Η ρομαντικοποίηση της συμμετοχής
Η συμμετοχική δημοκρατία συχνά παρουσιάζεται ως πανάκεια. Πολιτικοί, ειδικοί και φορείς διοίκησης τη διαφημίζουν ως τον δρόμο για περισσότερη διαφάνεια, λογοδοσία και συλλογικότητα. Στην πράξη, όμως, η υπερβολική εξιδανίκευση αυτής της μορφής διακυβέρνησης συχνά συγκαλύπτει τις ανισότητες και τους μηχανισμούς επιρροής που αναπτύσσονται στο παρασκήνιο. Για παράδειγμα, σε αρκετές ελληνικές πόλεις, οι επιτροπές γειτονιάς εμφανίστηκαν ως χώροι όπου όλοι οι πολίτες θα μπορούσαν να ακουστούν. Τελικά όμως κυριάρχησαν συγκεκριμένα άτομα που βρίσκονταν ήδη κοντά στη δημοτική αρχή, μετατρέποντας ένα συμμετοχικό όργανο σε εργαλείο πολιτικής αναπαραγωγής.
Οι τοπικές επιτροπές ως εφαλτήριο πελατειακών δικτύων
Οι τοπικές επιτροπές διαβούλευσης, αντί να λειτουργούν ως θεσμοί δημοκρατικού ελέγχου, συχνά ενσωματώνουν τους ίδιους πρωταγωνιστές που κινούνται γύρω από την εξουσία. Σε πολλούς δήμους, μέλη τέτοιων επιτροπών έχουν επιλεγεί άτυπα ή με διαδικασίες που ευνοούν τους «γνωστούς» της δημοτικής αρχής. Το αποτέλεσμα είναι πως η επιτροπή παράγει εισηγήσεις που δεν είναι προϊόν πραγματικής δημόσιας συμμετοχής αλλά ανακύκλωσης της πολιτικής γραμμής του εκάστοτε δημάρχου. Έχουν καταγραφεί περιπτώσεις όπου προτάσεις επιτροπών που διαφωνούσαν με τις δημοτικές προτεραιότητες απλώς αγνοήθηκαν, ενώ αντίθετα προωθήθηκαν εισηγήσεις που προέκυψαν από στενούς συνεργάτες αιρετών — ακόμη και αν αυτές δεν είχαν καμία λαϊκή νομιμοποίηση.
Συμμετοχικός προϋπολογισμός: Από μηχανισμός ενδυνάμωσης σε μέσο «ψηφοθηρικής» διανομής
Ο συμμετοχικός προϋπολογισμός αποτελεί διεθνώς ένα εργαλείο ενίσχυσης της τοπικής δημοκρατίας. Όμως η ελληνική εμπειρία δείχνει πως, χωρίς θεσμική θωράκιση, μετατρέπεται εύκολα σε εργαλείο πολιτικής επιρροής. Σε δήμους όπου εφαρμόστηκε πιλοτικά, οι προτάσεις που τελικά χρηματοδοτήθηκαν προέρχονταν σε μεγάλο βαθμό από ομάδες ήδη ευνοημένες από τη δημοτική αρχή. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ένα έργο επιλέχθηκε επειδή συνδεόταν με την περιοχή όπου ο δήμαρχος είχε υψηλή εκλογική επιρροή ή επειδή οι υποστηρικτές του αποτελούσαν οργανωμένο «προεκλογικό ακροατήριο». Έτσι, ο μηχανισμός που υποτίθεται ότι δίνει φωνή στους «άφωνους» τελικά ενισχύει ακόμη περισσότερο όσους έχουν ήδη πρόσβαση στην εξουσία.
