Μια είδηση που δυνητικά είναι σε θέση να αλλάξει τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου καλοδεχθήκαμε πριν λίγο καιρό. Η πρεσβεία του Ισραήλ στην Ελλάδα ανακοίνωσε επισήμως την ολοκλήρωση της συμφωνίας, ύψους 1,68 δισ. δολαρίων, μεταξύ των δύο χωρών για τη δημιουργία και λειτουργία (στην Καλαμάτα) Σχολής Πολεμικής Αεροπορίας, με τη μορφή εκπαιδευτικού κέντρου, για την Ελληνική Πολεμική Αεροπορία. Η Ελλάδα, επιπροσθέτως, θα προμηθευτεί 10 αεροσκάφη τύπου Μ-346 από το Ισραήλ, το οποίο θα αναλάβει τη συντήρηση των αεροσκαφών Τ-6 (Efroni) και την παροχή προσομοιωτών, εκπαίδευσης και υλικοτεχνικής υποστήριξης.
Σταθμίζοντας κριτικά τη συγκεκριμένη συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών, είναι εξαιρετικά σημαντικό να εντοπίσουμε, κινούμενοι σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συλλογιστικής, συγκεκριμένους λόγους που την καθιστούν πέρα από διμερή συνεργατική δομή, πιθανόν και μια ‘‘ειδικού βάρους γεωπολιτική μεταβλητή’’ για τις διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις.
Πρώτον, λοιπόν, η συμφωνία με το Ισραήλ είναι βαρύνουσας σπουδαιότητας καθώς το γεγονός ότι αυτό (δηλαδή το Ισραήλ), ως χώρα εντασσόμενη χωρικά στη δική μας γεωγραφική ‘‘γειτονιά’’ και ως έχουσα συμφέροντα και στρατηγικές στοχεύσεις στο ίδιο με το δικό μας χωροθετικό πλαίσιο, ήτοι στο γνωστό πλαίσιο της Ανατολικής Μεσογείου, από μόνο του (το γεγονός αυτό) δίδει την κομβική δυνατότητα στην όποια συνεργασία μας να δρα πολλαπλασιαστικά ως προς την ενίσχυση και του δικού μας ‘‘γεωπολιτικού εκτοπίσματος’’ στην περιοχή και την προβολή και διεκδίκηση των εθνικών γεωστρατηγικών και γεωοικονομικών μας στοχεύσεων. Η σύμπλευσή μας με μια δυνατή και οργανωμένη χώρα, που κι αυτή επηρέασε αποφασιστικά τον Ρου της Ανθρώπινης Ιστορίας, δεν μπορεί παρά να είναι, prima facie τουλάχιστον, ‘‘ευοίωνη προοπτική’’ και συγκριτικό στρατηγικό πλεονέκτημα.
Δεύτερον, αυτή η (αμυντική) συμφωνία μας έρχεται ως ‘‘επικάλυψη’’ και ‘‘επίρρωση’’ ενός ήδη υφιστάμενου ‘‘υποστρώματος συνεργασίας’’ ανάμεσα στις δύο χώρες στον εξαιρετικά σημαντικό και για εμάς αλλά και για το μέλλον της Ανθρωπότητας τομέα της ενέργειας και ενεργειακής, περιφερειακής ασφάλειας. Μαζί με το Ισραήλ, και την Κύπρο βεβαίως, έχουμε ήδη συνυπογράψει στις αρχές του προηγούμενου έτους, μια άλλη ‘‘κορυφαία’’ συμφωνία, ήτοι αυτήν που αφορά την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου ‘‘Eastmed’’. Από τότε, συλλειτουργούμε όλοι μαζί στο πλαίσιο του λεγόμενου ‘‘Eastmed Gas Forum’’ και δη, το κυριότερο, όχι μόνοι και ερμητικά ‘‘κλειστοί’’ από τα διεθνή τεκταινόμενα, αλλά με τη συμμετοχή της Αιγύπτου, της Ιταλίας, της Ιορδανίας και της Παλαιστινιακής Αρχής, καθώς και υπό το ‘‘βλέμμα’’, ως μονίμων παρατηρητών του forum, της ΕΕ, των ΗΠΑ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ). Συνεπώς, με το Ισραήλ αποκτήσαμε ήδη από κοινού και ρόλο και φωνή και στο ενεργειακό παίγνιο της περιοχής αλλά και σε διαδιεθνικά ενεργήματα στην Ανατ. Μεσόγειο που σίγουρα θα επηρεάσουν τη ‘‘μοίρα’’ των κρατών που απαρτίζουν τον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της.
