Η συμφωνία των ποσοστών: Όταν η ιστορία χαράχτηκε με μολύβι – Γράφει ο Ιωάννης Χατζημπεάκης

Απόψεις

Η νύχτα που οι μεγάλες δυνάμεις μοίρασαν τα Βαλκάνια.

Οκτώβριος 1944. Η Ευρώπη φλέγεται, η ναζιστική Γερμανία οπισθοχωρεί, και τα τύμπανα του τέλους ηχούν όλο και πιο δυνατά. Μακριά από τα μέτωπα, πίσω από βαριές πόρτες σε μια αίθουσα της Μόσχας, δύο από τους ισχυρότερους άνδρες του πλανήτη, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ και ο Ιωσήφ Στάλιν, κάθονται αντικριστά. Δεν ανταλλάσσουν μόνο κουβέντες, αλλά παζαρεύουν την τύχη εθνών, την πολιτική μοίρα λαών, το σχήμα του μεταπολεμικού κόσμου.

Σε μια στιγμή σχεδόν θεατρική, ο Τσώρτσιλ τραβά ένα κομμάτι χαρτί. Με λιτές κινήσεις γράφει ποσοστά, καταγράφοντας την επιρροή που θα ασκούσαν οι Σύμμαχοι στις βαλκανικές χώρες μετά το τέλος του πολέμου. Ο Στάλιν κοιτά, σηκώνει το μολύβι του και βάζει ένα διακριτικό “✓”. Μια κίνηση που δεν διήρκησε ούτε δέκα δευτερόλεπτα, μα έμελλε να καθορίσει δεκαετίες ολόκληρες.

Μια άτυπη συμφωνία με βαριές συνέπειες.

Η «Συμφωνία των Ποσοστών», όπως έμεινε στην ιστορία, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια άτυπη κατανομή σφαιρών επιρροής ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία και τη Σοβιετική Ένωση. Δεν επικυρώθηκε ποτέ επισήμως, δεν είχε νομική ισχύ. Κι όμως, οι αριθμοί αυτοί –γραμμένοι πρόχειρα σε ένα χαρτί– αποδείχθηκαν ισχυρότεροι από συνθήκες.

Τα ποσοστά ήταν ξεκάθαρα:

  • Ρουμανία: 90% σοβιετική – 10% βρετανική
  • Ελλάδα: 90% βρετανική – 10% σοβιετική
  • Γιουγκοσλαβία: 50%-50%
  • Ουγγαρία: 50%-50%
  • Βουλγαρία: 75% σοβιετική – 25% βρετανική (αν και στην πράξη εξελίχθηκε σε 100% σοβιετικό έλεγχο)

Αυτό το πρόχειρο χαρτί, με μια υπογραφή «στο πόδι», καθόρισε το γεωπολιτικό μέλλον της Ανατολικής Ευρώπης.

Η σκληρή πραγματικότητα πίσω από το realpolitik.

Η Συμφωνία των Ποσοστών αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της ρεαλιστικής πολιτικής. Ηθικές αρχές, αυτοδιάθεση των λαών και δημοκρατικές διαδικασίες μπήκαν στο περιθώριο μπροστά στον υπολογισμό της ισχύος και των ζωνών επιρροής. Οι λαοί της περιοχής δεν είχαν θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Δεν ρωτήθηκαν ποτέ. Κι όμως, η μοίρα τους σφραγίστηκε.

Η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών, τόσο προβεβλημένη στον Μεσοπόλεμο και εκ νέου στις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου – ακόμη και στη Χάρτα του Ατλαντικού (1941) – εγκαταλείφθηκε σιωπηλά στη Μόσχα το βράδυ της 9ης Οκτωβρίου 1944. Ούτε οι Έλληνες, ούτε οι Ρουμάνοι, οι Ούγγροι, οι Βούλγαροι ή οι Γιουγκοσλάβοι είχαν φωνή σ’ αυτή τη συμφωνία. Οι τύχες τους αποφασίστηκαν ερήμην τους, όχι με εκλογές ή διεθνή συνέδρια, αλλά με μολύβι και ποσοστά σε ένα τραπέζι υψηλής στρατηγικής.

