“Προς το αληθές συμφερόν του παιδιού” του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, δικηγόρου

Κοινωνία

Για να λειτουργήσει οποιαδήποτε μεταρρυθμιση πρέπει να εξασφαλίσει ότι οι γονείς δεν θα καταφεύγουν στο δικαστήριο.

Πως η δικαιοσύνη θα παύσει να ορθώνεται εμπόδιο στις συμφωνίες των γονέων.

“ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΛΗΘΕΣ ΣΥΜΦΕΡΌΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ” (προδημοσίευση στα ελληνικά κειμένου προς δημοσίευση σε ξενόγλωσο επιστημονικό περιοδικό)

«Η άσκηση της γονικής μέριμνας ρυθμίζεται από το δικαστήριο»

     Πριν το 1983, ο πατέρας ασκούσε τη πατρική εξουσία – potestas ­ και λάμβανε όλες τις αποφάσεις. Η μητέρα «διοικούσε τα του οίκου» και είχε αναλάβει την φροντίδα των παιδιών. Στη περίπτωση του – σπάνιου τότε – διαζυγίου, στη μητέρα ανατίθετο η επιμέλεια των παιδιών.

     Ο ακόμα και σήμερα πρωτοπόρος νομοθέτης του 1983 προέβλεψε ότι, κατά τη διάρκεια του γάμου, η γονική μέριμνα, επιμέλεια και φροντίδα  των παιδιών θα ασκείτο από κοινού και από τους δύο γονείς. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των γονέων εφαρμοζόταν το άρθρο 1512 του Αστικού Κώδικα που προέβλεπε ότι «Αν οι γονείς διαφωνούν κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας … αποφασίζει το δικαστήριο.»

     Το ίδιο προβλεπόταν και για στη περίπτωση διαζυγίου, δηλαδή η κοινή φροντίδα των παιδιών. Για πρώτη φορά αυτό το επεσήμανε η δημόσια αρχή Συνήγορος του πολίτη τον Αύγουστο 2020. Δηλαδή ό νομοθέτης το 1983 ήθελε κοινή γονική μέριμνα, επιμέλεια και φροντίδα τόσο κατά το γάμο όσο και στη περίπτωση διαζυγίου.

     Συγκεκριμένα, το άρθρο 1513 του Αστικού Κώδικα προέβλεπε ότι  «Στις περιπτώσεις  …  η άσκηση της γονικής μέριμνας ρυθμίζεται από το δικαστήριο.». Ρύθμιση σημαίνει επίλυση πρακτικών ζητήματα : εάν το παιδί θα έπρεπε να φοιτήσει σε δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο, ποια ξένη γλώσσα θα μάθει, ποιο σπορ, ποιές άλλες εξωσχολικές και πολιτιστικές δραστηριότητες θ’ ασκήσει, καθώς και κάθε άλλο ζήτημα που αφορά την ανατροφή του παιδιού.

     Η άσκηση της γονικής μέριμνας σημαίνει πρώτα απ’ όλα το πως και σε δεύτερο χρόνο το ποιος. Άλλωστε, το άρθρο 1513 βρίσκεται σε μια νοηματική ενότητα με το αμέσως προηγούμενο άρθρο 1512 του αστικού κώδικα καθώς και με τα άρθρα 1511 και 1510 που αφορούν τη κοινή γονική μέριμνα.

     Αν και ο νομοθέτης ανέθεσε στο δικαστήριο να ρυθμίσει το πώς, ο νομικός κόσμος πεισματικά αρνήθηκε να το κάνει. Δεν βρήκαμε ούτε μια απόφαση δικαστηρίου που αφορούσε τη ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας κατά το άρθρο 1512 ΑΚ για τους γονείς που ζουν μέσα σε γάμο. Ούτε όμως και καμία απόφαση που να ρυθμίζει την άσκηση της γονικής μέριμνας κατά τη διάρκεια του χωρισμού / διαζυγίου κατά το άρθρο 1513 του Αστικού Κώδικα.

     Τα δικαστήρια δεν τιμωρούν πια τους γονείς επειδή χωρίζουν, τους τιμωρούν επειδή περιμένουν από αυτά να τους πουν πως θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους.  Πεισματικά, με το ζήλο του φανατικού, οι δικαστές αρνούνται να συμμορφωθούν με το νόμο και να «ρυθμίσουν την άσκηση». Πάντα, κατά τεκμήριο, αφαιρούν την επιμέλεια από τον ένα γονέα ώστε ο άλλος γονέας, μόνος, ν’ αποφασίζει γι’ αυτά που θα έπρεπε ν’ αποφασίσει ο δικαστής.

      Τα δικαστήρια εφαρμόζουν τη δεύτερη περίοδο του άρθρου 1513 ΑΚ. και αγνοούν τη πρώτη. Μάλιστα, εφαρμόζουν μόνο τη πρώτη πρόταση της δευτέρας περιόδου, αγνοώντας και τη δεύτερη πρόταση και τη τρίτη περίοδο.[1] Από τις πολλές επιλογές (ρύθμιση, κοινή άσκηση, αποκλειστική άσκηση, κατανομή) εφαρμόζουν μόνο μία, αυτή που είναι η πλέον συμφέρουσα για το δικαστή, αυτή που επιτρέπει την έκδοση ομοιόμορφων, στερεοτύπων αποφάσεων.

      Καταλαβαίνουμε την αρχική άρνηση του νομικού και δικαστικού κόσμου. Για 2.000 χρόνια οι δικαστές αντιμετώπιζαν οικόπεδα, σπίτια, συμβόλαια, την ενοχή ή αθωότητα….  Δεν είχαν ποτέ αναμειχθεί με την ανατροφή παιδιών. Ο νομικός κόσμος δεν ήταν έτοιμος το 1983 ν’ αναλάβει αυτό το έργο. Δεν είχε γνώσεις εξελικτικής ψυχολογίας, ψυχιατρικής και δεν ήταν εκπαιδευτικός ούτε είχε την υποστήριξη εξειδικευμένων επιστημόνων. Έτσι εξηγείται η εξέλιξη που ακολούθησε το 1983.

