H Γενεύη ήταν ένας ακόμη σταθμός! Ένας ακόμη σταθμός για το Κυπριακό Ζήτημα, τον οποίο (ευτυχώς) τον αφήνουμε πίσω μας, χωρίς κάτι ιδιαίτερο, απλά ως μια επιπρόσθετη ‘‘χρονική καταγραφή’’ στο πλούσιο πια ιστορικό παλίμψηστο των προσπαθειών πολιτικής διευθέτησης και ‘‘κανονικοποίησης’’ της κατάστασης στη μαρτυρική νήσο!
Με αφορμή, λοιπόν, τη διαβόητη ‘‘Πενταμερή της Γενεύης’’, είναι πολιτικά επωφελές και εθνικά ‘‘αυτοδιδακτικό’’ να ‘‘ξεσκουριάσουμε’’ τη ‘‘δομική σκάλα’’ του περίπλοκου και ακανθώδους αυτού ζητήματος με τη βοήθεια κάποιων σταράτων και αντικειμενικών στοχασμών. ‘‘Σκαλιά’’ δε τούτης της ‘‘συλλογιστικής δόμησης’’ προτείνω να είναι η εν γένει σημασία της Κύπρου στη γεωπολιτική ‘‘σκακιέρα’’ της περιοχής, η διαπραγματευτική αφετηρία της ελληνοκυπριακής πλευράς, ειδικά έτσι όπως αυτή έχει διαμορφωθεί υπό τα σύγχρονα δεδομένα, και αντίστοιχα το διαπραγματευτικό σημείο εκκίνησης της τουρκοκυπριακής πλευράς, η ιστορική αναδίφηση επί των τοποθετήσεων των Τούρκων και η συσχέτιση αυτών με τους τωρινούς ισχυρισμούς τους επί του ζητήματος, τα ευρύτερα γεωπολιτικά σχέδια των Τούρκων και εν τέλει (ως ‘‘πλατύσκαλο’’) το πιθανό περιεχόμενο μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης για το Κυπριακό.
Στο πρώτο σκαλί, που είναι η σημασία της Κύπρου, θα… αφήσω τον ιδιοφυή και πολυδιαφημισμένο Α. Davutoglu να μας ‘‘μιλήσει’’. Στο βαθυστόχαστο έργο του ‘‘Το στρατηγικό βάθος, η διεθνής θέση της Τουρκίας’’, ο Τούρκος πολιτικός και ακαδημαϊκός παρουσιάζει τη νήσο της Αφροδίτης ως σταθερή βάση και ‘‘οιονεί επιθαλάσσιο αεροπλανοφόρο’’ που είναι σε θέση να ελέγχει τις περιοχές του Περσικού Κόλπου και της Κασπίας και τις υδάτινες αρτηρίες του Άντεν και του Ορμούζ, οι οποίες αποτελούν τις σημαντικότερες υδάτινες περιοχές που συνδέουν την Ευρασία και την Αφρική.
Γράφει δε χαρακτηριστικά:‘‘Μια χώρα που παραμελεί την Κύπρο δεν είναι δυνατόν να έχει έναν αποφασιστικό λόγο στις παγκόσμιες και περιφερειακές εξελίξεις… Αυτό το μικρό νησί κατέχει μια θέση που μπορεί να επηρεάσει άμεσα τους στρατηγικούς συνδέσμους μεταξύ Ασίας και Αφρικής, Ευρώπης και Αφρικής και Ευρώπης και Ασίας.’’
Μάλιστα, ο πάλαι ποτέ διαμορφωτής των δογμάτων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής διατείνεται ότι αν αναλογιστεί κανείς ότι τα πετρέλαια της Μοσούλης και της Σαουδικής Αραβίας κατευθύνονται επίσης στην Ανατ. Μεσόγειο, καθίσταται πασιφανές ότι η κεντρική θέση που κατέχει αυτή η περιοχή (δηλ. η γύρωθεν της Κύπρου περιοχή), από την άποψη των ενεργειακών αξόνων της, θα αποτελέσει στο μέλλον τη βασικότερη παράμετρο του παγκόσμιου ανταγωνισμού!