Στην ουσία, η Συμφωνία των Ποσοστών αποτελεί μια ωμή υπενθύμιση της φύσης της εξουσίας στις διεθνείς σχέσεις: δεν καθορίζεται από το δίκαιο, αλλά από τη δύναμη. Αυτός ο κυνισμός δεν είναι καινούργιος στην ιστορία, αλλά σπάνια αποτυπώθηκε με τέτοια σαφήνεια και ειλικρίνεια, όπως συνέβη στη Μόσχα εκείνο το βράδυ.

Η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι οι δυτικοί ηγέτες πολέμησαν τον ναζισμό στο όνομα της ελευθερίας, της εθνικής ανεξαρτησίας και της καταπολέμησης του αυταρχισμού – αλλά, σε αυτό το κρίσιμο σημείο, χρησιμοποίησαν τις ίδιες λογικές επιβολής στις χώρες που απελευθέρωναν. Οι κοινωνίες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων δεν είχαν το δικαίωμα να διαλέξουν το μέλλον τους. Το μέλλον τους είχε ήδη υπογραφεί άτυπα, χωρίς φωνή, χωρίς ερώτηση, χωρίς ελπίδα παρέμβασης.

Για πολλές από αυτές τις χώρες, οι συνέπειες υπήρξαν πολιτικά τραυματικές και διαρκείς. Δικτατορίες, εμφύλιοι, καταστολή, λογοκρισία, διώξεις. Για την Ελλάδα, ο αποκλεισμός του κομμουνισμού συνοδεύτηκε από εμφύλιο πόλεμο. Για τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, η σοβιετική επιρροή σήμαινε δεκαετίες κομμουνιστικής κυριαρχίας και σιδηρούν παραπέτασμα. Η συμφωνία, όσο πρόχειρη και αν ήταν στη μορφή, υπήρξε καθοριστική στην ουσία.

Δεν ήταν ένα λάθος. Ήταν μια συνειδητή επιλογή.

Και για τους λαούς της περιοχής, ήταν μια επιλογή που έγινε χωρίς αυτούς, αλλά καθόρισε τα πάντα γι’ αυτούς.

Χώρες υπό σκιές και κυριαρχίες

Ρουμανία & Βουλγαρία: Η σιωπηλή υποταγή στον σοβιετισμό

Η Ρουμανία και η Βουλγαρία αποτέλεσαν τις δύο πρώτες χώρες των Βαλκανίων που πέρασαν σχεδόν ολοκληρωτικά στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης μετά τη Συμφωνία των Ποσοστών. Αν και η μοιρασιά είχε χαρακτήρα άτυπο και ανεπίσημο, η εφαρμογή της ήταν άμεση και αμείλικτη.

Ρουμανία: Μια καθυστερημένη μεταστροφή χωρίς αντίκρισμα

Η Ρουμανία, υπό το καθεστώς του στρατάρχη Ιον Αντονέσκου, είχε ταχθεί αρχικά στο πλευρό του Άξονα και είχε συνδράμει στρατιωτικά τις ναζιστικές δυνάμεις στην εκστρατεία κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Ωστόσο, με την προέλαση του Κόκκινου Στρατού το 1944 και την αυξανόμενη πίεση στο εσωτερικό, ο βασιλιάς Μιχαήλ Α΄, με την υποστήριξη των φιλοδυτικών κύκλων, προχώρησε σε πραξικόπημα τον Αύγουστο του ίδιου έτους και συμμάχησε με τους Συμμάχους. Αυτή η εντυπωσιακή μεταστροφή, όμως, δεν απέτρεψε την έλευση του σοβιετικού ελέγχου.

