Σχολικός εκφοβισμός: Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς – Γράφει η ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια Μαριάννα Τριανταφύλλου

Απόψεις

Η νέα σχολική χρονιά ξεκίνησε και οι μαθητές όλης της χώρας προσέρχονται στο σχολείο της γειτονιάς τους είτε ορεξάτοι, είτε προβληματισμένοι, είτε βαριεστημένοι, είτε βιώνοντας έντονο άγχος και ανησυχία. Ο κάθε μαθητής «διαβάζει» και «μεταφράζει» όσα ζει με τον δικό του τρόπο, ακαδημαϊκά και κοινωνικά, και τα μοιράζεται όταν επιθυμεί ο ίδιος.

Ένα από τα πιο επίκαιρα θέματα της σχολικής ζωής είναι ο σχολικός εκφοβισμός, θέμα με ιδιαίτερες προεκτάσεις που αφορά τους θύτες, τα θύματα και τα μέλη του σχολικού περιβάλλοντος/ τους παρατηρητές. Φυσικά, δεν είναι ζήτημα που καλείται μόνο ο θύτης και το θύμα να αντιμετωπίσει, αλλά αφορά ενεργά το εκπαιδευτικό προσωπικό και την ηγεσία του σχολείου, όπως επίσης και τις οικογένειες των μαθητών κι εντοπίζονται χαρακτηριστικά του στην ευρεία κοινότητα. Έτσι λοιπόν, αναδεικνύεται η πολυπλοκότητα του εν λόγω φαινομένου και καταλαβαίνουμε ότι η λύση του δεν είναι απλή υπόθεση και δεν μπορεί να επιτευχθεί με μία συζήτηση μονάχα, με μία νύξη ή με επίπληξη, παρά χρειάζεται ο απαιτούμενος χρόνος, επιμονή κι ένα πολύ καλά οργανωμένο και στρατηγικό σχέδιο που προϋποθέτει τη συνεχή συνεργασία σχολείου-οικογένειας.

Τα αίτια του σχολικού εκφοβισμού ποικίλλουν και δεν μπορούν να οριστούν επακριβώς στο παρών άρθρο. Μπορεί να ξεκινούν από παραμελημένα ανήλικα μέλη μιας οικογένειας, διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο ή ομάδες μειονοτήτων, μειωμένη σχολική επίδοση, περιθωριοποίηση, οικονομικά δυσχερή νοικοκυριά και πολλά ακόμη. Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό ότι ο σχολικός εκφοβισμός δεν είναι ιδιωτική υπόθεση, αλλά ενέχει κοινωνικό υπόβαθρο κι αφορά την κοινότητα. Λόγω της οικουμενικότητάς του, το σχολικό περιβάλλον δεν έχει παρά να ενισχύσει την ψυχική ανθεκτικότητα των μαθητών, όπως επίσης να προάγει προγράμματα ή project που να στοχεύουν στην αλληλεπίδραση των μαθητών με στόχο την κοινωνικοποίησή τους. Με αυτόν τον τρόπο το αίσθημα και η ανάγκη του «ανήκειν» που έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι, ανήλικοι ή ενήλικοι, καλύπτεται μέσα από αποδεκτούς τρόπους συμπεριφοράς κι όχι μέσω ενός παραβατικού δρόμου.

Οι γονείς με τη σειρά τους είναι επιθυμητό να μαθαίνουν στα παιδιά τους από μικρά να μην αισθάνονται ντροπή για τα συναισθήματά τους, έτσι ώστε να ενισχύσουν από νωρίς την αυτοπεποίθησή τους και να μάθουν να μοιράζονται τις σκέψεις τους και τα γεγονότα της καθημερινότητάς τους, ακόμη κι αν δεν συμβαδίζουν με «φυσιολογικές» αντιδράσεις των ίδιων ή των φίλων τους. Επιπλέον, είναι σημαντικό οι γονείς να ακούν πραγματικά τις ανησυχίες των παιδιών τους και να συζητούν μαζί τους. Αν είναι υπερπροστατευτικοί και θυμώνουν ή νευριάζουν εύκολα με τους θύτες των παιδιών τους και δημιουργούν εντάσεις στο σχολικό περιβάλλον, ο μαθητής κινδυνεύει να στιγματίζεται και να ενισχύεται η εσωστρέφειά του. Προτιμάμε να στεκόμαστε συναισθηματικά κοντά στα παιδιά μας. Η αποδοχή θα τα βοηθήσει να πατήσουν γερά στα πόδια τους. Μπορεί να μην καταφέρουν ποτέ να αντιμετωπίζουν με δυναμισμό φαινόμενα σχολικού εκφοβισμού, ωστόσο θα γνωρίζουν ότι δεν ευθύνονται τα ίδια για όσα περνούν και δε θα επηρεάζονται σε σημείο που θα εκδηλώνονται προβληματικές συμπεριφορές ή αγχώδεις διαταραχές. Από μικρά θα πρέπει να μάθουν ότι το να ζητούν βοήθεια είναι ένδειξη ωριμότητας, ότι ξέρουν να ξεχωρίζουν μία ατυχή στιγμή σε σχέση με μία επικίνδυνη συνθήκη. Για αυτόν τον λόγο και οι γονείς δεν χρειάζεται να προσπαθούν να δείχνουν διαρκώς άτρωτοι και δυναμικοί, καθώς μία τέτοια εικόνα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Εποικοδομητικός διάλογος, ήρεμες συζητήσεις και πηγαίο ενδιαφέρον από την πλευρά των φροντιστών δημιουργούν ή ενισχύουν την ψυχική ανθεκτικότητα και τις κοινωνικές δεξιότητες των παιδιών.

Μαριάννα Τριανταφύλλου

Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια

Οικογενειακή θεραπεύτρια

mariannallou@gmail.com