Επιπλέον, ας μην λησμονείται ότι η Ελλάδα και το Ισραήλ από κοινού προσβλέπουν στη δημιουργία και περάτωση του επονομαζόμενου ‘‘Ευρωασιατικού Διασυνδετήριου Αγωγού’’ (Euro-Asia Interconnector), ο οποίος θα αποτελέσει ένα καθοριστικό σύστημα σύνδεσης των ηλεκτρικών δικτύων της Ελλάδας, του Ισραήλ και της Κύπρου για τη μεταφορά ηλεκτρικού ρεύματος στον ευρωπαϊκό ηπειρωτικό κορμό. Αν και όταν ολοκληρωθεί τούτο το έργο, θα συνιστά τη μεγαλύτερη υποθαλάσσια καλωδιακή διασύνδεση στον Κόσμο!
Τρίτον, η εν λόγω αμυντική συμφωνία συνιστά ‘‘καλής πάστας συγκολλητική ουσία’’ και για τα τριμερή συνεργατικά σχήματα Ελλάδας – Ισραήλ – Κύπρου και Ελλάδας – Ισραήλ – Αιγύπτου, επίσης στον τομέα της ενέργειας. Πέραν δηλαδή της ύπαρξης ενός ευρύτερου πλαισίου ενεργειακής συνεργασίας, όπως είναι αυτό που επέφερε το εγχείρημα για τη δημιουργία του Eastmed, τα παραπάνω ενεργειακά σχήματα προσέδωσαν ήδη περισσότερη εξειδίκευση στις σχέσεις μεταξύ των συμμετεχόντων στα σχήματα χωρών αλλά και μεγαλύτερη δυναμική στη σμίλευση και εξέλιξη των οραμάτων τους στην περιοχή. Η αμυντική συνεργασία, λοιπόν, ανάμεσα στην Ελλάδα και το Ισραήλ, τελούσα σε συνάρτηση με τη γενικότερη αλλά και πιο εξειδικευμένη συνεργασία των δύο χωρών στο πεδίο της ενέργειας, ωθεί πρακτικά προς την ακολούθηση ενός συντονισμένου και συμβαδίζοντος ‘‘στρατηγισμού’’ των δύο χωρών στην ευαίσθητη περιοχή στην οποία τους έλαχε να κείτονται.
Τέταρτον, με δεδομένο ότι η ιστορική επαναβίωση των σχέσεων του Ισραήλ με τα ΗΑΕ αποτελεί ένα ελπιδοφόρο ‘‘γεωπολιτικό άνοιγμα’’ του Ισραήλ στον αραβικό κόσμο, παρέχεται η πρόσφορη εκ της συγκυρίας αυτής ευκαιρία στην Ελλάδα να βασίσει σ’ αυτήν την εξέλιξη την εκ μέρους της αξιοποίηση του Ισραήλ ως ‘‘συνδέσμου’’ της με τον αραβικό κόσμο. Τα στρατηγικά συμφέροντα ορισμένων χωρών του αραβικού στερεώματος, ιδίως των ΗΑΕ και της Σαουδικής Αραβίας, σε συμπλέοντα παραλληλισμό με αυτά του Ισραήλ, επιβάλλουν την ουσιαστικότερη προσέγγιση μεταξύ του Ισραήλ και των χωρών αυτών, προκειμένου να αντισταθμίσουν την προκλητική τουρκική επιθετικότητα και κυρίως τον εμφανή, στο επίπεδο του Ισλάμ, τουρκικό θρησκευτικό ηγεμονισμό. Από τις εξελίξεις αυτές μπορούμε να επωφεληθούμε κι εμείς, προφανώς, γι’ αυτό και η συνεργασία με το Ισραήλ στον στρατιωτικό τομέα κάθε άλλο παρά αλυσιτελής και άστοχη μπορεί να θεωρηθεί, ειδικά υπό τις τρέχουσες εξελίξεις.
Επιπλέον, αλλά χωρίς να αποδίδεται σε τούτο ήσσων σημασία, δεν πρέπει να παρακάμπτουμε το γεγονός ότι στο Ισραήλ εδράζεται το ελληνόφωνο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων, με το οποίο το ελληνικό κράτος έχει πάγιους και άρρηκτους δεσμούς και το οποίο ‘‘κατοχυρώνει’’ την ελληνική παρουσία στην περιοχή. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα εκμεταλλευόμενη την πρόοδο στις ισραηλινο-αραβικές σχέσεις και υπό την επιθυμητή και κρίσιμη αρωγή των δύο άλλων Πατριαρχείων της περιοχής, αυτού Αλεξάνδρειας και αυτού της Αντιόχειας, μπορεί να επιταχύνει και ίσως επιτύχει την εκ νέου προσέγγιση μεταξύ αυτής (της Ελλάδας δηλαδή) και όλων των αραβόφωνων Χριστιανών, κάτι το οποίο είναι θρησκειολογικά δέον και γεωπολιτικά αποδοτικό και σπουδαίο.
