Το μήνυμα: Όταν τα προσωπικά βιώματα εκτοξεύουν τα συναισθήματα τότε η καρδιά και ο νους τυπώνουν στο χαρτί εικόνες και μηνύματα αστείρευτου κάλλους – Γράφει ο Γιάννης Τσαπουρνιώτης

Απόψεις

«Τα τελευταία χρόνια του άρεσε το διάβασμα. Ήταν η πιο απολαυστική και ανώδυνη εξάρτηση της ζωής του. Ο Πάνος φόρτωνε πλέον το μυαλό του με γνώσεις, με πληροφορίες και ιστορικά ντοκουμέντα που αγνοούσε για χρόνια στη ζωή του. Αντιλήφτηκε πως πριν ερωτευτεί την λογοτεχνία ήταν ένας φτωχός, ένας πνευματικά αδύναμος, στάσιμος και κοινωνικά νεκρός.

  Τελευταία είχε πέσει στα χέρια του το βιβλίο του Όμηρου Μαυρίδη, «Το αμπέλι μας στον Πόντο». Ο τίτλος και μόνο τον γοήτευσε κι άρχισε να ξεκοκαλίζει τις σελίδες του.

  Ρουφώντας τάχιστα κάθε ενότητα του μυθιστορήματος για τα αμπέλια, το μπόλιασμα, τον τρύγο και την ιδιαίτερη ζωή των ελλήνων στον Πόντο, έως τον ξεριζωμό τους, του έμεινε αλησμόνητη η αναφορά του συγγραφέα στην Παναγία Σουμελά.

  Μετά τις δοξολογίες και τα προσκυνήματα στις γιορτές του Ιούλη, της αγίας Κυριακής, του προφήτη Ηλία, της αγίας Μαρίνας, της αγίας Παρασκευής και του αγίου Παντελεήμονα, καθώς έμπαινε ο Αύγουστος, οι πιστοί οργάνωναν το πρόγραμμα της επίσκεψης στο ιστορικό και ιερό για τον Πόντο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά.

  Οι προετοιμασίες για την προσκυνηματική αυτή εκδρομή είχαν σε κάθε σπιτικό ιδιαίτερο χαρακτήρα. Οι άντρες εξέταζαν τις αλογοάμαξες, αν ήταν οι ρόδες τους γερές, οι άξονες κατραμισμένοι, αλειμμένοι με πίσσα δηλαδή, αν έπρεπε τα κανάτια τους να ξαναβαφούν, αν ο ζυγός και τα γκέμια ήταν εντάξει. Ύστερα περιποιούνταν από τα πεταλώματα μέχρι και τη χαίτη των αλόγων.

  Οι γυναίκες μεριμνούσαν για τα κρεβάτια, τα στρώματα και τα φαγητά, καθώς ανάλογα με την περιοχή από όπου θα ξεκινούσε κάποιος, το ταξίδι, μαζί με την  επιστροφή και το πανηγύρι, διαρκούσε ακόμη και επτά ημέρες.

  Πολλά τα χιλιόμετρα, πολλές οι αντιξοότητες της διαδρομής, οι ανηφόρες, οι κατηφόρες, οι στενές διαβάσεις, αλλά η αληθινή πίστη των Ποντίων τους έδινε τη δύναμη για να ανταπεξέλθουν και να φτάσουν στον προορισμό τους. Αμέτρητα αλογοάμαξα, βοιδόκαρα, δίτροχες σούστες, ιππείς, πεζοί κι ότι κινούμενο μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους, κατευθύνονταν προς το όρος Μελά, κοντά στην Τραπεζούντα.

  Σε μια τεράστια κοιλάδα στήνονταν μια κατασκήνωση με χιλιάδες προσκυνητές από την Σαμψούντα, την Κερασούντα, την Οινόη κι όλα τα μέρη του Πόντου. Μέσα σε ένα μαγευτικό τοπίο, ομορφιάς και αγιότητας, ένας-ένας, με σειρά και τάξη ανέβαιναν με υπομονή το δύσβατο και απόκρημνο μονοπάτι για να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, η αυτοσυγκέντρωση, η κατάνυξη, η ευλάβεια όλων ξεχώρισε. «Η πίστη δεν θέλει φανατισμό, δε ζητά ποτέ των απίστων το αφανισμό. Απαιτεί μονάχα βάθος… Βάθος κι όχι πάθος».

  Αυτό το οδοιπορικό των Ποντίων προς το όρος Μελά και οι συγκλονιστικές λεπτομέρειες της γιορτής της Παναγίας, εντυπωσίασαν τον Πάνο που μέχρι εκείνη τη στιγμή της ζωής του οι γνώσεις του για τον Πόντο ήταν μετρημένες και γενικές.

  Δυο φορές στη ζωή του βρέθηκε στο όρος Βέρμιο για να προσκυνήσει το ιστορικό, θρησκευτικό μνημείο. Η άγια εικόνα ενθρονίστηκε το 1952 στο ναό που χτίστηκε προς τιμή της Παναγίας.