Ο Κόκκινος Στρατός παρέμεινε στη χώρα ως δύναμη κατοχής, και πολύ σύντομα, με τη βοήθεια των Ρουμάνων κομμουνιστών, εγκαθιδρύθηκε ένα καθεστώς πλήρους υποταγής στο Κρεμλίνο. Οι φιλελεύθεροι πολιτικοί εξοστρακίστηκαν, διώχθηκαν ή εξοντώθηκαν. Ο βασιλιάς εξαναγκάστηκε σε παραίτηση τον Δεκέμβριο του 1947, ολοκληρώνοντας την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ρουμανίας. Το τίμημα για τη «λανθασμένη πλευρά της ιστορίας» ήταν βαρύ και ανεπίστρεπτο.

Βουλγαρία: Υποταγή χωρίς αντίσταση

Η περίπτωση της Βουλγαρίας, αν και λιγότερο δραματική, δεν υπήρξε λιγότερο καθοριστική. Η χώρα, έχοντας συμπορευτεί με τον Άξονα χωρίς άμεση εμπλοκή στο Ανατολικό Μέτωπο, δεν αντιμετώπισε τα ίδια επίπεδα εσωτερικών εντάσεων. Όταν ο Κόκκινος Στρατός εισήλθε στη Βουλγαρία τον Σεπτέμβριο του 1944, η χώρα δεν προέβαλε ουσιαστική αντίσταση. Το φιλοσοβιετικό μέτωπο είχε ήδη εδραιωθεί στο εσωτερικό, με το Πατριωτικό Μέτωπο να αναλαμβάνει σύντομα την εξουσία με τη στήριξη της Μόσχας.

Ακολούθησε μία περίοδος ταχείας κομμουνιστικής μεταμόρφωσης: εκκαθαρίσεις, λαϊκά δικαστήρια, εκτελέσεις πολιτικών αντιπάλων και ενίσχυση του ελέγχου των σοβιετικών συμβούλων σε όλους τους τομείς του κράτους. Η μοναρχία καταργήθηκε το 1946 και εγκαθιδρύθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας, πιστή στο δόγμα της Σοβιετικής Ένωσης μέχρι και την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.

Δύο έθνη, κοινή μοίρα

Κοινός παρονομαστής στις δύο περιπτώσεις ήταν η στρατιωτική παρουσία του Κόκκινου Στρατού και η σιωπηλή ανοχή της Δύσης – ή καλύτερα, η σιωπηρή αποδοχή, βάσει της συμφωνίας Τσώρτσιλ-Στάλιν. Η αλλαγή του πολιτικού χάρτη επιβλήθηκε με τα όπλα, με τη βία και με τη συνέργεια της διεθνούς realpolitik. Οι κοινωνίες των δύο αυτών χωρών υποτάχθηκαν χωρίς να έχουν ποτέ τον λόγο ή τη δύναμη να αντιδράσουν. Οι λίγες φωνές διαμαρτυρίας είτε καταπνίγηκαν είτε θυσιάστηκαν στον βωμό της σταθερότητας των σφαιρών επιρροής.

Η «μοιρασιά» που έγινε ένα βράδυ στη Μόσχα το 1944 είχε για τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία την έννοια μιας βουβής καταδίκης. Η αποκοπή τους από τη Δύση και η υποταγή τους στο σοβιετικό μοντέλο δεν ήταν αναπόφευκτη, αλλά συμφωνημένη.

Ελλάδα: Η μεγάλη εξαίρεση – και το πεδίο της πρώτης μάχης του Ψυχρού Πολέμου

Ανάμεσα στις χώρες των Βαλκανίων, η Ελλάδα υπήρξε η ιστορική εξαίρεση. Στη χειρόγραφη λίστα των ποσοστών επιρροής, της αποδόθηκε κατά 90% στη βρετανική σφαίρα και μόλις κατά 10% στη σοβιετική. Αυτή η φαινομενικά απλή κατανομή, που σημειώθηκε με ένα μολύβι από τον Τσώρτσιλ και επιβεβαιώθηκε με ένα απλό «τικ» του Στάλιν, έμελλε να κρίνει την πορεία της χώρας για ολόκληρες δεκαετίες. Και ίσως, να την έσωσε.