Και καταλήγει:‘‘Καμία παγκόσμια και περιφερειακή δύναμη που κάνει στρατηγικούς υπολογισμούς στη Μέση Ανατολή, στην Ανατολική Μεσόγειο, στο Αιγαίο, στη Διώρυγα του Σουέζ, στην Ερυθρά Θάλασσα και στον Περσικό Κόλπο δεν μπορεί να παραμελήσει την Κύπρο’’.
Η δεύτερη στοχαστική κλίμακα περιλαμβάνει τη διαπραγματευτική αφετηρία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Κυπριακή Δημοκρατία, λοιπόν, είναι το μόνο βεβαίως διεθνώς αναγνωρισμένο κυρίαρχο κράτος στο νησί που έχει συνεπώς, βάσει της διεθνούς νομιμότητας, το αποκλειστικό δικαίωμα να ασκεί εξουσία στο σύνολο του εδάφους του νησιού, εκτός των οριοθετημένων περιοχών των βρετανικών βάσεων της Δεκέλειας και του Ακρωτηρίου. Είναι μέλος του ΟΗΕ, της ΕΕ, της Κοινοπολιτείας των Εθνών, του Συμβουλίου της Ευρώπης, του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Ειδικά, ως κράτος-μέλος της ΕΕ, εφαρμόζει το λεγόμενο ‘‘κοινοτικό κεκτημένο’’ (acquis communautaire), στο οποίο περιλαμβάνονται πέρα από τις ιδρυτικές ευρωπαϊκές Συνθήκες, τα 35 υποπλαίσια της δευτερογενούς ενωσιακής νομοθεσίας και τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (ΧΘΔΕΕ), το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και το Διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα. Οι Ελληνοκύπριοι έχουν υπογράψει και κυρώσει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας ενώ διατηρούν διπλωματικές σχέσεις με όλα σχεδόν τα κράτη ανά τις Ηπείρους της Γης.
Πέραν των παραπάνω, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει προβεί σε οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο το 2003 (η οποία συμπληρώθηκε το 2012), με τον Λίβανο το 2007 και με το Ισραήλ το 2010. Επί της κυπριακής ΑΟΖ έχει ήδη ανακαλυφθεί το κοίτασμα φυσικού αερίου ‘‘Αφροδίτη’’ το 2011, το κοίτασμα ‘‘Καλυψώ’’ το 2018 και το κοίτασμα ‘‘Γλαύκος’’ το 2019. Η Κυπριακή Δημοκρατία οριοθέτησε έτσι 13 θαλάσσια ‘‘οικόπεδα’’ και έχει συνάψει συμβάσεις με ενεργειακούς κολοσσούς του Πλανήτη, όπως οι αμερικανικές Exxon Mobil και Noble Energy, η ιταλική ENI, η γαλλική Total, η καταριανή Qatar Petroleum, η κορεάτικη Kogas, η βρετανική Shell και η ισραηλινή Delek, διότι ακριβώς η αξιοποίηση του υποθαλάσσιου ενεργειακού πλούτου της Λεκάνης της Λεβαντίνης, που σύμφωνα με αμερικανική γεωλογική έρευνα αντιστοιχεί σε 1,7 δισ. βαρέλια πετρελαίου και 3,5 τρισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου (https://www.aa.com.tr/en/economy/energy-resources-in-eastern-mediterranean-an-overview/1504786#) έχει κινήσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον!
