ΛΑΡΚΟ Γενική ΑΕ’’ είναι μια μεταλλευτική και μεταλλουργική εταιρία, στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας το πλειοψηφικό ποσοστό (55,2%) έχει το Ελληνικό Δημόσιο. Η εταιρία ειδικεύεται στην εξόρυξη και επεξεργασία μεταλλεύματος λατερίτη, στην εξόρυξη λιγνίτη και στην παραγωγή σιδηρονικελίου. Τον Μάρτιο του 2013, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με διάφορες κρατικές ενισχύσεις που χορήγησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις στη ΛΑΡΚΟ, όπως, μεταξύ άλλων, κρατικές εγγυήσεις για τα έτη 2008, 2010 και 2011 καθώς και εγγυήσεις για την αύξηση του κεφαλαίου της το 2009. Και έτσι, τον Μάρτιο του 2014 εκδόθηκε απόφαση της Κομισιόν με την οποία κρίθηκε ότι οι παραπάνω ενισχύσεις προς τη ΛΑΡΚΟ, ως παράνομες και μη συμβατές με την εσωτερική αγορά της ΕΕ, έπρεπε να ανακτηθούν από το Ελληνικό Δημόσιο.

Ο θεμελιακός κανόνας, λοιπόν, που τίθεται στο πρωτογενές ενωσιακό Δίκαιο (άρ. 107 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ – ΣΛΕΕ -), αναφορικά με το πεδίο των κρατικών ενισχύσεων (state aid law, Staatliche Beihilfe Recht, aides d’ Etat), ορίζει ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους σε ιδιωτικούς ή δημόσιους οικονομικούς φορείς και γενικά επιχειρήσεις και οι οποίες (ενισχύσεις) νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά της ΕΕ, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών-μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως.

Εν τω μεταξύ, η Ελλάδα, δεδομένου ότι η οικονομική πορεία της άνω κρατικοελεγχόμενης επιχείρησης ήταν σταθερά προβληματική,  είχε γνωστοποιήσει στην Κομισιόν την πρόθεσή της να προβεί στην πώληση ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της ΛΑΡΚΟ μέσω δύο χωριστών διαγωνισμών. Μετά την ολοκλήρωση των δύο διαγωνισμών και ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων τους, η ΛΑΡΚΟ θα κηρυσσόταν σε πτώχευση σύμφωνα με τη δική μας εθνική νομοθεσία, και τα εναπομένοντα στοιχεία του ενεργητικού της θα μεταβιβάζονταν στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης. Μάλιστα, ενόψει της άνω πρόθεσης της Ελλάδας, η Κομισιόν έκρινε, αφενός ότι η εν λόγω μεταβίβαση δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση και, αφετέρου, ότι το ζήτημα της ανάκτησης των επίμαχων ενισχύσεων δεν θα αφορούσε τους αγοραστές των στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης.

Το 2016, όμως, η Κομισιόν, εκτιμώντας ότι η Ελλάδα δεν είχε συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπείχε από την άνω απόφασή της (εννοώ αυτήν του 2014), καθώς απλά εμείς… ‘‘αδρανούσαμε’’, αξιοποίησε ένα από τα ισχυρότερα ‘‘νομικά όπλα’’ που της παρέχει η ΣΛΕΕ και άσκησε, σύμφωνα με το άρ. 258 της Συνθήκης αυτής, ενώπιον του ΔΕΕ την πρώτη προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά της χώρας μας. Το δε ΔΕΕ με την απόφαση του, τον Νοέμβριο 2017, έκρινε ότι η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις της σχετικά με την ανάκτηση των παράνομων και μη συμβατών με την εσωτερική αγορά κρατικών ενισχύσεων που είχαν δοθεί από τις ελληνικές κυβερνήσεις στη ΛΑΡΚΟ.

Αφού δε πέρασαν πάνω από δύο χρόνια από την άνω απόφαση του ΔΕΕ και η Ελλάδα ‘‘κρυβόταν’’ επιμελώς ως προς τις υποχρεώσεις της (πρακτικά άφηνε την ΛΑΡΚΟ να ‘‘βαλτώνει’’ και πάντως δεν ενεργούσε για την ανάκτηση των δοθέντων ενισχύσεων στην εν λόγω επιχείρηση), στις 29 Ιανουαρίου του 2020 η Κομισιόν, εκτιμώντας ότι η Ελλάδα δεν είχε ακόμη συμμορφωθεί προς την ως άνω απόφαση του Δικαστηρίου της Ένωσης, άσκησε στο ΔΕΕ, σύμφωνα με το άρ. 260§2 της ΣΛΕΕ, δεύτερη προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά της χώρας μας. Στο πλαίσιο της δεύτερης αυτής προσφυγής, ζήτησε δε από το Δικαστήριο της Ένωσης να υποχρεώσει την Ελλάδα να καταβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό καθώς και χρηματική ποινή για τις από πλευράς της παραβιάσεις των αποφάσεων των θεσμικών οργάνων της ΕΕ.