Το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών στην Ελλάδα

      Το οικογενειακό δίκαιο, σαν εθνικό δίκαιο, ρυθμίζει ανθρώπινες σχέσεις όπως το τυπικό του γάμου ή της υιοθεσίας. Το δημόσιο διεθνές δίκαιο και το δίκαιο δικαιωμάτων του ανθρώπου διέπει τη προστασία των οικογενειακών σχέσεων και την ευημερία και την ανατροφή των παιδιών.

      Καμία απόκλιση από τα διεθνή στάνταρ δικαιωμάτων του ανρθώπου δεν επιτρέπεται. Η προστασία της δημοκρατίας βασίζεται στη κοινή αντίληψη των δικαιωμάτων του ανθρώπου (πρόλογος Ε.Σ.Δ.Α.). Κατά συνέπεια, απόψεις όπως «εμείς εδώ στην Ελλάδα…»  συνιστούν μια παραβίαση της δημοκρατικής αρχής και απειλή κατά της δημοκρατίας.

      Η ανατροφή των παιδιών στην Ελλάδα ρυθμίζεται από νεότερους και ιεραρχικά ανώτερους του αστικού κώδικα νόμους, οι οποίοι κατισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης νόμου και της νομολογίας[2].

      Ο κανών δικαίου επιβάλει την ανατροφή του παιδιού και από τους δύο γονείς του είτε αυτοί είναι παντρεμένοι είτε όχι, είτε ζουν μαζί είτε όχι. Καμία αναφορά δε γίνεται στο γάμο ή στο φύλο των γονέων από τα διεθνή κείμενα.

      Για το λόγο αυτό, ο όρος Γονικές Ευθύνες, κοινές και για τους δύο γονείς και αδιάσπαστες, έχει παγκόσμια αντικαταστήσει του όρους «γονική μέριμνα», «επιμέλεια», «φροντίδα» στη σύγχρονή νομική ορολογία.[3]

      Σύγχρονα νομοθετικά κείμενα στην Ελλάδα χρησιμοποιούν τον όρο «γονικές ευθύνες». Οι ίδιοι όροι χρησιμοποιούνται από τις εθνικές αρχές αρμόδιες για την εφαρμογή της Δ.Σ.Δ.Π. (συνήγορος του πολίτη). Τα δικαστήρια παραμένουν στα στενά όρια του Αστικού Κώδικα όπως αναθεωρήθηκε το 1983, και της νομολογίας. Στη συνέχεια θα εξηγήσουμε το πώς γίνεται και γιατί.

      Η υπογραφή της Δ.Σ.Δ.Π. το 1989 ήταν δύσκολη. Η διεθνής συνδιάσκεψη διήρκεσε περισσότερο από μία δεκαετία. Μία ρήτρα διαφυγής έπρεπε να προβλεφθεί προκειμένου να επιτευχθεί η διεθνής συναίνεση για την υπογραφή της σύμβασης : το «βέλτιστο συμφέρον του παιδιού».  Κατ’ αυτό τον τρόπο, η εσωτερική νομική τάξη θα είχε την ευκαιρία να ενσωματώσει και εξειδικεύσει τις νέες αρχές που υπαγόρευαν οι επιστημονικές και κοινωνικές εξελίξεις.

      Αυτή η ρήτρα διαφυγής οδηγούσε σε αποκλίνουσες ερμηνείες των αρχών του διεθνούς δικαίου από τα εθνικά δικαστήρια Στην Ελλάδα οδήγησε στο νομολογιακό έθιμο της αποκλειστικής επιμέλειας καθώς και στη διατήρηση των διατάξεων για τα παιδιά γεννημένα εκτός γάμου.

      Για το λόγο αυτό χρειάστηκε η αυθεντική ερμηνεία των διατάξεων των διεθνών κειμένων από τα διεθνή όργανα που είναι αρμόδια για την εφαρμογή τους. Η επιτροπή του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού στη Γενεύη, αρμόδια για τη ΔΣΔΠ, με το General Comment 14 (2013) και με το Implementation Manual of the I.C.R.C. Επίσης με τη implementation manual που εκδόθηκε σε συνεργασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης.

      Παρόμοια, το γραφείο Επιτρόπου της Ε.Ε. για τη δικαιοσύνη με διάφορες ευκαιρίες επιβεβαιώνει ότι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού κατά το δίκαιο της Ε.Ε. έχουν το περιεχόμενο που καθορίζεται από την επιτροπή του ΟΗΕ στη Γενεύη, κυρίως ότι πρέπει να εξετάζεται εξατομικευμένα, για κάθε επιμέρους περίπτωση σύμφωνα με το πιο πάνω General Comment No. 14 (2013).

      Το ίδιο περιεχόμενο δόθηκε στον όρο και με το Ψήφισμα (2015) (Ισότητα και κοινές γονικές ευθύνες των παιδιών : ο ρόλος των πατέρων) της επιτροπής ισότητας της  Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης.

      Συνοψίζοντας τα ανωτέρω, η αφαίρεση της επιμέλειας και η στέρηση του ίσου χρόνου από τους δύο γονείς (η αποκλειστική και όχι η εναλλασσόμενη κατοικία) συνιστούν μια απαράδεκτη επέμβαση κρατικής αρχής κατά την έννοια του ως άνω κανόνα.

Το βέλτιστο συμφέρον του δικαστή : Η διπλή εσωτερική απόκλιση

Η επιμέλεια αφαιρείται από ένα «καλό γονέα» αν και δεν θα έπρεπε, η επιμέλεια δεν αφαιρείται από ένα «κακό γονέα αν και θα έπρεπε. 

