Η κατανόηση της πολιτικής βίας του 20ού αιώνα: Από την επανάσταση στην τρομοκρατία – Γράφει ο Ιωάννης Χατζημπεάκης

Απόψεις

Ο 20ός αιώνας υπήρξε ένας αιώνας αίματος και φωτιάς. Από τα χαρακώματα των παγκοσμίων πολέμων μέχρι τις σκιές των μυστικών κελιών, από τα κατεχόμενα εδάφη των αντιαποικιοκρατικών εξεγέρσεων μέχρι τις εκκωφαντικές εκρήξεις των τρομοκρατικών επιθέσεων, η πολιτική βία διαμόρφωσε τη σύγχρονη ιστορία με τρόπο ανατριχιαστικά αμετάκλητο.

Η επανάσταση και η καταστολή έγιναν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο άνθρωπος στράφηκε ενάντια στον άνθρωπο, το κράτος ενάντια στους πολίτες του, οι ιδεολογίες σε αδυσώπητες συγκρούσεις. Η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 έθεσε τις βάσεις για μια νέα εποχή πολιτικής ανατροπής, ενώ ο φασισμός και ο ναζισμός βύθισαν την ανθρωπότητα στο σκότος του ολοκληρωτισμού και της μαζικής εξόντωσης. Ο Ψυχρός Πόλεμος, με τη βία του να απλώνεται από τις αστικές ζούγκλες μέχρι τα πεδία μάχης της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας και της Αφρικής, δημιούργησε ένα πλανητικό πεδίο μάχης, όπου η τρομοκρατία έγινε όπλο τόσο των κρατών όσο και των επαναστατών.

Η δεκαετία του 1960 και του 1970 γέννησε νέες μορφές βίας, πιο οργανωμένες, πιο απρόβλεπτες, πιο θανατηφόρες. Οργανώσεις όπως η Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF), οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, η 17 Νοέμβρη και η Ιαπωνική Κόκκινη Στρατιά ανέπτυξαν στρατηγικές αστικού αντάρτικου και κλιμάκωσαν τον τρόμο στην καρδιά της Ευρώπης και πέρα από αυτήν. Την ίδια στιγμή, η κρατική τρομοκρατία έφτανε σε ακραία όρια: δικτατορίες στη Λατινική Αμερική εξαφάνιζαν πολιτικούς αντιπάλους, οι μυστικές υπηρεσίες δολοφονούσαν, εξαφάνιζαν και βασάνιζαν, ενώ οι υπερδυνάμεις χειραγωγούσαν τη βία προς όφελός τους.

Ήταν μια εποχή όπου η ζωή και ο θάνατος μπορούσαν να αποφασιστούν με το πάτημα ενός κουμπιού. Οι βόμβες έσκαγαν σε πρεσβείες, αεροδρόμια και κυβερνητικά κτίρια. Οι απαγωγές και οι εκτελέσεις γίνονταν καθημερινές ειδήσεις. Η πολιτική είχε πλέον συνδεθεί με τον τρόμο, και ο τρόμος είχε γίνει μέρος του πολιτικού παιχνιδιού.

Μέσα από αυτή τη σειρά άρθρων, θα επιχειρήσουμε να διεισδύσουμε στις πιο σκοτεινές πτυχές της πολιτικής βίας του 20ού αιώνα. Θα εξετάσουμε τους ιδεολογικούς μηχανισμούς που οδήγησαν στη γέννηση επαναστατικών και τρομοκρατικών κινημάτων, θα αναλύσουμε τις επιπτώσεις τους στις κοινωνίες και θα αναζητήσουμε τις διαχωριστικές γραμμές –αν υπάρχουν– ανάμεσα στην αντίσταση και την τρομοκρατία, ανάμεσα στον επαναστάτη και τον δολοφόνο.

Ο 20ός αιώνας μπορεί να έχει περάσει, αλλά τα φαντάσματά του στοιχειώνουν ακόμη τον κόσμο μας. Και για να κατανοήσουμε τη βία του σήμερα, πρέπει να αναμετρηθούμε με τη βία του χθες.

Η φράξια κόκκινος στρατός (RAF): Ιστορικό, δράση και συνεργασίες

Στη μεταπολεμική Γερμανία, ανάμεσα στα ερείπια του ναζιστικού παρελθόντος και τη σκιά του Ψυχρού Πολέμου, γεννήθηκε ένα κίνημα που θα έσπειρε τον τρόμο στην καρδιά της Δυτικής Ευρώπης. Ήταν η εποχή της εξέγερσης, της αμφισβήτησης, της οργής. Η γενιά που μεγάλωσε μέσα στη σιωπή της προηγούμενης καταστροφής και κάτω από την αμερικανική κηδεμονία βρέθηκε να επαναστατεί απέναντι σε ένα κράτος που θεωρούσε συνέχιση του φασισμού, ντυμένο με τον μανδύα της αστικής δημοκρατίας. Μέσα σε αυτό το εκρηκτικό κλίμα, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, σχηματίστηκε η Φράξια Κόκκινος Στρατός (Rote Armee Fraktion – RAF), μια οργάνωση που δεν θα αρκούνταν στα συνθήματα και τις διαδηλώσεις, αλλά θα έπαιρνε τα όπλα εναντίον του συστήματος.