Οι ψηφιακές διαβουλεύσεις και η εικονική ισότητα
Το επιχείρημα ότι τα ψηφιακά εργαλεία εξαλείφουν τις ανισότητες πρόσβασης είναι τουλάχιστον αφελές. Αντί να ανοίγουν τον διάλογο, συχνά τον μονοπωλούν. Σε θεσμικές ηλεκτρονικές διαβουλεύσεις, οι οργανωμένες ομάδες συμφερόντων —επιχειρηματικοί σύνδεσμοι, επαγγελματικά λόμπι, ομάδες πίεσης— καταθέτουν δεκάδες σχεδόν πανομοιότυπα σχόλια, επηρεάζοντας τη δημόσια εικόνα μιας πρότασης νόμου. Την ίδια στιγμή, ο απλός πολίτης χωρίς δίκτυο, χωρίς χρόνο και χωρίς γνώση διαδικασιών χάνεται μέσα στον όγκο των «συντονισμένων παρεμβάσεων». Το αποτέλεσμα: μια διαδικασία που υποτίθεται ότι ενισχύει τη δημοκρατία συχνά λειτουργεί ως εργαλείο ψηφιακής χειραγώγησης ή, τουλάχιστον, δυσανάλογης επιρροής συγκεκριμένων ομάδων.
Η «ενεργή πολιτειότητα» ως προσωρινή υποχρέωση και μόνιμη εξάρτηση
Ακόμη πιο προβληματική είναι η μετατροπή της συμμετοχής σε μέσο προσωπικής επιβράβευσης. Σε ορισμένα προγράμματα τοπικής ανάπτυξης, η συμμετοχή πολιτών σε εργαστήρια και επιτροπές έχει συνδεθεί με έμμεσες υποσχέσεις μελλοντικών θέσεων, έργων ή υποστηρίξεων. Για παράδειγμα, άνθρωποι που συμμετέχουν ενεργά σε ομάδες εργασίας ενός δήμου έχουν καταλήξει, σε επόμενη χρονική στιγμή, να λαμβάνουν συμβασιούχες θέσεις ή μικρό-εργολαβίες. Η «συμμετοχή» μετατρέπεται έτσι σε επένδυση πολιτικής προσέγγισης: όποιος στηρίζει τον φορέα εξουσίας ανταμείβεται, ενώ όσοι εκφράζουν αντίθετες απόψεις αποκλείονται σιωπηρά.
Συμπεράσματα: Μία κριτική που δεν μπορεί να αγνοηθεί
Η σχέση συμμετοχικής δημοκρατίας και πελατειακών πρακτικών δεν είναι θεωρητική υπόθεση· είναι μια διαπιστωμένη πραγματικότητα. Όσο περισσότερο επεκτείνεται η συμμετοχή χωρίς σαφείς θεσμικούς κανόνες, τόσο περισσότερο ενισχύονται οι μηχανισμοί επιρροής και εξάρτησης. Η συμμετοχική δημοκρατία δεν αποτυγχάνει επειδή οι πολίτες δεν συμμετέχουν αρκετά, αλλά επειδή εκείνοι που έχουν την εξουσία φροντίζουν να διαμορφώνουν το πλαίσιο συμμετοχής προς όφελός τους. Οι επιτροπές που υποτίθεται ότι εκφράζουν τη φωνή της κοινωνίας συχνά λειτουργούν ως προέκταση των δημοτικών ή κομματικών δικτύων. Οι ψηφιακές πλατφόρμες που σχεδιάστηκαν για να εξασφαλίσουν ισότητα μετατρέπονται σε πεδία όπου κυριαρχούν οι πιο οργανωμένοι και οικονομικά ισχυροί. Και ο συμμετοχικός προϋπολογισμός, αντί να αποτελεί εργαλείο κοινωνικής αναδιανομής, συχνά λειτουργεί ως μέσο στρατηγικής επιβράβευσης. Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι η συμμετοχή, αν μείνει απροστάτευτη, όχι μόνο δεν περιορίζει το πελατειακό σύστημα αλλά το ενισχύει, προσφέροντάς του νέες μορφές νομιμοποίησης. Αν δεν υπάρξει αυστηρό θεσμικό πλαίσιο, πραγματική διαφάνεια, υποχρεωτική λογοδοσία και σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στη δημόσια συμμετοχή και την πολιτική εύνοια, τότε η συμμετοχική δημοκρατία δεν λειτουργεί ως αντίβαρο της πελατειακής σχέσης· αντιθέτως, μετατρέπεται στο πλέον εξελιγμένο εργαλείο της.