      Κάθε απόφαση δικαστηρίου προβλέπει ότι η επιμέλεια «ανατίθεται» στον ΧΧΧ/Πως όμως μπορεί κάποιος ν’ αναθέσει σε κάποιο κάτι που ήδη έχει; Και οι δύο γονείς μέσα στο γάμο από κοινού ασκούν τη γονική μέριμνα, επιμέλεια και φροντίδα των παιδιών τους. Πρόκειται για ένα εξωραϊσμό, αναγκαίο στο δικαστή για να διατηρήσει τη καλή εικόνα που έχει για τον εαυτό του.

Η επιμέλεια αφαρείται από τους «καλούς γονείς» αν και δεν θα έπρεπε

      Όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 1513 ΑΚ προβλέπει τη ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας και όχι την αφαίρεσή της. Η αφαίρεση γίνεται κατά τεκμήριο, σε κάθε περίπτωση, σαν μια στερεότυπη λύση, παρά το νόμο, σε εφαρμογή ενός νομολογιακούς εθίμου. 

 Η κατά τεκμήριο αφαίρεση είναι παράνομη γιατί :

(α) Παραβιάζει το άρθρο 8 ΕΣΔΑ (προστασία της οικογενειακής ζωής). Οι περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις όπου είναι ανεκτή μια επέμβαση κρατικής αρχής στις οικογενειακές σχέσεις απαιτούν αυτή να προβλέπεται από το νόμο, να είναι ένα αναγκαίο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία και να βρίσκεται σε σχέση αναλογικότητας μέσου και σκοπού .

Καμία από αυτές τις προϋποθέσεις δεν συντρέχουν όταν η ελληνική νομολογία αφαιρεί κατά τεκμήριο την επιμέλεια.

  • Η αφαίρεση δεν προβλέπεται από το νόμο και δεν συνιστά μια ρύθμιση σύμφωνα με το άρθρο 1513 ΑΚ. Η νομολογία διαμόρφωσε τον κανόνα της, πέραν της πρόβλεψης του νόμου και σε αντίθεση με αυτήν. Ο νομοθέτης έθεσε ως κανόνα τη ρύθμιση ενώ η νομολογία θέλει «πάντα, κατά τεκμήριο και στερεότυπα ν’ αφαιρείται η επιμέλεια από ένα γονέα προκειμένου ν’αποφύγει τη ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας» συνοδεύοντάς τον νομολογιακό κανόνα με μια πεισματική, στο επίπεδο εικονοκλασίας, άρνησης να διατηρήσει κοινή την επιμέλεια όταν το δικαστήριο καλείται ν’ αποφασίσει. Και όλ’ αυτά σε ένα νομικό σύστημα όπου η νομολογία δεν είναι άμεση πηγή δικαίου.
  • Δεν είναι αναγκαίο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία καθώς δεν συμβαδίζει με την κοινή αντίληψη περί δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η αντίληψη πρέπει να είναι κοινή με τα άλλα υποκείμενα του διεθνούς δικαίου και όχι κοινή στην εσωτερική έννομο τάξη. Αντίθετα, η διεθνής κοινή αντίληψη επιβάλλει κοινές και αδιάσπαστες γονικές ευθύνες. Η απόκλιση του αστικού κώδικα από τα το διεθνές δίκαιο δεν χρειάζεται ούτε καν ν’ αποδειχθεί. Αρκεί ν’αντιπαραβάλλει κανείς από τη μια τις διεθνείς συμβάσεις που έχει κυρώσει η Ελλάδα και από την άλλη τον αστικό κώδικα και την εφαρμογή του. Ως προς το μέγεθος της απόκλισης αρκεί ν’ανατρέξουμε στις πληροφορίες που παρέχονται για κάθε χώρα της Ε.Ε. στο site www.europa.eu
  • Δεν τελεί σε σχέση αναλογικότητας μέσου και επιδιωκόμενου σκοπού. Υπάρχουν πιο κατάλληλοι τρόποι για να εξασφαλιστεί το έργο που ανατέθηκε στο δικαστή, δηλαδή η ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας. Ένα τέτοιο εργαλείο είναι η σύνταξη σχεδίου ανατροφής παιδιού (Parenting Plan), το οποίο θα καθορίζει την ανατροφή του παιδιού σε πλήρη λεπτομέρεια και προκαταβολικά. Αυτό ικανοποιεί τον κανόνα του άρθρου 1513 ΑΚ, καθώς ο δικαστής θα ρυθμίζει την άσκηση των γονικών ευθυνών. Επιπλέον, η πρακτική αυτή συνίσταται από το ψήφισα 2079/2015 του ΣτΕ.

(β) ) Παραβιάζει τόσο το διεθνές δίκαιο όσο και το δίκαιο της Ε.Ε. Όπως προαναφέρθηκε, οι υποθέσεις δεν ακούγονται εξατομικευμένα (casebycase). Αντίθετα, εκδίδονται στερεότυπες αποφάσεις.

      Λίγα λόγια, γραμμένα με το χέρι στην αρχή και το τέλος μιας φωτοτυπίας ενός έτοιμου κειμένου ίδιου σε όλες τις αποφάσεις. Ή  copy – paste ενσωμάτωση έτοιμων κειμένων που μόνο την αρχή και το τέλος διαφέρουν. Δηλαδή η έκδοση στερεότυπων αποφάσεων.

      Είναι σαφές ότι δεν είναι αυτό που είχαν υπόψη τους τα διεθνή όργανα όταν απαιτούσαν την εμπεριστατωμένη, casebycaseδικαστική απόφαση. Η έκδοση στερεοτύπων αποφάσεων παραβιάζει την αρχή της δίκαιης δίκης και της προστασίας των οικογενειακών σχέσεων.

Η επιμέλεια δεν αφαιρείται από τους «κακούς γονείς» αν και θα έπρεπε.

