Φορητή εικόνα του “αγίου Διονυσίου του έν Ολύμπω” στην Κύπρο – Γράφει ο φιλόλογος Αρχαιολόγος Ιωάννης Τζιόλας

Απόψεις

Όταν το έτος 2006, επισκέφθηκα ως εκπαιδευτικός μαζί με το σχολείο μου την Κύπρο, με έκπληξη είδα (στο εκκλησιαστικό μουσείο Λάρνακας) μία μεταβυζαντινή εικόνα, με τον “άγιο Διονύσιο τον έν Ολύμπω”. Μετά από έρευνα παρατήρησα, πως καμία εκκλησία της Πιερίας, δεν είχε αντίγραφο της εικόνας αυτής.

Έχοντας υπόψη, το άρθρο του αρχαιολόγου Χριστόδουλου Χατζηχριστοδούλου, που ασχολήθηκε με την ιστορία και την περιγραφή της εικόνας, (στον τόμο ΛΕΠΕΤΥΜΝΟC, μελέτες αρχαιολογίας, στη μνήμη του Γ. Γούναρη, εκδόσεις Σταμούλη, Θεσ/νίκη 2018), καθώς και ιστορικά στοιχεία από τη δική μου έρευνα, σκέφτηκα να τα παρουσιάσω, για πρώτη φορά στο ευρύτερο κοινό της Πιερίας.

Πρόκειται για εικόνα (διαστάσεων 36,4εκ. Χ 26,5εκ. Χ 2,6εκ), στην οποία απεικονίζεται σύμφωνα με τη συνοδευτική επιγραφή “Ο ΆΓΙΟC ΔΙΟ- ΝΎCIOC/ ό έν ολύμπω”. Κάτω από το δεξί του χέρι του αγίου, υπάρχει απώλεια ζωγραφικής επιφάνειας. Ο άγιος Διονύσιος, εικονίζεται σε χρυσό βάθος μέχρι τους μηρούς, στραμμένος προς τα αριστερά, με ενδυμασία μοναχού. Παριστάνεται σε ώριμη ηλικία με μακρύ (λεπτό) σχετικά μουστάκι, με καστανή μακριά γενειάδα και με λεπτά χαρακτηριστικά προσώπου. Στο μέτωπό του διακρίνονται ρυτίδες, ενώ «η μύτη σχεδιάζεται με λεπτότητα και αποδίδεται σαν να έχει ιδωθεί από το πλάι». Το ύφος του είναι σοβαρό, αλλά μειλίχιο.

Φορεί “ράσο” κυανού χρώματος με φαρδιά μανίκια, βαθυκύανο “ανάλαβο” διακοσμημένο με λευκούς σταυρούς και πτυχωτό “ηγουμενικό μανδύα” καφέ χρώματος. Ο άγιος υψώνει μπροστά στο στήθος, το δεξιό χέρι σε σχήμα ευλογίας. Στο αριστερό κρατά ομοίωμα κυκλικού ναού με πέντε τρούλους και ανοιχτό ενεπίγραφο ειλητάριο, στο οποίο αναγράφεται η φράση «ΜΑΚΑ΄ΡΙ/ΟC ANHP/ ό ΦΟΒΟΥ΄/μενος τόν Κύριον».  Το ομοίωμα που κρατά ο άγιος, αποδίδει προφανώς το “πεντάτρουλο καθολικό”, το οποίο ανήγειρε στη μονή που βρίσκεται στον Όλυμπο και που φέρει σήμερα το όνομά του, ενώ είναι και το χαρακτηριστικό σύμβολο, σε όλες σχεδόν τις απεικονίσεις του.

Ο κυκλικός ναΐσκος που βρίσκεται στην εικόνα μας, πατά σε βάση με δύο βαθμίδες. Στο κυλινδρικό σώμα του ναΐσκου, διανοίγεται ένα ορθογώνιο παράθυρο και μία τοξωτή θύρα, χωρίς πόρτα, (ο άγιος, όταν πορεύθηκε στη “Σκήτη του Καρακάλου” έχτισε ναό αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα και κελί. Ήταν ακτήμων και η πόρτα στο κελί του δεν είχε κλειδαριά. Πιθανόν ο ζωγράφος να γνώριζε το γεγονός αυτό και να ζωγράφισε συμβολικά το ναό, χωρίς πόρτα).

Περιμετρικά ο χώρος γύρο από το παράθυρο διακοσμείται με φυτικό διάκοσμο. Η στέγη του είναι καλυμμένη με χρυσές πλάκες. Σε κάθε τρούλο διακρίνονται τρία τοξωτά παράθυρα, εκ των οποίων τα κεντρικά είναι ψηλότερα και φαρδύτερα. Πολύχρυσοι επίσης είναι και οι πέντε τρούλοι του. Ο άγιος στο κεφάλι φορεί “μαύρο επανωκαλύμμαυχο” (μαύρο κάλυμμα από ύφασμα που φέρουν οι άγαμοι κληρικοί ως διακριτικό της μοναχικής τους ιδιότητας) με λευκό σταυρό, που περιβάλλεται από ερυθρό διάστικτο φωτοστέφανο.