Για τους οπαδούς της, η RAF ήταν το τελευταίο οχυρό αντίστασης απέναντι στον ιμπεριαλισμό, τον καπιταλισμό και την κρατική καταστολή. Για το γερμανικό κράτος και τις δυτικές κυβερνήσεις, ήταν μια ανελέητη τρομοκρατική απειλή, ένας εσωτερικός εχθρός που έπρεπε να εξολοθρευτεί πάση θυσία. Οπλισμένοι με επαναστατική ρητορική και καλάσνικοφ, τα μέλη της οργάνωσης πραγματοποίησαν επιθέσεις που συγκλόνισαν τη Δυτική Γερμανία: δολοφονίες πολιτικών και βιομηχάνων, βομβιστικές επιθέσεις, απαγωγές και ληστείες, όλα στο όνομα της ταξικής πάλης.

Η δράση της RAF δεν ήταν μεμονωμένη. Συνδέθηκε στενά με άλλα επαναστατικά κινήματα της εποχής, όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία, ο Μαύρος Σεπτέμβρης στη Μέση Ανατολή και οι Παλαιστίνιοι μαχητές του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP). Μέσα από ένα δίκτυο μυστικών διαδρομών, στρατοπέδων εκπαίδευσης και ιδεολογικών διασυνδέσεων, η RAF έγινε μέρος μιας παγκόσμιας ένοπλης εξέγερσης, που είχε ως στόχο την ανατροπή του δυτικού συστήματος εξουσίας.

Το παρόν άρθρο επιχειρεί μια λεπτομερή καταγραφή της ιστορίας της RAF, βασισμένη σε πηγές της εποχής, καθώς και μια ανάλυση των σχέσεων της με άλλες οργανώσεις. Η ιστορία της δεν είναι απλώς ένα κεφάλαιο της γερμανικής πολιτικής βίας – είναι η αντανάκλαση μιας εποχής όπου η επανάσταση και ο τρόμος έγιναν αδιαχώριστες όψεις του ίδιου νομίσματος.

Η γένεση της RAF: Φλόγες στην καρδιά της Δυτικής Γερμανίας

Η δεκαετία του 1960 πλησίαζε στο τέλος της, αφήνοντας πίσω της μια Ευρώπη που έβραζε από κοινωνική αναταραχή. Οι δρόμοι της Δυτικής Γερμανίας γέμιζαν με νέους που ζητούσαν αλλαγή, που έβλεπαν τη σκιά του φασιστικού παρελθόντος να πλανάται ακόμα πάνω από τους θεσμούς του μεταπολεμικού κράτους. Μέσα από αυτή τη θύελλα αγανάκτησης και επαναστατικού πυρετού, γεννήθηκε η «Φράξια Κόκκινος Στρατός» (Rote Armee Fraktion – RAF).

Η δολοφονία που άναψε τη φωτιά

Το βράδυ της 2ας Ιουνίου 1967, στους δρόμους του Δυτικού Βερολίνου, οι φοιτητές διαδήλωναν ενάντια στην επίσκεψη του Σάχη της Περσίας, ενός ηγέτη που συμβόλιζε την απολυταρχία και την καταπίεση. Οι γερμανικές αρχές, σε συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες του Ιράν, αντέδρασαν βίαια. Στη δίνη των επεισοδίων, ο φοιτητής Μπέννο Όνεζοργκ έπεσε νεκρός από τη σφαίρα ενός αστυνομικού. Η δολοφονία αυτή ήταν η σπίθα που έβαλε φωτιά στην ήδη ταραγμένη νεολαία της χώρας.

Η απόπειρα δολοφονίας του Ρούντι Ντούτσκε

Τον Απρίλιο του 1968, μια ακόμη αιματηρή σελίδα προστέθηκε στην ιστορία του κινήματος. Ο Ρούντι Ντούτσκε, ηγετική φυσιογνωμία της γερμανικής αριστεράς, δέχτηκε τρεις σφαίρες από έναν ακροδεξιό εξτρεμιστή. Ο Ντούτσκε επέζησε, αλλά η επίθεση ερμηνεύτηκε ως κήρυξη πολέμου εναντίον των επαναστατικών στοιχείων. Ο δρόμος προς την ένοπλη αντίσταση είχε πλέον ανοίξει.

Η απόδραση του Αντρέας Μπάαντερ: Το πρώτο χτύπημα

Το 1970, η ιστορία γράφεται ξανά με αίμα και φωτιά. Ο Αντρέας Μπάαντερ, ένας από τους πιο ριζοσπαστικούς νεαρούς επαναστάτες, είχε συλληφθεί και κρατούνταν στη φυλακή. Όμως, στις 14 Μαΐου του 1970, με τη βοήθεια της δημοσιογράφου και θεωρητικού της επαναστατικής δράσης Ούλρικε Μάινχοφ, οι σύντροφοί του οργάνωσαν μια τολμηρή επιχείρηση για την απελευθέρωσή του.