Υπ’ αυτές τις εξελίξεις, η Κύπρος είναι εξέχον, κατ’ εμέ δε το κομβικότερο, μέλος του ‘‘Eastmed Gas Forum’’, το οποίο δεν αποτελεί απλά θεσμικό υποστύλωμα της ευρύτερης περιφερειακής ενεργειακής ασφάλειας αλλά συνιστά πολλαπλώς σημαίνον πλαίσιο γεωστρατηγικής συνέργειας σ’ όλη την περιοχή. Η Κύπρος διαδρά, παράλληλα, εντός των τριμερών ενεργειακών σχημάτων συνεργασίας ‘‘Κύπρου-Ελλάδας-Ισραήλ’’ και ‘‘Κύπρου-Ελλάδας-Αιγύπτου’’, από την Κύπρο θα περνούν οι διασυνδετήριοι αγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας ‘‘Euro Asia Interconnector’’ και ‘‘Euro Africa Interconnector’’ ενώ, από την άλλη πλευρά, η αμυντική θωράκιση του νησιού σαφώς και θα βελτιωθεί μετά την άρση του γνωστού εμπάργκο όπλων από τους Αμερικανούς.
Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει παγκοσμίως ισχυρό νόμισμα, το ευρώ, και άμεση, ευθεία και ακώλυτη πρόσβαση στην ενιαία εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά αλλά και στο λειτουργικό περίγραμμα όλων των διεθνών εμπορικών και όχι μόνο συμφωνιών της ΕΕ ανά τον Κόσμο. Διαθέτει την καλύτερη μελλοντική οικονομία στον Κόσμο, όσον αφορά τον ανταγωνισμό των νησιωτικών χωρών (https://www.fdiintelligence.com/article/77993), καθώς από το 2014 έως το 2018 άρχισαν να εκτυλίσσονται 153 (!) projects άμεσων ξένων επενδύσεων (FDI) στο νησί και η αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ την περίοδο 2016-2019 ήταν της τάξης του 5,4% (https://www.cyprusprofile.com/page/economy)! Δικαιούται δε και θα λάβει μέχρι το 2026, 3 δισ. ευρώ από το γνωστό πανευρωπαϊκό πρόγραμμα οικονομικής στήριξης ‘‘Next Generation EU’’.
Στον αντίποδα, η ‘‘Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου’’, το ψευδοκράτος δηλαδή που το 1983 η Τουρκία ανακήρυξε στο κατεχόμενο μετά την εισβολή του 1974 κυπριακό έδαφος, διαπραγματευτικά εκκινεί έχοντας την αναγνώρισή του μόνο από την Τουρκία και από απολύτως κανένα άλλο κράτος του Πλανήτη! To δε Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με το Ψήφισμα (Resolution) 541/1983 χαρακτηρίζει αυτήν την τουρκική ανακήρυξη ως παράνομη και ζητεί την ανάκλησή της, ενώ με τα Ψηφίσματα 353/1974 και 544/1983 ζητεί από τη διεθνή κοινότητα να μην αναγνωρίσει το εκτρωματικό προτεκτοράτο της Τουρκίας στο νησί.
Το τρίτο ‘‘σκαλί’’ συλλογισμού, είναι η σύγχρονη διαπραγματευτική θέση της τουρκοκυπριακής πλευράς και η νοηματική συσχέτισή της με τους διαχρονικούς ισχυρισμούς των Τούρκων και Τουρκοκυπρίων. Πριν, λοιπόν, τη σύναψη της Συμφωνίας Ζυρίχης-Λονδίνου του 1960, ήτοι πριν ακόμα γίνει κράτος η Κύπρος, η Τουρκία ζητούσε να γίνει ‘‘ομοσπονδία’’ στο νησί και η Ελλάδα αντέτεινε ότι η δημιουργία ενός τέτοιου πολιτειακού μορφώματος θα οδηγούσε πρακτικά στη διχοτόμηση. Στο δε σχέδιο Ανάν το οποίο υποστήριξε και τελικά αποδέχθηκε η τουρκοκυπριακή πλευρά (με το περίφημο 65% του σχετικού δημοψηφίσματος το 2004) προβλεπόταν ότι θα δημιουργούνταν μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία στο νησί, που στην ουσία θα αποτελούσε ένα υβριδικό σύστημα ανάμεσα στην ομοσπονδία και τη ‘‘χαλαρή’’ συνομοσπονδία. Μάλιστα, ακόμα και στις συνομιλίες των ετών 2015-17 που κατέληξαν στο ‘‘ναυάγιο’’ του Crans Montana το 2017, οι Τούρκοι συζητούσαν πάλι για ‘‘ομοσπονδία’’. Τώρα, όμως, αφήνοντας τους Έλληνες και Ελληνοκύπριους να υποστηρίζουν τα της ‘‘ομοσπονδίας’’ και ποιώντας οι ίδιοι μια ‘‘de facto επιχειρηματολογική μετατόπιση’’, ομιλούν φανερά και βοερώς για λύση δύο κρατών στο νησί, ως τη μόνη εφικτή διέξοδο στον βεβαρημένο καμβά των πολλαπλών και αποτυχημένων διμερών προσεγγίσεων και διαπραγματευτικών συνομιλιών.