      Δεν αρκεί η έκδοση δικαστικών αποφάσεων, απαιτείται και η λήψη μέτρων για την εφαρμογή τους (ΕΔΔΑ, Φουρκιώτης κατά Ελλάδος). Η εφαρμογή των αποφάσεων περιλαμβάνει και τη περίπτωση της παραβίασής τους, της μη εφαρμογής τους.

      Οι έννοιες της κακοποίησης – ενδοοικογενειακής βίας, η ψυχική νόσος, ο κίνδυνος κατά ενός μέλους της οικογένειας, η γονική αποξένωση είναι έννοιες γνωστές στο Δικαστήριο και συναντώνται στο σώμα πολλών δικαστικών αποφάσεων. Βεβαίως, καλείται η ιατρική και οι λοιπές ψυχοκοινωνικές επιστήμες να ορίσουν το τι συνιστά κακοποίηση, κίνδυνος, νόσος καθώς και τη διάγνωση και τη θεραπεία.

      Το Δικαστήριο όμως παραμένει στην απλή διαπίστωση χωρίς να επιβάλλει λύσεις. Παρά το ότι το μόνο αρμόδιο όργανο για την προστασία ενός παιδιού είναι το Δικαστήριο όταν η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του.

      Ειδικότερα, το Δικαστήριο δεν λαμβάνει μέτρα για την πραγματική εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων επικοινωνίας. Δεν αντιμετωπίζει τη συναισθηματική κακοποίηση όπως και τη σωματική. Δεν αντιμετωπίζει τη γονική αποξένωση ως πρόβλημα υγείας του παιδιού, του αποξενωμένου γονέα αλλά και του αποξενωτή (ο οποίος πάντα πάσχει από κάποια διαταραχή προσωπικότητας). Ενώ εύκολα απομακρύνει το Δικαστήριο το κακοποιητή γονέα από τη ζωή του παιδιού όταν πρόκειται για σωματική ή σεξουαλική βία, το ίδιο Δικαστήριο μένει απαθές μπροστά στη συναισθηματική κακοποίηση παρά το ότι αυτή κατατάσσεται από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας στον ύψιστο βαθμό επικινδυνότητας.

      Το ελληνικό δίκαιο προβλέπει διαδικασία για τους «κακούς» γονείς αλλά ούτε αυτή εφαρμόζουν τα Δικαστήρια : το άρθρο 1532 ΑΚ για την αφαίρεση της γονικής μέριμνας λόγω κακής άσκησης από τον ένα γονέα. Επιπλέον, το άρθρο 8 ν. 2502/1997 δίνει ευρείες εξουσίες στο Δικαστήριο, ακόμα και πέραν της αστικής δικονομίας.

      Δεν αφαιρείται η γονική μέριμνα από τον «κακό» γονέα γιατί σε μια τέτοια περίπτωση θα τίθετο σε αμφισβήτηση το ίδιο το νομολογιακό έθιμο.

      Και περαιτέρω, θα έπρεπε να καταπιαστεί το Δικαστήριο σε ρύθμιση υποθέσεων χωρίς ειδικές γνώσεις και χωρίς την υποστήριξη εξειδικευμένων επιστημόνων ψυχοκοινωνικής υγείας.

      Οι δικαστικές ψυχοκοινωνικές υπηρεσίες προβλέφθηκαν με τον νόμο 2502/1997 και ουδέποτε συστάθηκαν. Η μακρά αναμονή δεν εμπόδισε τον περιορισμό πλήθους δικονομικών δικαιωμάτων των διαδίκων και κυρίως δεν εμπόδισε την συστηματική έκδοση στερεοτύπων αποφάσεων.

      Η προσφυγή στην πραγματογνωμοσύνη είναι σχεδόν ο κανόνας σε υποθέσεις που αφορούν ακίνητα και σχεδόν αποκλείεται σε υποθέσεις που αφορούν παιδιά. Σε τι άλλωστε χρειάζεται η πραγματογνωμοσύνη όταν εφαρμόζεται το νομολογιακό έθιμο;

      Και ακόμη ειδικότερα, στις περιπτώσεις κακής άσκησης κατά τις οποίες εξετάζονται κατηγορίες σε βάρος ενός γονέα, δεν υπάρχει αρμόδια κεντρική υπηρεσία που να εφαρμόζει κάποιο ενιαίο διαγνωστικό (και θεραπευτικό) πρωτόκολλο, να εξασφαλίζει τη διαφάνεια στις ψυχοκοινωνικές διαδικασίες, να εξασφαλίζει τη σχέση του παιδιού και με τους δύο γονείς ενόσω αυτοί αντιδικούν και ανεξάρτητα από την αντιδικία. Ούτε εξασφαλίζεται η διοικητική οργάνωση των δικαστικών ψυχοκοινωνικών – ιατρικών φακέλων που αφορούν ανήλικα τέκνα παρά το ότι για το λόγο αυτό έχει καταδικαστεί η Ελληνική Δημοκρατία από το Ε.Δ.Δ.Α.

      Με την αναθεώρηση της Πολιτικής Δικονομίας το έτος 2016 (ν. 43356/2015) καταργήθηκε και αυτή η πρόβλεψη σύστασης δικαστικών κοινωνικών υπηρεσιών και μαζί με αυτή το ενδεχόμενο υποστηρικτικής και προληπτικής δράσης των ψυχοκοινωνικών υπηρεσιών προς το Δικαστήριο.

      Επιπλέον δεν εφαρμόζονται αναγκαστικά με άμεση εκτέλεση οι αποφάσεις που αφορούν τέκνα, πλην της καταβολής διατροφής, και οι ποινικοί νόμοι, ουσιαστικά δεν τιμωρούν τη παράβαση εκτέλεσης.

      Εν ονόματι του νομολογιακού εθίμου και με το πρόσχημα και εξ’ αιτίας της έλλειψης κοινωνικών υπηρεσιών απλά ο «κακός» γονέας παραμένει στα καθήκοντά του τα οποία συνεχίζει ν’ ασκεί κακώς ή κακοποιητικά.