Με το πρόσχημα μιας συνέντευξης για ένα βιβλίο, η Μάινχοφ μπήκε στο αναγνωστήριο της φυλακής μαζί με συνεργούς της. Ξαφνικά, ακούστηκαν πυροβολισμοί. Φρουροί τραυματίστηκαν, ο Μπάαντερ ελευθερώθηκε και η ομάδα εξαφανίστηκε. Η πράξη αυτή σηματοδότησε την επίσημη γέννηση της RAF. Από εκείνη τη στιγμή, η ομάδα πέρασε στην παρανομία και ξεκίνησε την ένοπλη δράση της, δηλώνοντας ανοιχτά πόλεμο στο γερμανικό κράτος, το οποίο θεωρούσε φασιστικό και ιμπεριαλιστικό.

Η Δυτική Γερμανία δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια. Η RAF, εμπνευσμένη από την ιδεολογία των μαοϊστών, των αντιαποικιοκρατικών κινημάτων και της ένοπλης πάλης των αντάρτικων ομάδων της Λατινικής Αμερικής, προετοιμαζόταν για μια αδυσώπητη αναμέτρηση. Οι βόμβες, οι ληστείες και οι δολοφονίες που θα ακολουθούσαν, θα έσπειραν τον τρόμο σε ένα κράτος που έμοιαζε να μην είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει έναν εσωτερικό εχθρό με τέτοια αποφασιστικότητα.

Ένα νέο κεφάλαιο τρομοκρατίας και ανυπακοής μόλις είχε αρχίσει.

Ιδεολογικό υπόβαθρο και στρατηγική της RAF: Η φωτιά της επανάστασης

Η Rote Armee Fraktion (RAF) δεν ήταν απλώς μια τρομοκρατική οργάνωση – ήταν το αιχμηρό ξίφος μιας ανυποχώρητης επαναστατικής ουτοπίας, μια πυρακτωμένη έκφραση της απόλυτης ρήξης με το δυτικό καπιταλιστικό καθεστώς. Γεννημένη μέσα στις ταραχώδεις δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου, η RAF αυτοπροσδιοριζόταν ως η πρωτοπορία της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την εκμετάλλευση, ένα ριζοσπαστικό αντίβαρο σε έναν κόσμο που ελεγχόταν από την οικονομική ελίτ και τους κρατικούς μηχανισμούς καταστολής.

Η ιδεολογική ρίζα: Ο κόκκινος πυρήνας της αντίστασης

Η RAF ποτίστηκε με το αίμα των μεγάλων επαναστάσεων του 20ού αιώνα. Οι ιδρυτές της, όπως οι Αντρέας Μπάαντερ, Ούλρικε Μάινχοφ και Γκούντρουν Έσλιν, άντλησαν έμπνευση από την Αλγερινή Επανάσταση, την Κουβανική αντίσταση του Τσε Γκεβάρα, τη μαοϊκή θεωρία του «λαϊκού πολέμου» και τις πρακτικές της Ιαπωνικής Κόκκινης Στρατιάς. Ο κόσμος τους ήταν ένας κόσμος όπου η βία δεν ήταν απλά εργαλείο, αλλά ιερή αποστολή – μια αναγκαιότητα για την ανατροπή ενός σαθρού και διεφθαρμένου συστήματος.

Το αφήγημά τους ήταν αμείλικτο: η Δυτική Γερμανία ήταν ένας νεοφασιστικός μηχανισμός, μια συνέχεια του ναζιστικού κράτους κάτω από έναν μανδύα κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Οι πολυεθνικές, οι τραπεζίτες, οι πολιτικοί – όλοι ήταν συνένοχοι σε μια νέα μορφή αποικιοκρατικής κυριαρχίας, εκμεταλλευόμενοι τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, συντρίβοντας τα όνειρα της εργατικής τάξης. Η RAF δεν έβλεπε άλλη λύση παρά την ολοκληρωτική ρήξη.

Η στρατηγική: Ο αντάρτικος πόλεμος των πόλεων

Η RAF δεν αρκέστηκε σε θεωρητικές διακηρύξεις. Η στρατηγική της εδραιώθηκε πάνω στις αρχές του «αστικού αντάρτικου» (urban guerrilla warfare), όπως είχαν διατυπωθεί από τον Βραζιλιάνο επαναστάτη Κάρλος Μαριγκέλα. Αντί για έναν μαζικό λαϊκό αγώνα, όπως ήθελε το παραδοσιακό μαρξιστικό δόγμα, η RAF υιοθέτησε τον δρόμο της ένοπλης πρωτοπορίας: μικρές, καλά οργανωμένες ομάδες που θα έπλητταν την καρδιά του συστήματος.

Οι τακτικές τους ήταν προσεκτικά επιλεγμένες: βομβιστικές επιθέσεις, απαγωγές, ληστείες τραπεζών, εκτελέσεις υψηλόβαθμων αξιωματούχων – κάθε πράξη ήταν μια δήλωση, ένα πλήγμα στο κρατικό και καπιταλιστικό οικοδόμημα. Η επιχείρηση ενάντια στον Χανς-Μάρτιν Σλέγιερ, την επιτομή της καπιταλιστικής εξουσίας ως επικεφαλής της Ομοσπονδίας Γερμανών Βιομηχάνων, αποτέλεσε ένα από τα πλέον εμβληματικά παραδείγματα της στρατηγικής τους: ο κρατικός μηχανισμός έπρεπε να πληρώσει με αίμα για την καταπίεση που ασκούσε.