Πέμπτον, με δεδομένο αφενός ότι το Ισραήλ παραδοσιακά διατηρεί καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ και εξασκεί ισχυρό ‘‘lobbying’’ εκεί και αφετέρου η νέα διοίκηση Biden θα θελήσει, τουλάχιστον σε έναν βαθμό, να επαναμιχθεί στην περιοχή, υποστηρίζοντας τα συμφέροντα του Ισραήλ, ευνοείται, στην παρούσα φάση, μια άκρως καθοριστική σμίλευση ενός τριμερούς συνεργατικού σχήματος (ΗΠΑ- Ελλάδα- Ισραήλ) που δεν θα αντικαταστήσει αλλά θα επικαλύψει τις κλασικές διμερείς διεθνείς σχέσεις (Ελλάδας- ΗΠΑ και Ισραήλ – ΗΠΑ) μεταξύ των χωρών αυτών. Πιστεύω δε ότι η δημιουργία μιας τέτοιας τριμερούς συνεργατικής πλατφόρμας μπορεί να αποτελέσει έναν από τους πρωταρχικούς στόχους της δικής μας εξωτερικής πολιτικής. Πάντως, η συνεργατική δομή ανάμεσα στους Έλληνες και τους Ισραηλινούς, όσον αφορά το ‘‘lobbying’’ στις ΗΠΑ, ήδη υφίσταται και είναι η ‘‘Συνεδριακή Ελληνο-Ισραηλινή Συμμαχία’’ (Congressional Hellenic Israel Alliance) που διαμορφώθηκε το 2013. Σ’ αυτό το ‘‘κοινό σχήμα πιεστικής επιρροής’’ στις ΗΠΑ μπορούν οι δύο χώρες να στηρίξουν πολλά ως προς τις προσδοκίες τους επί των εξελίξεων στη Λεκάνη της Λεβαντίνης και στη Μέση Ανατολή και συνεπώς η άμεση συνεργασία Ελλάδας-Ισραήλ και στον τομέα της άμυνας έρχεται τούτη την ώρα ως επιστέγασμα μιας πολλά σημαινόμενης και επιδραστικής κοινής οραματικής αντίληψης και στρατηγικής ατζέντας.
Έκτον, η σύσφιγξη των σχέσεων Ελλάδας- Ισραήλ λειτουργεί αποτρεπτικά, τουλάχιστον στη θεωρία ή έστω πρωταρχικά, στην πιθανολογική αποδυνάμωση του ενδεχομένου να αναθερμανθούν, επικίνδυνα για εμάς και τους στόχους μας στην Ανατολική Μεσόγειο, οι σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας. Oι σχέσεις αυτές είχαν απότομα ‘‘παγώσει’’ το 2010 λόγω της ισραηλινής επίθεσης στα ανοικτά της Γάζας σε νηοπομπή του διεθνούς κινήματος ‘‘Free Gaza’’ και ειδικότερα στο τουρκικό πλοίο ‘‘Mavi Marmara’’ (για αυτό και το περιστατικό έμεινε στην Ιστορία γνωστό ως περιστατικό ‘‘Mavi Marmara’’), η οποία επίθεση επέφερε τη θανάτωση 9 Τούρκων. Αν και μετά από κάποιο χρονικό σημείο έγιναν προσπάθειες επαναπροσέγγισης των δύο χωρών, στο όνομα των γεωπολιτικών συμφερόντων τους στην περιοχή, οι ισραηλινο-τουρκικές σχέσεις δεν γνώρισαν ποτέ από τότε ‘‘άνθηση’’, κάτι το οποίο η Ελλάδα οφείλει δεόντως και προσεκτικά να αξιοποιεί. Η παρούσα αμυντική συμφωνία, λοιπόν, είναι ένα τέτοιο ‘‘δείγμα αξιοποίησης’’ του άνω κομβικής σημασίας γεγονότος.
Μετά όλα τα παραπάνω, κατά επαγωγικό συμπέρασμα, και για τους παραπάνω, ίσως και άλλους, σοβαρούς και κρίσιμους λόγους, η αμυντική συνεργασία Ελλάδας- Ισραήλ είναι απολύτως σημαντική, διότι συνιστά ουσιαστική εμβάθυνση των σχέσεων των δύο χωρών και την πιο αξιόπιστη κεντρομόλο δύναμη στο θέμα της κατά το δυνατόν ή έστω τομεακής κοινής συμπόρευσής τους στο πεδίο των στρατηγικών τους συμφερόντων. Ειδικά, η συνεργασία στον τομέα της άμυνας είναι η πιο δυναμική και επιδραστική παράμετρος σύγκλισης μεταξύ των δύο κρατών και αποτελεί στιβαρή προϋπόθεση ευόδωσης των ευρύτερων διμερών σχέσεων τους. Και τούτο, διότι η αμυντική συνεργασία άπτεται άμεσα της εθνικής ασφάλειας τόσο της Ελλάδας, όσο και του Ισραήλ και, κατά λογικό επακόλουθο, σχετίζεται άρρηκτα και θεμελιωδώς και με την επιβίωσή τους σε μια από τις περίπλοκες και απρόβλεπτες περιοχές του Πλανήτη.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science.