Το δόγμα της «βιοκοινωνικής υπεροχής της μητέρας»

      Για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα οι δικαστές και ο Άρειος Πάγος εκπόνησαν το δόγμα της βιοκοινωνικής υπεροχής της μητέρας στην ανατροφή του παιδιού που δικαιολογείται (ι) με το ότι δήθεν ότι είναι προς το συμφέρον του παιδιού να είναι με τη μητέρα του ή (ιι) ότι δεν μπορεί να είναι και με τους δύο λόγω της σύγκρουσης των γονέων ή (ιιι) ότι έχει προσαρμοστεί και δεν μπορεί να μεταβάλει τον τρόπο που ζει μόνο με τη μητέρα του και (ιιιι) ότι τελικά αυτή είναι η γνώμη του παιδιού που την εξέφρασε σε ένα δικαστή που δεν έχει καμία ειδική γνώση για να την αξιολογήσει. Για τα παιδιά δεν διατάσσεται πραγματογνωμοσύνη, πράγμα που εύκολα γίνεται π.χ. για ένα οικόπεδο ενώ οι «κοινωνικές εκθέσεις» , όπου αυτές συντάσσονται, λειτουργούν όπως οι φάκελοι της ασφάλειας επί χούντας.

      Η θεωρία της βιοκοινωνικής υπεροχής : «η άποψη ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου» (Άρειος Πάγος).

      Η θεωρία της βιοκοινωνικής υπεροχής της μητέρας αποτελεί έμφυλη διάκριση. Η θεωρία της σύγκρουσης και άλλες θεωρίες, που συμπληρώνει κατά περίπτωση τη θεωρία της βιοκοινωνικής υπεροχής λειτουργεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Η θεωρία της προσαρμογής και της σταθερής κατοικίας (σταθερό περιβάλλον) ικανοποιείται καλύτερα σε δύο σπίτια, άλλωστε περιβάλλον του παιδιού είναι οι άνθρωποι του και όχι τα έπιπλα. Η θεωρία της παράτασης της προσκόλλησης του παιδιού σε οποιοδήποτε γονέα συνιστά κακοποίηση του παιδιού. Τέλος πρέπει το παιδί να λέει τη γνώμη του για τη ζωή του αλλά αυτή κατά τον ΟΗΕ πρέπει να είναι «properly taken», δηλαδή ν’ ακούγεται η γνώμη από επιστήμονες με ειδικές γνώσεις.

       Είναι αυταπόδεικτο ότι δεν υπάρχει υπεροχή οποιουδήποτε γονέα, ούτε επιστημονικά ούτε νομικά. Δεν υπάρχουν νεότερες θεωρίες που μιλάνε για την βιοκοινωνική υπεροχή της μητέρας. Αντίθετα, οι θεωρίες της προσκόλλησης με την μητέρα του 1949 ούτε θεωρίες ήταν ούτε έλεγαν ποτέ ότι η μητέρα υπερέχει. Αντίθετα, με την διατύπωσή τους απλά ήθελαν να δώσουν ένα σπίτι σε κάθε ένα από τα εκατομμύρια ορφανά παιδιά του Β Παγκοσμίου Πολέμου που έως τότε έμεναν σε στρατόπεδα.

      Αντίθετα με τη νομολογία του Αρείου Πάγου, οι «νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες» γνωρίζουν ότι η ανατροφή του παιδιού από ένα γονέα είναι καταστρεπτική για το παιδί ενώ η ανατροφή από δύο γονείς εναλλάξ (όταν οι γονείς δεν ζουν μαζί) έχει σχεδόν τα ίδια αποτελέσματα για τα παιδιά με την ανατροφή τους από τους δύο γονείς που ζουν στο ίδιο σπίτι. Και αυτό ισχύει εξίσου για τα πολύ μικρά παιδιά και τα βρέφη.

      Από μόνη της η ως άνω κλασσική διατύπωση της νομολογίας συνιστά νομικά μία παράνομη διάκριση μεταξύ γονέων με κριτήριο το γάμο. Ενδεικτικά κατά το από 1987 ισχύον στην Ελλάδα άρθρο 5 του 7ου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ που ισχύει και μεταξύ  αγάμων γονέων και αναγνωρισμένων τέκνων γεννηθέντων εκτός γάμου που εκ του νόμου αποκλείονται από τη γονική μέριμνα και επιμέλεια.

      Προέλευση του ως άνω κακοποιητικού νομολογιακού εθίμου είναι τελικά η ανάγκη του δικαστή για απόδραση από το πρόβλημα με την έκδοση στερεότυπων αποφάσεων.

«Η ψυχολογιοποίηση είναι μια στρατηγική αντίστασης των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες αποσκοπούν στη διατήρηση της κοινωνικής τάξης των πραγμάτων, την ενίσχυση της συμμόρφωσης και την αύξηση της ομοιογένειας. Αποδίδοντας τη σύγκρουση στα προσωπικά χαρακτηριστικά των αυτουργών της και όχι στο σύνολο των κοινωνιοψυχολογικών συνθηκών που την προκάλεσαν, κατευθύνουν την επεξεργασία της σε ένα διαπροσωπικό επίπεδο, το οποίο παρεμποδίζει την κοινωνική αλλαγή.