3. Η «Πρώτη Γενιά» της RAF (1970-1977)

Επιθέσεις και κλιμάκωση της Βίας

Η πρώτη φάση της RAF χαρακτηρίστηκε από επιθέσεις σε αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις και οικονομικούς στόχους. Το 1972 ήταν η χρονιά που η οργάνωση πέρασε σε ένα νέο, βίαιο στάδιο, με συντονισμένες βομβιστικές επιθέσεις εναντίον του Αμερικανικού Στρατηγείου στη Χαϊδελβέργη, προκαλώντας τον θάνατο στρατιωτών και φέρνοντας τον τρόμο στο κατώφλι της δυτικογερμανικής κυβέρνησης. Αυτή η περίοδος έμεινε γνωστή ως ο «Γερμανικός Φθινόπωρο» (Deutscher Herbst), μια εποχή σκοτεινή, γεμάτη αβεβαιότητα και αίμα.

Η απαγωγή και εκτέλεση του Χανς-Μάρτιν Σλέγιερ

Το 1977, η βία της RAF κορυφώθηκε με την απαγωγή του Χανς-Μάρτιν Σλέγιερ, πρώην μέλους των SS και προέδρου της Ένωσης Γερμανών Βιομηχάνων. Η απαγωγή του δεν ήταν απλώς μια πράξη εκδίκησης – ήταν ένα μήνυμα προς την πολιτική και οικονομική ελίτ ότι ο αγώνας δεν σταματά. Για εβδομάδες, η κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα αδυσώπητο δίλημμα: να διαπραγματευτεί με τους αντάρτες ή να ρισκάρει τη ζωή του επιχειρηματία. Η άρνηση των αρχών να ενδώσουν στις απαιτήσεις της RAF οδήγησε στην εκτέλεσή του. Το άψυχο σώμα του Σλέγιερ βρέθηκε σε ένα αυτοκίνητο, μια τραγική σφραγίδα στον πιο βίαιο κύκλο της δράσης της οργάνωσης.

Η αεροπειρατεία της Lufthansa και η τελευταία πράξη

Σχεδόν ταυτόχρονα, η RAF, σε συνεργασία με τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό της Παλαιστίνης (PLFP), προχώρησε σε μια τολμηρή κίνηση: την αεροπειρατεία του αεροσκάφους της Lufthansa «Landshut». Οι αεροπειρατές απαίτησαν την απελευθέρωση φυλακισμένων μελών της RAF. Όμως, η γερμανική κυβέρνηση αρνήθηκε ξανά να υποκύψει. Μετά από μια δραματική επιχείρηση των ειδικών δυνάμεων, οι αεροπειρατές εξουδετερώθηκαν και οι όμηροι απελευθερώθηκαν, δίνοντας το τελειωτικό χτύπημα στην ελπίδα της RAF για διαπραγματεύσεις.

Stammheim 1977: Το τέλος της πρώτης γενιάς

Η νύχτα της 18ης Οκτωβρίου 1977 ήταν η νύχτα που η Ιστορία λύγισε κάτω από το βάρος του αίματος. Στη φυλακή Σταμχάιμ, οι πρωταγωνιστές μιας βίαιης εξέγερσης εναντίον του κράτους βρέθηκαν νεκροί. Αυτοκτονία, δήλωσαν οι αρχές. Εκτέλεση, ψιθύριζαν όσοι ήξεραν πως η Γερμανία δεν συγχωρούσε τους εχθρούς της.

Ο θάνατος της Ουλρίκε Μάινχοφ – Το πρώτο σοκ

Το πρώτο ρήγμα στο μύθο της RAF χαράχτηκε στις 9 Μαΐου 1976. Στο κελί της, απομονωμένη από τον κόσμο, η Ουλρίκε Μάινχοφ βρέθηκε κρεμασμένη με ένα κομμάτι ύφασμα από την πετσέτα της. Το σώμα της αιωρούνταν ψυχρό, το κεφάλι της έγερνε σαν να είχε ήδη παραδοθεί στη λήθη.

Αυτοκτονία, έγραψαν οι επίσημες αναφορές. Όμως, η θέση του σώματος, οι μώλωπες στον λαιμό και η έλλειψη στοιχείων προηγούμενης αυτοκτονικής διάθεσης γέννησαν υποψίες. Η Μάινχοφ, η φωνή της ιδεολογίας, το μυαλό πίσω από τις επιθέσεις, έσβησε πριν προλάβει να δει το τέλος. Ή μήπως το τέλος τη βρήκε πρώτο;

Η νύχτα του θανάτου – 18 Οκτωβρίου 1977

Έναν χρόνο αργότερα, το κελί της σιωπής ξαναμίλησε.