Παρά την κυριαρχία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στο εσωτερικό κατά τη διάρκεια της Κατοχής –μια κυριαρχία που συχνά βασίστηκε στον φόβο, στον αποκλεισμό και στην εξόντωση των αντιπάλων– η πολιτική μοίρα της Ελλάδας δεν καθορίστηκε από τις αντάρτικες νίκες. Καθορίστηκε από τη γεωπολιτική συμφωνία των μεγάλων. Το Λονδίνο ήξερε πως η Ελλάδα είχε στρατηγική αξία ανεκτίμητη: έλεγχε το νότιο άκρο της Βαλκανικής, τη ναυτιλιακή δίοδο από τη Μεσόγειο, και αποτελούσε φυσικό ανάχωμα στην επέκταση του κομμουνιστικού μπλοκ.

Δεκέμβριος 1944: Η Ελλάδα φλέγεται

Η κρίσιμη καμπή ήρθε με την απελευθέρωση της Αθήνας και την απόπειρα των κομμουνιστών να καταλάβουν την εξουσία. Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944 –γνωστά ως Δεκεμβριανά– δεν ήταν απλώς μια πολιτική κρίση. Ήταν μια ανοιχτή εξέγερση με στόχο την επιβολή ενός μονοκομματικού καθεστώτος στα πρότυπα της Μόσχας. Οι δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, οργανωμένες και εξοπλισμένες, επιχείρησαν να καταλάβουν την εξουσία μέσω της βίας.

Η απάντηση ήταν σκληρή και άμεση: τα βρετανικά στρατεύματα, με την υποστήριξη του βασιλικού στρατού, επενέβησαν αποφασιστικά για να αποτρέψουν την κομμουνιστική κατάληψη. Ο ίδιος ο Τσώρτσιλ επισκέφθηκε την Αθήνα ανήμερα των Χριστουγέννων του 1944, δείγμα της βαρύτητας της κατάστασης αλλά και της πολιτικής βούλησης της Δύσης να μην χαθεί η Ελλάδα στον κόκκινο χάρτη της Ευρώπης.

Η στάση του Στάλιν: Μια βουβή επιβεβαίωση της συμφωνίας

Παρά τις εκκλήσεις των Ελλήνων κομμουνιστών για βοήθεια, η Μόσχα δεν κινήθηκε. Ο Στάλιν, πιστός στην ιδιότυπη τιμή των συμφωνιών realpolitik, αρνήθηκε να εμπλακεί. Το ΚΚΕ άφησε τις ψευδαισθήσεις του και συνειδητοποίησε πως ήταν μόνο του. Ο διεθνισμός που επικαλούνταν το 1930 είχε πια εγκαταλειφθεί μπροστά στην επιτακτική ανάγκη της σταθερότητας των σφαιρών.

Η στάση αυτή έδωσε στην Ελλάδα την ευκαιρία να αποφύγει το ολοκληρωτικό καθεστώς τύπου Βουλγαρίας ή Ρουμανίας. Όμως, δεν την προστάτεψε από τον εσωτερικό διχασμό.

Ο Εμφύλιος: Η τιμωρία για την αντίσταση στον ολοκληρωτισμό

Από το 1946 έως το 1949, η Ελλάδα έζησε έναν από τους πιο αιματηρούς εμφυλίους στην ευρωπαϊκή ιστορία του 20ού αιώνα. Το κομμουνιστικό αντάρτικο –ανασυγκροτημένο και ενισχυμένο εκ των έσω αλλά και με εφόδια από γειτονικά κομμουνιστικά καθεστώτα (Αλβανία, Γιουγκοσλαβία)– επιχείρησε για δεύτερη φορά να επιβάλει δικτατορία του προλεταριάτου. Η απάντηση ήταν πλέον οργανωμένη, διεθνώς συντονισμένη και αποφασιστική: οι ΗΠΑ μέσω του Δόγματος Τρούμαν και η Μεγάλη Βρετανία στήριξαν την κυβέρνηση της Αθήνας με στρατιωτική και οικονομική βοήθεια.