Η εικόνα σύμφωνα με τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά της, μοιάζει με αντίστοιχα έργα, «εργαστηρίου κολακιωτών ζωγράφων» από την “Κολακιά της Μακεδονίας”, ενώ δεν είναι γνωστή στη βιβλιογραφία, άλλη εικόνα του εργαστηρίου αυτού, στην Κύπρο. Για το πώς έφτασε στην Κύπρο, η εικόνα αυτή, δεν υπάρχει καμιά πληροφορία. Η εικόνα φαίνεται ότι δωρίθηκε, στο ναό του αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα, όπου και κατέληξε σήμερα στο εκκλησιαστικό του μουσείο.

Από τον βίο του αγίου Διονυσίου γνωρίζουμε ότι, ο άγιος επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους, για προσκύνημα. Όταν αυτό πραγματοποιήθηκε, τότε ο άγιος έλαβε μεγάλη ψυχική χαρά και ωφέλεια. Πιθανώς το καράβι του, καθ’ οδόν προς τους Αγίους Τόπους, να σταμάτησε, (όπως συνηθιζόταν) στο “αρχαίο Κίτιο” (σημερινή Λάρνακα – Κύπρου) και έτσι εις ανάμνηση του γεγονότος αυτού, να τοποθετήθηκε η εικόνα, στον εν λόγω ναό.

Σύμφωνα με την παράδοση, ο άγιος Λάζαρος ήταν τριάντα ετών το 33 μ.Χ. (όταν ο Χριστός τον ανέστησε εκ νεκρών). Ο Λάζαρος αναγκάστηκε να ζητήσει καταφύγιο στο “ Κίτιο της Κύπρου”, γιατί οι αρχιερείς και οι φαρισαίοι τον αναζητούσαν για να τον θανατώσουν. Εκεί έζησε και άλλα τριάντα χρόνια και «κοιμήθηκε» γύρω στο 63 μ.Χ. σε ηλικία εξήντα ετών. Στο “αρχαίο Κίτιο” λοιπόν, τον συνάντησαν οι Απόστολοι Παύλος & Βαρνάβας, όταν ήρθαν στην Κύπρο το 45 μ.Χ. και τον χειροτόνησαν «πρώτο Επίσκοπο Κιτίου». Εποίμανε το ποίμνιό του για δεκαοχτώ χρόνια (45-63 μ.Χ.), οπότε «κοιμήθηκε» για δεύτερη φορά και ετάφη στο “Κίτιο”, (σημερινή Λάρνακα) εκεί όπου σήμερα υψώνεται ο βυζαντινός ναός του.

Ο “ναός του αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα”, ήταν από πολύ παλιά, γνωστός στο χριστιανικό κόσμο και αποτελούσε, μέχρι και τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, απαραίτητο συμπλήρωμα στο προσκύνημα των Αγίων Τόπων. Ο άγιος Διονύσιος αισθάνονταν ιδιαίτερο σεβασμό για τον άγιο Λάζαρο και προς τιμή του οποίου, οικοδόμησε στον Όλυμπο «σπηλαιώδη ναό».

Εκείνο που γνωρίζουμε με βεβαιότητα, είναι ότι εικόνες από τη Μακεδονία, (κυρίως από το Άγιο Όρος), μεταφέροντα στην Κύπρο, για να στολίσουν τους ναούς και να ανανεώσουν τη διακόσμησή τους. Έτσι, η “εικόνα του αγίου Διονυσίου που βρίσκεται στο μουσείο του αγίου Λαζάρου”, θα πρέπει να αποδοθεί σε «κολακιώτικο εργαστήριο», πιθανώς εκείνο του Δημ. Λάμπου και χρονολογείται στο 1847 (σύμφωνα με την αφιερωματική επιγραφή – όπου η ανάγνωση έγινε από τον Κ. Γερασίμου).

Ο άγιος Διονύσιος, σύμφωνα με τον βίο του, κοιμήθηκε στο «σπήλαιο του αγίου Λαζάρου στον Όλυμπο», ενώ συνήθιζε να ονοματίζει τις γύρω από το μοναστήρι του Ολύμπου περιοχές, με ονόματα των Αγίων Τόπων, όπως «Γολγοθάς», «άγιος Λάζαρος» , «Μέγα Σπήλαιο», κλπ.

Ας ελπίσουμε πως το άρθρο αυτό, θα αποτελέσει την αφορμή, ώστε να ενημερωθούν οι αρμόδιοι φορείς, για την ύπαρξη της εικόνας αυτής, η οποία μας θυμίζει την “επίσκεψη του αγίου Διονυσίου στους Αγίους Τόπους” και ότι παρόμοια εικόνα δεν υπάρχει (μέχρι σήμερα) σε καμία εκκλησία της Πιερίας . . . . με την ελπίδα ότι στο μέλλον θα μεριμνήσουν, για τη δημιουργία λατρευτικών αντιγράφων της μεταβυζαντινής εικόνας μας, που θα κοσμούν τα μοναστήρια και τις εκκλησίες της Ιεράς Μητρόπολης Κίτρους, Κατερίνης & Πλαταμώνος.