Διευκρινίζεται ότι οι ασυνείδητες διεργασίες λειτουργούν σε ασυνείδητο επίπεδο, δηλαδή το άτομο δεν το συνειδητοποιεί το ίδιο. Με αυτό ως δεδομένο, η Ελληνική Δικαιοσύνη αντιπροσωπεύει μία κοινωνική αναπαράσταση στην οποία η ατομική ταυτότητα συνυπάρχει με την κοινωνική. Ο δικαστής κατηγοριοποιεί τον εαυτό του μέσα σε αυτήν την κοινωνική αναπαράσταση με μια διαδικασία που υπακούει πάντοτε στον βασικό κανόνα της διατήρησης της θετικής εικόνας του εαυτού. Στην Ελληνική Νομολογία κυριαρχεί το δόγμα της βιοκοινωνικής υπεροχής της μητέρας και η αποκλειστική επιμέλεια στη μητέρα. Επειδή και τα δύο αποτελούν λάθος, οδηγούν σε αρνητικές συνέπειες τόσο για τους γονείς, όσο και για τα παιδιά. Αυτές οι αρνητικές συνέπειες ευοδώνουν την αντιδικία. Στη συνέχεια της αντιδικίας ο επόμενος δικαστής έρχεται αντιμέτωπος με το λάθος του δόγματος και της αποκλειστικής επιμέλειας, επειδή αυτά ακριβώς ενισχύουν την συμπεριφορά οποιασδήποτε μητέρας θα θελήσει να το εκμεταλλευτεί. Για να προστατεύσει λοιπόν τη θετική εικόνα του εαυτού, αλλά και της ομάδας καταφεύγει στη θεωρία της σύγκρουσης δίκην αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Σύμφωνα με αυτήν για τον ψυχικό τραυματισμό του παιδιού ευθύνεται ο χωρισμός των γονιών και η σφοδρή αντιδικία και όχι τα λάθη της Ελληνικής Νομολογίας, ενώ στην πραγματικότητα είναι η Ελληνική Νομολογία είναι που ενισχύει τη σύγκρουση, υποδαυλίζει την αντιδικία και τελικά τραυματίζει παιδί και γονείς. Έτσι ο δικαστής φθάνει στο σημείο να ανέχεται ή και να συμπράττει στη διακοπή της επικοινωνίας του παιδιού με τον πατέρα του, πιστεύοντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο, με την απομάκρυνση του πατέρα θα εκτονωθεί η αντιδικία. Με την πάροδο του χρόνου ο πατέρας θα εξαντληθεί ψυχολογικά, ηθικά και οικονομικά, θα νιώσει ηττημένος και ταπεινωμένος, ενώ θα πρέπει να διαχειριστεί και τον ψυχικό πόνο από την απώλεια της σχέσης του με το παιδί. Έτσι θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει για να μπορέσει να προστατεύσει τον εαυτό του από την περαιτέρω φθορά. Έτσι πάλι μέσω της αυτοεκπληρούμενης προφητείας θα δικαιωθεί η Ελληνική Νομολογία που έδωσε την αποκλειστική επιμέλεια στη μητέρα και θα αυτοεκπληρωθεί το δόγμα της βιοκοινωνικής υπεροχής της μητέρας. Σε όλο αυτό το μηχανισμό βοηθάει και η απαράδεκτη διάρκεια της δίκης η οποία από μόνη της δημιουργεί καταστάσεις δύσκολο να αντιμετωπιστούν

 Ένας πατέρας που επιμένει να παραμείνει ζωντανός στη σχέση του με το παιδί του αναδεικνύει τα λάθη της Ελληνικής Νομολογίας, άρα απειλεί τη θετική εικόνα του Δικαστή σαν ατόμου και της Ελληνικής Δικαιοσύνης σαν κοινωνική αναπαράσταση. Για να διατηρηθεί η αυτοεκτίμηση της ατόμου και της κοινωνικής αναπαράστασης επιστρατεύεται η άμυνα της ηθικοποίησης. Έτσι το δόγμα της βιοκοινωνικής υπεροχής της μητέρας και η αποκλειστική επιμέλεια στη μητέρα, ταυτίζονται με το συμφέρον του παιδιού. Συνεπεία αυτού, η προστασία του δόγματος της βιοκοινωνικής υπεροχής της μητέρας και της αποκλειστικής επιμέλειας ανάγονται σε ηθικό καθήκον του Δικαστή. Ταυτόχρονα στη διατήρηση της θετικής εικόνας βοηθάει και η ψυχολογιοποίηση του πατέρα: ο πατέρας θεωρείται δικομανής, γραφικός, θυμωμένος ή ακόμα και βλάσφημος ή ιερόσυλος ο οποίος απειλεί το ηθικό καθήκον της Ελληνικής Δικαιοσύνης.» Κώστας Λαδάκης, ιατρός νευρολόγος.

     Η ηθικοποίηση δεν καταλαμβάνει μόνο την εκδίκαση των υποθέσεων. Η ανθρώπινη ανάγκη του δικαστή να νοιώσει ότι δεν φέρει καμία ευθύνη για τις επιπτώσεις που πιθανότατα θα έχει η στάση και η δράση τους οδηγεί στην ενεργοποίηση μηχανισμών άμυνας και έτσι ασυνείδητα επιδιώκει ν’ αποφύγει ν’ αντιμετωπίσει το ισχυρό συναίσθημά που τον γεμίζει (επειδή γνωρίζει για το κακό που κάνει) και για να διατηρήσει την αυτοεκτίμησή του.