  Πίστευε στο Θεό, προσεύχονταν και εκκλησιάζονταν όταν μπορούσε. Δεν τηρούσε με λεπτομέρειες το τυπικό της νηστείας, της εξομολόγησης και όλης της μυστηριακής ζωής της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας. Προσεύχονταν ταπεινά, χωρίς μεγάλους σταυρούς, έχοντας επίγνωση των αμαρτιών από τα δεσμά των οποίων αδυνατούσε να ελευθερωθεί. Στην ουσία όμως δεν μισούσε, απέφευγε το κακό και η συμπεριφορά του χαρακτηρίζονταν από φιλότιμο και καλοσύνη.

  Σπούδασε λογιστικά στη Θεσσαλονίκη, αλλά η ανεργία επηρέασε και τον δικό του κλάδο, με αποτέλεσμα σε τακτά χρονικά διαστήματα να αναζητά εργασία.

  Τα τελευταία πέντε χρόνια είχε βρει επαγγελματική στέγη σε μια ιδιωτική εταιρεία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας. Ιδιαίτερες οι συνθήκες και τα ωράρια εργασίας αλλά έδινε πάντα τον καλύτερο του εαυτό τιμώντας τα χρήματα που εισέπραττε, έχοντας κερδίσει ταυτόχρονα την εμπιστοσύνη των απαιτητικών αφεντικών του.

  Τον τελευταίο καιρό απασχολούνταν ως επί τω πλείστον στη νυχτερινή βάρδια. Είχε γίνει νυχτοπούλι μετατρέποντας τη νύχτα σε μέρα, μα και πάλι υπέμενε φέρνοντας εις πέρας κάθε αποστολή. Μαζί με τον Φώτη, τον συνάδελφο του, είχαν χτίσει ένα πετυχημένο, αχώριστο δίδυμο που ικανοποιούσε στο έπακρον τις απαιτήσεις της εταιρίας και κρατούσε στα ψηλά το καλό της όνομα στην τοπική κοινωνία.

  Μια τέτοια νύχτα του Οκτώβρη κι ενώ περιπολούσαν στους στόχους της αρμοδιότητας τους, κλήθηκαν να μεταβούν στον Ιερό Ναό του Αγίου Σάββα. Στη συγκεκριμένη εκκλησία, από τις μεσημεριανές ώρες, φιλοξενούνταν η εικόνα της Παναγίας Σουμελά, που με ιδιαίτερες τιμές και σε κλίμα συγκίνησης αφίχθη από το Βέρμιο για προσκύνημα. Θα παρέμενε στο ναό για μια εβδομάδα και πλήθος πιστών άρχισε να συρρέει για να λάβει την ευλογία της Μεγαλόχαρης.

  Είχαν περάσει είκοσι μέρες από τότε που είχε διαβάσει το βιβλίο, Το αμπέλι μας στον Πόντο, αλλά το άγχος της καθημερινότητας, η πίεση της δουλειάς και ο αιφνιδιασμός της στιγμής δεν του άφησαν περιθώρια για να συνδυάσει αμέσως την αναφορά του συγγραφέα στην Παναγία με την εικόνα που τώρα βρισκόταν τόσο κοντά του.

  Οι δυο φίλοι έλαβαν την εντολή από την υπηρεσία τους προκειμένου να συνδράμουν στη φύλαξη της εικόνας και με τη λήξη της αγρυπνίας να τη  συνοδεύσουν στο μητροπολιτικό ναό.

  Αφού προσκύνησαν με δέος και ευλάβεια, περίμεναν διακριτικά λίγο πριν την είσοδο του ναού. Ένας επίτροπος τους ενημέρωσε πως λίγο μετά τις μια θα λάμβανε χώρα η μεταφορά της εικόνας στη μητρόπολη, όπου και θα φυλάσσονταν κάθε βράδυ.

  Μόλις τελείωσε η αγρυπνία και αποχώρησε το πλήθος των πιστών, τους προσέφεραν τσάι και εδέσματα. Ο ιερέας του ναού τους ανήγγειλε πως ήταν πλέον η ώρα για την μεταφορά της εικόνας. Χρειάστηκε την συνδρομή τους και άμεσα έσπευσαν προς βοήθεια.

  «Θα χρησιμοποιήσω το όχημα μου για την μεταφορά αλλά κάποιος θα πρέπει να με βοηθήσει να την τοποθετήσουμε στο πίσω μέρος. Αυτό που με προβληματίζει είναι ότι θα χρειαστώ και ένα άτομο για να την κρατάει σταθερά μέχρι να αφιχθούμε στη μητρόπολη».

  Αντάλλαξαν ματιές συνεννόησης μεταξύ τους κι ο Φώτης πήρε άμεσα την πρωτοβουλία.