Ο Αντρέας Μπάαντερ, ο αρχηγός της πρώτης γενιάς, οργάνωσε ένα σχέδιο απόδρασης. Οι μέρες περνούσαν με κώδικες και μυστικά γράμματα, με την ελπίδα ότι η RAF θα επέστρεφε πιο δυνατή. Αλλά η 18η Οκτωβρίου δεν έφερε την ελευθερία—έφερε τον θάνατο.

Αντρέας Μπάαντερ: Βρέθηκε νεκρός με μια σφαίρα στο κεφάλι, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Το πιστόλι των 7,65 mm βρέθηκε δίπλα του. Ένα όπλο που δεν έπρεπε να υπάρχει σε μια φυλακή υψίστης ασφαλείας. Το δεξί του χέρι κρατούσε ένα βιβλίο, λες και είχε διαβάσει την τελευταία σελίδα της ζωής του πριν πατήσει τη σκανδάλη.

Γκούντρουν Ένσλιν: Η γυναίκα που δεν φοβήθηκε ποτέ, βρέθηκε κρεμασμένη με ένα καλώδιο ηχείου στο κελί της. Τα πόδια της δεν άγγιζαν το έδαφος, το βλέμμα της δεν έβλεπε πια τίποτα. Οι ιατροδικαστές κατέγραψαν αυτοκτονία. Οι αμφιβολίες, όμως, έμειναν να κρέμονται δίπλα της.

Γιαν-Καρλ Ράσπε: Μια σφαίρα στην κροταφική χώρα, ίδιο διαμέτρημα με του Μπάαντερ. Στην αναφορά, σημειώθηκε πως ζούσε ακόμα όταν τον βρήκαν. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, αλλά η ζωή του τελείωσε λίγες ώρες αργότερα.

Ήταν αυτοκτονία ή μια επιμελώς εκτελεσμένη σφαγή;

Το ερώτημα έμεινε να αιωρείται σαν φάντασμα πάνω από τη Γερμανία. Πώς βρέθηκαν όπλα σε μια φυλακή όπου οι κρατούμενοι παρακολουθούνταν συνεχώς; Πώς μπορούσαν να αυτοκτονήσουν όλοι μαζί, συντονισμένα, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί;

Ο μύθος και η κληρονομιά

Η νύχτα του Σταμχάιμ σφράγισε το τέλος της πρώτης γενιάς της RAF, αλλά όχι το τέλος της οργής. Τα ονόματα των νεκρών μετατράπηκαν σε σύμβολα, τα πρόσωπά τους τυπώθηκαν σε προκηρύξεις, και η φλόγα της αντίστασης δεν έσβησε.

Το αίμα βάφει πάντα τις σελίδες της Ιστορίας πιο βαθιά από το μελάνι. Και το Σταμχάιμ του 1977 δεν ήταν απλώς ένα κεφάλαιο. Ήταν ένας επίλογος γραμμένος με σφαίρες, σκοινιά και σιωπή.

Η «Δεύτερη και Τρίτη Γενιά» της RAF (1980-1998): Η παρακμή μέσα από αίμα και στάχτες

Η διάλυση της πρώτης γενιάς της Rote Armee Fraktion (RAF) δεν σήμανε το τέλος του αγώνα της. Αντίθετα, από τις στάχτες της, αναδύθηκαν οι μαχητές της δεύτερης και τρίτης γενιάς, αποφασισμένοι να συνεχίσουν τον ένοπλο αγώνα ενάντια στο κράτος, τον καπιταλισμό και την αυτοκρατορική κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών στη Δυτική Γερμανία.

Η δεύτερη γενιά (1980-1989): Η εξέλιξη της τρομοκρατίας

Η δεκαετία του 1980 ξεκίνησε με το ίδιο φονικό πείσμα που είχε χαρακτηρίσει την προηγούμενη περίοδο. Οι νέοι αντάρτες, αν και δεν είχαν την ιδεολογική αίγλη της πρώτης γενιάς, ήταν πιο προσεκτικοί, περισσότερο οργανωμένοι και θανάσιμα ακριβείς στις επιθέσεις τους.

15 Νοεμβρίου 1981: Δολοφονία του Αμερικανού στρατηγού Φρέντερικ Κρόσον

Ήταν ένα ψυχρό πρωινό όταν ο Φρέντερικ Κρόσον, διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων στη Δυτική Ευρώπη, έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες των ανταρτών της RAF. Η επιλογή του δεν ήταν τυχαία: η παρουσία των ΗΠΑ στη Γερμανία θεωρούνταν από τους μαχητές ως σύμβολο της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Η δολοφονία αυτή συντάραξε τις διεθνείς σχέσεις και ανέδειξε τη ριζοσπαστική εμβέλεια της δεύτερης γενιάς της RAF.