Η τελική ήττα των κομμουνιστών στον Γράμμο και στο Βίτσι δεν ήταν απλώς μια στρατιωτική νίκη. Ήταν η αποτροπή ενός ολοκληρωτικού μέλλοντος, η απόρριψη της κόκκινης δικτατορίας και η οριστική ένταξη της Ελλάδας στον δυτικό κόσμο. Όμως, το κόστος ήταν τεράστιο: δεκάδες χιλιάδες νεκροί, κοινωνικός διχασμός, οικονομική εξαθλίωση και ένα κράτος σε διαρκή επιφυλακή απέναντι στον εσωτερικό εχθρό.

Η Ελλάδα σώθηκε – αλλά δεν ξέχασε

Η πολιτική απόφαση των μεγάλων δυνάμεων μπορεί να έσωσε την Ελλάδα από τη σοβιετική υποταγή, όμως το τραύμα του εμφυλίου παρέμεινε ανεπούλωτο για δεκαετίες. Η αντικομμουνιστική παράδοση του ελληνικού κράτους ενισχύθηκε, το ΚΚΕ τέθηκε εκτός νόμου για πολλά χρόνια, και ο στρατός ανέλαβε ρόλο εγγυητή της αστικής τάξης.

Η Ελλάδα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ το 1952, επιβεβαιώνοντας την τοποθέτησή της στο δυτικό στρατόπεδο. Ήταν ένα στρατηγικό κέρδος της Δύσης και μια εθνική σωτηρία – που όμως ήρθε μέσα από αίμα, διχασμό και θυσίες.

Γιουγκοσλαβία & Ουγγαρία: Στον κόκκινο χάρτη – με διαφορετικές πληγές

Η Συμφωνία των Ποσοστών του 1944 μοίρασε την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη σε ζώνες επιρροής, μετατρέποντας εθνικές κυριαρχίες σε πιόνια ενός ψυχρού, πολιτικού παιχνιδιού. Τόσο η Ουγγαρία όσο και η Γιουγκοσλαβία κατέληξαν τελικά πίσω από το λεγόμενο «Σιδηρούν Παραπέτασμα», πληρώνοντας βαρύ τίμημα σε ελευθερίες, ανθρώπινες ζωές και εθνική ανεξαρτησία. Όμως η πορεία καθεμιάς ήταν διαφορετική – με κοινό παρονομαστή την κομμουνιστική καταπίεση.

Ουγγαρία: Η σιωπή του τρόμου

Η Ουγγαρία, η οποία είχε βρεθεί στον Άξονα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αντιμετώπισε τον πλήρη εκμηδενισμό της αστικής και εθνικής της ταυτότητας από το σοβιετικό καθεστώς αμέσως μετά τη λήξη των εχθροπραξιών. Με την είσοδο του Κόκκινου Στρατού, η Μόσχα δεν έχασε χρόνο. Το πρόσχημα της «απελευθέρωσης» μετατράπηκε σε κατοχή και επιβολή.

Ο τρόπος εγκαθίδρυσης του κομμουνιστικού καθεστώτος υπήρξε εγχειρίδιο σταλινικού τρόμου. Οι πρώτες, ακόμα πολυκομματικές εκλογές του 1945 απορρίφθηκαν στην πράξη από το ΚΚ Ουγγαρίας, το οποίο με την ανοχή –και υποστήριξη– των σοβιετικών επέβαλε πολιτικό μονοπώλιο μέσω της «τακτικής του σαλαμιού»: σταδιακή εξόντωση ή εξώθηση όλων των άλλων πολιτικών δυνάμεων. Οι αντικαθεστωτικοί φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν ή εκτελέστηκαν. Χιλιάδες στάλθηκαν σε γκούλαγκ ή σε εγχώρια στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.