Αναπόφευκτα, επομένως, στο τέταρτο ‘‘σκαλί’’ σκέψης αναφύεται ως απολύτως εύλογος ο προβληματισμός για τα ευρύτερα γεωπολιτικά σχέδια των Τούρκων και την ερμηνεία της στρατηγικής τους. Καταρχάς, λοιπόν, πιστεύω ότι οι Τούρκοι μετέρχονται την τακτική ‘‘της μεγάλης απόχης των μαξιμαλιστικών αξιωματικών θέσεων’’. Έτσι, στο πλαίσιο επίδειξης, υποτιθέμενα καλής θέλησης και της εύρεσης μιας συμβιβαστικής και κοινά αποδεκτής λύσης, μετά από μια φαινομενική υποχώρησή τους από την εξτρεμιστική και εντόνως εριστική σύγχρονη (μεταλλαγμένη) διαπραγματευτική τους θέση, επιχειρούν και θέλουν να μείνει τελικά στη δική τους ‘‘απόχη’’ κάτι πολύ καλύτερο ή ευνοϊκότερο απ’ αυτό που θα πετύχαιναν με ήπιες και προσγειωμένες προσεγγίσεις.
Κατευθύνοντας, συνεπώς, τη ‘‘λύση’’ του Κυπριακού πρακτικά στον σχηματισμό ενός υβριδικού ομοσπονδιακού (ή κάτι σαν ομοσπονδιακού) πολιτειακού μορφώματος (κάτι που ούτως ή άλλως διαχρονικά ήθελαν, άσχετα αν τελευταία περί άλλων τυρβάζουν) σκοπεύουν να έχουν άμεση πρόσβαση, χωρίς καν να είναι κράτος-μέλος της ΕΕ, σε όλο το κοινοτικό κεκτημένο και να βρίσκονται στην πλεονεκτική, στρατηγική θέση να αναμιγνύονται, με τη χρήση βέτο του ‘‘υπό γένεση ομόσπονδου (ή κάτι σαν ομόσπονδου) κράτους’’, στις διαδικασίες αποφάσεων της ΕΕ που αφορούν το παρόν και το μέλλον της. Παράλληλα, η Τουρκία θέλει φυσικά να βρει, μέσω του ελέγχου της Κύπρου, διέξοδο στην πρακτική συμμετοχή της στην αξιοποίηση του υποθαλάσσιου ενεργειακού πλούτου της Ανατ. Μεσογείου. Το τουρκολιβυκό σύμφωνο και το στρατηγικό θεώρημα της ‘‘Γαλάζιας Πατρίδας’’, εξάλλου, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα είδος ‘‘υλικής διεκπεραίωσης και διαχείρισης’’ του προτάγματος της Τουρκίας τουλάχιστον να έχει μερίδιο συμμετοχής και συνεπίδρασης στα ενεργειακά αποθέματα και τους ενεργειακούς διαδρόμους της γεωπολιτικά κομβικής περιφερειακής δομής ‘‘Ανατολική Μεσόγειος-Μέση Ανατολή-Βόρεια Αφρική’’.