 «….Η ηθικοποίηση συνδέεται στενά με την εκλογίκευση. Στην εκλογίκευση το άτομο αναζητά σε ασυνείδητο επίπεδο λογικές αιτίες για τις πράξεις του. Στην ηθικοποίηση αναζητά τρόπους προκειμένου να αισθανθεί ότι έχει καθήκον να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη πορεία. Η εκλογίκευση προσφέρει λογικές αιτίες σε αυτό που το άτομο ήδη επιθυμεί. Η ηθικοποίηση τοποθετεί την επιθυμία στη σφαίρα της ηθικής υποχρέωσης. Στην εκλογίκευση το άτομο θα μιλήσει για τη «μαθησιακή εμπειρία» την οποία αποκόμισε από κάποια απογοήτευση που βίωσε, ενώ στην ηθικοποίηση θα επιμείνει ότι η απογοήτευση «χαλύβδωσε το χαρακτήρα» του…… Μέσω της ηθικοποίησης το άτομο φτάνει στην αυτοδικαίωση σε συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές περιστάσεις οι ηγέτες που εκμεταλλεύονται την επιθυμία των ψηφοφόρων τους να αισθάνονται ηθικά ανώτεροι μπορούν να επιφέρουν μαζική ηθικοποίηση, και μάλιστα τόσο εύκολα ώστε το κοινό τους ούτε καν να το αντιληφθεί….. Ο θεραπευτής μπορεί να διαπιστώσει ότι όποτε προχωρά σε κατά πρόσωπο αντιμετώπιση των αυτοϋποτιμητικών στάσεων ή συμπεριφορών αυτών των ασθενών, θεωρείται ανήθικοςεπειδή οι αξίες του δεν συμφωνούν με τις δικές τους.

     Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.) έχει ασχοληθεί με το ζήτημα κατατάσσοντας την ψυχολογική κακοποίηση που συμβαίνει με τον δικαστικό χωρισμό γονιού και τέκνου.

      Πράγματι, ο χωρισμός που επιβάλλεται από το δικαστή είναι ψυχολογική κακοποίηση που κατατάσσεται στον ύψιστο βαθμό επικινδυνότητας για την υγεία. Την επιφέρει κάποιος με εξουσία πάνω στο παιδί και τον γονέα και γιατί οι συνέπειές της διαρκούν για πάντα (κατάταξη της Π.Ο.Υ.). Η ανάπτυξη της κακοποίησης του γονέα θύματος και του παιδιού από την αφαίρεση του ενός γονέα από τη ζωή του παιδιού ξεφεύγει από το πλαίσιο της παρούσας ανάλυσης.

      Συμπερασματικά, το αντιεπιστημονικό και παράνομο δόγμα της βιοκοινωνικής υπεροχής της μητέρας και ότι το συνοδεύει (προσαρμογή, προσκόλληση, σύγκρουση…) λειτουργεί ως μηχανισμός άμυνας. Η προστασία του δόγματος που έχει αναχθεί σε επίπεδο ηθικής υποχρέωσης, συνιστά ηθικοποίηση και μάλιστα μαζική. Όποιος διατυπώνει αντίθετες επιστημονικές απόψεις, όπως ο γράφων το κείμενο αυτό, θεωρείται ανήθικος ακριβώς επειδή δεν συμφωνούν με τις απόψεις του δικαστικού σώματος που μόνο του έχει ηθικοποιήσει το παράνομο δόγμα.

      Το συνήθως συμβαίνον είναι ότι το Δικαστήριο δεν επιτρέπει να τεθούν σε κρίση οι αντίθετες απόψεις. Απλά κάνει πως δεν ακούει και δεν διαβάζει τις ειδικές, εμπεριστατωμένες ενστάσεις που υποβάλλονται. Όχι μόνο δεν της απαντά αιτιολογημένα, αλλά ούτε καν τις αναφέρει, σαν να μην είχαν υποβληθεί, σαν να μην συνιστά δικονομικό δικαίωμα του διαδίκου η υποβολή τους.

      Λόγω της μαζικής ψυχολογιοποίησης πλήθος δικαστικών αποφάσεων κάθε βαθμού και κάθε Δικαστηρίου αγνοούν τις ενστάσεις παρά τον άδικο χαρακτήρα αυτής της πράξης.

      Για τους ανωτέρω λόγους καμία δικαστική απόφαση διατήρησης της κοινής άσκησης της επιμέλειας στην περίπτωση διαζυγίου δεν έχει δημοσιευθεί μέχρι σήμερα.

      Την ίδια αντιμετώπιση έχουν από τη πλειοψηφία των μελών της νπ επιτροπής και οι προτάσεις αναθεώρησης υπέρ της συνεπιμέλειας.

      Ο δικαστής ως αποκλειστικό καθήκον έχει την προστασία του παιδιού και σε καμία περίπτωση τη προστασία του εν ισχύ Αστικού Κώδικα και της νομολογίας.

Η ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας είναι έργο των γονέων

     Πριν το 1983 τα δικαστήρια χάριν του συμφέροντος του παιδιού δίνανε το παιδί στον πατέρα γιατί αυτός είχε τα λεφτά. Μετά το 1983 δίνουνε το παιδί στη μητέρα λόγω της βιοκοινωνικής υπεροχής της στην ανατροφή.

        Ο μηχανισμός σκέψης παραμένει ο ίδιος, το ιδεολόγημα αλλάζει.

      Εδώ φθάσαμε γιατί ούτε ήθελε και ούτε θέλει ο δικαστής ν’ αναλάβει την ανατροφή ενός παιδιού. Αυτό είναι έργο των γονέων. Ας απαλλάξουμε λοιπόν τον δικαστή από το δυσάρεστο γι’ αυτόν έργο.

     Μακριά λοιπόν από το δικαστή, που ούτε δεν ξέρει αυτή τη δουλειά ούτε θέλει να την κάνει.

      Δεν είναι ούτε η ισότητα των φύλων ούτε η εξισορρόπησης οικογενειακής και προσωπικής ζωής ο κύριος λόγος που επικράτησε η συνεπιμέλεια.  

      Η κοινή επιμέλεια με ίσο χρόνο και φροντίδα και από τους δύο γονείς επικράτησε για να τους αποθαρρύνει να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη.

      Αν δεν ανακηρύσσεται νικητής και νικημένος, αν κανείς δεν προσδοκά οφέλη από μία δίκη, τότε και μόνο τότε θα μπορούν οι γονείς να κάτσουν στο τραπέζι της διαμεσολάβησης και να συζητήσουν ισότιμα και πραγματικά. Και να συμφωνήσουν.

      Με τη συνεπιμέλεια η δικαιοσύνη θα παύσει να ορθώνεται εμπόδιο στη συμφωνία των γονέων.