Το ΔΕΕ, λοιπόν, με την παντελώς πρόσφατη απόφασή του επί της δεύτερης προσφυγής, κατά κύριο λόγο, υπενθύμισε (σκέψη 55) πρωταρχικά, ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του, το κράτος-μέλος το οποίο είναι αποδέκτης απόφασης με την οποία υποχρεούται να ανακτήσει παράνομες ενισχύσεις που κρίθηκαν μη συμβατές με την εσωτερική αγορά οφείλει, βάσει του άρθρου 288 εδ. δ’ της ΣΛΕΕ, να λάβει όλα τα προσήκοντα μέτρα για να διασφαλίσει την εκτέλεση της απόφασης αυτής. Το κράτος-μέλος πρέπει να ανακτήσει πράγματι τα οφειλόμενα ποσά προκειμένου να εξαλείψει τη στρέβλωση του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο προέκυψε εις όφελος της κρατικο-επιδοτούμενης επιχείρησης από τις ενισχύσεις που της χορηγήθηκαν.

 Το ΔΕΕ, μάλιστα, κρίνοντας τον βασικό ισχυρισμό του Ελληνικού Δημοσίου, ότι δηλαδή αυτό υπήγαγε ήδη με τον Ν. 4664/2020 τη ΛΑΡΚΟ σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης, υπογράμμισε ότι η Ελλάδα, παρά όσα ισχυρίζεται, δεν έλαβε ad hoc μέτρα για την ανάκτηση των επίμαχων ενισχύσεων προς τη ΛΑΡΚΟ, παρά μόνο μετά τις 29 Ιανουαρίου του 2020, ήτοι μετά την ημερομηνία άσκησης της δεύτερης σε βάρος της προσφυγής της Κομισιόν. Η δε υπαγωγή της ΛΑΡΚΟ στο καθεστώς ειδικής διαχείρισης πραγματοποιήθηκε ‘‘καθυστερημένα’’, τον Φεβρουάριο του 2020, δηλαδή σχεδόν ένα έτος μετά τη λήξη της προθεσμίας που της είχε τάξει η Κομισιόν για την ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων. Εξάλλου, μόλις τον Μάρτιο του 2020 η Ελλάδα κάλεσε τη ΛΑΡΚΟ να καταβάλει το ποσό των επίμαχων ενισχύσεων και δη τον Μάιο του ιδίου έτους έδωσε εντολή για την ανάκτηση του συνολικού ποσού των ενισχύσεων αυτών. Επιπλέον, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η παραβατική συμπεριφορά της Ελλάδας εξακολουθούσε να υφίσταται κατά τον χρόνο της ενώπιόν του εξέτασης των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης.

Ως προς δε τη συνδρομή επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων, αντιστοίχως είτε κατά, είτε υπέρ της χώρας μας, η Κομισιόν, αφενός, τόνισε προς το Δικαστήριο της Ένωσης τις επαναλαμβανόμενες παραβάσεις εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων και, αφετέρου, υποστήριξε ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν θα μπορούσε να αναγνωριστεί υπέρ της χώρας μας καμία ελαφρυντική περίσταση (σκέψη 71).

Το ΔΕΕ κρίνοντας βασικά ότι η Ελλάδα υπέβαλε τη ΛΑΡΚΟ σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης μόλις τον Φεβρουάριο του 2020, ήτοι σχεδόν ένα έτος μετά τη λήξη της προθεσμίας που είχε της ταχθεί με την προειδοποιητική επιστολή της Κομισιόν και σχεδόν έξι έτη μετά την ημερομηνία λήξης της αρχικής προθεσμίας εκτέλεσης της αρχικής απόφασης της Κομισιόν (2014), δέχθηκε εν τοις πράγμασι τη βασιμότητα του άνω ισχυρισμού του ευρωπαϊκού θεσμικού οργάνου.