30 Νοεμβρίου 1989: Δολοφονία του τραπεζίτη Άλφρεντ Χέρχαουζεν

Ο Άλφρεντ Χέρχαουζεν, ισχυρός άνδρας της Deutsche Bank, ήταν η προσωποποίηση της οικονομικής ελίτ που η RAF ήθελε να πλήξει. Εκείνο το πρωινό, καθώς η λιμουζίνα του διέσχιζε τη Βισμπάντεν, μια εκρηκτική συσκευή υψηλής τεχνολογίας πυροδοτήθηκε, συντρίβοντας το όχημα και σκοτώνοντάς τον ακαριαία. Η επιμελήςκαι τεχνολογικά προηγμένη μέθοδος της επίθεσης υποδήλωνε την αυξανόμενη επιχειρησιακή ικανότητα της RAF.

Η τρίτη γενιά (1990-1993): Στην άκρη του γκρεμού

Η δεκαετία του 1990 σηματοδότησε την αρχή του τέλους για την RAF. Η Γερμανία ενοποιούνταν, ο Ψυχρός Πόλεμος έφτανε στο τέλος του, και η κοινή γνώμη στρεφόταν κατά των ένοπλων κινημάτων. Παρά την επιμονή τους, οι επιθέσεις γίνονταν όλο και πιο σποραδικές. Το 1993, η RAF είχε πλέον αποδυναμωθεί σημαντικά.

Το τέλος της διαδρομής (1998)

Στις 20 Απριλίου 1998, η RAF ανακοίνωσε τη διάλυσή της μέσω μιας επιστολής. “Το ένοπλο αντάρτικο στην Ευρώπη είναι παρελθόν”, δήλωσαν οι τελευταίοι εναπομείναντες αντάρτες, κλείνοντας έτσι ένα κεφάλαιο βίας που κράτησε σχεδόν τριάντα χρόνια.

Ο αντίκτυπος της RAF δεν εξαφανίστηκε μαζί της. Η ιστορία της παραμένει ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα κεφάλαια του 20ού αιώνα, γεμάτο ιδεολογική πίστη, αιματηρές αντιπαραθέσεις και την αδυσώπητη σύγκρουση ανάμεσα στην εξουσία και την αντίσταση.

RAF  και οι διεθνείς διασυνδέσεις της.

Η Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF) διατηρούσε στενές διασυνδέσεις με άλλες διεθνείς τρομοκρατικές και επαναστατικές ομάδες, κυρίως μέσω του δικτύου των μαρξιστικών και αντάρτικων κινημάτων της εποχής. Μία από τις βασικές συνεργασίες της ήταν με παλαιστινιακές οργανώσεις. Συγκεκριμένα, η RAF είχε στενές σχέσεις με το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP) και είχε λάβει εκπαίδευση σε στρατόπεδα του Λιβάνου. Επιπλέον, φέρεται να είχε επαφές με τη μαχητική οργάνωση Μαύρος Σεπτέμβρης, η οποία ήταν υπεύθυνη για την επίθεση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972.

Εκτός από τις παλαιστινιακές ομάδες, η RAF συνεργάστηκε και με άλλες ευρωπαϊκές οργανώσεις. Μεταξύ αυτών, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες (Brigate Rosse) από την Ιταλία, με τις οποίες υπήρχε ανταλλαγή τεχνογνωσίας και εκπαίδευσης, καθώς και η γαλλική Action Directe, με την οποία πραγματοποιήθηκαν κοινές επιθέσεις κατά του ΝΑΤΟ και πολυεθνικών εταιρειών. Επίσης, η RAF είχε διασυνδέσεις με την ETA από την Ισπανία, κυρίως μέσω ανταλλαγής όπλων και παροχής υλικοτεχνικής υποστήριξης.

Ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας στις διεθνείς σχέσεις της RAF ήταν οι διασυνδέσεις της με τις μυστικές υπηρεσίες του Ανατολικού Μπλοκ. Ιδιαίτερα, η Στάζι, η μυστική αστυνομία της Ανατολικής Γερμανίας, είχε επαφές με τη RAF, παρέχοντας πιθανώς όπλα, χρηματοδότηση και προτάσεις στόχων για επιθέσεις. Πολλά μέλη της RAF ταξίδευαν στην Ανατολική Γερμανία και φέρεται να συναντούσαν πράκτορες στη Δρέσδη, όπου η σχετική απομόνωση της πόλης προσέφερε μεγαλύτερη ασφάλεια από τη δυτική παρακολούθηση. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η σύλληψη μελών της RAF στην Ανατολική Γερμανία επιβεβαίωσε αυτές τις υποψίες, αν και πολλά αρχεία της Στάζι καταστράφηκαν ή μεταφέρθηκαν στη Σοβιετική Ένωση πριν από την επανένωση της Γερμανίας. Ωστόσο, λόγω της αβεβαιότητας και της αναξιοπιστίας ορισμένων πηγών, οι ακριβείς διαστάσεις αυτών των σχέσεων παραμένουν ασαφείς.