      Ο κανόνας είναι οι «καλοί» γονείς να διατηρούν την επιμέλεια κοινή και ν’ αφαιρείται μόνο από τους «κακούς» γονείς, λόγω κακής άσκησης.

Αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου

      Έγινε σύντομα σαφές ότι υπήρχε μεγάλη διάσταση απόψεων μεταξύ των απόψεων των μερών της τρίτη κατά σειρά επιτροπής αναθεώρησης του οικογενειακού δικαίου που συστάθηκε τον Απρίλιο 2020 και αποτελείται από καθηγητές της νομικής, δικηγόρους και δικαστές.

 (α) Σύμφωνα με τις θέσεις της μειοψηφίας, η συνεπιμέλεια πρέπει να προβλέπει ότι  Στις περιπτώσεις διαζυγίου η ακύρωσης του γάμου οι γονείς διατηρούν από κοινού την άσκηση της γονικής μέριμνας στην οποία περιλαμβάνεται η επιμέλεια και φροντίδα του προσώπου του τέκνου. Κατ’ εξαίρεση το δικαστήριο αποκλίνει από τον κανόνα (α) στην περίπτωση κακής άσκησης, (β) αν συμφωνούν και οι δύο γονείς, (γ) επί αποδεδειγμένης ολοσχερούς αδυναμίας του ενός γονέα. .

 Στην περίπτωση χωριστής διαμονής των γονέων, εκτός εάν υπάρχει αντίθετη έγγραφη συμφωνία των γονέων, το τέκνο κατοικεί στον τόπο της τελευταίας κοινής κατοικίας των γονέων όπου διαβιώνει κατά ίσο χρόνο στις οικίες και των δύο γονέων του. .

 Με δικαστική απόφαση δεν επιτρέπεται να διαταχθεί, για οποιονδήποτε από τους γονείς, χρόνος διαμονής του τέκνου με αυτόν μικρότερος του 45 % του συνολικού χρόνου του τέκνου, περιλαμβανομένων των διανυκτερεύσεων. .

  (β) Αντίθετα, σύμφωνα με τις θέσεις της πλειοψηφίας,  προβλέπεται :

 Η  κατά τεκμήριο κοινή γονική μέριμνα και επιμέλεια (χωρίς να προβλέπεται φροντίδα του προσώπου) συνοδευόμενη όμως από τη δυνατότητα του κάθε γονέα να προσφύγει «για σπουδαίο λόγο» στο δικαστήριο και αυτό ν’ αφαιρεί την επιμέλεια. Δηλαδή αφήνεται το δικαστικό σώμα να κάνει αυτό που ξέρει καλά : να διατηρήσει τη νομολογία του. 

 Και «σπουδαίος λόγος» μπορεί να είναι η βιοκοινωνική υπεροχή της μητέρας στην ανατροφή του παιδιού, το συμφέρον του παιδιού να είναι με τη μητέρα, η σύγκρουση των γονέων, η προσαρμογή, η γνώμη του παιδιού … Για τους ίδιους με σήμερα λόγους θα συνεχίσουν τα δικαστήρια ν’ αφαιρούνται επιμέλειες. 

 Κοινωνικοί μηχανισμοί προστασίας όπως η χρήση Parenting Plans, η σύσταση δικαστικών ψυχοκοινωνικών υπηρεσιών στελεχωμένες από επιστήμονες με αντίστοιχα επαγγελματικά δικαιώματα προβλέπονται να συσταθούν.

Επίλογος

      Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ελλάδος, ο νομοθέτης νομοθετεί, ο δικαστής εφαρμόζει το νόμο, η κυβέρνηση λαμβάνει πολιτικές αποφάσεις.

      Η κυβέρνηση μπορεί ν’ αναθέσει σε μία νομοπαρασκευαστική επιτροπή τη νομοτεχνική διατύπωση σχεδίου νόμου αλλά το σχέδιο νόμου το προτείνει η ίδια η κυβέρνηση στη Βουλή για ψήφιση.

      Όταν η κυβέρνηση αναθέτει στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή την «αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου» χωρίς άλλες κατευθύνσεις, απλά μεταβιβάζει τη νομοθετική πρωτοβουλία στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή, όπως ήδη από ετών έχει κάνει με τους δικαστές.

 Ο επίλογος δεν θα γραφεί από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή των 18 νομικών αλλά από τη κυβέρνηση.

Ιωάννης ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, δικηγόρος

[1] «Στις περιπτώσεις  …  η άσκηση της γονικής μέριμνας ρυθμίζεται από το δικαστήριο. Η άσκηση της γονικής μέριμνας μπορεί να ανατεθεί στον έναν από τους γονείς ή, αν αυτοί συμφωνούν ορίζοντας συγχρόνως τον τόπο διαμονής του τέκνου, στους δύο από κοινού. Το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά, ιδίως να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων ή να την αναθέσει σε τρίτον…»

[2] Law 2101/1992 International Convention on the Rights of the Child, Law 4020/2011 International Convention on The Hague, Law no. 2462/1997 International Covenant on Civil and Political Rights, Law 2502/1997 European Convention on the Exercise of the Rights of the Child, Charter of Fundamental Rights of the European Union, White Paper of the CoE, resolutions of the CoE with main resolutions 2079/2015 and 1921 (2013) a number of EU directives and regulations such as the Brussels IIbis Regulation, Council Directive 2010/18 / IGC on parental leave, Directive (EU) 20 June 2019/1158 of the European Parliament and of the Council on the work-life balance for parents and care givers.

[3] Especially in the Greek legal order, the term «επιμέλεια, custody» is considered inappropriate. Before 1983 the father had the two thousand years old potestas, the «paternal authority». During that time, to the separated mother was assigned with the «custody – επιμέλεια», a sort of paternal authority of female gender.

πηγή: https://www.synepimelia.gr/?p=5269