Η χώρα μετατράπηκε σε ένα προτεκτοράτο του Κρεμλίνου, με τις μυστικές υπηρεσίες να λειτουργούν ως παραρτήματα της NKVD. Η μαζική παρακολούθηση, οι δίκες-παρωδίες και η απόλυτη λογοκρισία στέρησαν από την Ουγγαρία κάθε έννοια πολιτικής ελευθερίας και εθνικής αξιοπρέπειας. Η όποια φωνή διαμαρτυρίας στραγγαλίστηκε – κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Η λαϊκή έκρηξη ήρθε το 1956, με την Ουγγρική Επανάσταση, μια απεγνωσμένη προσπάθεια ανάκτησης της ελευθερίας που πνίγηκε στο αίμα από τα σοβιετικά τανκς. Ήταν μια από τις πρώτες μεγάλες εξεγέρσεις κατά του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού στην Ευρώπη – και τραγική απόδειξη πως αυτό το καθεστώς δεν μπορούσε να μεταρρυθμιστεί εκ των έσω.

Γιουγκοσλαβία: Ο «αιρετικός» που παρέμεινε τύραννος

Η Γιουγκοσλαβία του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο ξεκίνησε ως πιστός σύμμαχος της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Τίτο, με ηγετική μορφή στο κομμουνιστικό αντάρτικο κατά των Ναζί, εδραίωσε τον έλεγχο στη χώρα του αμέσως μετά τον πόλεμο – με την αποδοχή της Μόσχας. Όμως, η σχέση του με τον Στάλιν εξελίχθηκε σύντομα σε ρήξη. Το 1948, η διάσπαση Τίτο-Στάλιν έγινε επίσημη: ο Γιουγκοσλάβος ηγέτης αρνήθηκε να υποταχθεί πλήρως στο σοβιετικό κέντρο και διεκδίκησε ανεξαρτησία στο εσωτερικό του μπλοκ.

Αυτή η ρήξη παρουσιάστηκε από πολλούς στη Δύση ως «αχτίδα ελπίδας» μέσα στον κομμουνιστικό κόσμο. Όμως, επρόκειτο περισσότερο για διαμάχη ισχύος παρά για απόκλιση φιλοσοφίας. Το καθεστώς του Τίτο δεν διέφερε στον πυρήνα του από τα υπόλοιπα κομμουνιστικά καθεστώτα: μονόκομματο σύστημα, αστυνομοκρατία, λογοκρισία, καταστολή κάθε διαφωνίας. Οι μυστικές υπηρεσίες της Γιουγκοσλαβίας (UDBA) υπήρξαν από τις πλέον δραστήριες και βίαιες στην Ευρώπη, με εκτελέσεις αντιφρονούντων ακόμα και στο εξωτερικό.

Η διαφωνία με τον Στάλιν οδήγησε στη δημιουργία του λεγόμενου «ουδέτερου σοσιαλισμού», μιας ενδιάμεσης ιδεολογικής κατασκευής που συνέχισε να καταπατά θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Αντί για ελευθερία, ο λαός της Γιουγκοσλαβίας έλαβε την αυταπάτη της «ιδιόμορφης ανεξαρτησίας» – χωρίς ποτέ να αποκτήσει δημοκρατία.

Κοινός παρανομαστής: Ο κομμουνιστικός αυταρχισμός

Παρά τις διαφορετικές αφετηρίες και την ένταση της σοβιετικής επιρροής, τόσο η Ουγγαρία όσο και η Γιουγκοσλαβία γνώρισαν την ίδια μοίρα: την κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών, τη φίμωση της κοινωνίας και την αποθέωση της κομματικής νομενκλατούρας. Η κομμουνιστική ιδεολογία λειτούργησε ως άλλοθι για να επιβληθεί ένα καθεστώς τρόμου, στο οποίο η εξουσία ήταν αυτοσκοπός και ο πολίτης όργανο υποταγής.