Η πιθανή σχέση της RAF με την επίθεση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972 έχει επίσης συζητηθεί. Η επίθεση, κατά την οποία δολοφονήθηκαν 11 Ισραηλινοί αθλητές από τη μαχητική ομάδα Μαύρος Σεπτέμβρης, είχε παλαιστινιακή υποστήριξη και πιθανές ευρωπαϊκές διασυνδέσεις. Αν και δεν έχει αποδειχθεί άμεση εμπλοκή της RAF, θεωρείται πιθανό ότι Γερμανοί ριζοσπάστες, συμπεριλαμβανομένων ατόμων με στενές σχέσεις με τη RAF, είχαν βοηθήσει στον εφοδιασμό ή τη μετακίνηση των δραστών. Επιπλέον, η RAF είχε επαφές με παλαιστινιακές ομάδες που συμμετείχαν στην επιχείρηση, γεγονός που ενισχύει την υπόθεση ότι υπήρξε έμμεση εμπλοκή.

Μια άλλη σημαντική δράση στην οποία συμμετείχε η RAF ήταν η απαγωγή των υπουργών του OPEC στη Βιέννη το 1975. Η επιχείρηση οργανώθηκε από τον Ίλιτς Ραμίρες Σάντσες, γνωστό ως Κάρλος το Τσακάλι, σε συνεργασία με το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP). Στην απαγωγή συμμετείχαν τουλάχιστον δύο μέλη της RAF, η Γκαμπριέλε Κρολ και ο Χανς-Γιόαχιμ Κλάιν. Ο κύριος στόχος της επιχείρησης ήταν η άσκηση πίεσης στις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες, κυρίως λόγω των σχέσεων τους με το Ισραήλ και τις δυτικές δυνάμεις. Μετά την απαγωγή, οι υπουργοί μεταφέρθηκαν στην Αλγερία και τη Λιβύη, όπου οι κυβερνήσεις τους διαπραγματεύτηκαν την απελευθέρωσή τους.

Συνολικά, η RAF υπήρξε μέρος ενός εκτεταμένου δικτύου διεθνών επαναστατικών και τρομοκρατικών ομάδων, με διασυνδέσεις που κάλυπταν από την Ευρώπη έως τη Μέση Ανατολή και τις μυστικές υπηρεσίες του Ανατολικού Μπλοκ. Παρόλο που πολλές από αυτές τις σχέσεις έχουν επιβεβαιωθεί, άλλες παραμένουν αμφισβητούμενες λόγω της καταστροφής αρχείων και της αναξιοπιστίας ορισμένων πηγών.

Κοινωνική αντίδραση και καταστολή: Η σκιά της RAF στη Γερμανία

Η δεκαετία του 1970 στη Δυτική Γερμανία βάφτηκε με το αίμα μιας αδυσώπητης σύγκρουσης ανάμεσα στο κράτος και τη Rote Armee Fraktion (RAF). Οι βόμβες, οι απαγωγές και οι δολοφονίες μιας ομάδας αποφασισμένων επαναστατών γέννησαν μια πολιτική και κοινωνική κρίση χωρίς προηγούμενο. Η γερμανική κυβέρνηση, με την πλάτη στον τοίχο, αντέδρασε με όλα τα διαθέσιμα μέσα, σημαδεύοντας την ιστορία με σκληρές κατασταλτικές μεθόδους και σκιές αμφισβήτησης για το κράτος δικαίου.

Η φωτιά της κοινωνικής αντίδρασης

Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της RAF δεν ήταν απλώς πράξεις βίας. Ήταν ένας κλονισμός στα θεμέλια της μεταπολεμικής γερμανικής κοινωνίας. Το κοινό αρχικά αμήχανο, βρέθηκε διχασμένο: οι υποστηρικτές της άκρας Αριστεράς έβλεπαν τη RAF ως απόρροια μιας καταπιεστικής καπιταλιστικής εξουσίας, ενώ η πλειονότητα των πολιτών, έντρομη από τη στυγνή βία, απαιτούσε σκληρά μέτρα. Οι εφημερίδες γέμιζαν με φλογερές επικεφαλίδες, τα δελτία ειδήσεων γίνονταν κραυγή πανικού και οι δρόμοι άδειαζαν τις νύχτες, βυθισμένοι στη σκιά του τρόμου.

Η αντεπίθεση του κράτους: Μια Δημοκρατία στα όρια της ανοχής

Η κυβέρνηση του Χέλμουτ Σμιτ δεν έμεινε αδρανής. Η συγκρότηση της GSG-9, μιας επίλεκτης αντιτρομοκρατικής μονάδας, ήταν μόνο η αρχή. Η γερμανική Βουλή ψήφισε νόμους που έμοιαζαν να θολώνουν τα όρια ανάμεσα στη δημοκρατία και τον αυταρχισμό.

Η «στρατηγική της απομόνωσης» ήταν ίσως η πιο αμφιλεγόμενη κίνηση. Οι ηγέτες της RAF φυλακίστηκαν σε απόλυτη απομόνωση, χωρίς καμία επαφή μεταξύ τους, βυθισμένοι σε μια σιωπή που αποσκοπούσε στην ψυχολογική τους κατάρρευση. Στα κελιά τους, στο φρούριο του Σταμχάιμ, τα φώτα έμεναν ανοιχτά 24 ώρες το 24ωρο, οι συνομιλίες απαγορεύονταν και το μόνο που άκουγαν ήταν ο ήχος της δικής τους απελπισίας.