  «Πάτερ, ο Πάνος θα είναι μαζί σας μέσα στο αυτοκίνητο με την εικόνα στην αγκαλιά του και θα την προστατεύει. Εγώ θα σας συνοδεύω σε μικρή απόσταση. Όλα θα κυλήσουν ομαλά, θα το δείτε. Έχετε μας εμπιστοσύνη. Έχουμε την Παναγιά μαζί μας απόψε».

  Ο ιερέας ένοιωσε ασφάλεια και μαζί με τον Φώτη μετέφεραν την εικόνα στην αγκαλιά του Πάνου. Με το που την άγγιξε εκείνος ένα γλυκό ρίγος διαπέρασε ολόκληρο το κορμί του.

  Η εικόνας της Παναγίας Σουμελά στα χέρια μου. Ποιος θα το πίστευε… Θεέ μου, θαύμα. Σ΄ ευχαριστώ!

  Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ακόμη  τι είχε συμβεί. Αδυνατούσε να βάλει σε μια σειρά τα συναισθήματα. Τέτοια τιμή, τέτοιο δέος, τέτοια ευλογία; Δεν θα μπορούσε να το φανταστεί ούτε στο πιο τρελό του όνειρο. Κι όμως είναι πραγματικότητα. Δεν είναι όνειρο, δεν είναι ψέμα. Αυτό είναι ένα ζωντανό θαύμα που δεν μπορείς να το αποδείξεις, να το αναλύσεις, να το εξηγήσεις αν δεν το βιώσεις. Κι ο Πάνος βιώνει τώρα στιγμές απείρου κάλλους.

  Φέρνει στο νου του το μοναστήρι στην Τραπεζούντα του Πόντου και φιλτράρει ξανά τις σκηνές από το προσκύνημα των χιλιάδων πιστών, σκηνές που πρόσφατα διάβασε στο θεόσταλτο βιβλίο του Όμηρου Μαυρίδη. Κρατά στα χέρια του μια ιστορία δεκάδων αιώνων. Tην θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου ηλικίας 1700 ετών. Ένα έργο του Ευαγγελιστή Λουκά. Ποιος θα το πίστευε.

  Την κρατά σφιχτά, με σιγουριά και περηφάνια. Όχι δεν θα του την πάρει κανείς μέχρι να επιτελέσει το καθήκον του. Την προσέχει σαν τα μάτια του και κάτι παραπάνω. Είναι το ανεκτίμητο δώρο που του επιφύλασσε ο Θεός.

  Είναι μια μαγική, γλυκιά νύχτα απόψε. Όμοια της δεν έχει γευτεί. Είναι λουσμένος χαρά και κατάνυξη. Αυτά τα δέκα λεπτά της διαδρομής δεν θα τα λησμονήσει ποτέ. Σε τόσο περιορισμένο χρόνο αλέθει στο μυαλό του χιλιάδες σκέψεις, αισιόδοξος και περήφανος.

  Συλλογιέται και την μάνα του που έφυγε από την ζωή πριν λίγα χρόνια.

  Αχ…, μάνα μου, να ζούσες να με καμαρώσεις. Εύχομαι να χαίρεσαι κι εσύ από κει ψηλά. Προσεύχομαι για σένα.

  Με λαχτάρα αδημονεί μέχρι να ξημερώσει για να τα διηγηθεί όλα στη γυναίκα του και στα παιδιά του. Αγωνιά να τους ανταμώσει, να τους ασπαστεί, να τους αγκαλιάσει με πάθος, να μεταβιβάσει και στην οικογένεια του την ευλογία που αποκόμισε ο ίδιος.

  «Πάτερ μου θα σας ευγνωμονώ γι αυτή τη στιγμή. Η χάρη της Παναγίας να σας ακολουθεί πάντα στη ζωή σας»

  «Την ευλογία της να έχεις παιδί μου και να είσαι πάντα υγιής».

  Ανταλλάσσει λόγια ευγνωμοσύνης, υποκλίνεται προς τον εφημέριο και αν ήταν δυνατό θα εξομολογούνταν ευθύς αμέσως μπροστά του και στην εικόνα που έχει γαληνέψει το είναι του.

   Ένας κοινός θνητός, ένας αμαρτωλός, ένας φθαρτός, ασήμαντος άνθρωπος, απόψε έλαμψε από το θεϊκό φως και ευφράνθηκε η ψυχή του. Η συγκίνηση του είναι απερίγραπτη.

  Και πώς να μη συγκινείται άλλωστε όταν και πάλι με την ευλογία της Παναγίας γεννήθηκε ανήμερα δεκαπενταύγουστου και τον βάφτισαν Παναγιώτη. Ναι, αυτό είναι ένα θαύμα για τον Πάνο, είναι ένα μήνυμα από ψηλά. Είναι μήνυμα πίστης και ελπίδας που σίγουρα δεν περιγράφεται αν δεν το ζήσεις».

Γιάννης Τσαπουρνιώτης