Οι χώρες αυτές δεν είχαν την τύχη της Ελλάδας, που χάρη σε μια διεθνή πολιτική απόφαση –και στον ηρωισμό των αντιστασιακών απέναντι στον κομμουνισμό– διατήρησε τη δημοκρατική της ταυτότητα. Για την Ουγγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, η εποχή μετά το 1945 υπήρξε μια μακρά νύχτα αυταρχισμού, με ελάχιστα διαλείμματα και αμέτρητα θύματα.

Ένα χαρτί, εκατομμύρια μοίρες

Η Συμφωνία των Ποσοστών δεν υπήρξε απλώς μία ψυχρή διπλωματική στιγμή πίσω από κλειστές πόρτες. Ήταν μια αποκάλυψη – σκληρή, κυνική, ανελέητη – για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο κόσμος όταν οι ισχυροί αποφασίζουν χωρίς να ρωτούν. Ένα φύλλο χαρτί, μερικά νούμερα, ένα μολύβι και δύο άντρες: ο Τσώρτσιλ και ο Στάλιν. Όμως πίσω από αυτά τα απλοϊκά αντικείμενα κρύβονταν ολόκληρα έθνη, τα όνειρα και οι φόβοι εκατομμυρίων ανθρώπων, τα σύνορα της ελευθερίας και της καταπίεσης.

Η νύχτα εκείνη του Οκτωβρίου του 1944 στη Μόσχα μπορεί να φαίνεται στα αρχεία της ιστορίας ως μία τυπική συνάντηση κορυφής. Μα στην πραγματικότητα ήταν το προοίμιο ενός γεωπολιτικού σεισμού. Με μια απλή κίνηση του χεριού, περιοχές όπως η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Ουγγαρία, η Γιουγκοσλαβία και –με διαφορετικό τρόπο– η Ελλάδα καταδικάστηκαν ή γλίτωσαν τον εφιάλτη του ολοκληρωτισμού. Όχι επειδή οι λαοί τους το επέλεξαν, αλλά επειδή το αποφάσισαν άλλοι γι’ αυτούς.

Ήταν μια στιγμή που αποκάλυψε την αληθινή φύση της realpolitik: μια στρατηγική χωρίς ηθικούς φραγμούς, που μετράει συμφέροντα αντί για ζωές, ποσοστά αντί για ανθρώπους. Η Συμφωνία των Ποσοστών δεν αφορούσε απλώς σφαίρες επιρροής – αφορούσε το μέλλον, τις ελευθερίες, την ίδια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και παρότι γράφτηκε με μολύβι, το αποτύπωμά της αποδείχθηκε ανεξίτηλο.

Η ιστορία, τελικά, δεν καθορίζεται πάντα από τις μάχες και τα όπλα. Καθορίζεται, κάποιες φορές, από τη σιωπή ενός γραφείου, το βάρος ενός βλέμματος, την υπογραφή κάτω από έναν συμβιβασμό. Και για όσους βρέθηκαν στην πλευρά της αθέλητης υποταγής, εκείνη η νύχτα δεν ήταν απλώς ένα διπλωματικό επεισόδιο. Ήταν η απαρχή μιας εποχής σκοτεινής και δύσκολης – μιας εποχής που ξεκίνησε με ένα χαρτί, αλλά άφησε πίσω της πληγές που κράτησαν δεκαετίες.

 Πηγές & Βιβλιογραφία:

  • Churchill, Winston. The Second World War: Triumph and Tragedy. (1953)
  • Beevor, Antony. The Second World War. (2012)
  • Roberts, Geoffrey. Stalin’s Wars: From World War to Cold War, 1939–1953
  • Βερέμης, Θάνος. Η Ελλάδα και ο κόσμος στον 20ό αιώνα. (2002)
  • Μπουρνάζος, Νίκος. Δεκεμβριανά και Εμφύλιος: Η αθέατη όψη της Ιστορίας. (2020)