Περαιτέρω, το εντυπωσιακό είναι ότι η Ελληνική Δημοκρατία, ως προς την εκτίμηση από το ΔΕΕ της σοβαρότητας της εκ μέρους της παράβασης, υποστήριξε πρακτικά ότι εν προκειμένω έπρεπε να ‘‘πέσει στα μαλακά’’, δεδομένου ότι το ποσό ανάκτησης από τη ΛΑΡΚΟ ανέρχεται σήμερα μόνο στα 160 εκατ. ευρώ, ενώ σε άλλη υπόθεση της Κομισιόν κατά της Ελλάδας (C‑93/2017, υπόθεση που αφορούσε ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά) επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2018, το προς ανάκτηση ποσό ανερχόταν στα 670 εκατ. ευρώ! 

 Τελικά, το ΔΕΕ έκρινε ότι η Ελλάδα, μην έχοντας λάβει όλα τα μέτρα που συνεπαγόταν η εκτέλεση της άνω απόφασής του, ήτοι του Νοεμβρίου του 2017, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260§1 της ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, υποχρέωσε τη χώρα μας να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρηματική ποινή ύψους 4.368.000 ευρώ ανά εξάμηνο από τη δημοσίευση της απόφασής του έως την ημερομηνία πλήρους εκτέλεσης της αρχικής απόφασής του, ήτοι αυτής του Νοεμβρίου του 2017 και, επιπροσθέτως, υποχρέωσε το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 5.500.000 ευρώ.

Κατόπιν των παραπάνω, λοιπόν, που θαρρώ δεν έλαχαν και πολύ ‘‘μεγάλης προσοχής’’ στην Ελλάδα και στα ΜΜΕ της, υπάρχει, μήπως, κάποιο ‘‘ηθικό δίδαγμα’’ από την όλη υπόθεση; Υποστηρίζω πως σίγουρα ‘‘ναι’’, για όσους τουλάχιστον έχουν το θάρρος να βλέπουν και να λένε τα πράγματα με το όνομά τους και έτσι όπως ‘‘ακριβώς είναι’’.

Κατά την άποψη μου, συνεπώς, η άνω απόφαση είναι ξεκάθαρα αποκαλυπτική για τον τρόπο που ο κρατισμός και ο λαϊκισμός έθεσαν ‘‘πιεστική θηλιά’’ στη χώρα ήδη από το βαθύ παρελθόν και κόντεψαν μάλιστα να της ‘‘κόψουν και την ανάσα’’ της. Υπό αυτό το σκεπτικό, δεν μπορεί να μην παραδεχθεί κάποιος το γεγονός ότι οι ‘‘αγωνιώδεις’’ προσπάθειες του πολιτικού μας συστήματος να κρατηθούν ζωντανές όχι απλά επί μακρόν ζημιογόνες αλλά αποδεδειγμένα μη βιώσιμες κρατικές επιχειρήσεις δεν συνιστούν απλώς στομφώδεις νίκες ενός ‘‘νοσηρού’’ συνδικαλισμού, δεν επιφέρουν μόνο, μέσω των κυρώσεων που αργά ή γρήγορα καλούνται να πληρώσουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις της χώρας, επαχθή βάρη στην πλάτη του έλληνα φορολογούμενου αλλά αποτελούν συνάμα, το κυριότερον, και απτά δείγματα και απόλυτα χαρακτηριστικές εκφάνσεις ακριβώς εκείνης της νοοτροπίας που έφερε την προηγούμενη δεκαετία την Ελλάδα στο χείλος της ‘‘οικονομικής αβύσσου’’.

Στο δέλεαρ, λοιπόν, της αποφυγής του με ‘‘παλαιοκομματικά κριτήρια’’ εννοούμενου πολιτικού κόστους και υπό τον ιδεοληπτικό μανδύα του κρατικίστικου πατερναλισμού της οικονομίας παίχθηκε εν πολλοίς η πορεία της χώρας, με τις γνωστές συνέπειες, στα χρόνια της λεγόμενης ‘‘Μεταπολίτευσης’’ και απωλέσθη πολύτιμος χρόνος εμπέδωσης ενός οικονομικού μοντέλου που θα προωθεί την έρευνα, την καινοτομία και την εξωστρέφεια και θα αποδέχεται μόνο την υγιή επιχειρηματικότητα, είτε αυτή προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα είτε, πολύ περισσότερο, εκφράζεται μέσω κρατικοδίαιτων δομών. ‘‘Μυαλά’’, κοινώς νοοτροπία και δη ‘‘πολιτική νοοτροπία’’ πρέπει να αλλάξουμε, επομένως. Διότι, όσο δεν αλλάζουμε ‘‘μυαλά’’, το βαρύ τίμημα του λαϊκισμού και του νοσηρού κρατισμού θα το ‘‘πληρώνει’’ ξανά και ξανά ο Έλληνας πολίτης, φορολογούμενος και ψηφοφόρος.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

Relations and the political science