Η σχολική επιθετικότητα είναι ένα φαινόμενο το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Αποτελεί ένα φαινόμενο με ολοένα και αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισης και με ποικίλες ψυχολογικές, κοινωνικές και ακαδημαϊκές επιπτώσεις τόσο για τα θύματα όσο και για τους θύτες. Είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί ότι σημεία επιθετικότητας ανάμεσα σε μαθητές έχουν παρατηρηθεί και παλαιότερα.
Ένας στους τρεις μαθητές, είτε σαν ενεργητικός, είτε σαν παθητικός δέκτης, βιώνει καθημερινά φαινόμενα σχολικής επιθετικότητας, ενώ δυο στους τρεις μαθητές που βίωσαν «ενεργητική» επιθετική συμπεριφορά γνωστοποιούν τη δυσάρεστη εμπειρία τους στους γονείς και τους δασκάλους τους (Καλλιώτης, 2002).
Η βία (violence), και η αντικοινωνική συμπεριφορά (antisocial behavior) συγχέονται και τείνουν να περιληφθούν στον όρο εκφοβισμός (bullying). Ο όρος αυτός εφαρμόστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και χρησιμοποιείται ευρέως και στην αμερικάνικη βιβλιογραφία. Στην Ευρώπη, με εξαίρεση την Ολλανδία και τις σκανδιναβικές χώρες, παραμένει η διάκριση των όρων ανάμεσα στη βία και την κακομεταχείριση. Η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ιταλία και άλλες χώρες της Κεντρικής και Νότιας Ευρώπης δεν έχουν αντίστοιχο όρο για το bullying και χρησιμοποιούν τον όρο βία.
Σύμφωνα με τον Olweus (1999, στο Ψάλτη, 2006) ο εκφοβισμός προκύπτει χωρίς εμφανή πρόκληση και χαρακτηρίζεται από την εσκεμμένη άσκηση βίας η οποία επαναλαμβάνεται ανάμεσα σε δύο άτομα και συνήθως χαρακτηρίζεται από ανισότητα δύναμης (Ψάλτη, 2006). Σύμφωνα με την Besag (1989, στο Συγκολλίτου, 2002) η σχολική επιθετικότητα ορίζεται ως «επαναλαμβανόμενη επίθεση – φυσική, ψυχολογική, κοινωνική, λεκτική- απο εκείνους που είναι σε θέση ισχύος σε εκείνους που είναι αδύναμοι να αντισταθούν, με την πρόθεση να προξενήσουν δυστυχία για το δικό τους καλό και για τη δική τους ευχαρίστηση».
Επιπλέον, ο Farrington (1993, στο Καλλιώτης και άλλοι 2002), συνδυάζοντας τις ερμηνείες διαφορετικών ερευνητών σε μια προσπάθεια ενός καθολικού και κοινά αποδεκτού ορισμού υποστηρίζει ότι: «Η σχολική επιθετικότητα έχει τα παρακάτω στοιχεία: 1) φυσική, λεκτική ή ψυχολογική επίθεση ή προσβολή. 2) Πρόθεση να προκαλέσει φόβο, ανησυχία ή πόνο στο θύμα. 3) Περιλαμβάνει μια ανισορροπία ισχύος με το δυνατότερο παιδί να πιέζει το αδύναμο. 4) Δεν προκαλείται από το θύμα. 5) Επαναλαμβάνεται απο τα ίδια τα παιδιά για μεγάλη χρονική διάρκεια». (Καλλιώτης και άλλοι 2002).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, συμπεραίνουμε πως η σχολική επιθετικότητα αφορά σε περιστατικά άμεσης και έμμεσης βίας που λαμβάνουν χώρα ανάμεσα σε μαθητές στο σχολικό πλαίσιο και προκαλούν σημαντικά συναισθήματα δυσφορίας και ψυχολογικής πίεσης στο μαθητή που βρίσκεται στο ρόλο του θύματος. Η διάρκεια και η επανάληψη της βίαιης συμπεριφοράς από τον θύτη, όπως επίσης και η ύπαρξη διαφοράς στη «δύναμη» (σωματική, κοινωνική κ.ο.κ.), ανάμεσα σε θύτη και θύμα, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί μια σκηνή επιθετικής συμπεριφοράς ως σχολική επιθετικότητα. Επομένως, η διαφορά ανάμεσα στην σχολική επιθετικότητα, από έναν καυγά ανάμεσα σε μαθητές, είναι ότι η σχολική επιθετικότητα έχει χρονική διάρκεια και συνέχεια και είναι στοχευμένη σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Επιπλέον, ο μαθητής – θύτης βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με το μαθητή – θύμα.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο με ένα κλικ εδώ publishing.gr
Ειρήνη Δενδρινού
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – Ψυχοθεραπεύτρια
MSc Applied Clinical Psychology
University of Central Lancashire