Ταυτόχρονα, οι Τούρκοι ελέγχοντας την (μη) οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου θα προσπαθήσουν να καταστήσουν οριστική την ιστορική ρηγμάτωση των δύο προπατορικών πόλων του Ελληνισμού, της Ελλάδας και της Κύπρου, όχι μόνο με τη μορφή της γεωγραφικής ασυνέχειας ή χωροθετικής αποκοπής τους αλλά και δια της γεωπολιτικής απίσχνασης των ιστορικών και πολιτισμικών δεσμών των δύο αυτών κοιτίδων (του Ελληνισμού).
Έτσι, δεν είναι διόλου τυχαίο που ο A. Davutoglu γράφει: ‘‘Ακόμη και αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό Ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου.’’
Εν τέλει, έπειτα απ’ όλα τα ανωτέρω, στο πέμπτο και τελευταίο σκαλί των στοχασμών, βρίσκεται η κρίση επί της δίκαιης και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού, δηλαδή της λύσης που θα στηρίζεται στη διεθνή νομιμότητα και θα προέρχεται μέσα από την ιστορικο-πολιτική εξέλιξη του όλου Ζητήματος. Προσωπικά, νομίζω ότι μια τέτοια λύση έχει βάση τριπυλωνική και ειδικότερα ότι πρέπει να στηρίζεται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας (πρώτον), στα Ψηφίσματα του ΟΗΕ (δεύτερον) και στο κοινοτικό κεκτημένο (τρίτον).
Κατά πρώτον, διότι το Κυπριακό Σύνταγμα είναι το ‘‘γενετικά’’ γνήσιο και ιστορικά αυθεντικό πολιτειακό ‘‘τέκνο’’ της Συνθήκης της Ζυρίχης και του Λονδίνου του 1960, σύμφωνα με την οποία η Κύπρος έπαυσε να αποτελεί βρετανική αποικία και ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος. Σ’ αυτό το επίπεδο, συζητήσιμο ίσως θα ήταν κατά πόσο θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην ‘‘έντιμη’’ λύση κάποια από τα γνωστά ‘‘13 σημεία’’ του Μακάριου (πχ εγκαθίδρυση ενιαίων αντί χωριστών Δήμων, ενοποίηση αντί του διαχωρισμού στην απονομή της Δικαιοσύνης).
Κατά δεύτερον, διότι τα Ψηφίσματα του ΟΗΕ αποτυπώνουν τον βαθύ ειρμό σκέψης και παράλληλα των πολιτικών βουλητικών αιτημάτων της διεθνούς κοινότητας επί του κυπριακού ζητήματος σε επίπεδο διαχρονικό. Μάλιστα, από τα 69 Ψηφίσματα (Resolutions από το 1960 μέχρι το 1994), τα περισσότερα έχουν ένα κοινό, χτυπητό στο μάτι του κάθε πολιτικού οποιασδήποτε χώρας αλλά και του όποιου μελετητή, χαρακτηριστικό. Ομιλούν για ενιαία (και όχι ‘‘διασπασμένη’’) κυριαρχία (sovereignty) στο νησί, για ενιαία (και όχι ‘‘κατατετμημένη’’) εδαφική επικράτεια (territorial integrity), για ανεξαρτησία (και όχι εδαφο-πολιτικό διαμοιρασμό) του κυριαρχικά ενιαίου κυπριακού κράτους (independence) και για ουδετερότητα (non–alignment) της Κύπρου (και όχι φυσικά δορυφοροποίηση) έναντι και των καταγωγικών κρατών των εθνοτήτων του πληθυσμού της αλλά και έναντι των διεθνών συστημικών δυνάμεων. Αυτές οι τέσσερεις, λοιπόν, έννοιες συνιστούν τα δομικά εννοιολογικά θεμέλια και για μια σύμφωνη με την παγκόσμια νομικο-πολιτική τάξη πραγμάτων διαπραγμάτευση των δύο πλευρών, της ελληνικής με την τουρκική, αλλά και για την προώθηση μιας βιώσιμης, σεβόμενης το ιστορικό υπόβαθρο του ζητήματος και διεθνο-πολιτικά ισορροπημένης λύσης του Κυπριακού.