Ο Οκτώβρης της κρίσης: Η στιγμή που η Δημοκρατία άγγιξε το σκοτάδι

Η κορύφωση ήρθε τον Οκτώβρη του 1977, όταν η RAF απήγαγε τον Χανς-Μάρτιν Σλέγιερ, έναν ισχυρό βιομήχανο, απαιτώντας την απελευθέρωση των συντρόφων της. Το γερμανικό κράτος αρνήθηκε. Το αεροσκάφος «Landshut» καταλήφθηκε από τρομοκράτες-συμμάχους της RAF, και η Γερμανία κρατούσε την αναπνοή της.

Η GSG-9 εισέβαλε στο αεροπλάνο στο Μογκαντίσου, εξοντώνοντας τους αεροπειρατές και σώζοντας τους επιβάτες. Όμως, την ίδια νύχτα, μέσα στα κελιά του Σταμχάιμ, οι ηγέτες της RAF βρέθηκαν νεκροί – αυτοκτονίες ή μια κρυφή εκτέλεση του κράτους; Η ιστορία δεν θα μάθει ποτέ την απόλυτη αλήθεια.

Μια κληρονομιά από σκιές

Η RAF ηττήθηκε, αλλά το κόστος ήταν τεράστιο. Η δημοκρατία της Δυτικής Γερμανίας έμεινε πληγωμένη, με νόμους που άνοιγαν την πόρτα σε πιο αυστηρά μέτρα ασφαλείας. Ο φόβος είχε γίνει εργαλείο διακυβέρνησης, και η κοινωνία δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια.

Η δυναμική αντίδραση του γερμανικού κράτους ήταν αναμφίβολα αποτελεσματική. Όμως, η Γερμανία του 1980 δεν ήταν πλέον η αθώα μεταπολεμική δημοκρατία του ’60. Ήταν μια χώρα που είχε αντικρίσει το σκοτάδι—και είχε επιβιώσει, αλλά όχι χωρίς τίμημα.

Η στάχτη της ιδεολογίας

Η Ιστορία δεν συγχωρεί εύκολα ούτε λησμονεί. Η RAF ξεκίνησε ως μια υπόσχεση εξέγερσης, ένα κάλεσμα σε έναν νέο κόσμο, όπου η δικαιοσύνη θα επιβαλλόταν με φωτιά και σίδερο. Όμως, στην πορεία, οι λέξεις έγιναν σφαίρες, τα συνθήματα έγιναν εκτελέσεις, και το όραμα μιας ελεύθερης κοινωνίας πνίγηκε στο αίμα των θυμάτων της.

Η επανάσταση που υποσχέθηκαν δεν ήρθε ποτέ. Το σύστημα που πολέμησαν δεν γονάτισε, ούτε κατέρρευσε. Αντίθετα, η δική τους ύπαρξη έγινε άλλοθι για τη σκλήρυνση των κρατικών μηχανισμών, για την ενίσχυση της επιτήρησης, για την επιβολή νέων μορφών ελέγχου. Εκεί που ήθελαν να φέρουν το φως, έσπειραν τον φόβο. Εκεί που ήθελαν να γράψουν ιστορία, χάραξαν μονάχα ένα όνομα στη λίστα της βίας.

Η RAF τελικά δεν νίκησε. Ούτε όμως ηττήθηκε απλώς. Αυτοδιαλύθηκε μέσα στην ίδια της την αντίφαση: μια επανάσταση που σκότωνε στο όνομα της ζωής, ένας αγώνας που πολεμούσε την καταπίεση με νέες μορφές τρόμου. Κάθε σφαίρα που έριχναν, κάθε βόμβα που τοποθετούσαν, δεν ήταν μια πράξη ελευθερίας αλλά ένα ακόμα καρφί στο φέρετρο των ίδιων τους των ιδανικών.

Στο τέλος, η RAF δεν ήταν το προοίμιο μιας αλλαγής, αλλά το υπόμνημα μιας  αποτυχίας. Οι ιδέες της κάηκαν μαζί με τις φλόγες των επιθέσεών της. Και αυτό που έμεινε πίσω δεν ήταν η επανάσταση, ούτε η ελευθερία. Ήταν μόνο στάχτη.

 Η δράση της σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας μορφής πολιτικής βίας στη Δυτική Ευρώπη, αφήνοντας βαθύ αποτύπωμα στην πολιτική ιστορία της Γερμανίας και της διεθνούς τρομοκρατίας.

Βιβλιογραφία & Πηγές

  • Aust, Stefan. Der Baader-Meinhof Komplex. Hamburg: Hoffmann und Campe, 1985.
  • Varon, Jeremy. Bringing the War Home: The Weather Underground, the Red Army Faction, and Revolutionary Violence in the Sixties and Seventies. University of California Press, 2004.
  • Πρωτογενείς πηγές από γερμανικά μέσα ενημέρωσης της εποχής, όπως Der Spiegel και Frankfurter Allgemeine Zeitung.

Το άρθρο αυτό βασίζεται σε ιστορικές πηγές της εποχής, αναδεικνύοντας τη δράση και τις διασυνδέσεις της RAF, συμβάλλοντας στην κατανόηση της πολιτικής βίας του 20ού αιώνα.