Κατά τρίτον, διότι αν το κοινοτικό κεκτημένο τεθεί ως βάση για τη δημιουργία ενός σύγχρονου ‘‘νομικο-πολιτικού πλάσματος’’ όσον αφορά την καθολική κυπριακή πραγματικότητα, τότε η λύση του Κυπριακού μετάγεται αυτομάτως και αγόγγυστα από το ‘‘γεωπολιτικά υδαρές εκμαγείο’’ των διμερών, δικοινοτικών ελληνοτουρκικών σχέσεων στο θεσμικά συμπαγές και διεθνοπολιτικά στιβαρότερο πεδίο των ευρω-τουρκικών σχέσεων, στο οποίο μπορεί να σμιλευθεί μια λύση ισχυρής αξιοπιστίας και μεγαλύτερης σταθερότητας. Υπ’ αυτήν την προοπτική, θα γίνει και η άρση του περίφημου ‘‘Πρωτοκόλλου 10’’ της ΕΕ για την Κύπρο (με βάση το οποίο αναστέλλεται η εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου στις περιοχές που η Κυπριακή Δημοκρατία ‘‘δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο’’, που είναι κατεχόμενες δηλαδή).
Η δίκαιη και βιώσιμη λύση πάντως είναι μια λύση μακριά από την όποια διχοτόμηση και μακριά από τις καινοφανείς ρητορείες του Tatar περί δύο κρατών που ‘‘πατούν’’ στο ιστορικό εφαλτήριο του ‘‘Σχεδίου Macmillan’’ (1958). Eίναι μια λύση που αφορά ένα κράτος, μια εδαφική ενιαία επικράτεια, μια υπηκοότητα, μια διεθνή εκπροσώπηση, ένα νόμισμα, μια Βουλή με αναλογία 70/30 υπέρ των Ελλήνων Βουλευτών έναντι των Τούρκων, ένα ανώτατο (συνταγματικό) δικαστήριο, μια δημόσια διοίκηση με την ακριβώς ίδια άνω αναλογία ως προς τους δημοσίους υπαλλήλους και δύο Κοινότητες με τις αντίστοιχες δύο ‘‘Συνελεύσεις Κοινοτήτων’’, μια που Έλληνες και Τούρκοι υπήρξαν ιστορικά οι ‘‘συνγεννήτορες’’ του σύγχρονου κυπριακού κράτους. Και φυσικά μια τέτοια λύση έχει να κάνει και με την επιστροφή όλων των ξεριζωμένων στα πατρώα τους εδάφη, με την απόδοση των περιουσιών τους και των σχετικών αποζημιώσεων, με την αποχώρηση του στρατού κατοχής, η ύπαρξη του οποίου παραπέμπει αν όχι σε βάρβαρες αντιλήψεις, τουλάχιστον σε ένα ανελεύθερο και μιλιταριστικό status στο νησί και εν τέλει και με την κατάργηση του πλέον ιστορικά συμπλεγματικού και πολιτικά αναχρονιστικού πλαισίου των εγγυήσεων.
Εν κατακλείδι, δύο είναι, θαρρώ τα κορυφαία ‘‘μηνύματα’’ μετά τα παραπάνω: Πρώτον, δεν υπάρχει κανένας λόγος, ειδικά στην τρέχουσα συγκυρία, να προσφερθεί καμία ‘‘σανίδα σωτηρίας’’ στον Ερντογάν. Και δεύτερον, κανείς και για κανέναν λόγο, όταν ομιλεί, όταν γράφει, όταν σκέφτεται ή όταν διαπραγματεύεται για το Κυπριακό, δεν πρέπει να ξεχνά τα λόγια του αλησμόνητου Τάσου Παπαδόπουλου για το Σχέδιο Ανάν: ‘‘Παρέλαβα κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω «Κοινότητα» χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα’’. Οτιδήποτε άλλο, έχω την εντύπωση ότι θα κάνει τα κόκκαλα της ιστορικής αυτής μορφής όχι μόνο των Κυπρίων αλλά και ολάκερου του Ελληνισμού να ‘‘τρίζουν’’ μέσα στον τάφο του…
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science